Συνέχεια από : Παρασκευή, 14 Οκτωβρίου 2011
Επειδή το Εγώ του Καρτέσιου εικονίζεται και σαν Ego cogito και σαν Res cogitans, ο προσδιορισμός τού Είναι, του «Sum», αφορά τόσο στην έννοια του Εγώ, όσο και σ' εκείνη της ουσίας και την σχέση τους.
Κατα τη διάρκεια της μοντέρνας μεταφυσικής, όπου καταργήθηκε η μεσαιωνική έννοια της ουσίας σαν Res cogitans, εμφανίστηκαν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι κατανοήσεως του Εγώ, της ουσίας και της σχέσης τους. Πέρα λοιπόν απο την απολυτοποίηση της ουσίας και του Εγώ που επεξεργάστηκαν ο Σπινόζα και ο Φίχτε, υπήρξαν διατυπώσεις οι οποίες ξεφεύγουν απο την κατηγορία τού Χάιντεγκερ πως, ξεκινώντας απο τον Καρτέσιο, ο άνθρωπος, καθότι πρώτο και αυθεντικό υποκείμενο, γίνεται το θεμέλιο τού είναι και της αλήθειας του όντος. Παρότι δε η ιστοριογραφία δίνει μεγάλη αξία στην ιδέα πως με τον Hegel η απολυτοποίηση για την οποία μιλήσαμε προωθήθηκε στην μέγιστη έκφραση της, αυτό εξαρτάται απο μία ερμηνεία τής Εγελιανής διαλεκτικής, η οποία παρότι πειστική, πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Διότι ακριβώς στον Hegel ουσία και υποκείμενο δημιουργούν μία ενότητα και μία διάκριση στην οποία συρρέουν διαφορετικές στιγμές της φιλοσοφικής παραδόσεως, που θέτουν σε αμφιβολία μία ερμηνεία τύπου οντο-θεο-λογίας της φιλοσοφίας του, όπως επικράτησε μετά τον Σέλλινγκ και τον Χάϊντεγγερ. Η έννοια τού Εγώ στον Hegel, όπως την συναντούμε στην Επιστήμη της λογικής (η πραγματικότης και περί της εννοίας γενικώς), συγκροτείται απ' την επανεξέταση και ενοποίηση τριών βασικών θέσεων της μοντέρνας φιλοσοφίας: την ουσία του Σπινόζα, την μονάδα τού Λάϊμπνιτς και το υποκείμενο του Κάντ, τις οποίες ερμηνεύει σαν μία ακολουθία ουσιωδών στιγμών οι οποίες είναι ελλειπείς ταυτόχρονα, και οι οποίες αφομοιώνονται απο αυτόν η μία στην άλλη ώστε να σχηματίσουν μία καινούργια έννοια τού Εγώ. Η ουσία του Σπινόζα, μοναδική και άπειρη, χάνεται στις ιδιότητες και στους τρόπους, και δν είναι εις θέσιν να γνωρίση τον εαυτό της, επομένως είναι ελλειπής ως πρός την αρχή του διαλογισμού εις εαυτήν. Αυτό όμως που λείπει στην ουσία του Σπινόζα είναι παρόν στην μονάδα του Λάϊμπνιτς, η οποία πέρα από το να περιέχει την εν λόγω αρχή είναι πολλαπλή και πεπερασμένη. Πράγματι η μονάδα είναι μία αυτόνομη πραγματικότης, αλλά δεν είναι το θεμέλιο της πραγματικότητος, περιέχει την ολότητα του πραγματικού, αλλά δέν είναι αυτή η ολότης. Εάν την ωθήσουμε μέχρι την έλλειψη αντιλήψεως, δεν φτάνει ακόμη και τότε στην ενότητα της αυτοσυνειδήσεως, διότι είναι μία ολότης κλειστή στον εαυτό της, χωρίς την ικανότητα να ανοίγει στις άλλες μονάδες. Μόνον με την Καντιανή έννοια του Εγώ, εννοημένου σαν μία συνθετική πρωτογενή ενότητα, αφαιρετικά η αρχή του διαλογισμού εις εαυτόν αγγίζει την ενότητα της αυτοσυνειδήσεως. Ο Hegel ξαναπήρε αυτή την Καντιανή αντίληψη του Εγώ, την συγχώνευσε με τις συλλήψεις της ουσίας των Σπινόζα και Λάϊμπνιτς , και την αναπτύσσει μέχρι να διαμορφώσει το ΕΓΩ σαν έννοια, δηλ. σαν ενότητα και διάκριση ουσίας και υποκειμένου. (Το Εγώ είναι δηλ. κατα μίμησιν Χριστού, ασυγχύτως και αδιαιρέτως, το τέλος της προόδου της ιστορίας που ξεκίνησε με την οικονομία του Κυρίου, και επιτυγχάνει ιστορικά, στην ιστορία, εναλλακτικά αυτό που στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας ονομάσθηκε Θέωση. Εγώ Χριστός.]
Η έννοια που είναι καθ’εαυτή –γράφει ο Hegel—είναι παρούσα αναγκαίως και σε μία άμεση ύπαρξη. Σ’αυτή την ουσιώδη ταύτιση με την ζωή, σ’αυτό το βούτηγμα στην εξωτερικότητά της (η έννοια), κατανοείται σαν ανθρωπολογία.Έτσι λοιπόν για τον Hegel το Εγώ είναι η ΕΝΝΟΙΑ, το συγκεκριμένο καθόλου που είναι παρόν σε μας ξεκινώντας απο το ασυνείδητο και την σωματικότητα, δηλ. απο την ψυχική ουσία—ο Hegel την ονομάζει Seele psyche, και όχι anima--. Στην Εγκυκλοπαίδεια, σε πολεμική με την ορθολογική ψυχολογία και την εμπειρική ψυχολογία—οι οποίες αδυνατούν να κατανοήσουν την έννοια η οποία είναι έμφυτη στο πνεύμα, σαν ζωντανή και διαλεκτική ολότητα των στιγμών—βεβαιώνει την ανάγκη «εισαγωγής στην αντίληψη του πνεύματος της έννοιας» και αναφέρεται αμέσως στα βιβλία του Αριστοτέλη γύρω απο την ψυχή, τα οποία είναι ακόμη και σήμερα η καλύτερη εργασία και ίσως και η μοναδική, γύρω απο αυτό το αντικείμενο, θεωρητικού ενδιαφέροντος (ε 378). Στο να συλλαμβάνει δηλ. την ψυχή τού ανθρώπου σαν ψυχική ουσία ασυνείδητη ακόμη, απο την οποία πηγάζουν η συνείδηση και το πνεύμα, και όπως συνεχίζει να γράφει : σε έναν τέτοιο προσδιορισμό, θεωρητικό ακόμη, η ψυχή είναι μόνον ο ύπνος του πνεύματος—ο παθητικός νους τού Αριστοτέλη, ο οποίος σύμφωνα με την δυνατότητά του, είναι το όλον (ε 389). [Γι’αυτό και για τον Hegel, ο ενεργητικός Νούς είναι το τέλος της ιστορίας. Αυτής που πηγάζει απο τον Αυγουστίνο.]
Η ψυχική ουσία είναι ένα δοχείο, που ο Hegel ονομάζει «νύχτα του Εγώ» και «νύχτα του κόσμου», στο οποίο σκέψη και Είναι, κόσμος και Εγώ υπάρχουν σε μία ενότητα αδιαφοροποίητη ακόμη και εικονική. Είναι ο εαυτός, αυτό που συγκεντρώνει και δέχεται όλους τους προσδιορισμούς του πνεύματος, όλες τις εμπειρίες του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι σαν Εγώ και σαν Ουσία, τα οποία δέν υπάρχουν ποτέ τό ένα χωρίς το άλλο, καθότι διαφοροποιούνται και ενεργούν διαδοχικώς, χωρίς να εξαφανίζονται ποτέ στην διαλεκτική πρόοδο. «Το Εγώ είναι αυτό το κενό, το δοχείο για τα πάντα και για κάθε πράγμα, για το οποίο το Παν υπάρχει και το οποίο συντηρεί το Παν εις εαυτό. Κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος κόσμος αναπαραστάσεων οι οποίες είναι θαμμένες στη νύχτα του Εγώ. Έτσι το Εγώ είναι το καθόλου, το καθολικό, στο οποίο αφαιρείται απο κάθε συγκεκριμένο, αλλά στο οποίο, ταυτοχρόνως, το Παν παραμένει. Γι' αυτό δεν είναι απλώς η αφηρημένη καθολικότης, αλλά η καθολικότης η οποία περιέχει το Παν εις εαυτήν" (ε 24.πρόσθετο 1).
Γι’ αυτό στην Εγελιανή σύλληψη της ψυχής εννοημένης σαν ψυχικής ουσίας η οποία βρίσκεται πίσω από το Εγώ συναντώνται πολλοί τρόποι για να γίνει κατανοητή αυτή η έννοια. Όχι μόνον του Σπινόζα αλλά πάνω απ’όλα του Λάϊμπνιτς, και επιπλέον η σύλληψη της ψυχής από τον Αριστοτέλη! Παρ’ όλο το βάρος λοιπόν και την έκταση των ερμηνειών του Νίτσε και του Χάϊντεγκερ, δεν φαίνεται δυνατόν να σκεφτούμε πως η Δυτική μεταφυσική και σ’ αυτήν η μεταφυσική τής υποκειμενικότητος που χαρακτηρίζει τον μοντέρνο κόσμο—μπορούν να κατανοηθούν σαν μία μοναδική πρόοδος η οποία προσδιορίζεται με μονοσήμαντη σημασία, και ακόμη πιό δύσκολο φαίνεται να ισχυρισθούμε πως η μοίρα του Εγώ ολοκληρώθηκε στον χώρο που άνοιξε ανάμεσα στην αυτοβεβαίωση του Cogito του Καρτέσιου και στις κριτικές του Νίτσε που την διαλύει.
Στον μοντέρνο κόσμο υπάρχουν πολλές φιγούρες του Εγώ, πέρα απο εκείνη του Hegel, οι οποίες δέν μπορούν να επανέλθουν σε εκείνη του Καρτέσιου, και οι οποίες γλιτώνουν εν μέρει, η και συνολικά, απο τις κριτικές του Νίτσε και του Χάϊντεγκερ. Το Εγώ των μοντέρνων δεν είναι μία μονοσήμαντη έννοια, αλλά είναι πρωτεϊκής υφής και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνον σε διαφορετικούς στοχαστές, αλλά και στον ίδιον παρουσιάζεται μερικές φορές σε μία πολλαπλότητα μορφών, οι οποίες δέν είναι δυνατόν να αναχθούν σε ένα μοναδικό θεμέλιο. Μπορούν να κατανοηθούν σαν στιγμές ή αποσπάσματα μίας μοναδικής αλήθειας ή ενός μοναδικού λάθους μόνον με μία αφαιρετική πράξη που τους αφαιρεί κάθε πραγματικότητα και ζωή. Η αναγνώριση αυτής της πολλαπλότητος των μορφών του Εγώ στον σύγχρονο κόσμο—και, αυτό που μετρά ακόμη περισσότερο, η αναγνώρισή της όχι σαν κάτι μειωτικό, αλλά σαν πλούτος σκέψης, τον οποίον πρέπει συνεχώς να ξανασκεφτόμαστε—είναι ουσιώδης, διότι μόνον με την παραίτηση από κάθε απαίτησή μας να δώσουμε μία τελειωτική λύση στο πρόβλημα του Εγώ, μπορεί να τεθεί η προϋπόθεση για την ένωση όλων των μορφών που τριγυρίζουν γύρω απο το αίνιγμα του Εγώ, σαν ενός προβλήματος κοινού ολοκλήρου της Δυτικής παραδόσεως. [Όπως καταλαβαίνουμε, η έννοια του Εγώ του Hegel είναι ένα είδος Χριστολογίας (ανθρωπολογία) της ιστορίας, η οποία ιστορία με τις συλλήψεις του Αυγουστίου πήρε πολύ γρήγορα την θέση της Εκκλησίας. Και οι σύγχρονοι Ρώσοι θεολόγοι πρόσθεσαν στην δημιουργηκότητα αυτού του Εγώ την αγάπη, η οποία κατάγεται ξανά απο τον Αυγουστίνο.]
Σχόλιο: Η Δύση τελικώς φαίνεται να είναι ο Μυστηριώδης εκείνος τόπος και τρόπος, όπου οτιδήποτε εισέρχεται μεταλλάσσεται στο αντίθετό του. Συνώνυμο του θανάτου. Μία αυτονόμηση της νύχτας η οποία εδημιουργήθη σαν βοηθός της ημέρας. Εάν παρακολουθήσουμε τί συνέβη με το Καράτε, μπορούμε εύκολα να το κατανοήσουμε. Μία τέχνη καθαρά αμυντική μεταμορφώθηκε σε κατεξοχήν επιθετική, το θεμέλιο του δολοφόνου. Το ίδιο συνέβη και με την Εκκλησία και με την φιλοσοφία και με την ιστορία, η οποία κατέληξε: η ιστορία μου. Σήμερα στην ανθρωπότητα, η ημέρα υπηρετεί την νύχτα και αυτό θεωρείται δημιουργικότης. Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου