Enrico Berti
Συνέχεια από : Σάββατο, 23 Ιουλίου 2011
Ένα δεύτερο πρόβλημα, πιο καθαρά φιλοσοφικό, που μας θέτει το θωμιστικό δόγμα της αναλογίας, το οποίο μάλιστα αφορά κατευθείαν την αναλογία του Είναι, είναι το ακόλουθο: σε ποιον τύπο από τις δύο αναλογίες, της αποδόσεως ή της αναλογικότητος, ο Ακινάτης δίνει το πρωτείο, δηλαδή την λειτουργία της προϋποθέσεως, της εξαρτήσεως του άλλου; Με άλλα λόγια, το Είναι είναι ανάλογο με την έννοια της αποδόσεως, της ιδιότητος, δηλαδή της Ιεραρχίας, της τάξεως της προϋποθέσεως, λόγω του γεγονότος πως είναι πάνω απ’ όλα ανάλογο με την έννοια της αναλογικότητος, ή αντίστροφα; Η ύπαρξη ενός προβλήματος τέτοιας υφής αποδεικνύεται από την διαφοροποίηση που υπάρχει ανάμεσα στους σχολιαστές του Ακινάτη.
Ο Gaetano, τόσο στο σχόλιό του στο De ente et essential, όσο και στον διάσημο De nominum analogia, ισχυρίζεται πως η μοναδική, αληθινή μορφή αναλογίας του Είναι είναι εκείνη που ακόμη και οι Έλληνες ονόμαζαν αναλογία, δηλαδή η αναλογία της συμμετρίας, η κατ’ αναλογίαν αναλογικότης. Αυτή συνεπάγεται μια αμείωτη διαφορετικότητα ουσιών ανάμεσα στον θεό και τα κτίσματα και μια αντίστοιχη διαφορετικότητα των σημασιών του Είναι, αναλόγως των αντιστοίχων ουσιών. Κάτι που αποκλείει κάθε αναλογία ανάμεσα στον θεό και στην δημιουργία και οπωσδήποτε κάθε αναλογία κατά χορήγηση. Ο λόγος αυτού του αποκλεισμού είναι πως, κατά την γνώμη μου, η αναλογία λόγω χορηγήσεως, εμπλέκοντας μια σύλληψη κατά αναβαθμούς του Είναι, δηλαδή διαφορετικοί βαθμοί του ίδιου του Είναι, κινδυνεύει να καταλήξει σε μονοσήμαντο Είναι. Δεν είναι τυχαίο πως ο Duns Scoto δέχεται το μονοσήμαντο αυτό και ο Gaetano γράφει πολεμικά εναντίον του οπαδού του Scoto, του παδοβάνου Antonio Tsombetta.
Πολύ κοντά στις θέσεις του Gaetano είναι ο Silvestro da Ferrara, ο οποίος όμως ισχυρίζεται πως στην αναλογία της αναλογικότητος υπάρχει ένα πρώτο ανάλογο και πάνω απ’ όλα ο Giovanni di San Tommaso, ο οποίος επιβεβαιώνει το πρωτείο της αναλογίας, κατ’ αναλογίαν, ενώ σε αντίθετες θέσεις κινήθηκε ο Francisco Suàrez, ο οποίος στις διάσημες Disentationes metaphysicae δεν διστάζει να βεβαιώσει πως η αναλογία της ιδιότητος είναι η προϋπόθεση της αναλογία της συμμετρίας, διότι εκφράζει απευθείας το θωμιστικό δόγμα της συμμετοχής (το Είναι, το οποίο κατέχεται από τον θεό κατ’ ουσίαν, μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, αναλόγως των ουσιών των κτιστών πραγμάτων). Η εναλλακτική απορία λοιπόν, μετά τις σύντομες διευκρινίσεις, εμφανίζεται ως εξής: τα πλάσματα ομοιάζουν μόνον μεταξύ τους ή ομοιάζουν και με τον θεό; Και ομοιάζουν μεταξύ τους επειδή ομοιάζουν όλα στον θεό ή ανεξαρτήτως αυτού;
Η θέση του Ακινάτη σ’ αυτό το σημείο φαίνεται να διαφοροποιείται στην χρονολογική εναλλαγή των έργων του ή τουλάχιστον ερμηνεύτηκε έτσι, μ’ αυτή την έννοια, τελευταίως. Στα νεανικά του έργα (De principiis naturae, De ente et essentia…) o Ακινάτης φαίνεται να είναι αποφασιστικά με το μέρος του πρωτείου της αναλογίας της παροχής, της χορηγήσεως, κατανοημένης σαν έκφραση μιας κλίμακος ενυπάρχουσας ανάμεσα στα όντα, δηλαδή σαν μία κοινή τελειότητα (la natura essendi ή ratio entis), η οποία όμως κατέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς. Αυτή η αντίληψη θεωρεί τον θεό σαν το esse ipsum, το είναι κατ’ ουσίαν δηλαδή, παραδειγματική αιτία (δηλαδή αιτιώδη αρχή μορφής) όλων των όντων, στην οποία συμμετέχουν όλα τα όντα.
Και η θεία αιτιότης, επειδή είναι ακριβώς παραδειγματική αιτιότης, παράγει ομοιότητα ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα. Πρόκειται όμως για μια σύλληψη παραδειγματική ακόμη, σύμφωνα με μερικούς ερμηνευτάς, δηλαδή φορμαλιστική, της αιτιότητος και επομένως και του Είναι, η οποία προήλθε στον Ακινάτη, μέσω του Αλβέρτου του Μεγάλου, των Αράβων, δηλαδή βασικώς από τον Νεοπλατωνισμό.
Αντιθέτως λοιπόν στο De veritate (περί αληθείας), επόμενο στα νεανικά του έργα, ο Ακινάτης φαίνεται να αλλάζει γνώμη και να αποδίδει το πρωτείο στην αναλογία κατά την συμμετρία. Αυτό που τον οδηγεί σ΄ αυτό είναι η ανακάλυψη της αριστοτελικής θεωρίας σύμφωνα με την οποία «το άπειρο δεν έχει καμμία σχέση με το πεπερασμένο» (το γαρ απειρον προς το πεπερασμένν εν ουδενί λόγω εστίν), Αριστ., ΠΕΡΙ ΟΥΡΑΝΟΥ Ι7, 275α 14, η οποία μεταφράστηκε στα λατινικά ως εξής: «finite ad infinitum nulla est proportio». Ο Ακινάτης την εφαρμόζει αμέσως στην διαφορά ανάμεσα στον θεό και στα δημιουργήματα και συμπεπαίνει πως ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμμία αναλογία, δηλαδή καμμία συμμετρία, και επομένως καμμία αναλογία αποδόσεως, παρά μόνον αναλογικότης, δηλαδή ταυτότης σχέσεων του καθενός με το Είναι του.
Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε την επιρροή του Αραβικού νεοπλατωνισμού να αντικαθίσταται με μια άμεση Αριστοτελική επιρροή, η οποία βοηθά ώστε να τονιστεί η υπερβατικότης του θεού εις βάρος της ομοιότητός του με τα κτίσματα. Σ’ αυτή τη φάση θα στηριχθεί ο Gaetano στην ερμηνεία του, την οποία αναφέρουμε πιο πάνω.
Παρόλα αυτά στα πιο ώριμα έργα του, δηλαδή στις δύο Σούμμες και στο Σχόλιο στην Μεταφυσική, βλέπουμε να επιστρέφει η αναλογία της παροχής και μάλιστα να στερεοποιείται οριστικά το πρωτείο αυτής εις βάρος της αναλογίας λόγω συμμετρίας. Ανάμεσα σ’ αυτή τη φάση όμως και σ’ εκείνη των νεανικών έργων φαίνεται να υπάρχει μια διαφορά. Η συμμετοχή, λόγω της οποίας τα κτιστά όντα έχουν το Είναι, δεν συλλαμβάνεται πλέον από τον Ακινάτη σαν συμμετοχή στο Είναι με την έννοια της φόρμας, αλλά είναι συμμετοχή στο Είναι με την έννοια του ενεργεία. Η θεία αιτιότητα δεν είναι πλέον ειδωμένη σαν παραδειγματική ή φορμάλε, αλλά ουσιαστικώς σαν επαρκή αιτιότητα. Παραμένει ακόμη ένα όραμα διαβάθμισης του Είναι, εκείνη που εκφράσθηκε από τον διάσημο “τέταρτο δρόμο” για την απόδειξη της υπάρξεως του θεού, αλλά στην βάση της υπάρχει η καινούρια σύλληψη του Είναι σαν actus essendi, σαν ουσιώδης ενέργεια, που είναι η πρωτότυπη προσφορά του Ακινάτη, χάρη στην οποία θα κατορθώσει μία σύνθεση ανάμεσα στον Αριστοτέλη και στον νεοπλατωνισμό.
Τώρα πια ο Ακινάτης θα μπορούσε να επιβεβαιώσει με την ησυχία του μια αναλογία ανάμεσα στον θεό και στα κτίσματα, εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα!
Αυτή η περιπέτεια όμως, αυτή η αλληλοδιαδοχή της νεοπλατωνικής επήρειας με την αριστοτελική, αφήνει μια κάποια αμφιβολία γύρω από την τελική επιτυχία της λύσης που βρήκε ο Ακινάτης. Δεν χωρούν αμφιβολίες γύρω από την πρωτοτυπία της συλλήψεως του Είναι σαν actus essendi, ούτε για τον επαρκή χαρακτήρα – δηλαδή Δημιουργότης θείας αιτιότητος, ούτε τέλος γύρω από την επακόλουθη απόλυτη υπερβατικότητα του θεού. [Πόσο τραγικά λείπει η θεολογία των ακτίστων ενεργειών!!! Επειδή ακριβώς το σύστημα είναι φιλοσοφικό, δεν είναι θεολογικό].
Παραμένει όμως η απορία σχετικά με πόσο συμβιβάζεται αυτή η υπερβατικότης με το όραμα της διαβάθμισης του Είναι, διότι όπου υπάρχουν βαθμοί, φαίνεται να υπάρχει κατ’ ανάγκην και μια κοινή ουσία, η οποία ακριβώς μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, διότι η διαφορά βαθμού περισσότερο από μία διαφορά ποιότητος, δηλαδή ουσίας, φαίνεται να είναι μια διαφορά ποσότητος. Αλλ’ όμως, εάν υπάρχει μία μόνον και μοναδική ουσία, η οποία μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, το Είναι έχει μια ουσία, και επομένως είναι μονοσήμαντο, δεν είναι πλέον ανάλογο. Και αν ο θεός είναι αυτό το Είναι λόγω ουσίας, δεν μπορεί να είναι με συνέπεια υπερβατικός, αλλά είναι παρών, ακριβώς σε διάφορους βαθμούς, στα κτίσματα. Η αναλογία λόγω παροχής ή χορηγήσεως συνεπάγεται διάφορες και διαφορετικές σχέσεις με έναν και μοναδικό Όρο, ο οποίος λειτουργεί, περισσότερο και από υπερβατική αιτία, σαν ενυπάρχον στοιχείο, δηλαδή σαν μέγιστος κοινός διαχωριστής, σαν μια ενότητα μέτρου. Δεν θέλουμε βεβαίως να αποδώσουμε στον Ακινάτη μια παρόμοια ιδέα, αλλά να σημειώσουμε τον κίνδυνο στον οποίο μπορεί να καταλήξει το πρωτείο της αναλογίας παροχής, και επομένως το πρόβλημα του ασυμβίβαστου με τα υπόλοιπα δόγματα του Ακινάτη. Η ιστορική πιστοποίηση ενός τέτοιου κινδύνου έρχεται εξάλλου από τις θέσεις μερικών που προηγήθηκαν του Ακινάτη στην αντίληψη της αναλογίας του Είναι και από μερικούς από τους συνεχιστές του.
Παραμένει όμως η απορία σχετικά με πόσο συμβιβάζεται αυτή η υπερβατικότης με το όραμα της διαβάθμισης του Είναι, διότι όπου υπάρχουν βαθμοί, φαίνεται να υπάρχει κατ’ ανάγκην και μια κοινή ουσία, η οποία ακριβώς μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, διότι η διαφορά βαθμού περισσότερο από μία διαφορά ποιότητος, δηλαδή ουσίας, φαίνεται να είναι μια διαφορά ποσότητος. Αλλ’ όμως, εάν υπάρχει μία μόνον και μοναδική ουσία, η οποία μετέχεται σε διαφορετικούς βαθμούς, το Είναι έχει μια ουσία, και επομένως είναι μονοσήμαντο, δεν είναι πλέον ανάλογο. Και αν ο θεός είναι αυτό το Είναι λόγω ουσίας, δεν μπορεί να είναι με συνέπεια υπερβατικός, αλλά είναι παρών, ακριβώς σε διάφορους βαθμούς, στα κτίσματα. Η αναλογία λόγω παροχής ή χορηγήσεως συνεπάγεται διάφορες και διαφορετικές σχέσεις με έναν και μοναδικό Όρο, ο οποίος λειτουργεί, περισσότερο και από υπερβατική αιτία, σαν ενυπάρχον στοιχείο, δηλαδή σαν μέγιστος κοινός διαχωριστής, σαν μια ενότητα μέτρου. Δεν θέλουμε βεβαίως να αποδώσουμε στον Ακινάτη μια παρόμοια ιδέα, αλλά να σημειώσουμε τον κίνδυνο στον οποίο μπορεί να καταλήξει το πρωτείο της αναλογίας παροχής, και επομένως το πρόβλημα του ασυμβίβαστου με τα υπόλοιπα δόγματα του Ακινάτη. Η ιστορική πιστοποίηση ενός τέτοιου κινδύνου έρχεται εξάλλου από τις θέσεις μερικών που προηγήθηκαν του Ακινάτη στην αντίληψη της αναλογίας του Είναι και από μερικούς από τους συνεχιστές του.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου