Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Αντίφαση και Διαλεκτική στους Αρχαίους και στους Μοντέρνους - Enrico Berti (4)

Συνέχεια από : Τετάρτη, 20 Ιουλίου 2011

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ

ENRICO BERTI
ΜΕΡΟΣ Ι
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ

Κεφάλαιο Ι
Η αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική της ταυτότητος, στους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.

Στο φώς αυτής της ερμηνείας η σημασία της πρώτης οδού έγκειται στην επιβεβαίωση της αναγκαίας ταυτότητος του Είναι με τον εαυτό του. Είτε πρόκειται για μία ουσία η οποία περιέχει αναγκαίως την ύπαρξη ή πιό απλά για μία ουσία η οποία περιέχει αναγκαίως και άλλα κατηγορήματα. Αυτή η δεύτερη περίπτωση θα γίνει αιτία, πολλούς αιώνες αργότερα, για την εμφάνιση της «αρχής της ταυτότητος», η οποία εκφράζεται ως εξής : « κάθε πράγμα είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του» ή «ens est ens» ή «Α=Α». Γι’αυτό μπορούμε να πούμε πώς ο Παρμενίδης υπήρξε αν όχι ο δημιουργός, ο πρόδρομος τουλάχιστον της λογικής της ταυτότητος.

Αντιθέτως η σημασία της δεύτερας οδού συνίσταται στην επιβεβαίωση της αναγκαίας ταυτότητος του Είναι με το μή-είναι, είτε πρόκειται για το απόλυτο είναι και το καθαρό τίποτα, στην περίπτωση του υπαρξιακού είναι, ή για μία ουσία και την άρνηση της (άνθρωπος και μή-άνθρωπος), στην περίπτωση του είναι κατα συμβεβηκός. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε στην παρουσία μίας αληθινής και πραγματικής αντίφασης ώς προς το επίθετο διότι ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγόρημα υπάρχει ένας αναγκαίος δεσμός ουσιαστικός, δηλ, ταυτότητος, όπως μπορεί να είναι μόνον στην περιπτωση κατά την οποία το Είναι και αντιστοιχως το μή-είναι, διαθέτουν μία και μοναδική σημασία, δηλ. όταν εξαιρείται οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα στο Είναι του υποκειμένου και σε εκείνο του κατηγορουμένου.

 Γι’αυτό και μπορούμε να πούμε πώς ο Παρμενίδης προηγείται επίσης, μ’αυτή την δεύτερη οδό, αυτού που ο Hegel θα ονομάσει «αρχή της αντιφάσεως», δηλ. την ανάγκη να ταυτίσει κάθε προσδιορισμό με την άρνηση του για να γεμίσει μ’αυτόν τον τρόπο με ένα προσδιορισμένο περιεχόμενο την κενή ταυτολογία της θεωρητικής ταυτότητος. Η δεύτερη αυτή οδός, κατανοημένη μ’αυτόν τον τρόπο, θα χρησιμεύσει έναν αιώνα αργότερα στον Γοργία, ο οποίος θα δηλώσει ξεκάθαρα πώς το Είναι δέν είναι, δέν μπορούμε να το σκεφθούμε και δέν μπορούμε να το εκφράσουμε.

Εάν λοιπόν σ’αυτό το σημείο αναρωτηθούμε για ποιό λόγο ο Παρμενίδης κατενόησε το Είναι και το μή-Είναι σαν μονοσήμαντα, δέν βλέπω άλλη απάντηση παρά απο το να του αποδώσουμε την αιτία στον αρχαϊκό (πρωτόγονο) ακόμη χαρακτήρα, της λογικής του. Απεδείχθη εξάλλου πάρα πολλές φορές πώς η τάση του αρχαϊκού πνεύματος είναι περισσότερο πρός την ενότητα παρά προς την διάκριση, περισσότερο προς την απροσδιοριστία παρά προς τον προσδιορισμό.
Απο τη στιγμή που αυτό γίνει κατανοητό, όλο το νόημα του λόγου του Παρμενίδη ξεκαθαρίζει και παρουσιάζεται σαν το λογικό συμπέρασμα μιας σειράς συνεπειών οι οποίες περιέχονται αναγκαίως στην προεισαγωγή.

Ξεκαθαρίζει τοιουτοτρόπως και το νόημα του διασήμου αποσπάσματος ν.3 «το ίδιο πράγμα είναι η σκέψη και το Είναι», το οποίο πέρα απο κάθε αναχρονιστική ερμηνεία ιδεαλιστικού τύπου εκφράζει εκείνη την ταυτότητα ανάμεσα στην σκέψη και στο Είναι λόγω της οποίας μόνον αυτό που είναι μπορεί να γίνει σκέψη, ενώ το μή-είναι δέν μπορεί με κανένα τρόπο να γίνει σκέψη. Είναι η ίδια έννοια η οποία επιβεβαιώθηκε για να αποδειχθεί το απραγματοποίητο της δευτέρας οδού. Ξεκαθαρίζει επίσης και το νόημα του σκοτεινού αποσπάσματος ν.4 «γιατί δέν θ’αποκόψεις το είναι απ’το είναι, ούτε όταν με τάξη σκορπίζεται παντού με κάθε τρόπο, ούτε όταν συγκεντρώνεται», οπου αποκλείεται κάθε δυνατή διάκριση ανάμεσα στο είναι του υποκειμένου και σε κείνο του κατηγορήματος, όχι μόνον στις αρνητικές κρίσεις, αλλά και στις επιβεβαιώσεις, οι οποίες δέν παύουν να βεβαιώνουν την τέλεια ταυτότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο.

Από το ίδιο σημείο μπορούμε επίσης κατά κάποιο τρόπο να εξηγήσουμε επίσης και το απόσπασμα ν.5 «κοινό είναι το σημείο απ’όπου θ’αρχίσω γιατί σ’αυτό θα επανέρχομαι ολοένα», το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει την τέλεια αδιαφορία της τάξεως, και επομένως την εναλλακτικότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο, η οποία εμφανίζεται μόνον στις κρίσεις της ταυτότητος, δηλ. στις ταυτολογίες.

Ο Παρμενίδης όμως δέν αγνοεί επίσης και την ύπαρξη μίας τρίτης οδού, διαφορετικής και απο εκείνη της καθαρής ταυτότητος τού Είναι με τον εαυτό του και απο εκείνη της καθαρής επίσης ταυτότητος τού Είναι με το μή-είναι, δηλ. της καθαρής αντιφάσεως, ή αντιφάσεως ως πρός τό επίθετο : τήν οδό δηλ. τής μή-ταυτότητος, της διακρίσεως, της μή-ταυτολογικής διδασκαλίας, τόσο επιβεβαιώτικής όσο και αρνητικής. Δέν την αγνοούσε επειδή την έβρισκε στην κοινή γλώσσα, στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, τόσο των φιλοσόφων όσο και των μή-φιλοσόφων, παρότι στην συνέχεια, με απόλυτη συνέπεια στην προεισαγωγή του, στο αξίωμα του, την καταδίκαζε, την κατέρριπτε.

Η έκθεση και η ανασκευή, αυτής της «τρίτης οδού» βρίσκεται στο καί απο το ξεκίνημα τού αποσπάσματος ν.6 και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος. Σ’αυτό το απόσπασμα πρώτα απ’όλα επικαλείται γι’άλλη μια φορά τις πρώτες δύο οδούς με τον ακόλουθο τρόπο: απόσπ.6, Σιμπλίκιος εις Φυσικά 86, 27-28.

"Χρή το λέγειν τέ νοείν τ’εόν εμμεναι έστι γάρ είναι, μηδέν δ’ούκ έστιν". Ότι λέγεται και νοείται πρέπει αναγκαία να είναι γιατί υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δέν υπάρχει.

Η πρώτη οδός λοιπόν επιβεβαιώνεται σαν αναγκαία (χρή), ενώ η δεύτερη αποκλείεται σαν αδύνατη (ούκ έστιν). Και το απόσπασμα συνεχίζει : « τούτο κάτσε και σκέψου το, γιατί είναι αυτός ο πρώτος της έρευνας ο δρόμος (δηλ. ο δεύτερος) απ’όπου σε αποτρέπω, και ο δεύτερος εκείνος που βολοδέρνουν οι ανίδεοι θνητοί, διχασμένοι. Γιατί η αμηχανία κυβερνάει την σκέψη την πλανόβια μές στα στήθια τους, κ’αυτοί όλο παραδέρνουν, κουφοί και τυφλοί συνάμα σαστισμένοι, μπουλούκια δίχως κρίση, που νομίζουν πώς το είναι και το μή-είναι είναι το ίδιο κ’όχι το ίδιο, κι’ο δρόμος τους τους φέρνει ολοένα πίσω». Αυτή η Τρίτη οδός λοιπόν συνίσταται στο να εκλαμβάνουμε το είναι και το μή-είναι ταυτόσημα και όχι-ταυτόσημα, πράγμα όμως που μπορεί να σημάνει πώς αποδεχόμαστε ότι το Είναι μπορεί να μήν είναι, ή  ότι το μή-είναι μπορεί να είναι, χωρίς να είναι απαραίτητο να ταυτίσουμε αυτούς τους δύο όρους ολοκληρωτικά (διαφορετικά θα ξαναγυρίζαμε στην δεύτερη οδό). Η περίφραση «ταυτόσημοι και μή-ταυτόσημοι» δείχνει, στην αρχαϊκή γλώσσα του Παρμενίδη την διάκριση, την δυνατότητα ενός κατηγορήματος εκτός ταυτότητος και τελικώς την πολυφωνία του Είναι. Ταυτόχρονα δείχνει και τήν δυσκολία του Παρμενίδη να την μεταφράσει σε λογικούς όρους, δεδομένου ότι διαθέτει μόνο δύο κατηγορίες, της ταυτότητος και της αρνήσεώς της.

Αυτή ακριβώς η δυσκολία, συνεπεία της μονοσημαντότητος του Είναι και της λογικής της καθαρής ταυτότητος, η οποία συνεπάγεται, αυτή η δυσκολία τον υποχρεώνει να δηλώσει πώς και αυτή η Τρίτη οδός είναι άχρηστη. Του φαίνεται σαν μία απελπισμένη και αποτυχημένη προσπάθεια συνθέσεως της πρώτης και της δευτέρας, εκεί όπου μία παρόμοια σύνθεση είναι αδύνατη.

Μερικοί ισχυρίστηκαν πώς μιλώντας γι’αυτή την Τρίτη οδό ο Παρμενίδης εννοούσε τον Ηράκλειτο, ειδικά λόγω της εκφράσεως «και ο δρόμος τους τους φέρνει ολοένα πίσω» μερικοί άλλοι απέκλεισαν αποφασιστικά αυτή την δυνατότητα, λόγω του ότι η ακολουθούσα έκθεση αυτής της οδού, δηλ. η διάσημη Δόξα, δέν συμπίπτει με την θέση του Ηρακλείτου.

Το πράγμα δέν έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, ή έχει μόνον ιστορική αξία αυτό όμως που είναι πέραν κάθε αμφιβολίας, είναι πώς ο Παρμενίδης αναφέρεται στους θνητούς, δηλ, στους ανθρώπους γενικώς, στον όχλο, ο οποίος περιέχει ακόμη και φιλοσόφους (πολύ πιθανόν τους πυθαγόρειους). Ότι ανάμεσα σ’αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ο Ηράκλειτος, είναι πολύ πιθανόν. Η ταξινόμηση του Ηράκλειτου στην δεύτερη οδό (αυτη του καθαρού μή είναι, τής καθαρής αντιφάσεως) ή στήν τρίτη οδό (αυτή τού είναι και του μή-είναι, της διακρίσεως) εξαρτάται από την ερμηνεία που δίνεται της θέσεως του. Εάν αυτή υπολογίζεται όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης πώς έκαναν μερικοί, μία άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως τότε πέφτει στην δεύτερη οδό. Εάν όμως υπολογίζεται σαν μία απλή αναγνώριση της πραγματικής υπάρξεως των αντιθέτων, της πολικότητας, των αντιθέσεων, τότε ανήκει στην Τρίτη. Σε κάθε περίπτωση είναι ξεκάθαρο πώς η Τρίτη οδός περπατήθηκε από φιλοσόφους οι οποίοι προηγήθηκαν του Παρμενίδη (οι πυθαγόρειοι αλλά και οι Ίωνες όπως για παράδειγμα ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης) και θα συνεχίσει να ερευνάται και από φιλοσόφους που ακολούθησαν (οι πλουραλιστές) και κάτω από κάποια άποψη, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου