Συνέχεια απο: Σάββατο, 13 Αυγούστου 2011
Enrico Berti
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Για τον Πλάτωνα πράγματι, ή τουλάχιστον για τον Πλάτωνα ο οποίος εξάσκησε την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της φιλοσοφίας, η πραγματικότης διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα, στον κόσμο των ιδεών, που είναι η αυθεντική πραγματικότης, το αληθινό Είναι, και στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, που είναι μία μειωμένη πραγματικότης κατώτερη της πρώτης, ανάμεσα στο Είναι και στο τίποτα. Η σχέση η οποία υφίσταται ανάμεσα στα δύο επίπεδα ορίζεται πότε σαν μίμησις, πότε σαν συμμετοχή (μέθεξις). Η αιτιότης η οποία εξασκείται απο τις ιδέες απέναντι στα πράγματα είναι μία παραδειγματική αιτιότης, δηλ. με τους όρους του Αριστοτέλη, φορμάλε: οι ιδέες είναι παραδείγματα ή φορμες των πραγμάτων. Ο Πλάτων διστάζει ανάμεσα στην επιβεβαίωση της υπερβατικότητος—που αντιστοιχεί στην μίμηση—και στην ενύπαρξη—που αντιστοιχεί στην μέθεξη—των ιδεών απέναντι στα πράγματα, αλλά δέν υπάρχει αμφιβολία πως κάθε ιδέα έχει κοινό με τά πράγματα το γεγονός πως σ’αυτήν την ιδέα μετέχει μόνον η ουσία. Αυτή η διάκριση βαθμού και μαζί ταυτόχρονα αυτή η κοινότης της ουσίας υποχρεώνουν τον Πλάτωνα να κατανοήσει την σχέση ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα με όρους ομωνυμίας, και σύμφωνα με τον Αριστοτέλη με όρους συνωνυμίας.
Enrico Berti
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΘΩΜΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
2. Οι προηγηθέντες.
Το δόγμα της αναλογίας γενικώς ξεκινά, όπως είδαμε ήδη, με τους Έλληνες, για τους οποίους όμως ο όρος αναλογία έδειχνε μόνον την αναλογικότητα, δηλ. την ισότητα των σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους, ιδιαιτέρως δε την μαθηματική αναλογία. Στην πλέον γενική της σημασία ήταν ήδη παρούσα στο προφιλοσοφικό περιβάλλον και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στις κοσμολογικές θεωρίες. Στην ιδιαίτερη μαθηματική της σημασία εμφανίστηκε σαν θεωρία για πρώτη φορά απο τους αρχαίους πυθαγορικούς. Φυσικά αυτή η σύλληψη της αναλογίας υιοθετήθηκε απο τον Πλάτωνα, ο οποίος την μετέφερε οριστικά στο φιλοσοφικό επίπεδο, εισάγοντας την όμως στην δική του ιδιαίτερη φιλοσοφία, η οποία ώς γνωστόν ήταν του παραδειγματικού και διαβαθμιστικού τύπου. Για τον Πλάτωνα πράγματι, ή τουλάχιστον για τον Πλάτωνα ο οποίος εξάσκησε την μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της φιλοσοφίας, η πραγματικότης διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα, στον κόσμο των ιδεών, που είναι η αυθεντική πραγματικότης, το αληθινό Είναι, και στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, που είναι μία μειωμένη πραγματικότης κατώτερη της πρώτης, ανάμεσα στο Είναι και στο τίποτα. Η σχέση η οποία υφίσταται ανάμεσα στα δύο επίπεδα ορίζεται πότε σαν μίμησις, πότε σαν συμμετοχή (μέθεξις). Η αιτιότης η οποία εξασκείται απο τις ιδέες απέναντι στα πράγματα είναι μία παραδειγματική αιτιότης, δηλ. με τους όρους του Αριστοτέλη, φορμάλε: οι ιδέες είναι παραδείγματα ή φορμες των πραγμάτων. Ο Πλάτων διστάζει ανάμεσα στην επιβεβαίωση της υπερβατικότητος—που αντιστοιχεί στην μίμηση—και στην ενύπαρξη—που αντιστοιχεί στην μέθεξη—των ιδεών απέναντι στα πράγματα, αλλά δέν υπάρχει αμφιβολία πως κάθε ιδέα έχει κοινό με τά πράγματα το γεγονός πως σ’αυτήν την ιδέα μετέχει μόνον η ουσία. Αυτή η διάκριση βαθμού και μαζί ταυτόχρονα αυτή η κοινότης της ουσίας υποχρεώνουν τον Πλάτωνα να κατανοήσει την σχέση ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα με όρους ομωνυμίας, και σύμφωνα με τον Αριστοτέλη με όρους συνωνυμίας.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν πώς ο Πλάτων εισάγει την αναλογικότητα σε ένα όραμα της πραγματικότητος που τελικώς την θεμελιώνει (την πραγματικότητα) στην αναλογία της παροχής, του συμβεβηκότος (της ποιότητος), παρότι δέν εννοεί ποτέ ο ίδιος την αναλογία μ’αυτή την τελευταία σημασία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί ο ίδιος την αναλογία, είναι η διάσημη σύγκριση που υπάρχει στο VI βιβλίο της Πολιτείας (508 c) ανάμεσα στην ιδέα του αγαθού και τον ήλιο:
«Αυτό που στον νοητό κόσμο είναι το αγαθό σε σχέση με τον Νού και με τα νοητά πράγματα (αντικείμενα λέμε πρόχειρα σήμερα), στον ορατό κόσμο είναι ο ήλιος σε σχέση με την όραση και τα ορατά πράγματα(αντικείμενα)». Εδώ βρισκόμαστε ξεκάθαρα απέναντι σε μία αναλογικότητα στην οποία μία ίδια σχέση, δηλ. η λειτουργία η οποία φέρνει κάτι στην Γνώση και ίσως ακόμη και να το φέρει και στην ύπαρξη—εξασκείται απο διαφορετικά όντα πάνω σε εκείνα στα οποία υπάρχει αναλογικότης. Παρ’όλα αυτά η αναλογικότης είναι δυνατή απο την ύπαρξη μίας ομοιότητος, μάλιστα δέ μίας εξαρτήσεως των αισθητών πραγμάτων απο τις ιδέες, δηλ. απο μία συγκεκριμένη πρό-θεση, η οποία προ-ηγείται, είναι α’priori. Απο μία αληθινή και παραδειγματική αιτιότητα. Αυτή είναι η πρωτότυπη εισφορά στό δόγμα της αναλογίας απο τον Πλάτωνα, η οποία έμελε να έχει μία μεγαλειώδη τύχη και συνέχεια.
Μόνον κάτω απο αυτό το φώς λαμβάνει και την πρέπουσα σημασία του ο γνωστός ορισμός της αναλογίας, ο οποίος δίνεται απο τον Πλάτωνα στον Τίμαιο, όπου ξαναπαίρνοντας το δόγμα του Σοφιστή, σύμφωνα με το οποίο το Είναι είναι μαζί ταυτό και διάφορο, βεβαιώνει πως η αναλογία είναι «ο πιό όμορφος δεσμός», διότι «κάνει, όσο αυτό είναι δυνατόν, ένα μόνο πράγμα τον εαυτό του και τα πράγματα που δεσμεύονται» (Τίμαιος 31,C). Και αυτός ο ορισμός θα γνωρίσει μεγάλη τύχη στην φιλοσοφία, κυρίως λόγω του Hegel, ο οποίος θα αντοπίσει σ’αυτόν την διατύπωση με την οποία μπόρεσε να εκφράσει το Απόλυτο, δηλ. την ταυτότητα ή ένωση ή δεσμό της ταυτότητος και της διαφοράς. Όμως η διαβαθμιστική θεωρία της πραγματικότητος, μέσα στην οποία υπεισέρχεται η πλατωνική αναλογία, ήταν προορισμένη να ολοκληρωθεί, και δέν έγινε κατά τύχη, στην πυραμιδική σύλληψη η οποία τοποθετούσε το Ένα ,δηλ. το αγαθό στην κορυφή, ταυτίζοντας το με το ίδιο το Είναι (αυτό το όν), ένα Είναι κατανοημένο σαν ουσία, το ουσιώδες του οποίου δέν θα μπορούσε να αποτελείται παρά μόνον απο το ίδιο το Είναι. Αυτή η θεωρία διατρέχει από το ένα μέρος, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, τον κίνδυνο να μας ξαναγυρίσει στον Παρμενίδη, ο οποίος συλλαμβάνοντας το Είναι μονοσήμαντα, μειώνει όλα τα πράγματα σε ένα μόνο πράγμα, καθιστώντας αδύναμη κάθε υπερβατικότητα, και απο το άλλο, όπως φανερώνεται απο τα λεγόμενα «άγραφα δόγματα» στα οποία εκτίθεται, τοποθετεί τον Πλάτωνα σαν τον Πρόδρομο του Νεοπλατωνισμού και κάθε άλλης μεταφυσικής συμπερασματικής.
Σ’αυτήν αντιδρά έντονα ο Αριστοτέλης, ο οποίος χωρίζει την αναλογικότητα απο εκείνη του συμβεβηκότος και της ιδιότητος, αρνούμενος να εννοήσει αυτή την τελευταία με διαβαθμιστική και παραδειγματική σημασία. Γι’αυτόν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η καθεαυτή αναλογία είναι μόνον η αναλογικότης. Και παρότι δέν εφαρμόζεται στο Είναι —το οποίο λέγεται ξεκάθαρα, πολλαχώς και έχει πολλές σημασίες, αλλά με ένα διαφορετικό νόημα—, η αναλογικότης είναι η αληθινή αναλογία, τουλάχιστον σιωπηρά, διότι εφαρμόζεται στις οντολογικές αρχές όλων των όντων (τα τρία στοιχεία και οι τέσσερις αιτίες) [Mετ. XII 4, 1070 α 31-32], στις λογικές του αρχές (μή-αντιφάσεωςκαι τρίτου εξαιρομένου) [Αναλ. Ύστερα I 10, 76 α 39], στην βασική τους αντίθεση (δύναμις και ενέργεια) [Μετ. IX 6, 1048 α 37], στις κατηγορίες του Είναι [Μετ. XIV 6, 1093 b 17-21] και στο Αγαθό [ηθικά Νικ I 4, 1096 b 28]. Για να μήν μιλήσουμε για την μεγάλη χρήση της αναλογικότητος στην βιολογία του. Όσον αφορά τώρα την αναλογία του συμβεβηκότος, απο μερικούς ερμηνευτάς βρέθηκε στην αριστοτελική θεωρία της σχετικής ομωνυμίας σε έναν μοναδικό όρο (προς εν), η οποία εφαρμόζεται ξεκάθαρα απο τον Αριστοτέλη στο Είναι και φανερώνεται μέσω της πολλαπλότητος των σχέσεων που οι διάφορες συμπτώσεις διατηρούν με την Ουσία (π.χ. ο F BRENTANO). Αυτές είναι οπωσδήποτε σχέσεις ιδιοτήτων αλλά δέν είναι κατ’ουδένα τρόπο κατανοημένες απο τον Αριστοτέλη σαν μία περίπτωση αναλογίας, ούτε προϋποθέτουν κατά ελάχιστο μία διαβαθμιστική αντίληψη ή μία παραδειγματική της πραγματικότητος, όπως προϋποτίθεται απο το σχολαστικό δόγμα, της αναλογίας της ιδιότητος. Και γι’αυτό άλλοι ακόμη ερμηνευτές αρνήθηκαν την παρουσία αυτού του τύπου της αναλογίας στον Αριστοτέλη. (TRENDELENBURG, P. AUBENQUE).
Η αριστοτελική θεωρία της σχετικής ομωνυμίας ορίζει οπωσδήποτε μία Ιεραρχία μέσα στο πλαίσιο του Είναι, με την έννοια όμως πως αναγνωρίζει και την οντολογική προτεραιότητα (μέσα στην ύπαρξη) και την λογική (στην έννοια) της ουσίας απέναντι σε κάθε σύμπτωση και ιδιότητα, αλλα εφόσον δέν κατανοεί αυτές τις ιδιότητες σαν κατώτερες βαθμίδες της ουσίας, ούτε βεβαίως σαν εικόνες της, δέν δέχεται καμμία ουσιώδη κοινωνία ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες, τις οποίες συνεχίζει να υπολογίζει σαν ουσιωδώς διαφορετικές και αναλλοίωτες μεταξύ τους. Επιπλέον καθιστά δυνατή μία μοναδική επιστήμη του Είναι, την πρώτη φιλοσοφία ή μεταφυσική, αλλά όχι μία επιστήμη αφαιρετικού τύπου, διότι απο την έννοια της ουσίας, η οποία επίσης περιέχεται σε εκείνες των ιδιοτήτων, είναι αδύνατον να εξάγουμε τις έννοιες των ιδιοτήτων.Τέλος η θεωρία της σχετικής ομωνυμίας, αφορά μόνον την σχέση ανάμεσα στην ουσία και στις ιδιότητες, όχι όμως τις σχέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά γένη ουσιών (δηλ. ακίνητες ή θεικές κινητές, άφθαρτες ή ουράνιες και κινητές φθαρτές ή γήινες), ανάμεσα στις οποίες δέν υπάρχει σχετική ομωνυμία, αλλά διαδοχή ή πρόοδος (εφεξής). Αυτός ο τελευταίος τύπος σχέσεως υπονοεί οντολογική προτεραιότητα, λόγω της οποίας το γένος που προηγείται είναι αιτία του γένους που ακολουθεί, αλλά δέν υπονοεί λογική προτεραιότητα, και έτσι η έννοια του γένους που προηγείται δέν περιέχεται καθόλου στην έννοια του γένους που ακολουθεί. Και αυτή λοιπόν συμβιβάζεται με την ύπαρξη μίας μοναδικής επιστήμης του Είναι, που σπουδάζει ουσιωδώς τις σχέσεις αιτίας ανάμεσα στα διαφορετικά όντα, αλλά δέν συμβιβάζεται με μία επιστήμη, τύπου αφαιρετικού συμπερασματικού, ο οποίος προϋποθέτει την ενότητα του γένους και επομένως της ουσίας, μέσα στην οποία αναπτύσσονται οι συλλογισμοί και οι αποδείξεις. Και για αυτό ο Duns Scoto θα παρατηρήσει πως για να πραγματοποιηθεί μία αφαιρετική μεταφυσική, είναι απαραίτητο να δεχθούμε ένα μονοσήμαντο Είναι, χωρίς το οποίο οι συλλογισμοί αποδεικνύονται αδύνατοι, λόγω της quaternion terminorum.
Συνεχίζεται
"Όμως η διαβαθμιστική θεωρία της πραγματικότητος, μέσα στην οποία υπεισέρχεται η πλατωνική αναλογία, ήταν προορισμένη να ολοκληρωθεί, και δέν έγινε κατά τύχη, στην πυραμιδική σύλληψη η οποία τοποθετούσε το Ένα ,δηλ. το αγαθό στην κορυφή, ταυτίζοντας το με το ίδιο το Είναι (αυτό το όν), ένα Είναι κατανοημένο σαν ουσία, το ουσιώδες του οποίου δέν θα μπορούσε να αποτελείται παρά μόνον απο το ίδιο το Είναι. Αυτή η θεωρία διατρέχει από το ένα μέρος, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, τον κίνδυνο να μας ξαναγυρίσει στον Παρμενίδη, ο οποίος συλλαμβάνοντας το Είναι μονοσήμαντα, μειώνει όλα τα πράγματα σε ένα μόνο πράγμα, καθιστώντας αδύναμη κάθε υπερβατικότητα, και απο το άλλο, όπως φανερώνεται απο τα λεγόμενα «άγραφα δόγματα» στα οποία εκτίθεται, τοποθετεί τον Πλάτωνα σαν τον Πρόδρομο του Νεοπλατωνισμού και κάθε άλλης μεταφυσικής συμπερασματικής."
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα πως μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο για τον Πλάτωνα; Το ΕΝ-ΑΓΑΘΟ για τον Πλάτωνα αλλά και για τον Πλωτίνο δεν ταυτίζεται με το ΕΙΝΑΙ, είναι υπερβατικό. Όταν ο Πλωτίνος κρίνει τον Αριστοτέλη ότι συγχέει το Όλον με το ΕΝ δεν έχει δίκιο;Το Όλον έχει μέρη, το ΕΝ είναι αμερές, άρα Εν και Ειναι δεν ταυτίζονται.Ο νοητός κόσμος (Είναι) για τον Πλάτωνα δεν είναι ένας κόσμος πολλαπλότητος σε ενότητα;
Ο Πλωτίνος έλυσε τό μεγάλο πρόβλημα τής Ελληνικής φιλοσοφίας, Πώς από το Εν τά Πολλά μέ τίς τρείς υποστάσεις, Τό Εν, τόν Νού καί τήν ενότητα τής Ψυχής, τήν πολλαπλότητα. Τό Είναι γιά τόν Αριστοτέλη ταυτίζεται μέ το Ενα,ο Νούς. Ο οποίος ατενίζει μονίμως τό Φώς τού Ενός από τήν μία πλευρά καί στήν άλλη πλευρά του υπάρχει η υπόσταση τής ψυχής, η ενότης τής πολλαπλότητος.Ο πολυθεισμός, οι θρησκείες , ακόμη καί ο Μωαμεθανισμός, τό Είναι πολλαχώς λεγόμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπάρχει καί αυτή η μικρή πραγματεία.
https://amethystosebooks.blogspot.com/2017/01/riccardo-chiaradonna.html