ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Πρώτο κεφάλαιο
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
Πρώτο κεφάλαιο
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠ’ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ(Aπό το ε ί δ ο ς στο π ρ ώ τ ο ε ί δ ο ς )
Το ανθρώπινο πνεύμα έχει μιαν υποστατική – και επιπλέον όχι μια μονο-υποστατική, αλλά μιαν πολυ-υποστατική – φύση, στην οποίαν αναπτύσσεται το περιεχόμενό του και φθάνει το Είναι του στην πραγματικότητα. Το υποστατικό πνεύμα έχει στην αυτοσυνειδησία του και στον αυτοπροσδιορισμό του τη μορφή (το είδος…) της τριάδας, και όλες οι υποστάσεις, στις οποίες ζη το ανθρώπινο πνεύμα, έχουν τη μια κοινή φύση. Το Έ ν είναι τριαδικό στη μορφή της ύπαρξής του, και το πολλαπλό είναι ενιαίο μέσω της φύσης της ουσίας του. Η ανωτέρω ανάλυση του πνεύματος μάς θέτει έτσι μπροστά σ’ ένα διπλό παράδοξο (Paradoxon): το ενιαίο είναι τριαδικό και το πολλαπλό ενιαίο. Φαίνεται, πως σ’ αυτό το παράδοξο εξαντλείται η βασική ουσία του ανθρωπίνου πνεύματος. Η σκέψη δεν μπορεί να μείνη ωστόσο σε καμμιάν περίπτωση στάσιμη και να εφησυχάση σ’ αυτό. Το ανθρώπινο πνεύμα είναι ακατάληπτο στον εαυτό του, και γι’ αυτό επιθυμεί να εξηγηθή. Αν όμως δεν μπορή να δώση το ίδιο το ανθρώπινο πνεύμα αυτήν την εξήγηση, τότε πρέπει να την αναζητήση κανείς έξω απ’ αυτό και πάνω απ’ αυτό, στο θεϊκό δηλ. πνεύμα. Εφ’ όσον είναι πνεύμα, δεν μπορεί να είναι το ανθρώπινο πνεύμα στην ουσία του τόσο διαφορετικό απ’ το θεϊκό πνεύμα, ώστε να ήταν αδύνατο, να τα συγκρίνουμε από ορισμένες απόψεις το ένα με το άλλο, και να τα αντιληφθούμε στη βάση αυτής της αντιπαράθεσης. Εφ’ όσον είναι ανθρώπινο, όχι απόλυτο δηλ. πνεύμα, διακρίνεται απ’ το απόλυτο πνεύμα, έτσι ώστε να είναι δυνατόν, να το αντιληφθούμε και στη βάση αυτής της απόστασης. Ένα δεν μπορεί να αμφισβητηθή: ως δημιουργημένο και σχετικό πνεύμα είναι το ανθρώπινο πνεύμα α π’ τ ο ν ί δ ι ο ν τ ο υ τ ο ν ε α υ τ ό ακατάληπτο. Φέρει στις αντιφάσεις του τη σφραγίδα του περιορισμού του και ταυτόχρονα την αρχική του μορφή, το π ρ ώ τ ο ν ε ί δ ο ς του, ως υποχρέωση στον εαυτό του. Το απόλυτο, θεϊκό πνεύμα, το π ρ ώ τ ο ν ε ί δ ο ς της ανθρώπινης ουσίας, δεν είναι μια αυθαίρετη παραδοχή, μια βοηθητική υπόσταση, αλλά είναι το εσωτερικό του αίτημα. Αν είναι ο Θεός, και πώς είναι Αυτός, αυτό δεν μπορεί να το αναγγείλη αφ’ εαυτής καμμιά ανθρώπινη υπόσταση, αυτό το μπορεί μόνον η αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στον άνθρωπο, η θρησκεία. Έξω όμως απ’ αυτήν την αποκάλυψη μένει το α ί τ η μ α της ουσίας του ανθρωπίνου πνεύματος, η μορφή του ως σύμβολο, που υπαινίσσεται την πρώτη μορφή και την προϋποθέτει απαραιτήτως, ανεκπλήρωτη. Η σχέση μεταξύ μορφής (είδους…) και πρώτης μορφής είναι αμοιβαία: ο άνθρωπος δημιουργεί τον Θεό κατά την εικόνα του (όπως το διαβεβαιώνουν ο Φόυερμπαχ και άλλοι αθεϊστές του είδους του), αλλά ακριβώς επειδή γνωρίζει στη μορφή του πνεύματός του ως ένα οντολογικό τουλάχιστον αίτημα και την πρώτη μορφή του, το απόλυτο και θεϊκό δηλ. πνεύμα, αντιλαμβάνεται τον Θεό με ή στον ίδιο του τον εαυτό, γνωρίζει πως έχει δημιουργηθή κατ’ εικόνα του Θεού, ότι περιγράφει (παριστάνει…) το πνεύμα του μιαν ιερή εικόνα της θεότητας. Η θεϊκή αποκάλυψη είναι μια αντικειμενική, ανεξάρτητη απ’ τον άνθρωπο ενέργεια, μια κάθοδος εδώ κάτω του Θεού. Όμως η αντίληψη των δογμάτων (Dogmen) της αποκάλυψης βρίσκεται σε μια συνάρτηση με τον ενυπάρχοντα (εμπειρικό…) ανθρώπινο αυτοπροσδιορισμό, με τη φύση του ανθρωπίνου πνεύματος, που δεν μπορεί να ησυχάση και δεν μπορεί να αντιληφθή τον εαυτό του, εφ’ όσον μένει κλεισμένο σ’ αυτόν και δεν ανέρχεται προς την πρώτη μορφή. Αυτό γίνεται σαφέστερο, όταν ξεσκεπάζουμε την αντινομία του ανθρωπίνου πνεύματος σε Ε γ ώ και Μ η – Ε γ ώ , σε αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…) και κατηγορούμενο. Μέχρι τώρα κατευθύνονταν προπαντός η προσοχή μας στο ότι αποκαλύπτει το Μ η – Ε γ ώ , ως κατηγορούμενο του Εγώ, αυτό το Εγώ στον εαυτό του. Το Εγώ χωρίς κατηγορούμενο είναι ανίσχυρο και άδειο, χρειάζεται μιαν αυτο-ανάκλαση, προς την οποία μπορεί να φθάση μόνον απ’ την πλευρά του Μη-Εγώ. Αλλά το κατηγορούμενο, το Μ η – Ε γ ώ , είναι ταυτόχρονα κι ένας φραγμός (Φίχτε) για το Εγώ και μια άρνησή του, ένα πράγματι Μ η – Ε γ ώ , έτσι ώστε επιβεβαιώνεται κι εδώ η ορθότητα τού omnis definitio est negatio (ο ορισμός του παντός είναι η άρνηση…) του Σπινόζα. Κι ωστόσο είναι το Εγώ κατά το τυπικό του μέτρο απόλυτο, είναι Ε γ ώ, που δεν γνωρίζει ως τέτοιο κανένα όριο (φραγμό…) και γι’ αυτό και καμμιά διαφορά μεταξύ του δημιουργημένου, ανθρώπινου και του θεϊκού Εγώ (εδώ βρίσκεται η ρίζα του σατανικού πειρασμού «θα γίνετε όπως οι θεοί – ως θεοί έσεσθε»). Μπορεί να πη υπό ορισμένην έννοια κανείς, πως δεν επιτρέπεται να προστεθή τίποτα στο ανθρώπινο Εγώ, στην υπόστασή του, όπως δεν επιτρέπεται ακριβώς και να αφαιρεθή τίποτα: είναι απόλυτο, ενιαίο, δεν έχει μέρη, δεν γνωρίζει Πριν και Μετά, Περισσότερο και Λιγότερο κτλ. Τόσο πιο εντυπωσιακός εμφανίζεται όμως ο περιορισμός του σ’ αυτό το ίδιο, από μέσα, η αδυναμία του, να αποκαλύψη την ίδια του τη φύση, να τα καταφέρη με το ίδιο του το περιεχόμενο, το οποίο παρουσιάζεται απ’ έξω, ως ένα δεδομένο, ως το πεπρωμένο του, ως κάτι το αναγκαίο και ως το όριό του. Το Εγώ τίθεται μπροστά στην αναγκαιότητα, είτε να αποφασίση για το κενό χωρίς αναφορικότητα, διατηρώντας όμως γι’ αυτό την απολυτότητα (μιαν απ’ τις εωσφορικές όψεις, αυτήν του φυλακισμένου δηλ. στον εαυτό του εγωϊστή), είτε να επιδιώξη όμως την αναφορικότητα, την πραγματοποίησή του (μιαν άλλην εωσφορική όψη – αυτήν του Σατανά ως του ηγεμόνα αυτού του κόσμου, που ενεργοποιείται στον κόσμο, για να κλέψη απ’ τον Δημιουργό τη Δημιουργία του).
Αλλά κάθε κατηγορούμενο είναι συλλογιστικό, είναι ένα Κάτι, μια απροσδιόριστη πολλαπλότητα, που δεν μπορεί να είναι κατά κανέναν τρόπο απόλυτη. Γι’ αυτό δεν είναι το απόλυτο Εγώ στον εγωτισμό του σε κάθε αυτοπροσδιορισμό, σε κάθε πράξη της αναφορικότητάς του απόλυτο. Εξαντλείται στην αδυναμία, να αποκαλύψη την απόλυτή του όψη. Δεν μπορεί όμως ταυτόχρονα και να παραιτηθή απ’ αυτό, γιατί η απολυτότητα είναι η ουσία του. Γεννάται έτσι το «κακό ατελεύτητο (άπειρο…)» της εφήμερης ζωής, η ανυψωμένη απ’ τον Φίχτε στο αξίωμα μιας αιώνιας επιδίωξης αιώνια παρουσία, χωρίς να μπορή να αναλάβη το απόλυτο στον εαυτό της. Χάρις στο ευτυχές χέρι του Φίχτε βρήκε αυτή η αιώνια επιδίωξη απήχηση στη φιλοσοφία, κι η αδυναμία του Εγώ, να πραγματοποιήση την απολυτότητά του, όπως και το προερχόμενο απ’ αυτήν την απόπειρα κακό ατελεύτητο ερμηνεύεται ως απολυτότητα ή «αιωνιότητα» (πρβλ. τον κόσμο ως αιώνια άσκηση στον Cohen, το απόλυτο Πρέπει στον Rickert κτλ.). Αυτή η αναπόφευκτη «αιωνιότητα» συναντά πράγματι μια διακοπή, μέσω δηλ. του θανάτου μας. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αναγνωρίση το τυπικά απόλυτο Εγώ το κατηγορούμενό του ως ένα Απόλυτο, αφού υπάρχει αυτό το κατηγορούμενο σε μιαν ατελεύτητη σειρά.
Αυτή είναι η αντινομία της υπόστασης, της π ρ ώ τ η ς δύναμης στην τριάδα. Αλλά και από μιαν άλλην άποψη αγωνίζονται στο Εγώ αντιθέσεις αναμεταξύ τους και το σπαράσσουν μ’ αυτόν τους τον αγώνα. Το ενιαίο και απόλυτο Εγώ γνωρίζει τον εαυτό του ως γένος (Genus), ως είδος Εγώ. Δεν είναι στην περίκλειστη στον εαυτό της απολυτότητά του σε θέση να εξέλθη απ’ τον εαυτό του, συνειδητοποιεί όμως ταυτόχρονα πως είναι το ίδιο ένα απ’ τα Σ υ ν – Ε γ ώ , ως ένα παν-ενιαίο Εγώ. Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί απλώς να εξαλειφθή με μια μετάβαση μόνο απ’ το Εγώ σ’ έναν απροσδιόριστο αριθμό άλλων Εγώ. Κατά τη φύση του ενσωματώνεται το Εγώ στην παν-ενότητα, στην «ατομικότητά» του υπάρχει όμως για τον εαυτό του. Ο ατομισμός είναι ακριβώς όπως και η απώλεια του προσώπου ή η εξασθένηση της ατομικότητας μια ασθένεια του Εγώ. Η ένωση της ατομικότητας και της παν-ενότητας στην αυτοσυνείδηση του Εγώ ηχεί όπως ένα ανεκπλήρωτο αίτημα, και η θεμελιωμένη στο Εγώ ανάθεσή του διαχωρίζει το Εγώ σε αντινομίες, γιατί το Εγώ πρέπει να εισέλθη στο Εμείς και να μείνη ωστόσο Εγώ. Αυτή η αντινομική άσκηση κάνει το Εγώ ένα αίνιγμα για τον εαυτό του, έναν ανεπίλυτο συλλαβόγριφο. Αυτό που ήταν κάποτε το πιο σίγουρο και πιο αυτονόητο, το αρχιμήδειο π ο ύ σ τ ώ της φιλοσοφίας του Descartes και ιδιαιτέρως της φιλοσοφίας του Εγώ του Φίχτε, αυτό βρίσκεται, όπως αποδεικνύεται τώρα, στην κόψη του μαχαιριού μιας αντινομίας, αποδεικνύεται ως ένα ζωντανό παράδοξο (Paradoxon), που δεν μπορεί να εννοηθή μέσα απ’ τον εαυτό του, και που μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε το κλειδί για τη λύση και την αποκρυπτογράφησή του εκτός του.
Είναι έτσι το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…), η υπόσταση, το πρώτο μέλος της προτασιακής κρίσης, το Εγώ, αντινομικό στον εαυτό του και δεν μπορεί να εννοηθή μέσα απ’ τον εαυτό του, ερμηνεύεται έ ξ ω απ’ τον εαυτό του και π ά ν ω απ’ τον εαυτό του. Η μορφή (το είδος…) μιλά, με άλλα λόγια, αδιάκοπα για την πρώτη μορφή (το πρώτο είδος…). Η φύση του δημιουργημένου Εγώ κατανοείται μόνον εκ της φύσεως του Θεϊκού Εγώ, η ανθρώπινη υπόσταση είναι μόνο μια απ’ τις μορφές της Θεϊκής υπόστασης. Όταν μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι γι’ αυτήν την τελευταία, τότε θα είμαστε και σε θέση να αντιληφθούμε την πρώτη. Η ατραπός της πνευματικής θεωρίας μάς οδηγεί στο φλεγόμενο Σινά της αποκάλυψης.
Το δεύτερο μέλος της προτασιακής κρίσης, το κατηγορούμενο, κρύβει στον εαυτό του εξίσου μεγάλες δυσκολίες όπως το πρώτο. Το κατηγορούμενο είναι επίσης απόλυτο στην αποστολή του. Πρέπει να αποκαλύψη τη φύση της υπόστασης, το Παν της, το οποίο είναι και το κοσμικό Παν, γιατί είναι – όπως είδαμε ήδη – το πραγματικό και αληθινό κατηγορούμενο ολόκληρος ο κόσμος (Kosmos) ως ιδέα (Idee), ως λόγος (Logos). Το κατηγορούμενο είναι ο λόγος του κόσμου – όχι κάτι περισσότερο, γιατί τί θα μπορούσε να είναι περισσότερο απ’ αυτό για το κατηγορούμενο, αλλά και τίποτα λιγότερο, γιατί τί άλλο θα μπορούσε να είναι κάθε λέξη απ’ ό,τι ο Λόγος, σωστότερα: απ’ ό,τι μια ακτίνα, ένα σημείο, μια ενέργεια του Λόγου; Έτσι είναι λοιπόν το κατηγορούμενο ένας λόγος απ’ τον Λόγο, με τον οποίον «πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν» (Ιωάνν. Α3). Αυτό μπορεί να εκφραστή ακόμα πιο σύντομα κι ακόμα πιο περιεκτικά, με το ότι δηλ. είναι ακριβώς η λέξη-κατηγορούμενο ο Λ ό γ ο ς , όχι με την έννοια μιας πλήρους ταυτότητας, αλλά με την έννοια της ενότητας της φύσεως του Λόγου και των λέξεων, με την έννοια ότι είναι («προέρχεται»…) λοιπόν κάθε λέξη απ’ τον Λόγο. Κάθε λέξη είναι τρόπον τινά ένα γράμμα, ένας φθόγγος τού ενός απολύτου Λόγου. Κάθε λέξη, που αποσπά (αποχωρίζει βίαια…) απ’ αυτόν την προέλευσή της, παύει να είναι λέξη, γίνεται μια σβησμένη φωτιά, ένα πτώμα της λέξης, ένα άδειο κέλυφος. Οι λέξεις λαμβάνουν το ζωντανό τους νόημα απ’ τον Λόγο, οι ιδέες συνδέονται μέσω της ιδέας των ιδεών και πληρούνται μέσω αυτής με νόημα· ένας πνευματικός ήλιος ανάβει με τη φωτιά του και με το φως του κάθε γήινη φωτιά. Αυτή είναι η φύση της λέξης ως μιας προσωποποίησης της ιδέας – και δεν μπορεί να είναι ποτέ και ουδέποτε κάτι άλλο η λέξη.
Αλλ’ απ’ αυτόν τον οντολογικό προσδιορισμό του κατηγορούμενου-λέξης προκύπτει φαινομενικά, ότι εκφράζει κάθε κατηγορούμενο-λέξη τ α π ά ν τ α , ή ότι εκφράζει κάθε κατηγορούμενο ολόκληρο τον κόσμο. Κι αυτό το συμπέρασμα για την καθολικότητα του κατηγορούμενου προκύπτει επιτακτικά απ’ τη φύση του. Ναι, είναι το κατηγορούμενο στην ουσία του τ α π ά ν τ α . Σ’ αυτήν τη στροφή της σκέψης μάς παραμονεύει εν τούτοις ο θριαμβεύων Χέγκελ, για να μας ανακοινώση, ότι παρ’ όλο που είναι το Είναι στην απροσδιόριστη μορφή «Τίποτα» ακόμα, θα έπρεπε να διασχίση βέβαια ολόκληρο μόνον τον δρόμο του λογικού προσδιορισμού και να εκπληρώση τις εργασίες (τις ασκήσεις…) της διαλεκτικής μεθόδου, για να γίνη τ α π ά ν τ α , Λόγος δηλ., και Ιδέα. Ολόκληρη η φιλοσοφία του Χέγκελ ξεκινά απ’ τη σκέψη, ότι κάθε ορισμός, κάθε κατηγορούμενο είναι ένας Λόγος, καθώς αποτελεί ένα μέλος της διαλεκτικής αλυσίδας και μετέχει έτσι αναγκαίως σ’ αυτήν την αλυσίδα στην ολότητά της, στον παγκόσμιο δηλ. Λόγο και στην απόλυτη Ιδέα (σημ. του Έλληνα μεταφραστή: Μας λέει όμως ο Κύριος: «Η Βασιλεία μου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου»…). Κάθε Ιδέα, κάθε κατηγορούμενο είναι ουσιωδώς απόλυτος Λόγος – αυτό είναι το νόημα της εγελιανής φιλοσοφίας ως της φιλοσοφίας της δηλωτικότητας (κατηγορηματικότητας).
Ταυτόχρονα είναι όμως κάθε κρίση συμπερασματική (συλλογιστική…), ενώ το κατηγορούμενο αποσπασματικά και εμπειρικά περιορισμένο. Το κατηγορούμενο είναι πάντοτε ένα Κ ά τ ι και μ ό ν ο ν ένα Κάτι, που απωθεί μέσω του εαυτού του το Π α ν , το αποκλείει και το καλύπτει. Omnis definitio est negatio (ο ορισμός τού παντός είναι η άρνηση…): θέλουμε να ανακαλέσουμε άλλη μια φορά αυτόν τον δυστυχή, πάρα πολύ σωστό ωστόσο δυστυχώς κανόνα της συμπερασματικής σκέψης στη μνήμη μας. Το κατηγορούμενο είναι μόνον ως μεμονωμένος προσδιορισμός, ως Κ ά τ ι , όχι όμως ως τ α Π ά ν τ α δυνατό. Και δεν μπορεί ωστόσο να παραμείνη κανένα κατηγορούμενο στον εαυτό του, πιέζει αναπόφευκτα πέρα απ’ αυτό το ίδιο, όπως το είχε αισθανθή εντελώς σωστά ο Χέγκελ. Υπάρχει μια αιώνια ανησυχία, ένα αιώνιο ασυμβίβαστο, μια σπουδή και μια αδιάκοπη επιδίωξη στο κατηγορούμενο. Επιδιώκει να περιβληθή απ’ όλες τις πλευρές με όλα τυχόν πιθανά μόνον Κ α ι , να αναπτυχθή προς τα επάνω και προς τα κάτω, περιέχει μιαν ατελεύτητη κίνηση στον εαυτό του. Γιατί η σκέψη – και το κατηγορούμενο είναι βέβαια ακριβώς σκέψη – δεν γνωρίζει ποτέ και ουδέποτε σταματημό. Αυτή η επιθυμία για τον απόλυτο Λόγο, στον οποίον άναψε η σκέψη και προς τον οποίον τείνει, είναι η εσωτερική της δύναμη και ενέργεια. Είναι όμως ταυτόχρονα και η μοίρα της (το πεπρωμένο της…) και οδηγεί στη λιποθυμία της. Γιατί η αδυναμία να σταματήση, η αιώνια επιθυμία και ζήτηση, η αιώνια βακτηρία του Άχασβ είναι και μια λιποθυμία. Πρόκειται για κακό ατελεύτητο, του οποίου η ουσία έχει αποκαλυφθή με τόση πολλήν οξύνοια απ’ τον Χέγκελ· πρόκειται για έναν αιωνίως περιστρεφόμενο πύρινο τροχό· πρόκειται για φιλαλήθεια αντί για την αλήθεια, και μιαν φιλαλήθεια που εμφανίζεται με συνεχώς καινούργια προσωπεία (μάσκες…) και που δελεάζει συνεχώς με τη διαφέγγουσα μέσα απ’ αυτά τα προσωπεία, ουδέποτε όμως απτή μορφή της αλήθειας. Μια παράδοση του απολύτου στο σχετικό, ή η σχετικότητα στο φως του απολύτου, μια ένωση ταυτόχρονα του απολύτου και του σχετικού, του εμπειρικού και του μεταφυσικού – αυτή είναι η φύση του κατηγορούμενου. Το σχετικο-απόλυτο ή απολυτο-σχετικό κατηγορούμενο είναι μια αφόρητη για τη λογική αντινομία, απ’ την οποία μπορεί να διασωθή μόνο με μιαν ατελεύτητη αυτο-κίνηση, με μια συλλογιστική (συμπερασματική…) σκέψη, για να μην ανατιναχθή από μέσα. Δυό αλληλοσυναντώμενες στην ορθή γωνία δυνάμεις προκαλούν μιαν κίνηση στη διαγώνιο, που εμποδίζει μεν τον εκμηδενισμό τους, δεν ακυρώνει όμως και τη συνάντησή τους. Έτσι αποδεικνύεται και το κατηγορούμενο ως ένα παράδοξο (Paradoxon)· η λογική γίνεται ένα αίνιγμα για τη λογική. Το κατηγορούμενο δεν μπορεί, ακριβώς όπως και το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο…), να εννοηθή απ’ τον εαυτό του. Υφίσταται στο δεδομένο του μια διχοτόμηση, γιατί είναι απ’ τη μια μεριά δεδομένο, απ’ την άλλην όμως παραδομένο. Παραπέμπει επίσης π έ ρ α απ’ τον εαυτό του, γιατί είναι ακατανόητο μ έ σ α απ’ τον εαυτό του. Το αξεδιάλυτο στον κόσμο του ανθρώπινου, του απολυτο-σχετικού δηλ. Είναι αίνιγμα μένει είτε εντελώς άλυτο, και γίνεται τότε ο άνθρωπος ακατανόητος και αινιγματικός σ’ αυτόν τον ίδιον (έτσι ώστε να μένη ανεκπλήρωτο το δελφικό γ ν ώ θ ι σ ε α υ τ ό ν και να μη μπορή να λυθή απ’ τον άνθρωπο το αίνιγμα του Οιδίποδα), είτε γίνεται όμως κατανοητός ο άνθρωπος ως μια εικόνα του Θεού, από μιαν πρώτη δηλ. εικόνα. Πρέπει να αναζητήση κανείς το μυστικό του ανθρώπου στον Θεό, το αίνιγμα του κατηγορούμενου βρίσκει στον θεϊκό Λόγο (Logos) την εξήγησή του. Αυτό είναι το αίτημα, το οποίο προκύπτει αναγκαίως και αναπόφευκτα ως το μόνο δυνατό απ’ τις παρατηρήσεις πάνω στη φύση του κατηγορούμενου, του δηλωνόμενου. Είτε ακαταληψία, παραδοξότητα, απόγνωση της σκέψης για τον εαυτό της, είτε ένα κοίταγμα αυτής της ίδιας στον Θεό, μια κατανόηση αυτής της ίδιας, της φύσης της απ’ τη φύση της θεότητας, ως μιας μορφής απ’ την πρώτη μορφή (ενός είδους εκ του πρώτου είδους…).
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου