Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (10)

Συνέχεια από : Τρίτη, 27 Σεπτεμβρίου 2011
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung της Barbara HANNAH
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  4
ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ -  
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΕΑΤΡΙΚΗΣ

Η περίπτωση της Βεατρίκης είναι ένα πιο προχωρημένο παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας και από τα δύο προηγούμενα παραδείγματά μας. Δείχνει ότι αυτή η μορφή ενεργητικού διαλογισμού μπορεί να προετοιμάση αυτούς που τη χρησιμοποιούν σωστά για τις πιο απροσδόκητες καταστάσεις – ακόμη και για τον ίδιον τον θάνατο. Το υλικό που ακολουθεί προέρχεται από τους τελευταίους επτά μήνες πριν από τον θάνατο της Βεατρίκης, και μας δείχνει πώς σταδιακά προσελκυόταν προς το κέντρο, και πώς άφηνε την άποψη του εγώ και μάθαινε να υιοθετή την άποψη του Ταυτού.

Η Βεατρίκη έκανε ψυχανάλυση για πολλά χρόνια και ήδη ανέλυε τον εαυτό της πολύ επιτυχημένα. Δεν ήταν πεπρωμένο να έχη μακριά ζωή. Ο δρ. Jung είχε προειδοποιήσει τον ψυχαναλυτή της ότι ένας πρόωρος θάνατος ήταν πολύ πιθανός, και πραγματικά, έφθασε μόνο στα πενήντα πέντε περίπου χρόνια της.

Η Βεατρίκη είχε κάνει ήδη πολλήν ενεργητική φαντασία τον καιρό που αρχίζει το υλικό μας· έβρισκε όλο και περισσότερο ένα καταφύγιο σ’ αυτήν όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η διάκριση με εμποδίζει να περιγράψω αυτές τις δυσκολίες πιο συγκεκριμένα, έτσι μόνο θα πω ότι ήταν τυπικές για μιαν παντρεμένη γυναίκα της ηλικίας της. Τα παιδά της μεγάλωναν και άφηναν σιγά-σιγά το σπίτι, πράγμα που φυσικά την έκανε να αντιμετωπίζη περισσότερες δυσκολίες με τον άνδρα της από ό,τι μέχρι  τότε. Τον αγαπούσε υπερβολικά, αλλά είχε την τάση να τον φροντίζη περισσότερο από ό,τι ήταν απαραίτητο. Επίσης βασανιζόταν πολύ από μιαν αβάσιμη ζήλεια, αν και είχε, σαν αντιστάθμισμα, την αρετή να αναγνωρίζη αυτό το γεγονός. Ήταν αυτό που ο Jung, στο άρθρο του με τίτλο: «Ο γάμος σαν μια ψυχολογική σχέση», ονομάζει «υποδοχέα» σε έναν γάμο. Ο Jung όρισε πιο συγκεκριμένα τον υποδοχέα σαν εκείνον τον σύντροφο στον γάμο, ο οποίος έχει τις περισσότερες «πλευρές», που τα αισθήματά του δεν περικλείονται αποκλειστικά μέσα στον γάμο, ή εκείνον τον σύντροφο που «κοιτάζει έξω από το παράθυρο». Στη δική της περίπτωση, είχε ακόμη την τάση να προκαλή αντίστροφη μεταβίβαση στους άνδρες ψυχαναλυτές της, και μια απ’ αυτές την προβληματίζει όταν αρχίζη το υλικό μας.

Η Βεατρίκη είχε έναν πολύ θετικό animus, που την οδηγούσε στην ενεργητική φαντασία της· επιπλέον , η εικόνα ενός λουλουδιού μέσα σε ένα βαθύ δάσος γινόταν όλο και πιο σπουδαία γι’ αυτήν. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το σημείο από όπου ξεκινά η φαντασία μας.

Η Βεατρίκη απευθύνεται σ’ αυτό το λουλούδι: «Υπέροχο χρυσό και ασημένιο λουλούδι, είσαι σαν ένα λαμπερό κέντρο μέσα μου, που έξω από αυτό μαθαίνω να ζω. Δεν μπορώ πια να ζήσω έξω από τον εαυτό μου· πρέπει να ζήσω από αυτό το άλλο κέντρο, όπου ζη ο θεϊκός μου πνευματικός άνθρωπος. Το μυστήριο του λουλουδιού με ενώνει με το άχρονο και, ακόμη, με την αιωνιότητα».

Είναι φανερό ότι αυτό το λουλούδι είναι το σύμβολο της Βεατρίκης για το Ταυτό. Είναι ακριβώς το κέντρο που την τραβάει προς αυτό. Το υλικό αυτό μάς δείχνει πόσο επιτυχημένα περιέγραψε ο Jung αυτό το κέντρο στο «Ψυχολογία και Αλχημεία»:

«Δεν μπορούμε να αποφύγουμε το αίσθημα ότι η διεργασία που γίνεται στο ασυνείδητο κινείται σπειροειδώς γύρω από ένα κέντρο, προς το οποίο πλησιάζει σταδιακά, ενώ τα χαρακτηριστικά του κέντρου γίνονται όλο και πιο ευδιάκριτα. Ή ίσως θα μπορούσαμε να το εκφράσουμε και αντίστροφα, και να πούμε ότι το κέντρο – που στην ουσία το ίδιο δεν είναι δυνατόν να το γνωρίσουμε – δρα σαν μαγνήτης επάνω στα διάσπαρτα περιεχόμενα και διεργασίες του ασυνειδήτου, και σταδιακά τα συγκεντρώνει σε ένα κρυστάλλινο δίχτυ…

Πραγματικά φαίνεται πως όλες οι προσωπικές δυσκολίες και οι δραματικές αλλαγές της τύχης που συνιστούν την ένταση της ζωής δεν είναι παρά δισταγμοί, δειλές υποχωρήσεις, μικρο-σοφιστείες και πολύπλοκες δικαιολογίες, για να μην αντιμετωπίσουμε τον τελικό χαρακτήρα αυτής της παράξενης και αλλόκοτης διαδικασίας κρυστάλλωσης. Έχει κανείς συχνά την εντύπωση ότι η προσωπική ψυχή τρέχει γύρω από το κεντρικό σημείο σαν ένα δειλό ζώο, την ίδια στιγμή γοητευμένο και φοβισμένο, πάντοτε σε κατάσταση φυγής και όμως σταθερά πλησιάζοντας  όλο και πιο κοντά» (Jung, Άπαντα, τόμος 12, παρ. 325.)

Η Βεατρίκη προσπαθεί όσο μπορεί να προσεγγίση αυτό το κέντρο, για το οποίο μιλάει ο Jung. Ελπίζει μάλιστα πραγματικά ότι η ζωή της θα φέξη από αυτό, αντί από το συνειδητό εγώ. Παρ’ όλα αυτά, το φοβάται περισσότερο από ό,τι νομίζει, όπως όλοι μας, και τρέχει ακόμη μακριά του από καιρό σε καιρό, όπως θα δούμε.

Η Βεατρίκη συνεχίζει: «Το λουλούδι είναι το σπίτι που έχω χτίσει για τον εαυτό μου στην αιωνιότητα. Ήδη έχω μεταφερθή σε αυτό το σπίτι, ώστε να έχω ένα μέρος για να μένη η ψυχή μου όταν το σώμα μου αποσυντεθή. Είναι ένα κομμάτι του ουράνιου κήπου, του Παραδείσου».

Εδώ η Βεατρίκη επηρεάσθηκε πιθανόν από ένα άρθρο του Richard Wilhelm με τίτλο «Θάνατος και αναγέννηση στην Κίνα» (Richard Wilhel, “Spring”: « ένα περιοδικό γιουγκιανής σκέψης». Λέσχη αναλυτικής ψυχολογίας της Νέας Υόρκης, 1962), στο οποίο αυτός εξηγεί ότι οι Κινέζοι δεν αξιολογούν τον θάνατο με τον ίδιον τρόπο που τον αξιολογούμε εμείς. Μερικά από τα παλιά κινέζικα γραπτά μνημεία λένε πως η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί να συναντήση ένας άνθρωπος είναι να βρη έναν θάνατο που να έρχεται σαν επιστέγασμα της ζωής του, και η μεγαλύτερη δυστυχία το να έχη έναν άκαιρο θάνατο, και όχι τον θάνατο που ταιριάζει ειδικά σ’αυτόν. Οι Κομφουκιανιστές πιστεύον ότι πρέπει να προετοιμάζεται κανείς για αυτό το γεγονός· κατά τη διάρκεια της ζωής του, θα πρέπη κανείς να δημιουργήση ένα σώμα, ένα είδος λεπτού σώματος πνευματικής φύσης, που αποτελείται από σκέψεις και έργα – ένα σώμα που δίνει ένα στήριγμα στη συνείδηση, όταν αυτή αφήνει τον προηγούμενο βοηθό της, το φυσικό σώμα. Η Βεατρίκη προφανώς πιστεύει ότι αυτό το λουλούδι θα αναπτυχθή σε ένα λεπτό, πνευματικό σώμα, που θα χρησιμεύση σαν υποστήριγμα στη συνείδησή της όταν αυτή πεθάνη. Δεν ξέρω αν ο Jung τής είχε μιλήσει για το προαίσθημά του ότι θα πεθάνη γρήγορα· οπωσδήποτε θα πρέπη να το αισθάνθηκε και η ίδια, επειδή έδειξε ασυνήθιστο ενδιαφέρον στο χτίσιμο αυτού του υποστηρίγματος, σε μια σχετικά μικρή ηλικία. Είχε πολύ δίκαιο να ενεργήση έτσι όπως θα δούμε.

Από το υλικό που ακολουθεί, έχει κανείς την εντύπωση ότι η Βεατρίκη ήταν υπερβολικά αισιόδοξη, ή μάλλον ότι πρόβλεπε το μέλλον, όταν λέη ότι ήδη έχει μεταφερθή μέσα σε αυτό το σπίτι. Έχει, πάντως, αντιληφθή την αντικειμενική του ύπαρξη, και έχει προφανώς σαν στόχο να μεταφερθή και να κατοικήση μέσα σ’ αυτό.

Όπως πολλοί από εμάς, η Βεατρίκη στενοχωριόταν πολύ για τα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου. Αποφάσισε να μιλήση στον θετικό της animus, τον πνευματικό της άνθρωπο, σχετικά με αυτό. Λέει:

«Μεγάλε πνευματικέ άνθρωπε, βοήθησε το ανθρώπινο γένος ώστε να μην καταστρέψουμε ο ένας τον άλλον, και να μην αφανισθούμε. Βοήθησέ μας ενάντια στους σκοτεινούς δαίμονες που μας απειλούν. Βοήθησέ μας ενάντια στον θεό του κακού, που θέλει να μας εξολοθρεύση, και που σχεδιάζει στο μυαλό του περισσότερα κακά από όσα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε».

Αυτός απαντά:
«Σκέψου το λουλούδι, γιατί όλα είναι ένα μέσα σ’ αυτό».

Έπειτα αυτή βλέπει ένα άσπρο πουλί. Πετάει και μπαίνει μέσα στο λουλούδι, λούζεται στο φως του, και μετά βγαίνει έξω, μέσα στον κόσμο.

Ο πνευματικός της άνθρωπος έχει δίκαιο που εφιστά την προσοχή της στην ένωση των αντιθέτων μέσα στο λουλούδι, επειδή η μόνη ελπίδα για τον διασπασμένο μας κόσμο είναι να ενωθούν τα αντίθετα, που μάχονται το ένα το άλλο. Αυτή ήταν η κύρια επιδίωξη των αλχημιστών: αυτοί πάντα προσπαθούσαν να παντρέψουν τα αντίθετα μεταξύ τους, επειδή μόνον όταν τα αντίθετα ενώνονται, θεμελιώνεται αληθινή ειρήνη. Όταν εξετάζουμε την κατάσταση του κόσμου, όπως έκανε εδώ η Βεατρίκη, βρίσκουμε ότι παντού, το ένα από τα αντίθετα προσπαθεί να επιβληθή επάνω στο άλλο. Σε συλλογικό επίπεδο δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, επειδή, όπως έλεγε συνεχώς ο Jung, ο μόνος χώρος όπου μπορεί κάποιος να κάνη κάτι είναι στο άτομο, μέσα μας. Αυτό έρχεται σαν συνέπεια της αρχής του βροχοποιού (βλέπε Κεφάλαιο 1). Το πουλί μάς δείχνει πώς θα το κατορθώσουμε.

Η Βεατρίκη άφησε μια περιγραφή των επισκέψεών της σε αυτό το λουλούδι, που γίνονταν τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα. Ίσως το είχε συνεχώς στο μυαλό της, και πραγματικά, οι επισκέψεις της έγιναν όλο και πιο συχνές.

Στην επόμενη περιγραφή της επίσκεψής της στο λουλούδι αντιλήφθηκε την ένωση των αντιθέτων πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά. Λέει:

«Πηγαίνω στο θαυμαστό λουλούδι και το κοιτάζω προσεκτικά. Μέσα του, κάτι, που ήταν πρώτα δύο αντίθετα, έχει γίνει ένα. Αυτό είναι το θαύμα. Ίσως το πνεύμα αυτού του λουλουδιού θα μπορούσε να θεραπεύση τον κόσμο, και να τον προστατεύση από τον πόλεμο. Μακάρι να γίνη έτσι».

Και δεκαπέντε μέρες αργότερα γράφει:

«Πηγαίνω στον τόπο όπου τα δύο έχουν γίνει ένα, όπου το χρυσάφι και το ασήμι, ο ήλιος και το φεγγάρι, έχουν ενωθή, και όπου και ο άνθρωπος μπορεί να γίνη ένα με τον εαυτό του και με τους άλλους».

Στην αλχημεία, ο ήλιος και το φεγγάρι αντιπροσωπεύουν τα εντελώς αντίθετα. Ο Jung εξετάζει αναλυτικά αυτό το θέμα στο «Μυστήριο της Συνένωσης» (Jung, «Άπαντα, τόμος 14, παρ.110 –113 και 154 –233). Ο ήλιος, φυσικά, αντιπροσωπεύει το αρσενικό στοιχείο, και η σελήνη το θηλυκό. Το να παντρέψης αυτά τα δύο σημαίνει να ενώσης τα δύο περισσότερο αντίθετα άκρα. Από αυτήν τη φαντασία η Βεατρίκη μπορεί να καταλάβη ότι το Ταυτό μέσα της δέχεται την ένταση των περισσότερο αντίθετων άκρων, πράγμα που δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνη μόνο του το εγώ. Το χρυσάφι και το ασήμι είναι επίσης ένα συνηθισμένο στην αλχημεία ζευγάρι αντιθέτων· το χρυσάφι πάντα αποδίδεται στην ήλιο, και το ασήμι στο φεγγάρι.

Έπειτα, η Βεατρίκη παραπονιέται ότι η αντίστροφη μεταβίβαση που της συμβαίνει την ενοχλεί βαθειά. Δεν μπορεί να καταλάβη τη σημασία της, και έτσι πηγαίνει στο δάσος, και λέει στον πνευματικό της άνθρωπο πόσο την λυπεί αυτή η κατάσταση. Τον κατηγορεί ότι εμφανίζεται μέσα στον άνδρα με τον οποίον γίνεται η μεταβίβαση, και του ζητάει να μην είναι τόσο σκληρός.

Όλο και περισσότερο βλέπουμε ότι μεταφέρει τα εξωτερικά της προβλήματα στο λουλούδι ή στον πνευματικό άνθρωπο· δεκαπέντε ημέρες αργότερα περπατάει σε ένα, όπως το ονομάζει, «παραμυθένιο δάσος», φωνάζοντάς τον πολλές φορές. Στο τέλος αυτός έρχεται, περπατάει δίπλα της και την οδηγεί στο λουλούδι. Στέκονται σιωπηλοί μπροστά του, χέρι με χέρι, και «αντικρίζουν το μεγάλο θαύμα της ενότητας». Αυτή τον ρωτάει εάν υπάρχει κάποια φωτιά που να καίη χωρίς να λιγοστεύη, και χωρίς να καταστρέψη οτιδήποτε άλλο. Αυτός τής λέει ότι το λουλούδι είναι το σύμβολο και το παιδί της αγάπης τους, και όλης της αγάπης που αυτή έχει δώσει στην ζωή της. Έπειτα τη μαλλώνει που είναι λυπημένη, και της λέει να υποφέρη την αντίστροφη μεταβίβαση χαρούμενα, επειδή ανήκει στην ψυχολογία της και είναι σωστή.

Αυτό εξαγριώνει τη Βεατρίκη, και υποστηρίζει  θυμωμένη το δικαίωμά της να δακρύζη και να είναι λυπημένη. Τον κατηγορεί για σκληρότητα, και του λέει ότι η αγάπη της γι’ αυτόν έγινε μίσος, ότι είναι ένα τέρας, και ότι δεν θέλει να έχη πλέον καμμία σχέση μαζί του.

Τέτοιες ξαφνικές συναισθηματικές μεταπτώσεις δεν είναι σπάνιες σε βαθειές «βουτιές» μέσα στο ασυνείδητο. Σε μια δύσκολη εξωτερική κατάσταση, χάνει κανείς ξαφνικά την πίστη του σε ολόκληρη τη φαντασία του, ή πιστεύει ότι όλα έχουν συμπληρωθή. Ανακάλυψα ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίση κανείς αυτό το πρόβλημα είναι το να σκεφθή αντικειμενικά πόσο τον βοήθησε η ενεργητική φαντασία στο παρελθόν, μέχρι σιγά-σιγά να αποκατασταθή η εμπιστοσύνη του σε αυτήν.

Αλλά μερικές φορές το ίδιο το ασυνείδητο κάνει κάτι για να βοηθήση κάποιον να συνέλθη, και αυτό συμβαίνει εδώ και με τη Βεατρίκη. Δεν μπορεί να διώξη τη φαντασία, όσο κι αν προσπαθή· βρίσκεται ακόμη στο δάσος, αλλά αυτό έχει γίνει κατασκότεινο. Και το λουλούδι και ο πνευματικός της άνθρωπος έχουν εξαφανισθή· φοβάται ότι θα πέση στην άβυσσο εάν κάνη ένα βήμα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Πέφτει κάτω απελπισμένη, αλλά κάνει πολύ κρύο για να μείνη ξαπλωμένη επάνω στο έδαφος. Αποφασίζει να προχωρήση σιγά-σιγά προς τα εμπρός, ακόμη και αν πρόκειται να πέση μέσα στην άβυσσο, επειδή σκέφτεται ότι και αυτό ακόμη δεν θα ήταν χειρότερο από τον φόβο που έχει τώρα. Σκέφτεται τον άνδρα της και το σπίτι της, και συμπεραίνει ότι έχασε τα πάντα με την αγάπη της για τον πνευματικό άνθρωπο – μιαν αγάπη που τώρα έχει μεταβληθή σε μίσος. Φθάνοντας ως τον βυθό της απόγνωσης, κατηγορεί ακόμη και το ωραίο της λουλούδι ότι την εξαπάτησε, επειδή τής εμφανίσθηκε σαν αιώνιο, και όμως τώρα εξαφανίσθηκε.

Η Βεατρίκη, «σαν ένα δειλό ζώο», πραγματικά τρέχει μακριά από το κέντρο. Αλλά αυτό το σκοτάδι που δοκιμάζει είναι ό,τι ονομάζει ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού «η σκοτεινή νύχτα της ψυχής».

Αυτό που φαίνεται να έχη ξεχάσει τελείως η Βεατρίκη είναι ότι η ίδια προκάλεσε αυτό το σκοτάδι κατηγορώντας τον πνευματικό της άνθρωπο για όλα τα βάσανά της, και ότι ακόμη και τώρα τον κατηγορεί. Αναρωτιέται κανείς αν και οι παλιοί μυστικοί προκαλούσαν οι ίδιοι τις «σκοτεινές νύχτες της ψυχής», και ξεχνούσαν έπειτα τί είχαν κάνει. Όπως προσπάθησα να διασαφηνίσω πολύ καλά στο βιβλίο μου για την ζωή του Jung (Σημ. B. Hannah, Jung: Η ζωή και το έργο του, σ.σ. 42 κ.ε.), όσο ένας άνθρωπος ξεχνάει το αρχικό του αμάρτημα, μπορεί να του έρθη κάθε είδους δυστυχία, μέχρι να θυμηθή και να υπομείνη την ενοχή του. Αλλά η Βεατρίκη προβάλλει ακόμη προς τα έξω όλες τις κατηγορίες· επομένως το κατάμαυρο σκοτάδι συνεχίζει να υπάρχη.

Σε αυτό το σημείο, συμβαίνει κάτι πολύ σημαντικό: αντιλαμβάνεται ότι, αν και είναι σκοτεινά, το σιγανό της περπάτημα προχωρεί κανονικά, και αναρωτιέται με έκπληξη: «Μήπως το σκοτάδι το ίδιο με τρέφει;».

Αυτό είναι ακριβώς που απέτυχε να συνειδητοποιήση στον εξωτερικό κόσμο. Επαναστάτησε ενάντια στον πόνο και τη σκοτεινιά τής αντιμεταβίβασης· δεν μπορούσε να δη κανένα καλό στο να υποφέρη. Η αγάπη της για τον πνευματικό της άνθρωπο μετατράπηκε σε μίσος, επειδή τον θεώρησε σαν τον σκληρό υπαίτιο όλων αυτών, ο οποίος μετά δεν της επέτρεπε ούτε να δακρύση. Επειδή είναι εσωστρεφής, της είναι φυσικά δύσκολο να δη οποιαδήποτε αξία στον εξωτερικό πόνο. Το ασυνείδητο κάνει πολύ συχνά αυτό που έκανε με τη Βεατρίκη: σχηματοποιεί το απωθημένο σκοτάδι και τη μαυρίλα εσωτερικά, όπου είναι πολύ πιο εύκολο για έναν εσωστρεφή να δη την αξία του και να αντιληφθή ότι πραγματικά τον τρέφει.

Αλλά η Βεατρίκη είναι ακόμη πολύ μόνη της, και φοβάται ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξη ποτέ. Αναρωτιέται εάν θα άλλαζε η σχέση, και αν θα γινόταν τόσο καλή όπως πριν, εάν μετάνοιωνε. Συνεχίζει:

«Αλλά δεν μπορώ να μετανοιώσω· αυτός με πλήγωσε πάρα πολύ. Γιατί να μετανοιώσω; Δεν μπορώ να τον αγαπήσω πάλι, αν και έχασα όλα όσα είχα μαζί του. Ξέρω ότι ήταν ο θεός μου, το φως και η ζεστασιά μου, αλλά ήταν επίσης και το βάσανό μου και η απελπισία μου. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ξανααγαπήσω. Προτιμώ αυτό το σκοτάδι».

Έπειτα σκοντάφτει επάνω σε κάτι σκληρό, και ψάχνοντας με τα χέρια της, ανακαλύπτει έναν περίεργο τοίχο από βιβλία. Ρίχνει κάτω τα βιβλία ένα-ένα, και προχωρεί σκουντουφλώντας ανάμεσά τους.

Προφανώς η Βεατρίκη έχει φτάσει στο μέρος που περιγράφουν οι αλχημιστές: «Σχίστε τα βιβλία, για να μη διασπασθή η καρδιά σας». Το διάβασμα των βιβλίων – «το ένα βιβλίο ανοίγει το άλλο» - συστήνεται πάλι και πάλι στην αλχημεία σαν ο κατ’ εξοχήν τρόπος για να κατανοήση κανείς «την τέχνη μας», αλλά ξαφνικά, ό,τι έχει μάθει η Βεατρίκη από δεύτερο χέρι, της γίνεται εμπόδιο. Μόνον η ίδια η εμπειρία κάποιου είναι ζωτική, επειδή ο δικός του δρόμος είναι πάντα μοναδικός, αν και μέχρι ένα προχωρημένο στάδιο στη διαδικασία εξατομίκευσης, τα βιβλία που περιέχουν την εμπειρία άλλων ανθρώπων μπορούν να μας δείξουν ποιον δρόμο να ακολουθήσουμε. Σε αυτό το σημείο η Βεατρίκη μπορεί να προσκολληθή μόνο στο γεγονός ότι  έ ζ η σ ε  το σκοτάδι σαν κάτι που την τρέφει, και ότι επομένως πρέπει να αποδεχθή κάθε πόνο σαν ένα απαραίτητο κομμάτι της ζωής. «Ο πόνος είναι το πιο γρήγορο άλογο που μας οδηγεί προς την τελειότητα», όπως λέει ο Meister Eckhart.

Το πέταγμα των βιβλίων έχει ένα άμεσο αποτέλεσμα επάνω στη Βεατρίκη. Βλέπει κάτι σαν ένα μακρινό φως – μια θαμπή λάμψη, λιγώτερο σκοτεινή από όσα είναι γύρω της. Προχωράει ψάχνοντας προς αυτήν την κατεύθυνση. Με έκπληξη βλέπει κάποιον να περπατάη δίπλα της. ‘Όταν ρωτάη ποιος είναι, αυτός απαντάει: «Ο φίλος σου». Αν και χαίρεται που δεν είναι πια μόνη, απαντάει υπερήφανα: «Δεν έχω φίλο». Συνεχίζουν να προχωρούν στο σκοτάδι, ο ένας δίπλα στον άλλον. Στην αρχή είναι σιωπηλοί, έπειτα αυτός τής λέει πως νόμισε μόνον ότι ήταν μόνη. Αυτός είναι πάντα εκεί, της λέει, επειδή αυτός είναι η μοίρα της· δεν ωφελεί να πολεμάη εναντίον του, επειδή οι δυό τους είναι ένα. Χωρίς να την επιπλήττη, της λέει ότι μερικές φορές έρχεται κοντά της από έξω, όπως έχει κάνει τώρα με αυτήν την αντιμεταβίβαση, που δεν θέλει να την αποδεχθή. Αυτή αντιδρά λέγοντας ότι ο άνδρας εκείνος τής είναι τόσο ξένος, ώστε σίγουρα δεν είναι μέρος του εαυτού της. Αυτός τη ρωτάει: «Λοιπόν, ξέρεις ποια είσαι;». Αυτή παραδέχεται ότι ποτέ δεν γνώρισε την ταυτότητά της, και ότι μερικές φορές νομίζει ότι είναι ένα ακατανόητο άτομο, με μιαν ακατανόητη μοίρα. Από τότε που ήταν ακόμη παιδί, αναρωτιόταν μερικές φορές σχετικά με αυτό, και έλεγε μέσα της: «Υπάρχει αυτή η παράξενη γυναίκα, η Βεατρίκη, όπως τη λένε. Ποια είναι πραγματικά;». Τον ρωτάει αν θα πρέπη να περάση ακόμα πολλά βάσανα μαζί του. Αυτός απαντάει: «Αλλά ξέρεις ότι τώρα ανήκουμε ο ένας στον άλλον· σίγουρα αυτό ελαττώνει τον πόνο και τον κάνει υποφερτό». Αμέσως έπειτα ο άνδρας αναφέρει ένα απόσπασμα από τον John Gower: «Μιά εμπόλεμη ειρήνη, μια γλυκειά πληγή, ένα ευχάριστο κακό». Ο Jung αναφέρει αυτό το ίδιο απόσπασμα στην αρχή τής εισαγωγής του στην «Ψυχολογία της μεταβίβασης» (Jung, Άπαντα, τόμος 16,σ. 167).

Η Βεατρίκη τώρα έχει δεχθή το γεγονός ότι η ίδια προκαλεί το σκοτάδι με το να αρνείται τον εξωτερικό πόνο και να κατηγορή τον πνευματικό της άνθρωπο για ό,τι τής συνέβη. Ο Jung έλεγε συχνά ότι, ενώ οι άνδρες ξεπερνούν τις δυσκολίες με τη δράση – σκοτώνοντας τον δράκοντα – οι γυναίκες τις ξεπερνούν με το να μείνουν ήρεμες και να δεχθούν τον πόνο τους. Αυτή είναι η τελευταία φορά που η Βεατρίκη μάχεται τη μοίρα της· από εδώ και πέρα, δέχεται τον πόνο με πολύ πιο θηλυκό τρόπο.

Αυτή η καινούργια κατάσταση αποδοχής κάνει το θαμπό φως να γίνη πιο λαμπερό, και μια γεωμετρική μορφή αρχίζει να εμφανίζεται. Η Βεατρίκη ρωτάει τον πνευματικό της άνθρωπο εάν είναι αυτό το λουλούδι με τα οκτώ πέταλα ιδωμένο από ψηλά, το παιδί της αγάπης τους, ο καρπός πολλών βασάνων. Αυτός απαντάει καταφατικά, και αυτή λέει: «Όλα έχουν γίνει ένα μέσα σε αυτό το λουλούδι, εσύ και εγώ, το μέσα και το έξω».

Είναι μεγάλη πρόοδος το ότι η Βεατρίκη βλέπει το λουλούδι της σαν μια μαντάλα – το σύμβολο που πάντα χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για να εκφράση το ανέκφραστο, είτε το ονόμασε θεό, είτε, όπως εμείς, Ταυτό. Επίσης αντιλαμβάνεται ότι ολόκληρη η μοίρα της είναι κάτι ενιαίο, είτε μέσα της βρίσκεται είτε έξω από αυτήν.

Και πάλι μένει έκπληκτη από τη θερμότητα της φωτιάς που εκπέμπει η μαντάλα της, χωρίς να ελαττώνεται και χωρίς να βλάπτη τίποτε. Όταν ο πνευματικός άνθρωπος τής λέει ότι πρέπει να περάση μέσα από αυτήν τη φωτιά για να γίνη άφλεκτη – να μπορή να αντέχη σε όλα – αυτή δέχεται αμέσως. Αυτός τής δίνει το χέρι του και την οδηγεί μέσα στη φωτιά. Όταν αισθάνεται τη θέρμη της, αυτή φοβάται, αλλά επίσης αισθάνεται και μιαν ανεξήγητη αποφασιστικότητα να περάση από μέσα της, όσο κι αν την πληγώση, επειδή δεν μπορεί πια να συνεχίση να προχωρά όπως πριν. Περπατούν επάνω στα αναμμένα ξύλα και περιβάλλονται από φλόγες, που όμως δεν τη βλάπτουν· αντίθετα, αισθάνεται να τη λούζη και να τη διαπερνάη η φωτιά, σαν να καίη όλες της τις ματαιότητες (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», σ. 325). Όταν βρίσκεται στο κέντρο τής φωτιάς, λιποθυμάει· δεν πέφτει όμως στο έδαφος, επειδή κρατάει συνεχώς το χέρι τού πνευματικού ανθρώπου. Καταλαβαίνει σιγά-σιγά ότι με αυτόν τον τρόπο έγινε πολύ δυνατή, και ότι ξέφυγε πια από τη φθορά. Έρχεται στο μυαλό της το αδαμάντινο σώμα. Αλλά δεν είναι πια τελείως μέσα σ’ αυτό, αν και δεν βρίσκεται πουθενά αλλού, και βλέπει, σαν ένα αντικειμενικό γεγονός, τον πνευματικό της άνθρωπο να αγκαλίαζη και να φιλάη μιαν άλλη γυναίκα στο κέντρο της φωτιάς. Καθώς βγαίνουν και οι δύο σιγά-σιγά από τη φωτιά με γερμένα κεφάλια, αυτή τούς ακολουθεί.

Εδώ η φαντασία παίρνει μιαν απροσδόκητη, αλλά πολύ σωστή στροφή. Το εγώ δεν μπορεί να ταυτισθή με το Ταυτό χωρίς μια καταστρεπτική φλόγωση. Η Βεατρίκη βλέπει το βασιλικό ζευγάρι σαν ένα εξωτερικό γεγονός και τον εαυτό της μόνο σαν παρατηρητή, ακριβώς όπως έκανε και ο Jung στα οράματα που είδε κατά τη διάρκεια της αρρώστειας του το 1944. Λέει σχετικά με αυτό: «Δεν ξέρω τί ρόλο έπαιξα μέσα σε αυτά. Κατά βάθος αυτά ήταν ο ίδιος ο εαυτός μου. Εγώ ο ίδιος ήμουν ο γάμος. Και η ευτυχία μου ήταν η χαρά μιας γαμήλιας τελετής» (ο.π., σ.294). Είναι κάτι τελείως παράδοξο: αυτά τα πράγματα είναι ο εαυτός μας και δεν είναι, και δεν μπορούμε να ταυτισθούμε με οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις.

Το να περάση κανείς μέσα από τη φωτιά είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για πολλές, αν όχι για όλες τις τελετουργίες μύησης, και πάντοτε συμβαίνει με σκοπό την απόρριψη οποιουδήποτε περιττού στοιχείου. Η Βεατρίκη σιγά-σιγά καθιερώνει μια σχέση με το άπειρο, και έτσι οι δεσμοί της με πράγματα μάταια καίγονται κα καταστρέφονται.

Στην πραγματική ζωή της το πέρασμα από τη φωτιά σημαίνει εξίσου έντονη δοκιμασία. Η Βεατρίκη έχει ήδη δει την αξία αυτής της δοκιμασίας, όταν αντιλήφθηκε ότι το σκοτάδι την έτρεφε. Αλλά φυσικά, θα πρέπη να δοκιμάση αυτό το αίσθημα σε πολλές διαφορετικές μορφές, επειδή το μυστήριο της αιωνιότητας είναι τόσο πολύ πέρα από τη δυνατότητα κατανόησής μας, ώστε μπορούμε να έχουμε μόνον ένα αίσθημα σχέσης μαζί του, μέσα από τις πιο αντίθετες εμπειρίες. Όπως είδαμε τότε που η Βεατρίκη χρειάσθηκε να πετάξη μακριά τα βιβλία, η διανοητική αντίληψη έχει πάψει πλέον να είναι αρκετή.

(συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: