Συνέχεια από : Κυριακή, 11 Σεπτεμβρίου 2011
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
Η αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική της ταυτότητος, στους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ENRICO BERTI
ΜΕΡΟΣ Ι
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ
Κεφάλαιο ΙΗ αντίφαση εξορκισμένη, ή η διαλεκτική της ταυτότητος, στους Ελεάτες και στους επιγόνους τους.
Μάλιστα δέ, την ίδια δυσκολία που συνάντησε ο Παρμενίδης, λόγω του αρχαϊκού τρόπου σκέψης του, να εννοήσει τήν Τρίτη οδό σαν ελεύθερη από αντίφαση, θα συναντήσουν οι Ατομιστές, αλλά και ο Πλάτων, όταν θα πιστέψουν πώς «για να σώσουν τα φαινόμενα», δηλ. την πολλαπλότητα και το Γίγνεσθαι, είναι αναγκαίο να δεχθούν, δίπλα στο Είναι, και το μή-είναι, κατανοημένα όμως και τα δύο μ’έναν τρόπο μονοσήμαντο. Αυτή η θέση είναι διατυπωμένη στην τελειότητα της από τον Παρμενίδη, παρότι του χρησιμεύει για να την απορρίψει, στο απ.7: «Γιατί ποτέ δέν μπορεί ν’αποδειχθεί με το στανιό πώς το μή όν είναι, αλλά εσένα η σκέψη σου πρέπει αυτόν το δρόμο ν’αποφύγει, και μήν αφήσεις τη συνήθεια που βγήκε απ’την πείρα την πολλή (έθος πολύπειρον) σ’αυτόν τον δρόμο να σε σπρώξει, κάνοντας σε να βλέπεις με μάτι απρόσεκτο ή ν’ακούς και να βγάζεις ήχους ασυνάρτητους» (Πλάτων, Σοφιστής 242, στίχος 1-2).
Ο υπαινιγμός στην εμπειρία, δηλ. στα αισθητήρια σαν αιτία που μας πείθει να επιλέξουμε αυτή την οδό, είναι ξεκάθαρος. Εκείνοι που θα δεχθούν πώς το μή-είναι υπάρχει, θα είναι οι ατομιστές, οι οποίοι θα φέρουν στην ύπαρξη το κενό και κατά τον Αριστοτέλη και ο Πλάτων όταν στον Σοφιστή θα δεχθεί την ύπαρξη του μή-είναι, έστω και άν το εννοεί σαν «διαφορετικό» από το Είναι: μάλιστα δέ ο Αριστοτέλης θα αποδώση αυτή την θέση σ’έναν τρόπο ακόμη «αρχαϊκό» να τίθενται τα προβλήματα (το απορήσαι αρχαϊκως), και θα αναφέρει για επιβεβαίωση το απόσπασμα που είδαμε ήδη του Παρμενίδη, το οποίο χρησιμοποίησε και ο Πλάτων, στον Σοφιστή. Ο «Αρχαϊκός» χαρακτήρας, Παρμενιδικός δηλ. αυτής της λογικής συνίσταται, κατά τον Αριστοτέλη, στο να συνεχίσουμε να πιστεύουμε πώς το Είναι και το μή-είναι διαθέτουν μία μόνη σημασία, δηλ. είναι μονοσήμαντα, και πώς η μόνη δυνατή διάκριση, στην οποία μπορούμε να στηριχθούμε για να «σώσουμε τα φαινόμενα» είναι ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το μή-είναι, της οποίας η ταυτότης (δηλ. η παραδοχή πώς το μή-είναι υπάρχει), εάν γίνει κατανοητή μ’αυτόν τον τρόπο παράγει μία αληθινή αντίφαση.
Ο Παρμενίδης παρουσιάζει αυτή την Τρίτη οδό κατ’αρχάς με αρνητική μορφή, δηλ. ανασκευάζοντας την και κάνοντας αυτή την ανασκευή μία απόδειξη της αλήθειας της πρώτης οδού. Κατόπιν την παρουσιάζει θετικά, με τον σκοπό να κάνει γνωστές και «τις γνώμες των θνητών», στα αποσπάσματα που ακολουθούν του ποιήματος του. Αυτή η παρουσίαση, στην αρνητική της πλευρά, ανακοινώνεται με τον ακόλουθο τρόπο: «κρίνε με την λογική (λόγω) την πολεμική που άσκησα (Πολύδηριν έλεγχον). Ένας μόνο δρόμος μένει, ο δρόμος του «Είναι» σ’αυτόν υπάρχουν σημάδια πολλά (σήματα)» (Απόσπ 8,1-4). Ας προσέξουμε πώς ο όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κριτική του, ή την επιχειρηματολογία του, είναι έλεγχος, και είναι ο ίδιος όρος που θα χρησιμοποιηθεί για να δείξει την «ανασκευή» μία τυπική διαδικασία της διαλεκτικής. Πολύ πιθανόν να μήν έχει ακόμη στον Παρμενίδη την σημασία της ανασκευής, παρ’όλα αυτά όμως παραμένει το γεγονός πώς η απόδειξη της ισχύος της πρώτης οδού, εκείνης που δέχεται το Είναι αποκτάται μέσω της ανασκευής της τρίτης, εκείνης που δέχεται τόσο το Είναι όσο και το μή-είναι, και πώς καθένα από τα σήματα, οι αποδείξεις, υπέρ της τρίτης, μία τέτοια ανασκευή, όπως θα δούμε, είναι δυνατή λόγω του μονοσήμαντου του είναι και του μή-είναι, που αποτελεί την προϋπόθεση όλης της φιλοσοφίας του Παρμενίδη, η οποία επομένως δέν είναι το αποτέλεσμα της ανασκευής. Από το μέρος της λογικής λοιπόν η αναγκαιότης της πρώτης οδού είναι ένα αποτέλεσμα της ανασκευής των άλλων δύο, αλλά και η ανασκευή με την σειρά της προϋποθέτει το μονοσήμαντο του Είναι, που είναι στην βάση αυτής της ίδιας της διατυπώσεως και της διακρίσεως των διαφορετικών «οδών», πρίν απο κάθε σύγκριση και επιλογή ανάμεσα τους. Αυτό δυσκολεύει, παρόλη την χρήση της ανασκευής, να θεωρήσουμε εντελώς διαλεκτική την θέση του Παρμενίδη.
Τα πρώτα σημεία, δηλ. ιδιότητες του Είναι που ο Παρμενίδης αποδεικνύει είναι: αγένητον, ανόλεθρον, ατρεμές και ατέλεστον. Η αποδειξίς τους δίνεται μέσω της αναιρέσεως του γίγνεσθαι η οποία συνίσταται στην παρατήρηση πώς κανένα πράγμα δέν «ήταν» ή «θα είναι», διότι τόσο για να επιτευχθεί ο «θάνατος» (συνθήκη του «ήταν»),όσο και για να επιτευχθεί η γέννηση (συνθήκη του "θα είναι"), θα απαιτούσε η συνθήκη αυτή την ύπαρξη του μή-είναι (στο οποίο επιτυγχάνεται ο θάνατος και απο το οποίο η γέννηση), η οποία ύπαρξη, όπως γνωρίζουμε, είναι αδύνατη. Εδώ είναι φανερό πλέον πώς η μοναδική διάκριση στην οποία μπορούμε να αναφερθούμε για να εξηγήσουμε το γίγνεσθαι είναι η αντίθεση του είναι και του μή-είναι. Η οποία είναι αναμφιβόλως μία έκφραση της μονοσημαντότητος του είναι, η οποία γίνεται δεκτή σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποκλείει την δυνατότητα να πούμε «ήταν» και «θα ήταν», να διακρίνουμε δηλ. τους διαφορετικούς χρόνους του ρήματος, πράγμα που η καθομιλουμένη μας γλώσσα, το επιτρέπει.
Τα υπόλοιπα σημεία, δηλ. ιδιότητες του Είναι, όπως ακολουθούν, είναι το Έν, το συνεχές, ουδέ διαιρετόν, όμοιον (ομογενές), τα οποία αποδεικνύονται μέσω της αναιρέσεως της πολλαπλότητος και της ποικιλίας, η οποία συνίσταται στο να φανερώσουμε πώς δέν έχει κανένα νόημα να δεχθούμε ένα περισσότερο ή ένα λιγότερο του είναι (ουδέ τί μάλλον ... ουδέ τί χειρότερον), αλλά το όλον είναι πλήρες είναι, το πάν είναι συνεχές και το είναι αποτελεί η επαφή με το Είναι. Ακόμη και εδώ η διάκριση στην οποία θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε για να δεχθούμε την πολλαπλότητα, είναι εκείνη ανάμεσα στο είναι και στο μή-είναι, σαν συνθήκη ενός διαλείμματος, ενός ασύνδετου, δηλ. ενός κενού στο εσωτερικό του Είναι (γι’αυτό λέγεται πώς το Είναι, είναι πλήρες), στο οποίο κενό προστίθεται αμέσως η συνθήκη τού επι πλέον και του λιγότερου, δηλ. μία διαφορά ποσοτική, επίσης στο εσωτερικό του Είναι, δηλ. ο μοναδικός τύπος διαφοράς αποδεκτός στο εσωτερικό αυτού που είναι ομογενές : και έτσι έχουμε άλλη μία απόδειξη της μονοσημαντότητος του Είναι.
Τέλος το καθοριστικό σημείο το οποίο συμπεριλαμβάνει τα πάντα, είναι το «ταυτόν» (το ίδιον). «ταὐτόν τ' ἐν ταὐτῶι τε μένον καθ'ἑαυτό τε κεῖται χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει ̇», δηλ. μένοντας ίδιο, στο ίδιο μέρος, κείτεται μόνο του κι έτσι στεριωμένο θα μείνει (Απ.8 29-30) Συμπλίκιος, εις Φυσικά 145,27.
Με αυτό ανακοινώνεται καθαρά, εάν όχι η αρχή της ταυτότητος οπωσδήποτε η ταυτότης του Είναι με τον εαυτό του, που γίνεται κατανοητή επομένως σαν να αποκλείει κάθε εσωτερική διαφορά και κάθε δυνατή αλλαγή. Αυτή την λογική της ταυτότητος, αναπόφευκτα, συντροφεύει, μία λογική της ανάγκης: οτιδήποτε είναι πραγματικό είναι αναγκαίο, και οτιδήποτε δέν είναι αναγκαίο είναι αδύνατο, δηλ. κατέχει την αντίθετη ανάγκη. «κρατερὴ γὰρ Ἀνάγκη. πείρατος ἐν δεσμοῖσιν ἔχει, τό μιν ἀμφὶς ἐέργει, οὕνεκεν οὐκ ἀτελεύτητον τὸ ἐὸν θέμις εἶναι· έστι γάρ ούκ επιδευές, [μή] εόν δ’άν παντός εδείτο». Τουτέστιν: γιατί η τρανή Ανάγκη το κρατάει στα δεσμά του ορίου, που γύρω-γύρω το στριμώχνει. Σωστό λοιπόν και δίκαιο είναι να μήν είναι το όν ατελές, γιατί δέν είναι ελλιπές — άν ήταν θα ήταν σ’όλα του (απ.8, Συμπλίκιος, 30-33). Στο λογικό επίπεδο αυτό σημαίνει πώς είναι εφικτές μόνον κρίσεις ταυτότητος και ανάγκης. Στο οντολογικό επίπεδο, πώς υπάρχει μόνον ο Θεός, δηλ. το είναι απολύτως ταυτόν, ίδιον και άναγκαίο, το οποίο δέν έχει καμμία έλλειψη και είναι ήδη όλο εκείνο που μπορεί να είναι, δηλ. είναι τέλειο. Τα διαφορετικά και μεταβλητά πράγματα, τα οποία βλέπουμε στην εμπειρία μας, είναι όλα τους ονόματα (παντ' όνομα έσται), Flatus Vocis.
Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν, ολοκληρώνοντας, πώς ο Παρμενίδης ανακαλύπτει την αντίφαση σαν αντίθεση ανάμεσα στην βεβαίωση και στην άρνηση ή καλύτερα εννοεί κατά λάθος σαν αυθεντική αντίφαση, μία αντίθετη (εκείνη ανάμεσα στο αναγκαίο και στο αδύνατο) η οποία διατυπώνεται απο αυτόν λόγω προϋποτιθέμενης μονοσημαντότητος του Είναι. Μέσα στα πλαίσια αυτής της αντιθέσεως, και πάντοτε λόγω του μονοσήμαντου, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί σαν μοναδική αλήθεια την βεβαίωση της ταυτότητος του Είναι με τον εαυτό του, αφού πρώτα αναγκάστηκε να απορρίψη την ταυτότητα τού Είναι με το μή-Είναι. Προϋποθέτει λοιπόν κατά κάποιο τρόπο, παρότι δέν εκφράζεται ξεκάθαρα, την αρχή της αντιφάσεως, καθότι αποκλείει την αντίφαση σαν αδύνατη (άρρητη και άγνωστη). Αυτό που διατυπώνει όμως δέν είναι η αρχή της μή-αντιφάσεως, αλλά η αρχή της ταυτότητος ή καλύτερα μία θέση από την οποία απορρέει στην συνέχεια η αρχή της ταυτότητος. Τέλος χρησιμοποιεί την ανασκευή και κατά κάποιο τρόπο εγκαινιάζει την άσκηση της διαλεκτικής, για να αποδείξει την βαθειά του θέση, δηλ. την ταυτότητα του Είναι (η πρώτη οδός). Στην πραγματικότητα όμως αυτή η ανασκευή προϋποθέτει ήδη την σιωπηλή αποδοχή της μονοσημαντότητος, και επομένως δέν προσφέρει μία αυθεντική διαλεκτική απόδειξη της παρμενιδικής θέσης. Όλο αυτό το πράγμα παραμένει, στον Παρμενίδη, σαν υπονοούμενο, ενώ θα καταλήξει να εκφραστεί ξεκάθαρα, από τον μαθητή του, τον Ζήνωνα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Ο υπαινιγμός στην εμπειρία, δηλ. στα αισθητήρια σαν αιτία που μας πείθει να επιλέξουμε αυτή την οδό, είναι ξεκάθαρος. Εκείνοι που θα δεχθούν πώς το μή-είναι υπάρχει, θα είναι οι ατομιστές, οι οποίοι θα φέρουν στην ύπαρξη το κενό και κατά τον Αριστοτέλη και ο Πλάτων όταν στον Σοφιστή θα δεχθεί την ύπαρξη του μή-είναι, έστω και άν το εννοεί σαν «διαφορετικό» από το Είναι: μάλιστα δέ ο Αριστοτέλης θα αποδώση αυτή την θέση σ’έναν τρόπο ακόμη «αρχαϊκό» να τίθενται τα προβλήματα (το απορήσαι αρχαϊκως), και θα αναφέρει για επιβεβαίωση το απόσπασμα που είδαμε ήδη του Παρμενίδη, το οποίο χρησιμοποίησε και ο Πλάτων, στον Σοφιστή. Ο «Αρχαϊκός» χαρακτήρας, Παρμενιδικός δηλ. αυτής της λογικής συνίσταται, κατά τον Αριστοτέλη, στο να συνεχίσουμε να πιστεύουμε πώς το Είναι και το μή-είναι διαθέτουν μία μόνη σημασία, δηλ. είναι μονοσήμαντα, και πώς η μόνη δυνατή διάκριση, στην οποία μπορούμε να στηριχθούμε για να «σώσουμε τα φαινόμενα» είναι ακριβώς η αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το μή-είναι, της οποίας η ταυτότης (δηλ. η παραδοχή πώς το μή-είναι υπάρχει), εάν γίνει κατανοητή μ’αυτόν τον τρόπο παράγει μία αληθινή αντίφαση.
Τα πρώτα σημεία, δηλ. ιδιότητες του Είναι που ο Παρμενίδης αποδεικνύει είναι: αγένητον, ανόλεθρον, ατρεμές και ατέλεστον. Η αποδειξίς τους δίνεται μέσω της αναιρέσεως του γίγνεσθαι η οποία συνίσταται στην παρατήρηση πώς κανένα πράγμα δέν «ήταν» ή «θα είναι», διότι τόσο για να επιτευχθεί ο «θάνατος» (συνθήκη του «ήταν»),όσο και για να επιτευχθεί η γέννηση (συνθήκη του "θα είναι"), θα απαιτούσε η συνθήκη αυτή την ύπαρξη του μή-είναι (στο οποίο επιτυγχάνεται ο θάνατος και απο το οποίο η γέννηση), η οποία ύπαρξη, όπως γνωρίζουμε, είναι αδύνατη. Εδώ είναι φανερό πλέον πώς η μοναδική διάκριση στην οποία μπορούμε να αναφερθούμε για να εξηγήσουμε το γίγνεσθαι είναι η αντίθεση του είναι και του μή-είναι. Η οποία είναι αναμφιβόλως μία έκφραση της μονοσημαντότητος του είναι, η οποία γίνεται δεκτή σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποκλείει την δυνατότητα να πούμε «ήταν» και «θα ήταν», να διακρίνουμε δηλ. τους διαφορετικούς χρόνους του ρήματος, πράγμα που η καθομιλουμένη μας γλώσσα, το επιτρέπει.
Τέλος το καθοριστικό σημείο το οποίο συμπεριλαμβάνει τα πάντα, είναι το «ταυτόν» (το ίδιον). «ταὐτόν τ' ἐν ταὐτῶι τε μένον καθ'ἑαυτό τε κεῖται χοὔτως ἔμπεδον αὖθι μένει ̇», δηλ. μένοντας ίδιο, στο ίδιο μέρος, κείτεται μόνο του κι έτσι στεριωμένο θα μείνει (Απ.8 29-30) Συμπλίκιος, εις Φυσικά 145,27.
Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν, ολοκληρώνοντας, πώς ο Παρμενίδης ανακαλύπτει την αντίφαση σαν αντίθεση ανάμεσα στην βεβαίωση και στην άρνηση ή καλύτερα εννοεί κατά λάθος σαν αυθεντική αντίφαση, μία αντίθετη (εκείνη ανάμεσα στο αναγκαίο και στο αδύνατο) η οποία διατυπώνεται απο αυτόν λόγω προϋποτιθέμενης μονοσημαντότητος του Είναι. Μέσα στα πλαίσια αυτής της αντιθέσεως, και πάντοτε λόγω του μονοσήμαντου, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί σαν μοναδική αλήθεια την βεβαίωση της ταυτότητος του Είναι με τον εαυτό του, αφού πρώτα αναγκάστηκε να απορρίψη την ταυτότητα τού Είναι με το μή-Είναι. Προϋποθέτει λοιπόν κατά κάποιο τρόπο, παρότι δέν εκφράζεται ξεκάθαρα, την αρχή της αντιφάσεως, καθότι αποκλείει την αντίφαση σαν αδύνατη (άρρητη και άγνωστη). Αυτό που διατυπώνει όμως δέν είναι η αρχή της μή-αντιφάσεως, αλλά η αρχή της ταυτότητος ή καλύτερα μία θέση από την οποία απορρέει στην συνέχεια η αρχή της ταυτότητος. Τέλος χρησιμοποιεί την ανασκευή και κατά κάποιο τρόπο εγκαινιάζει την άσκηση της διαλεκτικής, για να αποδείξει την βαθειά του θέση, δηλ. την ταυτότητα του Είναι (η πρώτη οδός). Στην πραγματικότητα όμως αυτή η ανασκευή προϋποθέτει ήδη την σιωπηλή αποδοχή της μονοσημαντότητος, και επομένως δέν προσφέρει μία αυθεντική διαλεκτική απόδειξη της παρμενιδικής θέσης. Όλο αυτό το πράγμα παραμένει, στον Παρμενίδη, σαν υπονοούμενο, ενώ θα καταλήξει να εκφραστεί ξεκάθαρα, από τον μαθητή του, τον Ζήνωνα.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου