Πηγή : Ρομφαία
Συνεχίσθηκαν χθες 20 Σεπτεμβρίου οι εργασίες του ΙΓ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο διοργανώνει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού.
Γενικό θέμα του Συμποσίου, το οποίο έχει θέσει υπό την αιγίδα του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, είναι:
Κατόπιν, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού συνεχίστηκαν οι εργασίες του Συμποσίου σε Δεύτερη Συνεδρία με προεδρεύοντα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης καί Αλμωπίας κ. Ιωήλ, κατά την οποία ομίλησαν οι παρακάτω αναφερόμενοι με τα εξής θέματα:
Κατα την δεύτερη αυτή συνεδρία ανεγνώσθη υπό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Βαρνάβα Θεοχάρη, Γραμματέως της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως η εισήγηση του Ελλογιμωτάτου κ. Γεωργίου Γαλίτη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: «Η πρόσληψη του θείου λόγου από το σημερινό άνθρωπο », λόγω ασθενείας αυτού.
Ο Ελλογιμώτατος Εισηγητής εμπεριστατωμένα ανέφερε στην αναγνωσθείσα εισήγησή του ότι:
«-Με τη σάρκωση του Λόγου ο Θεός «ερμήνευσε», δηλαδή απεκάλυψε Εαυτόν διά του Λόγου Του, ο οποίος «εσκήνωσεν εν ημίν». Αυτή η σκήνωση είναι η συστατική πράξη, με την οποία φανερώθηκε η Εκκλησία στον κόσμο.
- Στή θεία λειτουργία ομιλεί ο Θεός προς τον άνθρωπο διά των αναγνωσμάτων, αλλά και ο άνθρωπος προς τον Θεό διά της αγίας Αναφοράς.
- Το Κήρυγμα διά των αναγνωσμάτων πρέπει να είναι κατανοητό από τους ακούοντες, για να κατηχηθούν και να μπορέσουν να πιστέψουν.
- Το πρωτότυπο κείμενο του Ευαγγελίου είναι ιερό, όχι ως γλώσσα, αλλά ως περιεχόμενο, το οποίο μεταδίδεται διά του οχήματος της γλώσσας.
- Το ότι η Καινή Διαθήκη έχει γραφεί στη γλώσσα μας, αποτελεί ανεκτίμητο δώρο στο ελληνικό έθνος και στην ελληνική εκκλησία. Ο προορισμός όμως του κειμηλίου αυτού δεν είναι η λατρεία και η τιμή. Προορισμός του είναι να γίνεται αέναος πηγή ζωής, μάννα ουράνιο και πύρινη στήλη που οδηγεί τους πορευομένους προς την άνω Ιερουσαλήμ».
Ο δεύτερος εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών ανέπτυξε το θέμα : «Ο ρόλος της γλώσσας στα Πατερικά και λειτουργικά κείμενα». Ο ομιλητής ανέφερε ότι: «Της Θεολογίας, δηλαδή της εκφράσεως ή δηλώσεως της αλήθειας, προηγείται η εμπειρία της αλήθειας». Επίσης, «Η γλώσσα της Θεολογίας είναι σχετικός παράγοντας, ενώ η αλήθεια συνιστά τον απόλυτο παράγοντα». Στην συνέχεια είπε ότι, «Όλες οι (σχετικά καλλιεργημένες τουλάχιστον γλώσσες) μπορούν να γίνουν "δηλωτικές" της αλήθειας, να εκφράσουν δηλαδή το θέλημα του Θεού ή την εμπειρία της αλήθειας». Πρόσθεσε ότι «Η γλώσσα καί οι λέξεις της Θεολογίας είναι σημαντικές καί δηλωτικές της αλήθειας, την οποία δεν περιέχουν, δεν προσδιορίζουν. Η γλώσσα έχει ρόλο δηλωτικό καί σημειωτικό, δεν έχει αναλογία προς το είναι της αλήθειας».
«Τα φιλοσοφικά σχήματα μερικής ή oλικής ταυτίσεως του σημαίνοντος (signifiant) καί του σημαινομένου (signifie) δεν έχουν εφαρμογή στη Θεολογία, εφόσον δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ αλήθειας καί γλώσσας, εφόσον τα δύο μεγέθη είναι διαφορετικής τάξεως, δηλαδή άκτιστη η αλήθεια καί κτιστή η γλώσσα». Τόνισε ότι «οι λέξεις με τις οποίες κήρυξαν ο Κύριος, οι Απόστολοι, οι Πατέρες της Εκκλησίας, και οι σύγχρονοι κήρυκες, δεν οδηγούν στην πίστη, στην αλήθεια, παρά μόνο αν ο ακούων αυτές φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα και τις υιοθετήσει». Τέλος δε, «η συμβολική γλώσσα για ειδικούς λόγους διαθέτει σχετικό πάντοτε κύρος στην Εκκλησία καί την Θεολογία».
Η τρίτη εισηγήτρια Ελλογιμωτάτη κ. Άννα Κόλτσιου - Νικήτα, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρουσίασε το θέμα : «Δεδομένα και προβληματισμοί από την ιστορία της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων». Η ομιλήτρια τόνισε ότι : «παρουσιάζονται δεδομένα από την ιστορία της μετάφρασης στο χώρο της χριστιανικής γραμματείας που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στα πλαίσια της προβληματικής γύρω από τη μετάφραση λειτουργικών κειμένων. Διαχρονικά αποδεικνύεται ότι η μετάφραση, η διαγλωσσική πρωτίστως, ενώ θεωρείται εξαρχής αναγκαία και αποδεκτή, ταυτόχρονα αμφισβητείται. Βασικοί λόγοι είναι οι επιφυλάξεις για την ισοδυναμία της μετάφρασης με το πρωτότυπο, η σύνδεσή της με φαινόμενα ιδεολογικής αντιπαράθεσης και αιρετικών παρεμβάσεων και αλλοιώσεων, η στενή σχέση της με την ερμηνεία. Ένα βασικό εμπόδιο για την αποδοχή της, ιδιαίτερα στα λατρευτικά κείμενα, προκύπτει ότι είναι η «συνήθεια», αυτό που ο πιστός συνήθισε να ακούει. Δικλείδες ασφαλείας είναι η συλλογικότητα και η επιλογή έμπειρων και αξιόπιστων μεταφραστών. Η εκπόνηση επιμελημένων μεταφράσεων αφενός και αφετέρου η καλλιέργεια μεταφραστικής παιδείας και η επίγνωση των ορίων μιας μετάφρασης θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα του διαλόγου για τη μετάφραση λειτουργικών κειμένων».
Μετά το σύντομο διάλειμμα επαναλήφθηκαν οι εργασίες με την Τρίτη Συνεδρία υπό την προεδρία του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Νικολάου Ιωαννίδου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο πρώτος εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Γεώργιος Ν. Φίλιας Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα: «Η συνάφεια πρωτοτύπου, μεταφράσεως και τρόπου αναγνώσεως των ευχών στη Θεία Λειτουργία».
Ο ομιλητής τόνισε τα παρακάτω σημεία:
«• Ως προς το πρωτότυπο κείμενο της Θείας Λειτουργίας μάς ενδιαφέρει, εν προκειμένω, η φιλολογική συνοχή και συνέχειά του. Υπό τους όρους αυτούς εννοούμε το γεγονός ότι το σύνολο των ευχών της Θείας Λειτουργίας εμφανίζει τη μορφή μιας αλληλουχίας αιτημάτων και εννοιών. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται τη θεώρηση των ευχαριστιακών ευχών ως ενός ενιαίου όλου.
• Η φιλολογική συνοχή και συνέχεια των ευχών της Θείας Λειτουργίας κορυφώνεται στην Αγία Αναφορά, τα επιμέρους τμήματα της οποίας εμφανίζουν μια θαυμαστή ενότητα. Η φιλολογική ενότητα του κειμένου της Αναφοράς μάς υποχρεώνει να αντιληφθούμε ότι το ένα τμήμα προϋποθέτει το προηγούμενο του.
• Το πρόβλημα τού να λέγονται οι ευχές ταυτοχρόνως με την ψαλμώδηση κάποιων ύμνων σχετίζεται με το μεταφραστικό ζήτημα των ευχών της Θείας Λειτουργίας, υπό την έννοια της αδυναμίας πλήρους κατανοήσεως του πρωτοτύπου κειμένου.
Η Τρίτη Εισήγηση είχε ως θέμα: «Νεώτερα Ερμηνευτικά Υπομνήματα και Εγκόλπια της Θείας Λειτουργίας». Ο εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπογράμμισε ότι: «Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή περί τη θεία Λειτουργία ερμηνευτική παράδοση συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, έως τις μέρες μας.
Κείμενα όπως των Δανιήλ Γεωργακόπουλου, Μηνά Χαμουδόπουλου, Ιωάννου Μεσολωρά κ.ά., ερμηνεύουν τη θεία Λειτουργία και συμβάλλουν στην κατά το 19ο αι. λειτουργική αγωγή και παιδεία των ταλαιπωρημένων από την αμάθεια και τη θεολογική - πνευματική πενία του λαού μας. Το χαρακτηριστικό των περισσότερων εξ αυτών υπομνημάτων, εκλαϊκευτικού περισσότερο περιεχομένου, είναι ότι αποτελούν Εγχειρίδια για τη λειτουργική κατάρτιση των μαθητών ή αποτελούν συνέχεια των κατά την Τουρκοκρατία διαμορφωθέντων Κατηχήσεων με λειτουργικό κυρίως περιεχόμενο και αναφορά σε όλα τα τελούμενα στη θεία Λατρεία και δη τη θεία Λειτουργία.
Κατά τον 20ο αι., περίοδο πολύ σημαντική για την ανάπτυξη της λειτουργικής επιστήμης και των θεολογικών σπουδών γενικότερα, έχουμε πολύ αξιόλογα Εγκόλπια της θείας Λειτουργίας, όπως του Παναγιώτη Τρεμπέλα, Σεραφείμ Παπακώστα, μακαριστού Μητροπολίτου Κοζάνης κυρού Διονυσίου κ.ά., με κείμενο-μετάφραση και λίγα σχόλια ερμηνευτικά. Τα εν λόγω Εγκόλπια συμβάλλουν τα μέγιστα στην εκ μέρους του λαού κατανόηση του λόγου της θείας Λειτουργίας και βοηθούν καθοριστικά τους πιστούς στη συμμετοχή των στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Ανάλογη συμβολή έχουν και ειδικές μελέτες θεολογικού υπομνηματισμού της θείας Λειτουργίας. Ενδεικτικά μνημονεύουμε τα σχετικά έργα των μοναχού Γρηγορίου, Παύλου Ευδοκίμωφ, Γερβασίου Παρασκευοπούλου, Ανδρέα Θεοδώρου, κ.ά. Τα κείμενα αυτά, ενταγμένα πλήρως στο θεολογικό κλίμα της εποχής μας και τις περί κατανόησης του λειτουργικού λόγου συζητήσεις, αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα της λειτουργικής ερμηνευτικής παράδοσης και προβάλλουν το αίτημα της συνεχούς εμβάθυνσης στο θεολογικό περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας».
Ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση και η καθιερωμένη μεσημβρινή διακοπή, όπου προσφέρθηκε το Γεύμα. Από τις εισηγήσεις και τη διεξαχθείσα μετά ταύτα συζήτηση προέκυψε ότι και η νεοελληνική γλώσσα μπορεί να προσληφθεί από την Εκκλησία για λειτουργική χρήση.
Κατά την απογευματινή Τέταρτη Συνεδρία προήδρευσε ο καθηγητής κ. Γεώργιος Φίλιας και παρουσιάσθηκαν από τους εκλεκτούς ομιλητές τα εξής θέματα:
Η πρώτη εισήγηση είχε ως θέμα «Η συμβολική γλώσσα της Θείας Λατρείας» με εισηγητή τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο κ. Βασίλειο Καλλιακμάνη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο ομιλητής ανέφερε πως : «Η ζωή του ανθρώπου αλλά και οι σχέσεις τις οποίες δημιουργεί στηρίζονται σε συμβολισμούς. Τα σύμβολα χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές του ανθρώπινου βίου: κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, οικονομική, νομική, αθλητική και θρησκευτική κ.ά. Η αρχική έννοια του συμβόλου ανάγει στη σύνδεση δύο πραγμάτων, προκειμένου να αναγνωρισθεί η αλήθεια. Ειδικότερα τα σύμβολα στη θεία λατρεία έχουν αναγωγικό, παιδαγωγικό, ενοποιητικό και μυσταγωγικό χαρακτήρα. Και σε κάθε εποχή αναδύονται διαφορετικά σύμβολα. Στην εκκλησιαστική παράδοση απαντά μια άρρητη ισορροπία συμβολισμού και ρεαλισμού, ιστορίας και εσχατολογίας, πράξεως και θεωρίας. Η ισορροπία αυτή είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, διότι στην προσπάθεια να νοηματοδοτηθούν συμβολικά όσα τελούνται στη λατρεία, λησμονείται η αφετηρία τους που ήταν ταυτόχρονα χρηστική αλλά και ποιμαντική».
Η δεύτερη εισήγηση ανεφέρετο στο θέμα: «Γιατί χρειαζόμαστε μεταφράσεις καί σήμερα;». Ο Εισηγητής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Θεοδόσιος Μαρτζούχος, Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, ανέφερε τα κάτωθι:
«Πώς μπορεί κανείς να αγνοεί τα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, όταν είναι ιερέας;
Πώς είναι δυνατόν να έχει ο ιερέας άλλη (την όποια! γλωσσική, πολιτιστική, επιστημονική) προτεραιότητα πλην της ποιμαντικής βοήθειας για κατά Χριστόν αύξηση του ποιμνίου του;
Μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο κάθε κληρικός δεν γίνεται να μη επαναλαμβάνει: "Πώς ωφελήσω, εάν μη τι είπω, δυνάμενον υμίν εύληπτον γενέσθαι και δυνάμενον είναι σαφές, αλλ᾽ επιδείξομαι μόνον, ότι γλωσσών χάρισμα έχω;" (ομιλία ΙΕ’ στην Α΄ Κορινθίους)
Στην εισήγηση έγινε τριμερής παρουσίαση ιστορικο-θεολογικά του θέματος της λατρευτικής γλώσσας, στην αρχαία Εκκλησία, στην εποχή της Τουρκοκρατίας, και στο, με ευρεία χρονολογική έννοια, σήμερα.
Προετάθη αλλαγή νοοτροπίας όσον αφορά φοβικές στάσεις εξ αγνοίας και από θεολογική σύγχυση, της εννοίας του μυστικού-μυστηρίου και της θεοπνευστίας.
Επισημάνθηκε το οδυνηρό "τώρα" που είναι η πραγματικότητα που περιγράφει ο Μάξιμος Καλλιουπο-λίτης λέγοντας "το κοινόν της Εκκλησίας πάγει ολίγον κατ᾽ ολίγον φθειρόμενον". Όταν αυτό ισχύει το 1638, τί μέγεθος άρα έχει το 2011 η ˝φθορά˝;
«Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση είναι στρουθοκαμηλισμός και κρύψιμο στα ξύλα όπως ο Ισαάκ (Απόκρυφα Παλαιάς Διαθήκης), το να φοβάται η Εκκλησία να "παντρευτεί" αυτήν την οδυνηρή πραγματικότητα και να "γεννήσει" μαζί της τα τέκνα της Βασιλείας του Θεού».
Η Τρίτη Εισήγηση είχε ως θέμα: «Η εμπειρία από την συμμετοχή στην μετάφραση της Αγίας Γραφής ως εφόδιο για μια συμβολή στην προσπάθεια μετάφρασης της Θείας Λειτουργίας». Η ομιλήτρια, Αξιότιμη κ. Αικατερίνη Χιωτέλη, Φιλόλογος, ανεφέρθη στους εξής τομείς :
Σχόλιο: Ας προσέξουμε την σοβαρότατη εισήγηση του κ.Παπαδόπουλου. Ας προσέξουμε επίσης πώς όλες οι Κυρίες συμφωνούν στη μετάφραση, όπως και στο προηγούμενο συνέδριο, της Τήνου. Με τις Κυρίες συμφωνεί και ο Μαρτζούχος. Δέν ξέρουμε γιατί. Το θέμα των μεταφράσεων και ο αισχρός κληρικαλισμός ο οποίος επιθυμεί την μετάφραση, εκτός απο τις σύγχρονες γλωσσολογικές και φιλοσοφικές εργασίες στηρίζεται επίσης στην ωραιότατη πρόταση: - Το Κήρυγμα διά των αναγνωσμάτων πρέπει να είναι κατανοητό από τους ακούοντες, για να κατηχηθούν και να μπορέσουν να πιστέψουν. Μέσα στην Εκκλησία δέν υπάρχουν πιστοί εκτός του Ιερέως και χρέος του Ιερέως είναι να τους οδηγήσει στην πίστη. Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Μαρτζούχος. Και δέν ξέρουμε πάλι γιατί. Πώς είναι δυνατόν να έχει ο ιερέας άλλη (την όποια! γλωσσική, πολιτιστική, επιστημονική) προτεραιότητα πλην της ποιμαντικής βοήθειας για κατά Χριστόν αύξηση του ποιμνίου του;
Απο ότι γνωρίζουμε όμως ο Μαρτζούχος έχει πετύχει μέχρι τώρα την αύξηση τη δική του, όχι του ποιμνίου του. Και δέν ξέρουμε γιατί.
Ας προσέξουμε και τον συμβολισμό που μας προτείνει ο κ.Καλλιακμάνης : Ο θεωρητικός του Κληρικαλισμού.
Τέλος η κ.Χιωτέλλη είναι επαγγελματίας μεταφράστρια. Μας προτείνει στην πραγματικότητα να της αναθέσουμε αυτό το δύσκολο ιερό έργο.
Αμέθυστος
Συνεχίσθηκαν χθες 20 Σεπτεμβρίου οι εργασίες του ΙΓ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, το οποίο διοργανώνει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού.
Γενικό θέμα του Συμποσίου, το οποίο έχει θέσει υπό την αιγίδα του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, είναι:
«Ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ»
Το πρωί τελέσθηκε στον Ιερό Προσκυνηματικό Ναό Παναγίας Ευαγγελιστρίας Τήνου η Θεία Λειτουργία, με τη συμμετοχή όλων των εκπροσώπων – συνέδρων.Κατόπιν, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού συνεχίστηκαν οι εργασίες του Συμποσίου σε Δεύτερη Συνεδρία με προεδρεύοντα τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης καί Αλμωπίας κ. Ιωήλ, κατά την οποία ομίλησαν οι παρακάτω αναφερόμενοι με τα εξής θέματα:
Κατα την δεύτερη αυτή συνεδρία ανεγνώσθη υπό του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Βαρνάβα Θεοχάρη, Γραμματέως της Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως η εισήγηση του Ελλογιμωτάτου κ. Γεωργίου Γαλίτη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα: «Η πρόσληψη του θείου λόγου από το σημερινό άνθρωπο », λόγω ασθενείας αυτού.
Ο Ελλογιμώτατος Εισηγητής εμπεριστατωμένα ανέφερε στην αναγνωσθείσα εισήγησή του ότι:
«-Με τη σάρκωση του Λόγου ο Θεός «ερμήνευσε», δηλαδή απεκάλυψε Εαυτόν διά του Λόγου Του, ο οποίος «εσκήνωσεν εν ημίν». Αυτή η σκήνωση είναι η συστατική πράξη, με την οποία φανερώθηκε η Εκκλησία στον κόσμο.
- Στή θεία λειτουργία ομιλεί ο Θεός προς τον άνθρωπο διά των αναγνωσμάτων, αλλά και ο άνθρωπος προς τον Θεό διά της αγίας Αναφοράς.
- Το Κήρυγμα διά των αναγνωσμάτων πρέπει να είναι κατανοητό από τους ακούοντες, για να κατηχηθούν και να μπορέσουν να πιστέψουν.
- Το πρωτότυπο κείμενο του Ευαγγελίου είναι ιερό, όχι ως γλώσσα, αλλά ως περιεχόμενο, το οποίο μεταδίδεται διά του οχήματος της γλώσσας.
- Το ότι η Καινή Διαθήκη έχει γραφεί στη γλώσσα μας, αποτελεί ανεκτίμητο δώρο στο ελληνικό έθνος και στην ελληνική εκκλησία. Ο προορισμός όμως του κειμηλίου αυτού δεν είναι η λατρεία και η τιμή. Προορισμός του είναι να γίνεται αέναος πηγή ζωής, μάννα ουράνιο και πύρινη στήλη που οδηγεί τους πορευομένους προς την άνω Ιερουσαλήμ».
Ο δεύτερος εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών ανέπτυξε το θέμα : «Ο ρόλος της γλώσσας στα Πατερικά και λειτουργικά κείμενα». Ο ομιλητής ανέφερε ότι: «Της Θεολογίας, δηλαδή της εκφράσεως ή δηλώσεως της αλήθειας, προηγείται η εμπειρία της αλήθειας». Επίσης, «Η γλώσσα της Θεολογίας είναι σχετικός παράγοντας, ενώ η αλήθεια συνιστά τον απόλυτο παράγοντα». Στην συνέχεια είπε ότι, «Όλες οι (σχετικά καλλιεργημένες τουλάχιστον γλώσσες) μπορούν να γίνουν "δηλωτικές" της αλήθειας, να εκφράσουν δηλαδή το θέλημα του Θεού ή την εμπειρία της αλήθειας». Πρόσθεσε ότι «Η γλώσσα καί οι λέξεις της Θεολογίας είναι σημαντικές καί δηλωτικές της αλήθειας, την οποία δεν περιέχουν, δεν προσδιορίζουν. Η γλώσσα έχει ρόλο δηλωτικό καί σημειωτικό, δεν έχει αναλογία προς το είναι της αλήθειας».
«Τα φιλοσοφικά σχήματα μερικής ή oλικής ταυτίσεως του σημαίνοντος (signifiant) καί του σημαινομένου (signifie) δεν έχουν εφαρμογή στη Θεολογία, εφόσον δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ αλήθειας καί γλώσσας, εφόσον τα δύο μεγέθη είναι διαφορετικής τάξεως, δηλαδή άκτιστη η αλήθεια καί κτιστή η γλώσσα». Τόνισε ότι «οι λέξεις με τις οποίες κήρυξαν ο Κύριος, οι Απόστολοι, οι Πατέρες της Εκκλησίας, και οι σύγχρονοι κήρυκες, δεν οδηγούν στην πίστη, στην αλήθεια, παρά μόνο αν ο ακούων αυτές φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα και τις υιοθετήσει». Τέλος δε, «η συμβολική γλώσσα για ειδικούς λόγους διαθέτει σχετικό πάντοτε κύρος στην Εκκλησία καί την Θεολογία».
Η τρίτη εισηγήτρια Ελλογιμωτάτη κ. Άννα Κόλτσιου - Νικήτα, Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης παρουσίασε το θέμα : «Δεδομένα και προβληματισμοί από την ιστορία της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων». Η ομιλήτρια τόνισε ότι : «παρουσιάζονται δεδομένα από την ιστορία της μετάφρασης στο χώρο της χριστιανικής γραμματείας που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στα πλαίσια της προβληματικής γύρω από τη μετάφραση λειτουργικών κειμένων. Διαχρονικά αποδεικνύεται ότι η μετάφραση, η διαγλωσσική πρωτίστως, ενώ θεωρείται εξαρχής αναγκαία και αποδεκτή, ταυτόχρονα αμφισβητείται. Βασικοί λόγοι είναι οι επιφυλάξεις για την ισοδυναμία της μετάφρασης με το πρωτότυπο, η σύνδεσή της με φαινόμενα ιδεολογικής αντιπαράθεσης και αιρετικών παρεμβάσεων και αλλοιώσεων, η στενή σχέση της με την ερμηνεία. Ένα βασικό εμπόδιο για την αποδοχή της, ιδιαίτερα στα λατρευτικά κείμενα, προκύπτει ότι είναι η «συνήθεια», αυτό που ο πιστός συνήθισε να ακούει. Δικλείδες ασφαλείας είναι η συλλογικότητα και η επιλογή έμπειρων και αξιόπιστων μεταφραστών. Η εκπόνηση επιμελημένων μεταφράσεων αφενός και αφετέρου η καλλιέργεια μεταφραστικής παιδείας και η επίγνωση των ορίων μιας μετάφρασης θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα του διαλόγου για τη μετάφραση λειτουργικών κειμένων».
Μετά το σύντομο διάλειμμα επαναλήφθηκαν οι εργασίες με την Τρίτη Συνεδρία υπό την προεδρία του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου κ. Νικολάου Ιωαννίδου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο πρώτος εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Γεώργιος Ν. Φίλιας Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ανέπτυξε το θέμα: «Η συνάφεια πρωτοτύπου, μεταφράσεως και τρόπου αναγνώσεως των ευχών στη Θεία Λειτουργία».
Ο ομιλητής τόνισε τα παρακάτω σημεία:
«• Ως προς το πρωτότυπο κείμενο της Θείας Λειτουργίας μάς ενδιαφέρει, εν προκειμένω, η φιλολογική συνοχή και συνέχειά του. Υπό τους όρους αυτούς εννοούμε το γεγονός ότι το σύνολο των ευχών της Θείας Λειτουργίας εμφανίζει τη μορφή μιας αλληλουχίας αιτημάτων και εννοιών. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται τη θεώρηση των ευχαριστιακών ευχών ως ενός ενιαίου όλου.
• Η φιλολογική συνοχή και συνέχεια των ευχών της Θείας Λειτουργίας κορυφώνεται στην Αγία Αναφορά, τα επιμέρους τμήματα της οποίας εμφανίζουν μια θαυμαστή ενότητα. Η φιλολογική ενότητα του κειμένου της Αναφοράς μάς υποχρεώνει να αντιληφθούμε ότι το ένα τμήμα προϋποθέτει το προηγούμενο του.
• Το πρόβλημα τού να λέγονται οι ευχές ταυτοχρόνως με την ψαλμώδηση κάποιων ύμνων σχετίζεται με το μεταφραστικό ζήτημα των ευχών της Θείας Λειτουργίας, υπό την έννοια της αδυναμίας πλήρους κατανοήσεως του πρωτοτύπου κειμένου.
- Η παράδοση των οκτώ πρώτων αιώνων είναι σαφέστατη ως προς την ανάγνωση των ευχών της Λειτουργίας εις επήκοον».
Η Τρίτη Εισήγηση είχε ως θέμα: «Νεώτερα Ερμηνευτικά Υπομνήματα και Εγκόλπια της Θείας Λειτουργίας». Ο εισηγητής Ελλογιμώτατος κ. Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπογράμμισε ότι: «Η βυζαντινή και μεταβυζαντινή περί τη θεία Λειτουργία ερμηνευτική παράδοση συνεχίζεται και μετά την απελευθέρωση και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, έως τις μέρες μας.
Κείμενα όπως των Δανιήλ Γεωργακόπουλου, Μηνά Χαμουδόπουλου, Ιωάννου Μεσολωρά κ.ά., ερμηνεύουν τη θεία Λειτουργία και συμβάλλουν στην κατά το 19ο αι. λειτουργική αγωγή και παιδεία των ταλαιπωρημένων από την αμάθεια και τη θεολογική - πνευματική πενία του λαού μας. Το χαρακτηριστικό των περισσότερων εξ αυτών υπομνημάτων, εκλαϊκευτικού περισσότερο περιεχομένου, είναι ότι αποτελούν Εγχειρίδια για τη λειτουργική κατάρτιση των μαθητών ή αποτελούν συνέχεια των κατά την Τουρκοκρατία διαμορφωθέντων Κατηχήσεων με λειτουργικό κυρίως περιεχόμενο και αναφορά σε όλα τα τελούμενα στη θεία Λατρεία και δη τη θεία Λειτουργία.
Κατά τον 20ο αι., περίοδο πολύ σημαντική για την ανάπτυξη της λειτουργικής επιστήμης και των θεολογικών σπουδών γενικότερα, έχουμε πολύ αξιόλογα Εγκόλπια της θείας Λειτουργίας, όπως του Παναγιώτη Τρεμπέλα, Σεραφείμ Παπακώστα, μακαριστού Μητροπολίτου Κοζάνης κυρού Διονυσίου κ.ά., με κείμενο-μετάφραση και λίγα σχόλια ερμηνευτικά. Τα εν λόγω Εγκόλπια συμβάλλουν τα μέγιστα στην εκ μέρους του λαού κατανόηση του λόγου της θείας Λειτουργίας και βοηθούν καθοριστικά τους πιστούς στη συμμετοχή των στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Ανάλογη συμβολή έχουν και ειδικές μελέτες θεολογικού υπομνηματισμού της θείας Λειτουργίας. Ενδεικτικά μνημονεύουμε τα σχετικά έργα των μοναχού Γρηγορίου, Παύλου Ευδοκίμωφ, Γερβασίου Παρασκευοπούλου, Ανδρέα Θεοδώρου, κ.ά. Τα κείμενα αυτά, ενταγμένα πλήρως στο θεολογικό κλίμα της εποχής μας και τις περί κατανόησης του λειτουργικού λόγου συζητήσεις, αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα της λειτουργικής ερμηνευτικής παράδοσης και προβάλλουν το αίτημα της συνεχούς εμβάθυνσης στο θεολογικό περιεχόμενο της θείας Λειτουργίας».
Ακολούθησε εποικοδομητική συζήτηση και η καθιερωμένη μεσημβρινή διακοπή, όπου προσφέρθηκε το Γεύμα. Από τις εισηγήσεις και τη διεξαχθείσα μετά ταύτα συζήτηση προέκυψε ότι και η νεοελληνική γλώσσα μπορεί να προσληφθεί από την Εκκλησία για λειτουργική χρήση.
Κατά την απογευματινή Τέταρτη Συνεδρία προήδρευσε ο καθηγητής κ. Γεώργιος Φίλιας και παρουσιάσθηκαν από τους εκλεκτούς ομιλητές τα εξής θέματα:
Η πρώτη εισήγηση είχε ως θέμα «Η συμβολική γλώσσα της Θείας Λατρείας» με εισηγητή τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο κ. Βασίλειο Καλλιακμάνη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο ομιλητής ανέφερε πως : «Η ζωή του ανθρώπου αλλά και οι σχέσεις τις οποίες δημιουργεί στηρίζονται σε συμβολισμούς. Τα σύμβολα χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές του ανθρώπινου βίου: κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, οικονομική, νομική, αθλητική και θρησκευτική κ.ά. Η αρχική έννοια του συμβόλου ανάγει στη σύνδεση δύο πραγμάτων, προκειμένου να αναγνωρισθεί η αλήθεια. Ειδικότερα τα σύμβολα στη θεία λατρεία έχουν αναγωγικό, παιδαγωγικό, ενοποιητικό και μυσταγωγικό χαρακτήρα. Και σε κάθε εποχή αναδύονται διαφορετικά σύμβολα. Στην εκκλησιαστική παράδοση απαντά μια άρρητη ισορροπία συμβολισμού και ρεαλισμού, ιστορίας και εσχατολογίας, πράξεως και θεωρίας. Η ισορροπία αυτή είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, διότι στην προσπάθεια να νοηματοδοτηθούν συμβολικά όσα τελούνται στη λατρεία, λησμονείται η αφετηρία τους που ήταν ταυτόχρονα χρηστική αλλά και ποιμαντική».
Η δεύτερη εισήγηση ανεφέρετο στο θέμα: «Γιατί χρειαζόμαστε μεταφράσεις καί σήμερα;». Ο Εισηγητής Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης κ. Θεοδόσιος Μαρτζούχος, Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, ανέφερε τα κάτωθι:
«Πώς μπορεί κανείς να αγνοεί τα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, όταν είναι ιερέας;
Πώς είναι δυνατόν να έχει ο ιερέας άλλη (την όποια! γλωσσική, πολιτιστική, επιστημονική) προτεραιότητα πλην της ποιμαντικής βοήθειας για κατά Χριστόν αύξηση του ποιμνίου του;
Μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο κάθε κληρικός δεν γίνεται να μη επαναλαμβάνει: "Πώς ωφελήσω, εάν μη τι είπω, δυνάμενον υμίν εύληπτον γενέσθαι και δυνάμενον είναι σαφές, αλλ᾽ επιδείξομαι μόνον, ότι γλωσσών χάρισμα έχω;" (ομιλία ΙΕ’ στην Α΄ Κορινθίους)
Στην εισήγηση έγινε τριμερής παρουσίαση ιστορικο-θεολογικά του θέματος της λατρευτικής γλώσσας, στην αρχαία Εκκλησία, στην εποχή της Τουρκοκρατίας, και στο, με ευρεία χρονολογική έννοια, σήμερα.
Προετάθη αλλαγή νοοτροπίας όσον αφορά φοβικές στάσεις εξ αγνοίας και από θεολογική σύγχυση, της εννοίας του μυστικού-μυστηρίου και της θεοπνευστίας.
Επισημάνθηκε το οδυνηρό "τώρα" που είναι η πραγματικότητα που περιγράφει ο Μάξιμος Καλλιουπο-λίτης λέγοντας "το κοινόν της Εκκλησίας πάγει ολίγον κατ᾽ ολίγον φθειρόμενον". Όταν αυτό ισχύει το 1638, τί μέγεθος άρα έχει το 2011 η ˝φθορά˝;
«Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση είναι στρουθοκαμηλισμός και κρύψιμο στα ξύλα όπως ο Ισαάκ (Απόκρυφα Παλαιάς Διαθήκης), το να φοβάται η Εκκλησία να "παντρευτεί" αυτήν την οδυνηρή πραγματικότητα και να "γεννήσει" μαζί της τα τέκνα της Βασιλείας του Θεού».
Η Τρίτη Εισήγηση είχε ως θέμα: «Η εμπειρία από την συμμετοχή στην μετάφραση της Αγίας Γραφής ως εφόδιο για μια συμβολή στην προσπάθεια μετάφρασης της Θείας Λειτουργίας». Η ομιλήτρια, Αξιότιμη κ. Αικατερίνη Χιωτέλη, Φιλόλογος, ανεφέρθη στους εξής τομείς :
- Η εμπειρία συμμετοχής στη μεταγλώττιση της Καινής Διαθήκης και στη μετάφραση της Παλαιάς.
- Κοινή, συνεχής και μακροχρόνια προσπάθεια, ώστε ν᾽ αποδοθεί ακέραιος ο Θείος Λόγος, με τρόπο εύληπτο και απρόσκοπτο, στη Γλώσσα μας, μια ζωντανή και ρέουσα σύγχρονη Γλώσσα.
- Αναθεωρήσεις και καρποί.
- Κοινά στοιχεία και διαφορές μεταξύ αγιογραφικών και λειτουργικών κειμένων.
- Εντόπιση συγκεκριμένων δυσκολιών και προτάσεις για την αντιμετώπισή τους.
- Κριτήρια και στόχοι.
---------------------
Σχόλιο: Ας προσέξουμε την σοβαρότατη εισήγηση του κ.Παπαδόπουλου. Ας προσέξουμε επίσης πώς όλες οι Κυρίες συμφωνούν στη μετάφραση, όπως και στο προηγούμενο συνέδριο, της Τήνου. Με τις Κυρίες συμφωνεί και ο Μαρτζούχος. Δέν ξέρουμε γιατί. Το θέμα των μεταφράσεων και ο αισχρός κληρικαλισμός ο οποίος επιθυμεί την μετάφραση, εκτός απο τις σύγχρονες γλωσσολογικές και φιλοσοφικές εργασίες στηρίζεται επίσης στην ωραιότατη πρόταση: - Το Κήρυγμα διά των αναγνωσμάτων πρέπει να είναι κατανοητό από τους ακούοντες, για να κατηχηθούν και να μπορέσουν να πιστέψουν. Μέσα στην Εκκλησία δέν υπάρχουν πιστοί εκτός του Ιερέως και χρέος του Ιερέως είναι να τους οδηγήσει στην πίστη. Το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Μαρτζούχος. Και δέν ξέρουμε πάλι γιατί. Πώς είναι δυνατόν να έχει ο ιερέας άλλη (την όποια! γλωσσική, πολιτιστική, επιστημονική) προτεραιότητα πλην της ποιμαντικής βοήθειας για κατά Χριστόν αύξηση του ποιμνίου του;
Απο ότι γνωρίζουμε όμως ο Μαρτζούχος έχει πετύχει μέχρι τώρα την αύξηση τη δική του, όχι του ποιμνίου του. Και δέν ξέρουμε γιατί.
Ας προσέξουμε και τον συμβολισμό που μας προτείνει ο κ.Καλλιακμάνης : Ο θεωρητικός του Κληρικαλισμού.
Τέλος η κ.Χιωτέλλη είναι επαγγελματίας μεταφράστρια. Μας προτείνει στην πραγματικότητα να της αναθέσουμε αυτό το δύσκολο ιερό έργο.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου