Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (8)

Συνέχεια από : Παρασκευή, 16 Σεπτεμβρίου 2011 
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung
της
Barbara HANNAH
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  3
ΜΙΑ ΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ – Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ SYLVIA

Για να παρουσιάσουμε κάτι αντίθετο στην περίπτωση του Edward, επόμενο παράδειγμα είναι μιας γυναίκας, της Sylvia, που είναι ζωγράφος. Σαν τον Edward, είχε μόλις περάσει το μέσο της ηλικίας της όταν αποφάσισε να αναλάβη αυτήν τη σημαντική προσπάθεια για να φθάση στο ασυνείδητο. Η προσπάθεια όμως της Sylvia ανήκει σε ένα πιο αρχικό στάδιο ενεργητικής φαντασίας από εκείνην του Edward. Αν και δεν ήταν καθόλου η πρώτη της απόπειρα, ήταν η πρώτη φορά που κατόρθωσε να σπάση το φράγμα και να φθάση στα βάθη του προβλήματός της.

Η Sylvia δεν είχε καθόλου καλή τύχη όσον αφορά τους γονείς της. Ο πατέρας της ήταν ένα κλασσικό παράδειγμα αρνητικού πατέρα· η μητέρα της, αν και η ίδια ήταν καλόκαρδη, δεν είχε βρη ποτέ τη δύναμη να σταθή απέναντι στον άνδρα της, και έτσι δεν αντιπροσώπευε μιαν προστασία για τα παιδιά της. Ο Jung λέει σχετικά με την επίδραση του πατέρα επάνω στην κόρη στο «Mysterium Coniuctionis» (Μυστήριο της συνείδησης»):

« Ο πατέρας είναι ο πρώτος φορέας της εικόνας του animus. Δίνει σε αυτήν την πραγματική εικόνα ουσία και μορφή, επειδή εξαιτίας του στοιχείου του Λόγου που αντιπροσωπεύει, είναι η πηγή του «πνεύματος» για την κόρη. Δυστυχώς, αυτή η πηγή είναι συχνά βρώμικη, εκεί ακριβώς όπου θα περιμέναμε καθαρό νερό. Επειδή το πνεύμα που ωφελεί μια γυναίκα δεν είναι η απλή διανόηση, αλλά μια στάση, το πνεύμα σύμφωνα με το οποίο ζη ένας άνδρας. Έτσι ένας πατέρας έχει τη δυνατότητα να καταστρέψη, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τη φύση της κόρης του (Jung, Άπαντα, τόμος 14, παρ. 232).

Ο πατέρας της Sylvia είχε εκμεταλλευθή πλήρως αυτήν τη δυνατότητα. Επέκρινε την κόρη του συνέχεια, και αυτή μεγάλωσε με τη χειρότερη δυνατή ιδέα για τον εαυτό της από κάθε πλευρά, με ισχυρή υποστήριξη αυτής της υποτίμησης από τον animus. Ήταν εξαιρετικά όμορφη, και παντρεύθηκε λίγο πριν από τα τριάντα της χρόνια. Έκανε δύο γιους που τους λάτρευε. Εκτός από ένα αρνητικό σημείο, ο γάμος της θα μπορούσε να την αποζημιώση πλήρως για τα άτυχα παιδικά και νεανικά της χρόνια. Αν και ήταν από πολλές πλευρές ένας πολύ καλός άνθρωπος, ο άνδρας της είχε μιαν πολύ αρνητική σχέση με τη μητέρα του. Αυτή η άτυχη σύμπτωση τον έκανε να είναι πολλές φορές τόσο επικριτικός με τη Sylvia όσο και ο πατέρας της, αντί να της δώση τη σταθερή του υποστήριξη και την εμπιστοσύνη στον εαυτό της που τόσο πολύ χρειαζόταν. Κατά συνέπεια, η χαμηλή εικόνα που είχε για τον εαυτό της έμεινε αμετάβλητη.

Στα δικά της μάτια, τίποτα που είχε σχέση με τον εαυτό της δεν μπορούσε να είναι θετικό, συμπεριλαμβάνοντας και το ίδιο της το ασυνείδητο. Επομένως, είχε μεγάλη δυσκολία στο να εμπιστευθή ή ακόμη και να πλησιάση το ασυνείδητο. Ήταν πραγματικά ένας θρίαμβος γι’ αυτήν το ότι πέτυχε να ολοκληρώση αυτήν τη φαντασία, αλλά βρισκόταν στο τέλος σε αρκετή ακόμη απόσταση από το ασυνείδητο, όπως θα δούμε στη μορφή που παίρνει η ενεργητική φαντασία.

Η Sylvia διηγείται τη φαντασία σαν μιαν ιστορία για κάποιον άλλον, που συνέβη τον καιρό των παππούδων της, επειδή ο πατέρας της δεν είχε εμπιστοσύνη ούτε στον εαυτό του ούτε στην ζωή. Επομένως αυτή χρειαζόταν να επιστρέψη στον καιρό των προγόνων της και, όπως θα δούμε, αναγκάσθηκε να πάη ακόμη πιο μακριά προς τα πίσω, στους καιρούς που ονομάζουμε ειδωλολατρικούς, για να βρή τη λύση στο πρόβλημά της. Ακριβώς όπως δεν μπόρεσε να τη βρή στον πατέρα της, δεν μπόρεσε να τη βρη και στον Χριστιανισμό.

Η φαντασία είναι σχετικά με μια νονά, που, αν και ήταν πλούσια, πεθαίνοντας λίγα χρόνια πριν άφησε στην εγγονή της μόνον ένα φαινομενικά ασήμαντο αντικείμενο: ένα παλιό κλειδί. Η εγγονή το είχε κρατήσει στο τραπέζι που έγραφε από τότε και, κατά ανεξήγητον τρόπο, δεν μπορούσε να το βγάλη από το μυαλό της. Για να το κατορθώση αυτό, αποφάσισε να καταγράψη την ιστορία που της είχε πει η νονά της για το κλειδί όταν της το έδωσε, λίγο πριν από τον θάνατό της.

Της νονάς τής έλειπε κάθε ενδιαφέρον για την ζωή, και ποτέ δεν επιθύμησε πραγματικά τίποτε, αλλά έθαβε τον εαυτό της όλο και πιο βαθειά μέσα στη δουλειά της. Η μόνη περίπτωση που πρόσεχε κάποιο ελάττωμα στον τρόπο της ζωής της ήταν τα Σαββατοκύριακα. Αυτό την οδήγησε στην πρώτη της «παράβαση», κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στο συνηθισμένο εστιατόριο, η οποία «παράβαση» με τη σειρά της, ξεκίνησε ολόκληρη την περιπέτεια. Ο κύριος Schulze, ένας παράξενος άνθρωπος, που δεν της ήταν καν συμπαθητικός, την προσκάλεσε να πάνε μαζί, με το αυτοκίνητό του, στη Λουκέρνη. Μια και η μέρα ήταν θαυμάσια, αυτή δέχθηκε. Ο κύριος Schulze είχε δικό του αυτοκίνητο, πράγμα σπάνιο για εκείνον τον καιρό.

Το ίδιο το ταξίδι ήταν κάτι μαγευτικό για τη νονά· συχνά ένοιωθε πραγματικά σαν να πετούσαν, και το παλιό μεγάλο σπίτι, σε μια παλαιά περιοχή της Λουκέρνης που την πήγε, ήταν επίσης πολύ όμορφο. Δεν ξύπνησε από τη μαγεία της, παρά μόνον όταν ο κύριος Schulze έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου όπου βρίσκονταν και άρχισε να της κάνη έρωτα. Όταν αυτή τον απέρριψε, αυτός θύμωσε και προσπάθησε να τη χτυπήση. Μέσα σε άγριο πανικό, αυτή άρπαξε έναν πολύ κοφτερό χαρτοκόπτη και του τον κάρφωσε στην πλάτη. Με φρίκη ανακάλυψε ότι τον είχε σκοτώσει.

Έπειτα ανακάλυψε ότι αυτός χρησιμοποιούσε το σπίτι σαν οίκο ανοχής, και ότι πολλές νέες κοπέλλες ήταν αιχμάλωτες εκεί. Αν και αμέσως παραδόθηκε στην αστυνομία και δικάσθηκε για φόνο, αθωώθηκε εντελώς, επειδή ενήργησε σε κατάσταση αυτοάμυνας. Επειδή ο παρ’ ολίγον βιαστής δεν είχε αφήσει διαθήκη και δεν είχε δική του οικογένεια, όλη η περιουσία του, καθώς και το παλιό σπίτι, που ονομαζόταν, κατά πολύ ταιριαστόν τρόπο, «το σπίτι του Χρυσού Γουρουνιού», τα κληρονόμησαν τα κορίτσια, με τα οποία είχε κερδίσει την περιουσία του. Ήταν δεκαπέντε συνολικά κορίτσια, τα περισσότερα κάτω των είκοσι ετών, και έτσι η Sylvia ανέλαβε, με τη βοήθεια ενός δικηγόρου, την ευθύνη για το μέλλον τους.

Για να εξετάσουμε τη φαντασία από πιο κοντά, πρέπει να θυμηθούμε ότι τη διηγείται η νονά, η οποία είναι ένα ψευδώνυμο της Sylvia. Το πρώτο επεισόδιο στις περιπέτειές της είναι πολύ χαρακτηριστικό για μια γυναίκα με ένα τέτοιο αρνητικό πατρικό σύμπλεγμα, που το καταστρεπτικό του αποτέλεσμα δεν μετριάζεται από μια μητέρα. Η φαντασία έδειξε ότι το μόνο που μπορούσε ο πατέρας να δώση στη Sylvia στην διαμόρφωση του πνεύματός της ήταν η επαγγελματική ικανότητα και αποτελεσματικότητα. Αν και η νονά μάς δείχνει ότι η Sylvia θα μπορούσε να διακριθή με αυτήν της την ικανότητα, δεν προσπάθησε ποτέ να το κάνη. Κατά συνέπεια αυτά τα στοιχεία λειτουργούσαν μέσα της σαν μια τάση να κατευθύνη την ζωή της με λογικούς υπολογισμούς και να καταπιέζη κάθε άλλο αυθόρμητο συναίσθημα. Η μορφή του πατέρα παρέμεινε επίσης ενεργός στη Sylvia σαν μια μορφή του animus, που τη μεταχειριζόταν ακριβώς όπως ο άνδρας που προσκάλεσε στο σπίτι του τη νονά της κατά το γεύμα τού Σαββάτου. Το κάποιο πνευματικό ενδιαφέρον που είχε ο πατέρας τής Sylvia, και που είχε περάσει σ’ αυτήν, εκδηλωνόταν μέσω της συμβατικής Χριστιανικής θρησκείας, που, αν και νόμιζε ότι πίστευε σ’ αυτήν, δεν ήταν στην πραγματικότητα αυθεντική. Ήταν, οπωσδήποτε, ανεπαρκής για να γεμίση τα ελεύθερα Σαββατοκύριακα της νονάς. Η μητέρα της δεν είχε δώσει στη Sylvia οποιαδήποτε γνήσια ιδέα όσον αφορά τη σχέση, που θα την είχε προειδοποιήσει να μη φαντασθή καν να φύγη με έναν άνθρωπο που της ήταν αντιπαθητικός, και έτσι ο animus κυριολεκτικά την έπιασε και έφυγε μακριά μαζί της στη φαντασία της. Ο animus είχε ήδη συλλάβει τις νεαρές κοπέλλες, που συμβολίζουν τη θηλυκή της φύση, και τις είχε κάνει πόρνες.

Η πορνεία είναι συχνά το αποτέλεσμα που φέρνει ένας πατέρας σαν της Sylvia. Έχω γνωρίσει πολλές περιπτώσεις τέτοιων κοριτσιών που γίνονται πόρνες, προς φρίκη των εξαιρετικά αξιοσέβαστων, υποκριτών πατέρων τους. Αυτή η μοίρα θα μπορούσε εύκολα να είχε κυριέψει και τη Sylvia, αλλά προφανώς είχε την ψυχική δύναμη να σκοτώση τον πειρασμό. Φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι αποδίδει όλη την περιπέτεια στη ν ο ν ά  της, ότι η κατάσταση κατά καλή της τύχη βιώθηκε από το Ταυτό, το οποίο μπορεί, μέσα στο παλιό σπίτι, που είναι σύμβολο του ίδιου του Ταυτού, (Σημ. της συγγραφέως: Η δική μου νονά ζούσε σε ένα όμορφο, παλιό Ελισαβετιανό σπίτι· έβλεπα συχνά στα όνειρά μου αυτό το σπίτι, και ο Jung πάντοτε το ερμήνευε σαν τον οίκο του Ταυτού) να βάλη τέρμα στον κίνδυνο της πορνείας για το εγώ της Sylvia.

Όσο για την υπόλοιπη φαντασία, όλα συμβαίνουν στο Ταυτό, και το εγώ είναι μόνον παρατηρητής, μέχρι την εναντιοδρομία που συμβαίνει στο τέλος. Το εγώ είναι ένας κάπως μακρινός παρατηρητής, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι η ίδια η Sylvia δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο και δεν παίζει κανέναν ρόλο στη φαντασία, όπως έκανε ο Edward, για παράδειγμα, από την αρχή ως το τέλος.

Η νονά της είναι πολύ πρόθυμη να αναλάβη την προστασία των κοριτσιών (το Ταυτό είχε φυσικά πάντοτε μια πολύ διαφορετική σχέση με τη θηλυκή αρχή, τον Έρωτα, από ό,τι είχε η ίδια η Sylvia), και τις καλεί όλες σε ένα γεύμα στην πιο όμορφη αίθουσα του σπιτιού. Τις πληροφορεί για την κληρονομιά που τους ανήκει, πράγμα που κάνει να σπάση η προηγούμενη απάθειά τους, και δεν βρίσκουν τρόπο να εκφράσουν τη χαρά τους. Το βρίσκουν αδύνατον να επιστρέψουν στις οικογένειές τους ή στην προηγούμενη ζωή τους, και όλες ανεξαίρετα συμφωνούν στο ότι δεν θέλουν να συνεχίσουν να είναι πόρνες. Καμμιά δεν θέλει να παραμείνη στο «Σπίτι του Χρυσού Γουρουνιού», και έτσι αποφασίζουν να το πουλήσουν με όσο το δυνατόν πιο επικερδή τρόπο, και να επενδύσουν τα χρήματα αγοράζοντας ένα ερειπωμένο κάστρο στο δάσος κοντά στη Λουκέρνη.

Αγοράζουν πράγματι το παλιό ερειπωμένο κάστρο και, εκτός από τον αρχιτέκτονα και τους απαραίτητους κτίστες, δεν αφήνουν κανέναν άνδρα να τις πλησιάση. Το θηλυκό στοιχείο διαχωρίζει τον εαυτό του και κρατιέται μακριά από τον animus. Για να εμποδίσουν οποιονδήποτε άνδρα να μπ μέσα, χτίζουν έναν ανυπέρβλητα ψηλό τοίχο γύρω από ολόκληρη την περιοχή που έχουν αγοράσει. Όσο μπορούν τα κορίτσια βοηθούν στο χτίσιμο· όταν τελειώνη το σπίτι, το διαρρυθμίζουν εντελώς μόνες τους. Μερικές απασχολούνται στην κουζίνα και το υπόλοιπο σπίτι. Άλλες ασχολούνται με τη δημιουργία ενός πανέμορφου κήπου που περιβάλλει το σπίτι, και όπου χαίρονται να καλλιεργούν σπάνια φυτά. Τέσσερις κοπέλλες έχουν μεγάλο ταλέντο στη μουσική και σχηματίζουν ένα κουαρτέτο, που δουλεύει ακούραστα και τις ευχαριστεί όλες με ένα κοντσέρτο κάθε βράδυ. Λίγες αφιερώνονται στην ιδιαίτερη ασχολία τής Sylvia, την ζωγραφική, και άλλες υφαίνουν μερικά όμορφα χαλιά.

Ένα από τα κορίτσια που ονομάζεται Erica (=Heather, που είναι το όνομα ενός χαμηλού, αειθαλούς θάμνου με μικρά βυσσινί, ροζ και άσπρα καμπανόσχημα λουλούδια) βρίσκει μια μεγάλη πέτρα στον κήπο, και περνάει πολύν καιρό σκαλίζοντάς την, για να φτιάξη το άγαλμα ενός όμορφου νέου. Αυτό το έργο ξεσηκώνει το ενδιαφέρον όλων των άλλων κοριτσιών και, καθώς το έργο πλησιάζει προς την ολοκλήρωσή του, η Erica βρίσκεται συνεχώς περικυκλωμένη από μιαν ομάδα από ενθουσιώδεις παρατηρήτριες.

Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Erica είναι η μόνη από τα κορίτσια που αναφέρεται ονομαστικά σε όλην τη φαντασία. Το Erica (αγγλικά Heather, γερμανικά Heiderkraut) είναι ένα φυτό που, σύμφωνα με το «Λεξικό των γερμανικών δεισιδαιμονιών», είναι αφιερωμένο στη μητέρα θεά. Επομένως λέγεται ότι πρέπει να στολίζη με τα άνθη του κάθε γυναικεία γιορτή (Handwörterbuch des deutchen Aberglaubens, s.v. “Heiderkraut”). Το λευκό φυτό heather είναι γνωστό σαν ιδιαίτερα αποτρεπτικό για τον διάβολο και ένα στεφάνι απ’ αυτό τοποθετημένο γύρω από έναν καθρέφτη λέγεται ότι προφυλάσσει το σπίτι από κάθε ατυχία. Όπως θα δούμε, αυτό ακριβώς το άγαλμα, που σκάλισε η Erica, είναι που δίνει στις ενοίκους του σπιτιού την ιδέα για την πρώτη τους γιορτή. Επομένως, έχει σημασία το ότι το όνομα της δημιουργού είναι το ίδιο με το όνομα της μητέρας θεάς, και το ότι του αποδίδεται η δύναμη να εξορκίζη τον διάβολο.

Είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά όχι εκπληκτικό, το ότι όλα τα κορίτσια, που ο animus είχε φυλακίσει για τόσον καιρό, ενδιαφέρονται για τομείς όπου ο πατέρας δεν μπορεί να τις ακολουθήση, όπως έκανε στην πραγματικότητα και η Sylvia όταν ακολούθησε την ζωγραφική. Προφανώς η θηλυκή φύση έχει παραμείνει άθικτη, και είναι τώρα στα χέρια τού Ταυτού. Όλες οι τέχνες, ο κήπος και το νοικοκυριό βρίσκονται μακριά από τα ενδιαφέροντα του πατέρα, και όλοι αυτοί οι τομείς φανερώνονται σαν ανοιχτές δυνατότητες για τη Sylvia. Είναι επίσης πολύ σημαντικό το ότι αυτό ακριβώς το άγαλμα, που αποκαλύπτεται καθαρά αργότερα ότι είναι ο θεός Έρως, είναι το μοναδικό μέρος που τραβάει όλο το ενδιαφέρον τους. Ο Έρωτας, η σχέση, είναι η αρχή που προσιδιάζει στις γυναίκες, και έτσι αυτό είναι πραγματικά το πιο ευνοϊκό για τη Sylvia στοιχείο σε ολόκληρη τη φαντασία. Ο Jung συνήθιζε να λέη ότι οι γυναίκες που έχουν βρη την ιδιαίτερη αρχή τους, θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε για την αγάπη ενός άνδρα, ενώ οι γυναίκες που θα μπορούσαν να κάνουν κάτι σημαντικό από αγάπη για ένα πράγμα, είναι σπάνιες. Πραγματικά, θα μπορούσε να πη κανείς πως το ασυνείδητο δημιούργησε αυτήν τη φαντασία με σκοπό να δείξη στη Sylvia την ίδια της την αρχή, από την οποία είχε αποκλεισθή εξαιτίας των ακατάλληλων γονιών της.

Το μουσικό κουαρτέτο που τις διασκεδάζει κάθε βράδυ, είναι επίσης κάτι που παραπέμπει στη σχέση. Η μουσική συμβολίζει το συναίσθημα, τη λειτουργία που ήταν η πιο δύσκολη για τη Sylvia, χάρη στους συνεχείς διανοητικούς υπολογισμούς του animus της: πάντοτε αυτός κατάφερνε να καταπιέζη το αυθόρμητο συναίσθημά της, όπως είδαμε μέχρι τώρα. Της Sylvia της άρεσε στην πραγματικότητα πολύ η μουσική, που ήταν προφανώς ένα αντιστάθμισμα για τα καταπιεσμένα συναισθήματά της.

Σε αυτό το σημείο, η συνείδηση της Sylvia δεν καταφέρνει να προσέξη ότι το μόνο πράγμα που προσελκύει το ενδιαφέρον και των δεκαπέντε κοριτσιών είναι το άγαλμα ενός νέου με υπερφυσική ομορφιά. Η νονά της αναλαμβάνει να οργανώση μια θαυμάσια γιορτή για το βάπτισμα αυτής της μορφής, που τα κορίτσια τη μεταφέρουν σε ένα νησί, στο κέντρο μιας μικρής λίμνης μέσα στον κήπο. Επί μέρες γίνονται στην κουζίνα πολλές προετοιμασίες για τη γιορτή, και ο κήπος φωτίζεται από αναρίθμητα κινέζικα φαναράκια. Το ίδιο το άγαλμα το στολίζουν με λουλούδια. Όταν έρχεται η πανσέληνος, όλα τα κορίτσια χαρούμενα χορεύουν και τραγουδούν γύρω από το άγαλμα και, φωνάζοντας δυνατά πως το όνομά του είναι Οδυσσέας, το ραντίζουν με νερό. Έπειτα, τα φανερά χαρούμενα κορίτσια μελαγχολούν, και κάθε μια αποχωρεί μόνη της σιωπηλά.

Για πρώτη φορά η συνείδηση της Sylvia πήρε μια σαφή προειδοποίηση. Αν και αυτές οι φαντασίες μερικές φορές εκτυλίσσονται για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με τη συνείδηση μόνο να παρακολουθή σαν παρατηρητής. Αν αυτές οι φαντασίες, όπως μερικές φορές συμβαίνει, εκτυλίσσονται για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με τη συνείδηση μόνο να παρακολουθή σαν παρατηρητής, τίθεται τότε ζήτημα παθητικής και όχι ενεργητικής φαντασίας. Μοιάζει περισσότερο σαν να παρακολουθή κανείς κινηματογράφο, παρά σαν να κάνη μια προσπάθεια να επιτύχη τη συμφιλίωση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Το ότι τα κορίτσια ονομάζουν το άγαλμα Οδυσσέα θα έπρεπε να διαπεράση τη συνείδηση της Sylvia και να την προειδοποιήση ότι θα έπρεπε να αρχίση μια μακριά και οδυνηρή πορεία, μέχρι την καρδιά της αρχαιότητας και την εποχή των αρχαίων ελληνικών θεών, για να βρεθή ο θησαυρός του χαμένου της Έρωτα. Αλλά δεν πετυχαίνει να συγκρατήση το μήνυμα· κατά συνέπεια, το επόμενο γεγονός που παρουσιάζεται στη φαντασία την βρίσκει εντελώς απροετοίμαστη.

Το θεόμορφο άγαλμα ζωντανεύει και, τραγουδώντας εξαίσια, εξαφανίζεται μέσα από μιαν αόρατη προηγουμένως πόρτα μέσα στον τοίχο, ενώ το ακολουθούν, η μια πίσω από την άλλη, και οι δεκαπέντε κοπέλλες χαρούμενες.

Και τώρα ακόμη η συνείδηση της Sylvia δεν καταφέρνει να ξυπνήση έγκαιρα. Παρακολουθεί απλώς το ανεξήγητο γεγονός σε κατάσταση απολίθωσης, από την οποία ξυπνάει όταν είναι πολύ αργά.

Το τελευταίο κορίτσι εξαφανίζεται μέσα από την πόρτα μέσα σε ένα όμορφο φως, που ακτινοβολεί γύρω στο δάσος. Μέχρι να πάη στην πόρτα για να φωνάξη τα κορίτσια να γυρίσουν πίσω κοντά της, αυτή έχει μεταμορφωθή σε μια παλιά σιδερένια πόρτα που τη σκεπάζει κισσός, και που της κλείνεται καταπρόσωπο, ενώ φαίνεται μόνο μια μεγάλη κλειδαρότρυπα. Το ξαναχτισμένο κάστρο εξαφανίζεται και αυτό. Μόνο το παλιό ερείπιο, που υπήρχε όταν το αγόρασαν, μένει.

Ήδη έχουμε συναντήσει τον Οδυσσέα (λατινικά Ulyxes) σαν μια αρχετυπική εικόνα ή βάση για την πορεία που ακολούθησε ο Edward. Πραγματικά, ολόκληρη η ενεργητική φαντασία του Edward θα μπορούσε να ονομασθή μια Οδύσσεια. Φυσικά, επειδή η Sylvia είναι γυναίκα, ο Οδυσσέας εμφανίζεται εδώ πολύ διαφορετικά: σαν ένας μαγνήτης που τραβάει όλα τα κορίτσια, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη θηλυκή της φύση. Δυστυχώς, όμως, τα τραβάει μακριά από την ίδια τη Sylvia, πράγμα που κάνει πάντοτε ο animus όταν δεν αναγνωρίζεται αρκετά από τη γυναίκα. Όπως είδαμε, είχαν παρουσιασθή μερικές ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε.

Αυτό το τμήμα της φαντασίας δείχνει πολύ καθαρά τί συμβαίνει τελικά με τις φαντασίες εάν το συνειδητό εγώ είναι μόνον ένας παρατηρητής και δεν παίρνει καθόλου ενεργό μέρος. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με την ενεργητική φαντασία του Edward. Επειδή το συνειδητό εγώ του πάντοτε έπαιρνε ένα  ε ν ε ρ γ ό  μέρος, η φαντασία αναπτύχθηκε για έναν χρόνο σχεδόν, και δεν έδειχνε μέχρι τέλους κανένα σημάδι ότι θα εξαφανιζόταν. Η φαντασία της Sylvia είναι, από την άλλη μεριά, παθητική˙ απλώς την παρακολουθούσε, σαν να βρισκόταν θεατής στην αίθουσα ενός κινηματογράφου, και την κατέγραφε σαν μια ιστορία. Συνεπώς τα κορίτσια, που συμβολίζουν τη θηλυκή της φύση, εξαφανίζονται πάλι μέσα στο ασυνείδητο, αφήνοντας γι’ αυτήν μόνο μια κλειδαρότρυπα, για την οποία πρέπει να βρη το κλειδί.

Το όμορφο άγαλμα της μορφής που μοιάζει με θεό είναι σαφώς ο Έρωτας, ο θησαυρός που της χρειάζεται πάνω απ’ όλα, αλλά, όπως είδαμε προηγουμένως, το όνομά που του δόθηκε από τα κορίτσια τής δείχνει πως πρέπει να ακολουθήση μια μακριά και κοπιαστική πορεία, με πολλές ακόμη περιπέτειες, προκειμένου να φθάση στον σκοπό της. Το τέρμα βρίσκεται στην αρχαιότητα, επειδή το θηλυκό στοιχείο παραμελήθηκε πολύ κατά τη χριστιανική περίοδο ώστε να μπορέση να το βρη εκεί.

Στην ιστορία του Edward είδαμε πόσο πιο σαφής είναι η αμοιβαία επίδραση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο στους μύθους με τους αρχαίους θεούς, σαν αυτούς που βρίσκονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, από ό,τι συμβαίνει σήμερα. Ο Χριστιανισμός όχι μόνον καταπίεσε την αρχή του έρωτα με τον αποκλειστικά αρσενικό θεό, αλλά επίσης καταπίεσε τη σκοτεινή πλευρά, ενώ προσπαθούσε μόνο για τη διαφοροποίηση της φωτεινής πλευράς. Αυτό ήταν κάτι αναγκαίο για την εποχή του, αλλά είναι λυπηρό το ότι εμείς τώρα, μετά από 2.000 χρόνια, πρέπει να επιστρέψουμε στους ειδωλολατρικούς καιρούς για να βρούμε και το σκοτάδι και το φως σε ίση αναλογία. Κατά την χριστιανική περίοδο το φωτεινό στοιχείο ήταν διαφοροποιημένο για ένα μακρύ χρονικό διάστημα, αλλά ο σύγχρονος κόσμος μάς δείχνει καθημερινά πόσο επικίνδυνο είναι να καταπιέζη κανείς το στοιχείο του κακού για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σαν τους θεούς της Άπω Ανατολής, οι ελληνικοί θεοί ήταν και θετικοί και αρνητικοί, και έτσι είναι πάρα πολύ λογικό που και οι δύο φαντασίες μας έστρεψαν τη σκέψη προς τους αρχαίους θεούς.   


Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: