Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (9)

Συνέχεια από : Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου 2011
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung της Barbara HANNAH
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (συνέχεια)
ΜΙΑ ΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ – Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ SYLVIA

Μολονότι η φαντασία εξαφανίζεται, η προσπάθεια της Sylvia δεν ήταν μάταιη. Κατέκτησε το πρώτο στάδιο για την επιτυχία της ενεργητικής φαντασίας και έμαθε να αφήνη τα πράγματα να συμβαίνουν στο υποσυνείδητό της. Πραγματικά, η φαντασία της δεν τελειώνει με την εξαφάνιση του θεού και των κοριτσιών.

Ο Jung ανέφερε συχνά τον θρύλο για τον θησαυρό, που ανεβαίνει στην επιφάνεια της γης και μένει εκεί για εννέα χρόνια, εννέα μήνες και εννέα ημέρες. Εάν κάποιο συνειδητό άτομο είναι εκεί για να τον πάρη, ωραία και καλά˙ εάν όχι, βυθίζεται πάλι κάτω και χρειάζεται άλλα εννέα χρόνια, εννέα μήνες και εννέα ημέρες για να εμφανισθή ξανά. Η Sylvia έχασε αυτήν την ευκαιρία όταν δεν ακολούθησε έγκαιρα τον θησαυρό μέσα από την πόρτα. Τέτοιες φαντασίες ποτέ δεν μένουν για πολύν καιρό εάν το συνειδητό εγώ δεν συμμετέχει – εάν δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι θησαυροί πρέπει να έρθουν στην επιφάνεια, στην πραγματική ζωή.

Η νονά, συμβολικά δηλαδή το Ταυτό, έδειξε στη Sylvia την καρδιά τού προβλήματός της και το τί θα πρέπη να κάνη για να επιτύχη τη λύση του. Αν και η φαντασία συνεχίζεται, η Sylvia την αφήνει ακόμα να συμβαίνη στη νονά της, που τώρα έγινε καθαρά μια εικόνα του περιορισμένου συνειδητού εγώ, που δεν έχει ιδέα για το τί συνέβη σ’ αυτό.

Όταν η νονά ανακαλύπτει ότι όλα όσα έγιναν στο ερειπωμένο σπίτι και στον γύρω χώρο εξαφανίστηκαν, αφήνει λυπημένη τη Λουκέρνη και επιστρέφει στην πόλη που ονομάζει Χ, όπου και δουλεύει. Προς μεγάλη της έκπληξη, κανένας στο γραφείο της δεν έχει προσέξει την απουσία της˙ με άλλα λόγια, η φαντασία, αν και φαινόταν πως κράτησε πολλούς μήνες, ή ακόμη και χρόνια, συνέβη ολόκληρη κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, κι αυτή γύρισε στη δουλειά της όπως συνήθως τη Δευτέρα το πρωί. Αν και στην αρχή η νονά μπόρεσε να δουλέψη κανονικά, η φαντασία είχε αφήσει τα σημάδια της σ’ αυτήν. Το μυστικό που δεν μπορούσε να το μοιρασθή με κανέναν, την έκανε να αισθάνεται απομονωμένη και απομακρυσμένη απ’ όλους.

Ο Jung μιλάει για το αποτέλεσμα που έχουν τέτοιες φαντασίες ήδη στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του «Φιλοσοφία και Αλχημεία». Λέει:

«Τέτοιες εισβολές από το ασυνείδητο έχουν έναν απόκοσμο χαρακτήρα, επειδή είναι άλογες και ακατανόητες στο πρόσωπο που τις βλέπει. Φέρνουν μιαν καίρια μεταβολή της προσωπικότητας, επειδή συνιστούν οι ίδιες ένα οδυνηρό προσωπικό μυστικό, που αποξενώνει και απομονώνει το άτομο από το περιβάλλον του. Είναι κάτι που «δεν μπορούμε να το πούμε σε κανέναν». Φοβόμαστε μήπως κατηγορηθούμε για πνευματική ανωμαλία – και όχι χωρίς λόγο, επειδή τα ίδια σχεδόν πράγματα συμβαίνουν στους τρελλούς. Παρ’ όλα αυτά, απέχει πολύ η διαισθητική αντίληψη μιας τέτοιας εισβολής από το να κατακλυσθή κανείς από αυτήν παθολογικά, αν και ο μέσος άνθρωπος δεν το καταλαβαίνει αυτό. Η απομόνωση εξαιτίας ενός μυστικού έρχεται κατά κανόνα σαν αποτέλεσμα ενός ζωντανέματος της ψυχικής ατμόσφαιρας, που δρα σαν υποκατάστατο για την απώλεια της επαφής με τους άλλους ανθρώπους» (Jung: Άπαντα, τόμος 12, παρ. 57).

Aυτό ακριβώς συμβαίνει στη νονά, καθώς η Sylvia συνεχίζει την ιστορία. Η νονά δεν κατανοεί στο ελάχιστο την εμπειρία της, και έτσι αυτή εκδηλώνεται εξωτερικά στο σώμα της, όπως κάνουν συχνά τέτοια πράγματα. Αρρωσταίνει συχνά, αν και προηγουμένως πάντα ήταν υγιής, και βρίσκει ότι δεν μπορεί να συνεχίση τη δουλειά της. Τελικά αρρωσταίνει σοβαρά. Έχει πολύ υψηλό πυρετό για πολλές εβδομάδες, και μετά από αυτό ο γιατρός δίνει εντολή για διακοπές στα βουνά. Αυτό επιτέλους τής δίνει καιρό να σκεφθή τί της συνέβη. Κάνει μακρινούς περιπάτους μόνη, και αποφασίζει να περάση τις τελευταίες ημέρες τής αναρρωτικής της άδειας στη Λουκέρνη, για να προσπαθήση να βρη τί συνέβη πραγματικά.

Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η Sylvia τα βλέπει όλα αυτά σαν να συμβαίνουν όχι στην ίδια, αλλά στη νονά της, και γίνεται όλο και περισσότερο σαφές ότι αυτή η μορφή δεν είναι πλέον το Ταυτό, αλλά το εγώ της Sylvia που αναζητάει στα τυφλά την αλήθεια.

Η νονά πηγαίνει στην παλαιά συνοικία της Λουκέρνης και βρίσκει εύκολα το παλιό σπίτι, το «Χρυσό γουρούνι». Έχει όμως αλλάξει το όνομά του σε «Χρυσό Κάπρο», και ο πρώτος όροφος έχει μετατραπή σε ένα πρώτης τάξεως εστιατόριο. Είναι νωρίς το απόγευμα, και αυτή είναι σχεδόν μόνη της στο εστιατόριο, αλλά, αφού παραγγέλνει ένα απλό γεύμα, κατορθώνει να πάρη μερικές πληροφορίες από τη διευθύντρια. Μαθαίνει, προς μεγάλη της έκπληξη, ότι το εστιατόριο βρίσκεται εκεί για πολλά χρόνια, και ότι ολόκληρο το σπίτι ανήκει σε κάποια δεσποινίδα Altweg που μένει στο υψηλότερο πάτωμα.

Μετά το γεύμα, η νονά ανεβαίνει τις σκάλες προς το διαμέρισμα της δεσποινίδος Altweg, επειδή έχει μεγάλη επιθυμία να μάθη περισσότερα για την ιστορία του σπιτιού. Γίνεται δεκτή πολύ φιλόξενα και, αν και διστακτικά, η νονά αρχίζει να λέη την ιστορία της. Αρχίζει νε λέει ότι γνώριζε το σπίτι αυτό παλιότερα, όταν ήταν ιδιοκτησία κάποιου κυρίου Schickelgrȁber, του δικηγόρου, στον οποίον τα κορίτσια είχαν πουλήσει το σπίτι. Η δεσποινίς Altweg αμέσως μένει κατάπληκτη, και λέει ότι Schikelgrȁber είναι το όνομα του παππού της, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς δικηγόρους της Λουκέρνης, και από τον οποίον, μέσω της μητέρας της, που ήταν το μοναδικό του παιδί, είχε κληρονομήσει το σπίτι. Αλλά λέει κατόπιν: «Είναι αδύνατο να τον γνωρίσατε˙ αυτός πέθανε πριν από εξήντα χρόνια, και εσείς είστε πολύ νεώτερη από εμένα». Η δεσποινίς Altweg προσέχει τη μεγάλη στενοχώρια τής νονάς, και την παρακαλεί να της πη ολόκληρη την ιστορία. «Ξέρω ότι θα μου πείτε την αλήθεια», προσθέτει. Η νονά αισθάνεται απερίγραπτη ανακούφιση, που μπορεί επιτέλους να σπάση την απομόνωσή της και να μοιρασθή το μυστικό της με τη δεσποινίδα Altweg.

Αφού η διήγηση τελειώνει, η δεσποινίς Altweg ψάχνει με αγωνία μέσα σε όλα τα παλαιά της έγγραφα, και ανακαλύπτουν ότι πολλά από αυτά που είχε ζήσει η νονά βασίζονταν στην πραγματικότητα. Ο κύριος Schickelgrȁber είχε πραγματικά αγοράσει αυτό το σπίτι από τις κληρονόμους του κυρίου Schulze, και μερικές επιστολές έδειχναν ότι ο τελευταίος είχε δολοφονηθή. Σε αυτό το σημείο, και οι δύο γυναίκες έχουν τη γνώμη ότι η Sylvia είχε ζήσει ένα όραμα από το πολύ παλιό παρελθόν.

(Στις αρχές του 20ου αιώνα διαβαζόταν πολύ στην Αγγλία ένα βιβλίο που περιείχε την περιγραφή μιας τέτοιας εμπειρίας, επειδή συγγραφείς του ήταν δύο γυναίκες που η ειλικρίνειά τους δεν μπορούσε να αμφισβητηθή, και, αν και έγραφαν με ψευδώνυμα, η πραγματική τους ταυτότητα ήταν γνωστή από την αρχή. Η πρώτη ήταν η δεσποινίς Ann Moberly, κόρη του επισκόπου του Salisbury, ο οποίος έγινε ο πρώτος διευθυντής του Κολλεγίου θηλέων του St. Hugh στην Οξφόρδη, και το διηύθυνε με τόση επιτυχία, ώστε πριν από το 1907 είχε γίνει ένα από τα τέσσερα πρώτα Κολλέγια για κορίτσια της Οξφόρδης. Η άλλη συγγραφέας και φίλη της ήταν η δεσποινίς Eleanor Jourdain, που είχε υπηρετήσει σαν υποδιευθύντρια στο Κολλέγιο του St. Hugh για μερικά χρόνια. Τον καιρό της κοινής εμπειρίας τους ήταν διευθύντρια ενός μεγάλου σχολείου για κορίτσια στην Αγγλία, που είχε ένα παράρτημα για μεγαλύτερες κοπέλλες στο Παρίσι. Και οι δύο λοιπόν γυναίκες ήταν πολύ γνωστές.

Το 1901 επισκέφθηκαν τις Βερσαλλίες, και βρήκαν το Trianon ακριβώς όπως ήταν τον καιρό της Μαρίας Αντουανέττας. Όχι μόνον οι άνθρωποι που συνάντησαν ήταν ντυμένοι με ενδυμασίες του 1789, αλλά και η περιοχή ήταν επίσης όπως τότε, ενώ, από πολλές απόψεις, διέφερε στην πραγματικότητα από αυτήν του 1901. Πέρασαν τα δέκα επόμενα χρόνια της ζωής τους ψάχνοντας να επαληθεύσουν την ακρίβεια τών όσων είχαν δει, και ερευνώντας κάθε δυνατότητα να υπήρχε κάποια κινηματογραφική προβολή ή οτιδήποτε παρόμοιο εκείνον τον καιρό, που ευθυνόταν για ό,τι είχαν δει. Μόνον όταν επαλήθευσαν ικανοποιητικά την ολοκληρωτική αυθεντικότητα της εμπειρίας τους, δημοσίευσαν το βιβλίο τους. Αυτό τυπώθηκε το 1911, με τον τίτλο: «Μια περιπέτεια», κάτω από τα ψευδώνυμα των Miss Morison και Miss Lamont, και έγινε αμέσως διάσημο. Θυμάμαι ολοζώντανα πως το διάβασα όταν ήμουν είκοσι χρονών, και πως το συζητούσαν παντού. Γνώρισε πολλές ανατυπώσεις και επανεκδόσεις. Απ’ ό,τι ξέρω, ανατυπώθηκε για τελευταία φορά γύρω στο 1947 από τον οίκο Faber and Faber στο Λονδίνο. ((Αυτή η έκδοση έχει εξαντληθή προ πολλού, αλλά είναι δυνατόν ακόμη να προμηθευθή κανείς ένα ανάτυπο από δεύτερο χέρι, Βρήκα την ιστορία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα)).

Ο Jung περιγράφει μιαν κάπως παρόμοια εμπειρία που είχε αυτός και η Toni Wolf στη Ραβέννα, στο «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα». (Σελ. 284).

Έχω ακούσει και τον ίδιον και την Toni Wolf να μιλάνε γι’ αυτήν την εμπειρία σαν να ήταν ένα από τα πιο μυστηριώδη γεγονότα που τους συνέβησαν ποτέ. Μάλιστα, είχα την εντύπωση ότι η Toni Wolf δεν πείσθηκε ποτέ εντελώς ότι δεν είχε δει αυτές τις τοιχογραφίες στην πραγματικότητα, αν και αποδείχθηκε πλήρως ότι δεν υπήρχαν για αιώνες.

Είχα κι εγώ μιαν παρόμοια εμπειρία στο Παρίσι την άνοιξη του 1913. Γευμάτιζα σε ένα εστιατόριο με τον πατέρα μου, την αδελφή μου και τον θείο μου, όταν η σκηνή άλλαξε ξαφνικά και, αν και το εστιατόριο παρέμεινε το ίδιο, ολόκληρη η ατμόσφαιρα και οι άνθρωποί του άλλαξαν. Όλοι είχαν μεγάλη αγωνία, και στρέφονταν ανυπόμονα σε όποιον έμπαινε μέσα, σαν να τον ρωτούσαν για τα τελευταία νέα. Μετά από λίγα λεπτά, επέστρεψε η αρχική εικόνα. Όλα ήταν κανονικά και πολύ εύθυμα, αλλά με άφησαν βαθειά ανήσυχη.

Το επόμενο πρωί, κατεβήκαμε με το τραίνο για να περάσουμε μερικές ημέρες στο δάσος του Fontaibebleau. Ο βασιλιάς της Ισπανίας επρόκειτο να φθάση εκεί αργότερα την ίδια μέρα. Καθώς το τραίνο μας πέρασε μέσα από ένα τούνελ, μερικοί στρατιώτες ανέβηκαν επάνω για να βεβαιωθούν ότι τίποτε ύποπτο δεν είχε ριχθή από το τραίνο μας. ((Ήταν η εποχή που γίνονταν πολλές επιτυχείς και ανεπιτυχείς απόπειρες δολοφονίας βασιλέων)). Μου ήρθε ξαφνικά αυτή η ιδέα στο μυαλό: «Αυτό που δοκίμασα χθες το βράδυ ήταν μια κατάσταση πολέμου, και βρίσκεται πολύ κοντά». Αν και προσπάθησα να μην το πιστέψω, ήμουν, σε κάποια μικρή γωνιά του εαυτού μου, σίγουρη, σε όλους τους δεκαέξι μήνες που μεσολάβησαν, ότι θα είχαμε πόλεμο, και, αν και ήμουν τρομοκρατημένη, δεν ένοιωσα πραγματική έκπληξη όταν ξέσπασε, τον Αύγουστο του 1914. Με λίγες εξαιρέσεις, όλοι εκείνον τον καιρό πίστευαν ότι είμασταν πάρα πολύ πολιτισμένοι για να πέσουμε σε μιαν τέτοια βαρβαρότητα).

Η νονά, πάντως, δεν βρήκε τα πράγματα τόσο απλά. Πρώτα-πρώτα, ήταν πολύ παράξενο που ο κύριος Schulze είχε αυτοκίνητο, επειδή σίγουρα δεν υπήρχαν αυτοκίνητα πάνω από εξήντα χρόνια πριν από το 1930, που υποτίθεται ότι ζη αυτή. Και πώς θα μπορούσε να έχη σκοτώσει τον κύριο Schulze, όπως θυμόταν καθαρά ότι έγινε, τόσα χρόνια πριν γεννηθή; Παρ’ όλα αυτά, η χειρότερη φάση της μοναξιάς της πέρασε, τώρα που είχε βρη μια τόσο συμπαθητική συντροφιά όπως η δεσποινίς Altweg, και κάθονταν και οι δυό μαζί το βράδυ ξύπνιες τις περισσότερες ώρες, προσπαθώντας να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα.

Την επόμενη μέρα αποφασίζουν να πάνε στο δάσος όπου βρίσκεται το παλιό, ερειπωμένο κάστρο. Είναι μια πολύ ζεστή ημέρα του Ιουλίου, και η νονά λέει ότι εξαιτίας της ζέστης και οι δύο έχουν μεταφερθή σε μιαν κατάσταση ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα και το όνειρο. Όλα είναι όπως ήταν ακριβώς πριν χτίσουν από την αρχή το ερειπωμένο κτίριο τα κορίτσια και, μέσα στην υπνώδη κατάσταση στην οποία βρίσκονται, σχεδόν δεν εκπλήσσονται όταν βλέπουν ένα τριχωτό πλάσμα που μοιάζει με σάτυρο, μισό άνθρωπο και μισό τράγο, να τους κάνη ξέφρενα νοήματα, προσπαθώντας να τραβήξη την προσοχή τους σε ένα αντικείμενο που κρατάει στα χέρια του. Στο τέλος, ρίχνει αυτό το αντικείμενο επάνω από το ορμητικό ρεύμα ενός μικρού ποταμού. Όταν το μαζεύουν ανακαλύπτουν το παλιό κλειδί, το αντικείμενο που η εγγονή, στη φαντασία της, είχε λάβει από τη νονά της αργότερα. Όταν προσπαθούν να γνέψουν ότι πήραν το κλειδί, βρίσκουν ότι ο Πάνας εξαφανίσθηκε. Το ερειπωμένο κάστρο φαίνεται επίσης να βρίσκεται πολύ μακριά˙ το μόνο που μπορούν να δουν είναι ένα ουράνιο τόξο, που σχηματίζει μια γέφυρα επάνω από το ορμητικό ρεύμα. Καθησυχάζονται πολύ από την παρουσία του ουράνιου τόξου.

Η Sylvia έπρεπε τώρα να αναγνωρίση, ότι σε όλην τη φαντασία βρισκόταν βαθειά μέσα στο ασυνείδητο, όπως έλεγε συχνά ο Jung, όπου δεν υπάρχει χρόνος, ή υπάρχει ένας τελείως διαφορετικός χρόνος από τον δικό μας. Στη φαντασία της είχε ζήσει το παρόν, τον περασμένον αιώνα και την αρχαιότητα, πολλά χρόνια προ Χριστού, σε ένα παράδοξο ανακάτεμα.

Όπως μου παρατήρησε η Maria-Louise von Franz, το όνομα Schikelgrȁber θυμίζει το πραγματικό όνομα του Hitler (Schikelgruber), πράγμα που μας δείχνει τί μπορεί να συμβή όταν αγγίξουμε αυτά τα βάθη μέσα στο ασυνείδητο, χωρίς μάλιστα να συνειδητοποιούμε αυτό που κάνουμε. Ακριβώς πίσω από το στοιχείο της αρχαιότητας – Έρως, Οδυσσέας, Πάνας και λοιπά – βρίσκεται το πρωτόγονο.  Όπως έχει σημειώσει ο Jung, δεν ήταν μόνον η κλασσική παιδεία του Nietzsche που τον έκανε να μιλήση για τον Διόνυσο, όταν άγγιξε αυτά τα βάθη με το γράψιμό του. Ο Jung έλεγε ότι ο Nietzsche εννοούσε στην πραγματικότητα τον Wotan και την άγρια ορδή του, που απλώς κοιμόνταν στο γερμανικό ασυνείδητο. Και όταν ο Hitler και οι Ναζί οπαδοί του παρέλαβαν την ιδέα του υπερανθρώπου από τον Nietzsche, καταλήφθηκαν αμέσως από τον Wotan και όλες τις πρωτόγονες δυνάμεις, που ποτέ δεν ήταν πολύ μακριά από την επιφάνεια στη Γερμανία. Ο Jung συνήθιζε να λέη, ότι το λούστρο του Χριστιανισμού ήταν πολύ λεπτότερο στη Γερμανία και τις άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες· οι Γερμανοί δεν είχαν προσελκυσθή στον Χριστιανισμό όπως άλλες εθνότητες, αλλά είχαν αναγκασθή να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Αυτή ίσως να είναι η αιτία που βρίσκεται κάτω από όλα τα άγρια και πρωτόγονα πράγματα που συνέβησαν σε μιαν πολιτισμένη χώρα σαν τη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής της από τον Hitler.

Συνεπώς, όταν η Sylvia βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Οδυσσέα, τον Έρωτα και τον αρχαίο Πάνα στη φαντασία της, προβάλλει τη δική της επιθυμία για τον παγανισμό και τον άγριο πρωτογονισμό μέσα στην κλασσική αρχαιότητα. Αυτή είναι η πραγματική αιτία που το πρόβλημα της αγάπης στη λεγόμενη «πολιτισμένη» εποχή μας μάς οδηγεί πολύ πέρα από την περιοχή των Χριστιανικών αξιών, και πέρα ακόμη από την κλασσική εποχή, σε μιαν επικίνδυνη, πρωτόγονη αγριότητα που τη φοβόμαστε, και που δεν έχουμε ιδέα πώς να την αγγίξουμε. Παρ’ όλα αυτά η αλήθεια είναι ότι οι γυναίκες πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις άγριες, πρωτόγονες δυνάμεις μέσα τους (και το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση είναι πράγματι ικανή για όλες τις βαρβαρότητες που συνέβησαν στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της εξουσίας των Ναζί, και συμβαίνουν ακόμη σε παγκόσμια κλίμακα) προκειμένου να βρουν το στοιχείο τού Έρωτα που τους λείπει, και τη θηλυκή αρχή μέσα τους.

Η Sylvia τελειώνει τη φαντασία λέγοντας πως δυστυχώς η δεσποινίς Altweg πέθανε μετά από λίγον καιρό, και έτσι η νονά βρέθηκε και πάλι μόνη. Αλλά η εμπειρία τής νονάς δεν την άφηνε να ησυχάση· για κάποιο χρονικό διάστημα περνούσε όλες τις ελεύθερες ώρες της σε εκείνο το δάσος, χωρίς να δη ποτέ κάποιο ίχνος της παλιάς σιδερένιας πόρτας όπου θα πρέπη να ανήκε το κλειδί, κάποιο ίχνος του Πάνα και του παλιού, ερειπωμένου σπιτιού, και από οτιδήποτε άλλο είχε δει στο όραμά της και μαζί με τη δεσποινίδα Altweg. Άφησε το κλειδί σαν κληρονομιά στην εγγονή της, τη Sylvia, με την ελπίδα ότι μια μέρα αυτή θα έβρισκε τη μυστηριώδη πόρτα, που τώρα είχε τον τρόπο να την ξεκλειδώση.

Μια μάλλον δυσοίωνη παρατήρηση κάνει την εμφάνισή της στην τελευταία πρόταση της φαντασίας. Η συγγραφέας ισχυρίζεται πως είναι μια πολύ πολυάσχολη μπίζνεσμαν, που δεν έχει καιρό για τέτοια πράγματα. Λοιπόν, ολόκληρη η ιστορία έχει λεχθή από τη γυναικεία οπτική γωνία, και αφορά από την αρχή ως το τέλος τον Έρωτα και τη θηλυκή αρχή· με άλλα λόγια, την καρδιά του προβλήματος της Sylvia σαν γυναίκας. Επομένως, αυτή η ξαφνική αλλαγή στο αρσενικό γένος – που η αρχή του είναι ο Λόγος και η Πράξη – της δείχνει τον κίνδυνο να πέση πάλι θύμα της εικόνας του animus, που τυπώθηκε μέσα της από τον πατέρα της, και να χάση έτσι την εσωτερική δύναμη που χρειάζεται για να βρη τον σωστό τρόπο χρησιμοποίησης του κλειδιού.

Πέρα απ’ αυτόν τον κίνδυνο, έχει κανείς πάντως την αίσθηση ότι η Sylvia κέρδισε πολλά από αυτήν τη φαντασία. Πρώτα απ’ όλα, η φαντασία τής ανέθεσε ένα έργο: να ανακαλύψη πάλι τον θεό Έρωτα, και όλα τα κορίτσια που αποτελούσαν την ολότητά της, την πορεία τής εξατομίκευσής της. Της έδειξε τον πιο σημαντικό στόχο όλης της ζωής της.

Η Marie-Louise von Franz μού υπέδειξε την εκπληκτική ομοιότητα ανάμεσα στο μοτίβο του κλειδιού στη φαντασία της Sylvia και σε μια σημαντική σκηνή του Faust, όπου ο Faust ξεκινάει την έρευνα για τις «Μητέρες» (Goethe, Faust, μέρος 2ο, πράξη 1η ). Ο Μεφιστοφελής τού δίνει ένα κλειδί, που αυτός το ονομάζει υποτιμητικά «αυτό το πραγματάκι». Ο Μεφιστοφελής τού λέει να μην το περιφρονή, γιατί αυτό θα του δείξη τον δρόμο και θα τον οδηγήση στις «Μητέρες». Ο Faust βλέπει με κατάπληξη ότι το κλειδί μεγαλώνει μέσα στο χέρι του, γίνεται λαμπερό και χύνει φως προς τα εμπρός. ο Μεφιστοφελής τού λέει να το ακολουθήση προς τα κάτω, και έπειτα προσθέτει: «Θα μπορούσα εξίσου καλά να πως προς τα επάνω». Αυτή η πρόταση, που την ανέφερε συχνά ο Jung, δείχνει μιαν τέλεια αρμονία ανάμεσα στα αντίθετα – έναν ζωτικό παράγοντα στη διαδικασία της εξατομίκευσης.

Όπως είδαμε στη φαντασία της, και η Sylvia περιφρονούσε το κλειδί. Παραπονιόταν ότι η νονά της, που ήταν μια πλούσια γυναίκα, της είχε αφήσει μόνον ένα «ασήμαντο αντικείμενο» - το παλιό κλειδί. Αλλά στην πραγματικότητα, η νονά τής είχε αφήσει το πιο πολύτιμο απόκτημα που υπάρχει για μια γυναίκα: το κλειδί που μπορεί να την οδηγήση στον θεό Έρωτα και στην ολοκλήρωσή της. Εάν μπορέση, όπως ο Faust, να το κρατήση στο χέρι της, θα λάμψη φως μέσα στο σκοτάδι που της άφησε ο πατέρας της, και θα μπορέση να βρη, στο δεύτερο μισό της ζωής της, την εμπιστοσύνη και τη βεβαιότητα μέσα στο Ταυτό, που στο πρώτο μισό τής ζωής είχαν αποτύχει να της δώσουν οι φαινομενικά ακατάλληλοι γονείς της. Λέω «φαινομενικά», επειδή  άνθρωποι με ικανοποιητικούς γονείς και ευτυχισμένοι στο πρώτο μισό της ζωής τους σπάνια ωθούνται να κοιτάξουν βαθύτερα, και συχνά χάνονται μέσα σε ματαιότητες.

Όπως λέει ο Jung στις «Αναμνήσεις», η αποφασιστική ερώτηση για τον άνθρωπο είναι: έχει σχέση με κάτι άπειρο ή όχι; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα της ζωής μας. Μόνον αν ξέρουμε πως αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι αποκλειστικά το άπειρο, μπορούμε να αποφύγουμε να επικεντρώσουμε τα ενδιαφέροντά μας σε ματαιότητες, και σε όλα τα είδη των στόχων που δεν έχουν πραγματική σπουδαιότητα (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», σ. 325). Το κλειδί της Sylvia τής έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να απαντήση στο «καίριο ερώτημα» της ζωής της καταφατικά, επειδή ακριβώς το άπειρο είναι εκεί που θα την οδηγήση το κλειδί της, εάν σταματήση να το περιφρονή και εμπιστευθή τον εαυτό της στην καθοδήγήσή του.

(τέλος 3ου κεφαλαίου)


Aμεθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: