Πηγή : ΑΡΔΗΝ ΡΗΞΗ
του Γιώργου Καραμπελιά
Άρδην τ.86
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, δεν έχει μέχρι σήμερα αναλυθεί επαρκώς, με συνέπεια να κυριαρχεί ακόμα και στην αντιπολίτευση απέναντι στην τρόικα και τη νέα κατοχή, μια μορφή πασοκικού-μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, η οποία συσκοτίζει την πραγματικότητα.
Όπως τονίζουμε εδώ και δεκαετίες, η χειρότερη κληρονομιά που μας άφησε το ΠΑΣΟΚ είναι η αποβαρβάρωση και η υποβάθμιση του πνευματικού επιπέδου και της σκέψης του ελληνικού λαού. Αυτό που προσφυώς έχει χαρακτηριστεί ως η πασοκοποίηση των Ελλήνων. Αυτή η βαθιά διαστροφή στηρίζεται στο διπλό σύστημα σκέψης και πράξης –που ούτως ή άλλως ενδημούσε στη χώρα μας εξαιτίας των περιπετειών που έχει περάσει επί αιώνες ο λαός μας– το οποίο εγκαθίδρυσε και επέβαλε ως κυρίαρχο για τη μεταπολιτευτική περίοδο το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, άλλα διακηρύσσουμε και τα αντίθετα πράττουμε, άλλα υποστηρίζουμε τη μία ημέρα και τα εντελώς αντίθετα την επομένη: «Όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», «Έξω οι βάσεις του θανάτου». Κολωνακιώτες και φοιτητές του Πολυτεχνείου μπορούσαν να ισχυρίζονται πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», ενώ πανεπιστημιακοί της Αριστεράς υπεράσπιζαν αταλάντευτα τις «αθάνατες ιδέες του μαρξισμού», ενισχυόμενοι από δεκάδες προγράμματα και ιδρύματα τραπεζών. Άκαπνοι συνδικαλιστές, αναλωθέντες σε δεκαετίες ουζοποσίας και «αγώνων», καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους, «επαναστάτες» δημοσιογράφοι εισπράττουν πολλαπλά αντιμίσθια από πληθώρα αφεντικών, «αντιεξουσιαστές» απολαμβάνουν αργομισθίες σε κρατικά ιδρύματα και υπάλληλοι πολυεθνικών τραπεζών ευαγγελίζονται νέα αντάρτικα!
Και όλα αυτά σε μια εποχή που οι Έλληνες, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τους, έζησαν σε ομαλές πολιτικές συνθήκες και υπό καθεστώς σχετικής συλλογικής ευημερίας, και δεν υπήρχε καμία δικαιολογία γι’ αυτόν το γενικευμένο και αχαλίνωτο μεταμορφισμό. Διάγουμε υπό ένα καθεστώς συλλογικής απάτης/αυταπάτης χωρίς προηγούμενο, που μόνο ίσως κωμωδοί όπως ο Χάρυ Κλυν με τη γνωστή ατάκα του, «το κρασί παλιό, το τυρί μουχλιασμένο, το χαβιάρι μαύρο, ο αστακός ψόφιος», μπορούν να αποδώσουν. Πρόκειται κυριολεκτικώς για γενοκτονία εννοιών, αξιών, της ίδιας της σκέψης εντέλει. Μέσα σε αυτό το γενικευμένο κομφούζιο και την ελαστικοποίηση συνειδήσεων και ταυτοτήτων, οι Έλληνες κινδυνεύουν να χάσουν την ίδια τους την κρίση και την ευθυκρισία.
Εντούτοις, σήμερα, όλοι συμφωνούν, φραστικά, πως βρισκόμαστε μπροστά στην τελεσίδικη κρίση αυτού του μοντέλου: Η «μεταπολίτευση πρέπει να λάβει τέλος». Στην πραγματικότητα όμως ελάχιστοι από εκείνους που έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, το εννοούν πραγματικά. Αντίθετα μάλλον εννοούν ότι ο κρυφός τους πόθος είναι το πώς θα διαιωνιστεί! Και αυτό διαφαίνεται στην πλειοψηφία των τοποθετήσεων, αναφορικά με την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα.
Τωόντι, ξεκινούν από μια αρχική –ορθή– παραδοχή πως η κυβέρνηση Παπανδρέου παρέσυρε την Ελλάδα σε μια «αναίτια» επιτάχυνση και επιδείνωση της κρίσης. Ωστόσο, στη συνέχεια, στηριγμένοι σε αυτή ακριβώς την παραδοχή, οδηγούνται σε μια ουσιαστική άρνηση του δομικού χαρακτήρα της παρούσας κρίσης, άρνηση που εδράζεται σε μια βαθύτατα ριζωμένη πεποίθηση/αυταπάτη πως, εντέλει ως δια μαγείας, μπορούμε να αποφύγουμε τις συνέπειές της.
Ποια είναι η κυρίαρχη –συνωμοσιολογικού χαρακτήρα– ερμηνεία της κρίσης; Πως η κρίση αποτελεί συνέπεια της βούλησης ορισμένων κύκλων – είτε κάποιων χωρών, είτε του «παγκόσμιου κεφαλαίου»– να πλήξουν καίρια την Ελλάδα και επομένως κάποιες κινήσεις απόρριψης των σχεδιασμών των πιστωτών μας θα μπορούσαν να οδηγήσουν είτε σε άρση των συνεπειών της είτε –ακόμα περισσότερο– σε μια άμεση επαναστατική μετεξέλιξη.
Όλοι θυμόμαστε πως, στην αρχική φάση της κρίσης, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για «κατασκευασμένη κρίση», που σκόπευε απλώς να χαλιναγωγήσει το «λαϊκό κίνημα», ξεχνώντας πως τα αμέσως προηγούμενα χρόνια μια τεράστια κρίση είχε πλήξει ήδη το τραπεζικό σύστημα ολόκληρης της Δύσης. Όταν βέβαια βάθυνε και η κρίση του δημόσιου χρέους και άρχισε να επεκτείνεται σε περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, για να φτάσει στην ίδια την Αμερική, η συνωμοσιολογική λογική μεταφέρθηκε σε κάποιους τραπεζικούς ή χρηματιστικούς κύκλους που επιθυμούν την καταστροφή των εθνικών οικονομιών και την ανάληψη της διακυβέρνησης του πλανήτη από τους ίδιους.
Όχι βέβαια πως δεν υπάρχουν τέτοιοι παράγοντες και αντίστοιχες παράμετροι στην κρίση: Και βέβαια ο ΓΑΠ, σε συνεργασία με το ΔΝΤ, προσπάθησε να επιβάλει ως αναπόφευκτα κάποια μέτρα λιτότητας και ελαστικοποίησης της εργασίας που πίστευε –ορθώς– ότι δεν θα μπορούσε να επιβάλει μέσα από την κανονική διαδικασία διακυβέρνησης. Χρειαζόταν μια πολιτική-σοκ. Ωστόσο, από αυτό το σημείο έως την άρνηση της κρίσης χρέους, παραγωγικότητας και παραγωγής της ελληνικής οικονομίας, υπάρχει μία τεράστια απόσταση. Αλλά είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε πως για όλα ευθύνεται το «δόγμα του σοκ» που εφάρμοσε ο «αποστάτης του σοσιαλισμού» ΓΑΠ, ως πράκτορας των ξένων δυνάμεων και επομένως θα αρκούσε μια αλλαγή διακυβέρνησης και ένα άλλο «μείγμα πολιτικής» για να ξεφύγουμε από αυτήν.
Το ίδιο ισχύει με τους οίκους αξιολόγησης και τους μηχανισμούς που αναπτύσσονται γύρω από το χρηματιστήριο. Προφανώς κάποιοι κερδίζουν από την κρίση και τη χρήση των πληροφοριών, ή τις κατευθυνόμενες πληροφορίες, που τους βοηθούν να κερδίσουν αμύθητα ποσά μέσα από χρηματιστηριακές κομπίνες. Ωστόσο αυτά δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την υποβάθμιση της πιστοληπτικής δυνατότητας των ΗΠΑ, διότι πίσω της κρύβεται μια υπερχρεωμένη αμερικανική οικονομία και η κρίση ενός μοντέλου που από το 1980 εφαρμόζεται σε όλη τη Δύση, εκείνου της «ανάπτυξης» μέσω του χρηματοοικονομικού τομέα και της υποβάθμισης του παραγωγικού. Οι ΗΠΑ από το 1980 έως σήμερα εμφανίζουν αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Τριάντα χρόνια μετά, και αφού η παραγωγή έχει μεταφερθεί στην Κίνα –που το 2010 ξεπέρασε για πρώτη φορά τη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ– και την Ασία, και ενώ μεσολάβησαν τρεις αποτυχημένοι στην ουσία πόλεμοι, η Δύση βρίσκεται στο σύνολό της υπερχρεωμένη – τόσο η ιδιωτική οικονομία όσο και τα κράτη. Η Δύση είναι υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει το οικονομικό και το κοινωνικό της μοντέλο για να μπορέσει να επιβιώσει στη «νέα εποχή».
Αν όλα αυτά συνδυαστούν με τη μεγέθυνση της οικολογικής κρίσης, που επιβαρύνει υπέρμετρα και αυξητικά την κερδοφορία του συνολικού κεφαλαίου, τότε καθίσταται προφανές πως η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απλώς συγκυριακή, ούτε μόνο μια συνωμοσία του χρηματιστικού κεφαλαίου –πράγμα βέβαια που δεν αναιρεί, αντίθετα πυροδοτεί τη συνωμοτική δράση των ελίτ–, αλλά η σημαντικότερη και καθολικότατηαι. και την ανατροπή της σχέσης Μητροπόλεις-Τρίτος Κόσμος, πάνω στην οποία κινήθηκε επί οκτώ αιώνες ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Αυτά τα προφανή και πανθομολογούμενα –εκτός Ελλάδας– δεδομένα, μάταια θα τα αναζητήσει κανείς ως στοιχεία του προβληματισμού στις περισσότερες ελληνικές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις γύρω από την κρίση. Στην καλύτερη περίπτωση, επισημαίνεται ο παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας, αλλά απουσιάζει ένας προβληματισμός για το συνολικό, παγκόσμιο πλαίσιό της. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, μπεστ σέλερ στην Ελλάδα θα γίνει ένα βιβλίο όπως της Ναόμι Κλάιν –εξαίρετο σε ό,τι αφορά στον τρόπο που στήνεται ο μηχανισμός για τα μέτρα-σοκ από τη διεθνή ελιτ–, δεν αφορά ωστόσο το υπαρκτό υπόβαθρο της κρίσης.
Ο «δαίμονας» του νεοφιλελευθερισμού
Το κυριότερο επιχείρημα, ιδιαίτερα της Αριστεράς, αλλά όχι μόνο, είναι πως η κατάρρευση που βιώνουμε αποτελεί μια «κρίση του νεοφιλευθερισμού», γεγονός που, εκ του αντιθέτου, αναβαθμίζει τις λεγόμενες κεϋνσιανές ή σοσιαλδημοκαρτικές πολιτικές, ενίσχυσης της ζήτησης, έτσι ώστε «να πάρει μπροστά η οικονομία». Η διαμάχη ανάμεσα στην κεϋνσιανή και τη φιλελεύθερη στρατηγική διαρκεί εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που πρώτη η Θάτσερ στην Αγγλία έσπασε την κεϋνσιανή συναίνεση της Δύσης, επιβάλλοντας για πρώτη φορά μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεων, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, απορρύθμισης του τραπεζικού τομέα κ.λπ. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, σταδιακώς δε η κίνηση θα γενικευθεί στο σύνολο του δυτικού κόσμου. Στη δεκαετία του 1990 μάλιστα –μετά και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου– ο νεοφιλευθερισμός θα πάψει να έχει ουσιαστικούς αντιπάλους στο εσωτερικό των πολιτικών δυνάμεων της Δύσης, μια και σε αυτόν θα προσχωρήσουν και οι, κατά τεκμήριο αντίπαλοί του, σοσιαλδημοκράτες. Στη Γερμανία, κάστρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεϋνσιανής ρύθμισης, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Σρέντερ, συνεπικουρούμενες από τους Πράσινους του Φίσερ, θα επιβάλουν μια πολιτική λιτότητας και περιστολών, με αποτέλεσμα ένα μέρος του κόμματος, υπό τον Λαφοντέν, να αποχωρήσει, και η εξουσία να περάσει στους Χριστιανοδημοκράτες. Ανάλογη πορεία θα εγκαινιάσει δειλά-δειλά και στην Ελλάδα ο Σημίτης.
Έκτοτε η κομμουνιστογενής Αριστερά, η αριστερή σοσιαλδημοκρατία, καθώς και η Άκρα Αριστερά εγκαινιάζουν μια έντονη πολεμική ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, για την «προδοσία» της, την εγκατάλειψη του κεϋνσιανισμού και την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το ίδιο γίνεται κατά κόρον εδώ και δεκαπέντε χρόνια στην Ελλάδα, όπου θεωρείται πως η εγκατάλειψη του κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας, είναι αποτέλεσμα είτε των πιέσεων της ΕΕ –από το ΚΚΕ– είτε του «κεφαλαίου», είτε και των δύο μαζί, είτε τέλος έκφραση της κοινωνικής μετάλλαξης των στελεχών των σοσιαλιστικών κομμάτων. Προφανώς όλα αυτά ισχύουν: Η ΕΕ και το κεφάλαιο πιέζουν για νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ έχει υποστεί μετάλλαξη, έχοντας μεταβληθεί στη νέα ελίτ της εξουσίας. Εντούτοις, δεν αρκούν για να εξηγήσουν για ποιο λόγο δεν κατέστη δυνατή η ανάδειξη κάποιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής δύναμης, για πάρα πολλά χρόνια, και γιατί κυριάρχησε μια ομοφωνία νεκροταφείου σε ολόκληρη την κοινωνία. Και η απάντηση –ως συνήθως– ήταν προφανής, αλλά δυσκολοπρόφερτη: απλούστατα, διότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πλέον μονόδρομος για το κεφάλαιο σε ολόκληρη της Δύση!
Ο νεοφιλελευθερισμός, κατέστη αναγκαίος για να θεραπεύσει τη βαθύτατη κρίση που ταλάνιζε τη δυτική οικονομία σε όλη τη δεκαετία του 1970. Οι κεϋνσιανές πολιτικές έχουν ως προϋπόθεση την ανάπτυξη, έτσι ώστε και τα κέρδη του κεφαλαίου να αυξάνονται και παράλληλα να διευρύνεται το κοινωνικό κράτος. Όμως, η αναστάτωση που προκάλεσε η εργατική και νεολαιίστικη εξέγερση των δεκαετιών 1960-1970, καθώς και η εξέγερση των λαών του Τρίτου Κόσμου –ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και πετρελαϊκή κρίση του 1973–, οδήγησε σε μια παρατεταμένη κρίση και σε μια κοινωνική ισορροπία μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των κερδών. Η απάντηση του κεφαλαίου υπήρξε διττή: αποβιομηχανοποίηση, ελαστικοποίηση της εργασίας και σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στο εσωτερικό, με ταυτόχρονη εξαγωγή ενός αυξανόμενου ποσοστού της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Παράλληλα, μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), κατεδαφίζει τη δασμολογική προστασία και δημιουργεί, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Τείχους, μια παγκόσμια ενοποιημένη αγορά.
Έτσι, για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας στις μητροπόλεις, η Δύση χρηματοδοτεί τη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής στην Ανατολή, υιοθετεί μια γενικευμένη απορρύθμιση και οικοδομεί ένα τερατώδες και πολυδαίδαλο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια και ένα αυξανόμενο μέρος των κερδών παράγεται από αυτό το σύστημα και όχι από τη μεταποιητική βιομηχανία. Γι’ αυτό και ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη κυριολεκτικά μονόδρομος για το δυτικό κεφάλαιο.
Για να μπορέσει όμως να συντηρήσει το κράτος και το επίπεδο κατανάλωσης, μεταβάλλεται σε μια οικονομία γενικευμένου καταναλωτικού δανεισμού. Όχι του παραγωγικού δανεισμού των επιχειρήσεων, που δανείζονται από τις τράπεζες για να διευρύνουν την παραγωγή τους, ούτε καν ενός κρατικού δανεισμού που αποσκοπεί στην ανάπτυξη των υποδομών, αλλά κατ’ εξοχήν ενός δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού, καταναλωτικά προσανατολισμένου.
Αυτό το μοντέλο της κατευθυνόμενης «παγκοσμιοποίησης» και του δανεισμού κάποτε θα έφθανε στα όριά του, ενώ οι χώρες του άλλοτε Τρίτου Κόσμου έπαψαν να αποτελούν απλώς εργαστήρια συναρμολόγησης καταναλωτικών προϊόντων και μεταβάλλονται σταδιακά σε παραγωγούς και προϊόντων που βρίσκονται ψηλά στην τεχνολογική αλυσίδα: η Κίνα, επί παραδείγματι, παράγει πλέον τα ταχύτερα τρένα στον κόσμο και όχι μόνο φτηνά υφάσματα, ενώ η Βραζιλία αεροπλάνα εξαιρετικά ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά. Κατά συνέπεια, τα ελλείμματα του ισοζυγίου εμπορικών ανταλλαγών των χωρών της Δύσης –εκτός Γερμανίας και Ιαπωνίας– έγιναν εκρηκτικά, ενώ διογκώθηκε το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος σε βαθμό που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Το αποτέλεσμα είναι μια αλυσιδωτή κρίση, που εγκαινιάστηκε με το σπάσιμο της φούσκας των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στις τράπεζες όλου του δυτικού κόσμου και, μετά το 2009, μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου δανεισμού, με πρώτα θύματα την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία. Και είναι βέβαιο πως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα επεκταθεί και σε άλλες δυτικές οικονομίες, ενώ η ίδια η Αμερική μοιάζει να συνταράζεται συθέμελα.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Προφανώς, εκείνες οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από αυτή την κρίση υπήρξαν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και κατ’ εξοχήν η Ελλάδα, οι οποίες, ενώ συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, δεν διαθέτουν τις παραγωγικές δυνατότητες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα, μπροστά στην κρίση, να εμφανίζονται εντελώς γυμνές, έχοντας απολέσει και το έσχατο εργαλείο οικονομικής πολιτικής, δηλαδή τη νομισματική αυτονομία. Ιδιαίτερα η Ελλάδα, που, όπως έχουμε αναλύσει, αποτελεί μια «παρασιτική απόφυση»της Δύσης και όχι οργανικό μέρος της, μια χώρα αποικιοποιημένη και ταυτόχρονα ενταγμένη, για λόγους γεωπολιτικούς, στον ευρωπαϊκό πυρήνα, υφίσταται με τον πιο σαρωτικό τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, τόσο γιατί η παραγωγική της βάση έχει σχεδόν εξανεμιστεί, όσο και διότι αντιμετωπίζεται από τους δυτικούς της εταίρους ως οιονεί αποικία τους.
Η Ελλάδα, όντας υποχρεωμένη για γεωπολιτικούς λόγους να συμμετέχει στην ΕΕ, είχε κάνει το κεφαλαιώδες λάθος, εξαιτίας του ευρωκεντρισμού, του εθνομηδενισμού και της ανικανότητας των ελίτ της, να προχωρήσει ένα βήμα πάρα πέρα και να εισέλθει στο σκληρό πυρήνα της Δύσης, με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ενώ αντίθετα έπρεπε να διατηρήσει αποστάσεις που θα της επέτρεπαν μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία μπροστά στην κρίση της Δύσης. Έχοντας ενταχθεί στον σκληρό πυρήνα, γεγονός για το οποίο πανηγύριζαν κεχηνότες και ηλιθίως οι απαίδευτες «εκσυγχρονιστικές» ελίτ, δεν έχει τη δυνατότητα σήμερα να αρχίσει μια αυτοδύναμη πορεία ανασυγκρότησης της οικονομίας της, παρά μόνο αν και εφόσον περάσει από τα καβδιανά δίκρανα της πτώχευσης, της στάσης πληρωμών, της πιθανής κατάρρευσης. Γι’ αυτό και η κατάσταση μοιάζει τόσο απελπιστική και αδιέξοδη.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει δυνατότητα να κόψουμε δρόμο και να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση με κανένα τρόπο. Ούτε με το διαφορετικό «μείγμα πολιτικής» του Σαμαρά, ούτε με τις εύκολες παρόλες για έξοδο από το ευρώ σήμερα, όπως υποστηρίζει ο Λαπαβίτσας, ο Λαφαζάνης κ.ά. Διότι μια τέτοια έξοδος –που είναι πολύ πιθανό να μας επιβληθεί– θα έχει για χρόνια αρνητικές οικονομικές συνέπειες και ανυπολόγιστες γεωπολιτικές. Και είναι εντυπωσιακό, άνθρωποι που επισημαίνουν τον κίνδυνο του νεοθωμανισμού, να αγνοούν πως η έξοδος της Ελλάδας σήμερα από την Ευρωζώνη και την ΕΕ θα σήμαινε την παράδοσή μας στον νέο περιφερειακό τομεάρχη που καραδοκεί.
Αυτή ακριβώς τη λογική χαρακτηρίζουμε ότι διαπνέεται από το διπλό σύστημα λόγου σκέψης και πράξης που επισημάναμε. Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει πλέον άλλος δρόμος από εκείνον της σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου μοντέλου οικονομίας και κοινωνίας, που θα αντιστοιχεί στις νέες παγκόσμιες και περιφερειακές συνθήκες και όπου η Ελλάδα θα κατακτήσει σταδιακά επίπεδα αυτονομίας, ικανά να μας οδηγήσουν όντως σε μια διαφορετική οικονομική και κοινωνική πρόταση. Αλλά πάνω σε αυτά θα συνεχίσουμε στο επόμενο σημείωμά μας
του Γιώργου Καραμπελιά
Άρδην τ.86
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, δεν έχει μέχρι σήμερα αναλυθεί επαρκώς, με συνέπεια να κυριαρχεί ακόμα και στην αντιπολίτευση απέναντι στην τρόικα και τη νέα κατοχή, μια μορφή πασοκικού-μεταπολιτευτικού λαϊκισμού, η οποία συσκοτίζει την πραγματικότητα.
Όπως τονίζουμε εδώ και δεκαετίες, η χειρότερη κληρονομιά που μας άφησε το ΠΑΣΟΚ είναι η αποβαρβάρωση και η υποβάθμιση του πνευματικού επιπέδου και της σκέψης του ελληνικού λαού. Αυτό που προσφυώς έχει χαρακτηριστεί ως η πασοκοποίηση των Ελλήνων. Αυτή η βαθιά διαστροφή στηρίζεται στο διπλό σύστημα σκέψης και πράξης –που ούτως ή άλλως ενδημούσε στη χώρα μας εξαιτίας των περιπετειών που έχει περάσει επί αιώνες ο λαός μας– το οποίο εγκαθίδρυσε και επέβαλε ως κυρίαρχο για τη μεταπολιτευτική περίοδο το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, άλλα διακηρύσσουμε και τα αντίθετα πράττουμε, άλλα υποστηρίζουμε τη μία ημέρα και τα εντελώς αντίθετα την επομένη: «Όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», «Έξω οι βάσεις του θανάτου». Κολωνακιώτες και φοιτητές του Πολυτεχνείου μπορούσαν να ισχυρίζονται πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», ενώ πανεπιστημιακοί της Αριστεράς υπεράσπιζαν αταλάντευτα τις «αθάνατες ιδέες του μαρξισμού», ενισχυόμενοι από δεκάδες προγράμματα και ιδρύματα τραπεζών. Άκαπνοι συνδικαλιστές, αναλωθέντες σε δεκαετίες ουζοποσίας και «αγώνων», καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους, «επαναστάτες» δημοσιογράφοι εισπράττουν πολλαπλά αντιμίσθια από πληθώρα αφεντικών, «αντιεξουσιαστές» απολαμβάνουν αργομισθίες σε κρατικά ιδρύματα και υπάλληλοι πολυεθνικών τραπεζών ευαγγελίζονται νέα αντάρτικα!
Και όλα αυτά σε μια εποχή που οι Έλληνες, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τους, έζησαν σε ομαλές πολιτικές συνθήκες και υπό καθεστώς σχετικής συλλογικής ευημερίας, και δεν υπήρχε καμία δικαιολογία γι’ αυτόν το γενικευμένο και αχαλίνωτο μεταμορφισμό. Διάγουμε υπό ένα καθεστώς συλλογικής απάτης/αυταπάτης χωρίς προηγούμενο, που μόνο ίσως κωμωδοί όπως ο Χάρυ Κλυν με τη γνωστή ατάκα του, «το κρασί παλιό, το τυρί μουχλιασμένο, το χαβιάρι μαύρο, ο αστακός ψόφιος», μπορούν να αποδώσουν. Πρόκειται κυριολεκτικώς για γενοκτονία εννοιών, αξιών, της ίδιας της σκέψης εντέλει. Μέσα σε αυτό το γενικευμένο κομφούζιο και την ελαστικοποίηση συνειδήσεων και ταυτοτήτων, οι Έλληνες κινδυνεύουν να χάσουν την ίδια τους την κρίση και την ευθυκρισία.
Εντούτοις, σήμερα, όλοι συμφωνούν, φραστικά, πως βρισκόμαστε μπροστά στην τελεσίδικη κρίση αυτού του μοντέλου: Η «μεταπολίτευση πρέπει να λάβει τέλος». Στην πραγματικότητα όμως ελάχιστοι από εκείνους που έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, το εννοούν πραγματικά. Αντίθετα μάλλον εννοούν ότι ο κρυφός τους πόθος είναι το πώς θα διαιωνιστεί! Και αυτό διαφαίνεται στην πλειοψηφία των τοποθετήσεων, αναφορικά με την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα.
Τωόντι, ξεκινούν από μια αρχική –ορθή– παραδοχή πως η κυβέρνηση Παπανδρέου παρέσυρε την Ελλάδα σε μια «αναίτια» επιτάχυνση και επιδείνωση της κρίσης. Ωστόσο, στη συνέχεια, στηριγμένοι σε αυτή ακριβώς την παραδοχή, οδηγούνται σε μια ουσιαστική άρνηση του δομικού χαρακτήρα της παρούσας κρίσης, άρνηση που εδράζεται σε μια βαθύτατα ριζωμένη πεποίθηση/αυταπάτη πως, εντέλει ως δια μαγείας, μπορούμε να αποφύγουμε τις συνέπειές της.
Ποια είναι η κυρίαρχη –συνωμοσιολογικού χαρακτήρα– ερμηνεία της κρίσης; Πως η κρίση αποτελεί συνέπεια της βούλησης ορισμένων κύκλων – είτε κάποιων χωρών, είτε του «παγκόσμιου κεφαλαίου»– να πλήξουν καίρια την Ελλάδα και επομένως κάποιες κινήσεις απόρριψης των σχεδιασμών των πιστωτών μας θα μπορούσαν να οδηγήσουν είτε σε άρση των συνεπειών της είτε –ακόμα περισσότερο– σε μια άμεση επαναστατική μετεξέλιξη.
Όλοι θυμόμαστε πως, στην αρχική φάση της κρίσης, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για «κατασκευασμένη κρίση», που σκόπευε απλώς να χαλιναγωγήσει το «λαϊκό κίνημα», ξεχνώντας πως τα αμέσως προηγούμενα χρόνια μια τεράστια κρίση είχε πλήξει ήδη το τραπεζικό σύστημα ολόκληρης της Δύσης. Όταν βέβαια βάθυνε και η κρίση του δημόσιου χρέους και άρχισε να επεκτείνεται σε περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, για να φτάσει στην ίδια την Αμερική, η συνωμοσιολογική λογική μεταφέρθηκε σε κάποιους τραπεζικούς ή χρηματιστικούς κύκλους που επιθυμούν την καταστροφή των εθνικών οικονομιών και την ανάληψη της διακυβέρνησης του πλανήτη από τους ίδιους.
Όχι βέβαια πως δεν υπάρχουν τέτοιοι παράγοντες και αντίστοιχες παράμετροι στην κρίση: Και βέβαια ο ΓΑΠ, σε συνεργασία με το ΔΝΤ, προσπάθησε να επιβάλει ως αναπόφευκτα κάποια μέτρα λιτότητας και ελαστικοποίησης της εργασίας που πίστευε –ορθώς– ότι δεν θα μπορούσε να επιβάλει μέσα από την κανονική διαδικασία διακυβέρνησης. Χρειαζόταν μια πολιτική-σοκ. Ωστόσο, από αυτό το σημείο έως την άρνηση της κρίσης χρέους, παραγωγικότητας και παραγωγής της ελληνικής οικονομίας, υπάρχει μία τεράστια απόσταση. Αλλά είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε πως για όλα ευθύνεται το «δόγμα του σοκ» που εφάρμοσε ο «αποστάτης του σοσιαλισμού» ΓΑΠ, ως πράκτορας των ξένων δυνάμεων και επομένως θα αρκούσε μια αλλαγή διακυβέρνησης και ένα άλλο «μείγμα πολιτικής» για να ξεφύγουμε από αυτήν.
Το ίδιο ισχύει με τους οίκους αξιολόγησης και τους μηχανισμούς που αναπτύσσονται γύρω από το χρηματιστήριο. Προφανώς κάποιοι κερδίζουν από την κρίση και τη χρήση των πληροφοριών, ή τις κατευθυνόμενες πληροφορίες, που τους βοηθούν να κερδίσουν αμύθητα ποσά μέσα από χρηματιστηριακές κομπίνες. Ωστόσο αυτά δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την υποβάθμιση της πιστοληπτικής δυνατότητας των ΗΠΑ, διότι πίσω της κρύβεται μια υπερχρεωμένη αμερικανική οικονομία και η κρίση ενός μοντέλου που από το 1980 εφαρμόζεται σε όλη τη Δύση, εκείνου της «ανάπτυξης» μέσω του χρηματοοικονομικού τομέα και της υποβάθμισης του παραγωγικού. Οι ΗΠΑ από το 1980 έως σήμερα εμφανίζουν αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Τριάντα χρόνια μετά, και αφού η παραγωγή έχει μεταφερθεί στην Κίνα –που το 2010 ξεπέρασε για πρώτη φορά τη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ– και την Ασία, και ενώ μεσολάβησαν τρεις αποτυχημένοι στην ουσία πόλεμοι, η Δύση βρίσκεται στο σύνολό της υπερχρεωμένη – τόσο η ιδιωτική οικονομία όσο και τα κράτη. Η Δύση είναι υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει το οικονομικό και το κοινωνικό της μοντέλο για να μπορέσει να επιβιώσει στη «νέα εποχή».
Αν όλα αυτά συνδυαστούν με τη μεγέθυνση της οικολογικής κρίσης, που επιβαρύνει υπέρμετρα και αυξητικά την κερδοφορία του συνολικού κεφαλαίου, τότε καθίσταται προφανές πως η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απλώς συγκυριακή, ούτε μόνο μια συνωμοσία του χρηματιστικού κεφαλαίου –πράγμα βέβαια που δεν αναιρεί, αντίθετα πυροδοτεί τη συνωμοτική δράση των ελίτ–, αλλά η σημαντικότερη και καθολικότατηαι. και την ανατροπή της σχέσης Μητροπόλεις-Τρίτος Κόσμος, πάνω στην οποία κινήθηκε επί οκτώ αιώνες ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Αυτά τα προφανή και πανθομολογούμενα –εκτός Ελλάδας– δεδομένα, μάταια θα τα αναζητήσει κανείς ως στοιχεία του προβληματισμού στις περισσότερες ελληνικές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις γύρω από την κρίση. Στην καλύτερη περίπτωση, επισημαίνεται ο παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας, αλλά απουσιάζει ένας προβληματισμός για το συνολικό, παγκόσμιο πλαίσιό της. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, μπεστ σέλερ στην Ελλάδα θα γίνει ένα βιβλίο όπως της Ναόμι Κλάιν –εξαίρετο σε ό,τι αφορά στον τρόπο που στήνεται ο μηχανισμός για τα μέτρα-σοκ από τη διεθνή ελιτ–, δεν αφορά ωστόσο το υπαρκτό υπόβαθρο της κρίσης.
Ο «δαίμονας» του νεοφιλελευθερισμού
Το κυριότερο επιχείρημα, ιδιαίτερα της Αριστεράς, αλλά όχι μόνο, είναι πως η κατάρρευση που βιώνουμε αποτελεί μια «κρίση του νεοφιλευθερισμού», γεγονός που, εκ του αντιθέτου, αναβαθμίζει τις λεγόμενες κεϋνσιανές ή σοσιαλδημοκαρτικές πολιτικές, ενίσχυσης της ζήτησης, έτσι ώστε «να πάρει μπροστά η οικονομία». Η διαμάχη ανάμεσα στην κεϋνσιανή και τη φιλελεύθερη στρατηγική διαρκεί εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που πρώτη η Θάτσερ στην Αγγλία έσπασε την κεϋνσιανή συναίνεση της Δύσης, επιβάλλοντας για πρώτη φορά μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεων, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, απορρύθμισης του τραπεζικού τομέα κ.λπ. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, σταδιακώς δε η κίνηση θα γενικευθεί στο σύνολο του δυτικού κόσμου. Στη δεκαετία του 1990 μάλιστα –μετά και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου– ο νεοφιλευθερισμός θα πάψει να έχει ουσιαστικούς αντιπάλους στο εσωτερικό των πολιτικών δυνάμεων της Δύσης, μια και σε αυτόν θα προσχωρήσουν και οι, κατά τεκμήριο αντίπαλοί του, σοσιαλδημοκράτες. Στη Γερμανία, κάστρο της σοσιαλδημοκρατίας και της κεϋνσιανής ρύθμισης, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Σρέντερ, συνεπικουρούμενες από τους Πράσινους του Φίσερ, θα επιβάλουν μια πολιτική λιτότητας και περιστολών, με αποτέλεσμα ένα μέρος του κόμματος, υπό τον Λαφοντέν, να αποχωρήσει, και η εξουσία να περάσει στους Χριστιανοδημοκράτες. Ανάλογη πορεία θα εγκαινιάσει δειλά-δειλά και στην Ελλάδα ο Σημίτης.
Έκτοτε η κομμουνιστογενής Αριστερά, η αριστερή σοσιαλδημοκρατία, καθώς και η Άκρα Αριστερά εγκαινιάζουν μια έντονη πολεμική ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, για την «προδοσία» της, την εγκατάλειψη του κεϋνσιανισμού και την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Το ίδιο γίνεται κατά κόρον εδώ και δεκαπέντε χρόνια στην Ελλάδα, όπου θεωρείται πως η εγκατάλειψη του κοινωνικού χαρακτήρα της σοσιαλδημοκρατίας, είναι αποτέλεσμα είτε των πιέσεων της ΕΕ –από το ΚΚΕ– είτε του «κεφαλαίου», είτε και των δύο μαζί, είτε τέλος έκφραση της κοινωνικής μετάλλαξης των στελεχών των σοσιαλιστικών κομμάτων. Προφανώς όλα αυτά ισχύουν: Η ΕΕ και το κεφάλαιο πιέζουν για νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ έχει υποστεί μετάλλαξη, έχοντας μεταβληθεί στη νέα ελίτ της εξουσίας. Εντούτοις, δεν αρκούν για να εξηγήσουν για ποιο λόγο δεν κατέστη δυνατή η ανάδειξη κάποιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής δύναμης, για πάρα πολλά χρόνια, και γιατί κυριάρχησε μια ομοφωνία νεκροταφείου σε ολόκληρη την κοινωνία. Και η απάντηση –ως συνήθως– ήταν προφανής, αλλά δυσκολοπρόφερτη: απλούστατα, διότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πλέον μονόδρομος για το κεφάλαιο σε ολόκληρη της Δύση!
Ο νεοφιλελευθερισμός, κατέστη αναγκαίος για να θεραπεύσει τη βαθύτατη κρίση που ταλάνιζε τη δυτική οικονομία σε όλη τη δεκαετία του 1970. Οι κεϋνσιανές πολιτικές έχουν ως προϋπόθεση την ανάπτυξη, έτσι ώστε και τα κέρδη του κεφαλαίου να αυξάνονται και παράλληλα να διευρύνεται το κοινωνικό κράτος. Όμως, η αναστάτωση που προκάλεσε η εργατική και νεολαιίστικη εξέγερση των δεκαετιών 1960-1970, καθώς και η εξέγερση των λαών του Τρίτου Κόσμου –ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και πετρελαϊκή κρίση του 1973–, οδήγησε σε μια παρατεταμένη κρίση και σε μια κοινωνική ισορροπία μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των κερδών. Η απάντηση του κεφαλαίου υπήρξε διττή: αποβιομηχανοποίηση, ελαστικοποίηση της εργασίας και σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στο εσωτερικό, με ταυτόχρονη εξαγωγή ενός αυξανόμενου ποσοστού της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Παράλληλα, μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), κατεδαφίζει τη δασμολογική προστασία και δημιουργεί, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Τείχους, μια παγκόσμια ενοποιημένη αγορά.
Έτσι, για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας στις μητροπόλεις, η Δύση χρηματοδοτεί τη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής στην Ανατολή, υιοθετεί μια γενικευμένη απορρύθμιση και οικοδομεί ένα τερατώδες και πολυδαίδαλο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια και ένα αυξανόμενο μέρος των κερδών παράγεται από αυτό το σύστημα και όχι από τη μεταποιητική βιομηχανία. Γι’ αυτό και ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη κυριολεκτικά μονόδρομος για το δυτικό κεφάλαιο.
Για να μπορέσει όμως να συντηρήσει το κράτος και το επίπεδο κατανάλωσης, μεταβάλλεται σε μια οικονομία γενικευμένου καταναλωτικού δανεισμού. Όχι του παραγωγικού δανεισμού των επιχειρήσεων, που δανείζονται από τις τράπεζες για να διευρύνουν την παραγωγή τους, ούτε καν ενός κρατικού δανεισμού που αποσκοπεί στην ανάπτυξη των υποδομών, αλλά κατ’ εξοχήν ενός δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού, καταναλωτικά προσανατολισμένου.
Αυτό το μοντέλο της κατευθυνόμενης «παγκοσμιοποίησης» και του δανεισμού κάποτε θα έφθανε στα όριά του, ενώ οι χώρες του άλλοτε Τρίτου Κόσμου έπαψαν να αποτελούν απλώς εργαστήρια συναρμολόγησης καταναλωτικών προϊόντων και μεταβάλλονται σταδιακά σε παραγωγούς και προϊόντων που βρίσκονται ψηλά στην τεχνολογική αλυσίδα: η Κίνα, επί παραδείγματι, παράγει πλέον τα ταχύτερα τρένα στον κόσμο και όχι μόνο φτηνά υφάσματα, ενώ η Βραζιλία αεροπλάνα εξαιρετικά ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά. Κατά συνέπεια, τα ελλείμματα του ισοζυγίου εμπορικών ανταλλαγών των χωρών της Δύσης –εκτός Γερμανίας και Ιαπωνίας– έγιναν εκρηκτικά, ενώ διογκώθηκε το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος σε βαθμό που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Το αποτέλεσμα είναι μια αλυσιδωτή κρίση, που εγκαινιάστηκε με το σπάσιμο της φούσκας των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στις τράπεζες όλου του δυτικού κόσμου και, μετά το 2009, μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου δανεισμού, με πρώτα θύματα την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία. Και είναι βέβαιο πως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα επεκταθεί και σε άλλες δυτικές οικονομίες, ενώ η ίδια η Αμερική μοιάζει να συνταράζεται συθέμελα.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Προφανώς, εκείνες οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από αυτή την κρίση υπήρξαν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και κατ’ εξοχήν η Ελλάδα, οι οποίες, ενώ συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, δεν διαθέτουν τις παραγωγικές δυνατότητες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα, μπροστά στην κρίση, να εμφανίζονται εντελώς γυμνές, έχοντας απολέσει και το έσχατο εργαλείο οικονομικής πολιτικής, δηλαδή τη νομισματική αυτονομία. Ιδιαίτερα η Ελλάδα, που, όπως έχουμε αναλύσει, αποτελεί μια «παρασιτική απόφυση»της Δύσης και όχι οργανικό μέρος της, μια χώρα αποικιοποιημένη και ταυτόχρονα ενταγμένη, για λόγους γεωπολιτικούς, στον ευρωπαϊκό πυρήνα, υφίσταται με τον πιο σαρωτικό τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, τόσο γιατί η παραγωγική της βάση έχει σχεδόν εξανεμιστεί, όσο και διότι αντιμετωπίζεται από τους δυτικούς της εταίρους ως οιονεί αποικία τους.
Η Ελλάδα, όντας υποχρεωμένη για γεωπολιτικούς λόγους να συμμετέχει στην ΕΕ, είχε κάνει το κεφαλαιώδες λάθος, εξαιτίας του ευρωκεντρισμού, του εθνομηδενισμού και της ανικανότητας των ελίτ της, να προχωρήσει ένα βήμα πάρα πέρα και να εισέλθει στο σκληρό πυρήνα της Δύσης, με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ενώ αντίθετα έπρεπε να διατηρήσει αποστάσεις που θα της επέτρεπαν μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία μπροστά στην κρίση της Δύσης. Έχοντας ενταχθεί στον σκληρό πυρήνα, γεγονός για το οποίο πανηγύριζαν κεχηνότες και ηλιθίως οι απαίδευτες «εκσυγχρονιστικές» ελίτ, δεν έχει τη δυνατότητα σήμερα να αρχίσει μια αυτοδύναμη πορεία ανασυγκρότησης της οικονομίας της, παρά μόνο αν και εφόσον περάσει από τα καβδιανά δίκρανα της πτώχευσης, της στάσης πληρωμών, της πιθανής κατάρρευσης. Γι’ αυτό και η κατάσταση μοιάζει τόσο απελπιστική και αδιέξοδη.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει δυνατότητα να κόψουμε δρόμο και να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση με κανένα τρόπο. Ούτε με το διαφορετικό «μείγμα πολιτικής» του Σαμαρά, ούτε με τις εύκολες παρόλες για έξοδο από το ευρώ σήμερα, όπως υποστηρίζει ο Λαπαβίτσας, ο Λαφαζάνης κ.ά. Διότι μια τέτοια έξοδος –που είναι πολύ πιθανό να μας επιβληθεί– θα έχει για χρόνια αρνητικές οικονομικές συνέπειες και ανυπολόγιστες γεωπολιτικές. Και είναι εντυπωσιακό, άνθρωποι που επισημαίνουν τον κίνδυνο του νεοθωμανισμού, να αγνοούν πως η έξοδος της Ελλάδας σήμερα από την Ευρωζώνη και την ΕΕ θα σήμαινε την παράδοσή μας στον νέο περιφερειακό τομεάρχη που καραδοκεί.
Αυτή ακριβώς τη λογική χαρακτηρίζουμε ότι διαπνέεται από το διπλό σύστημα λόγου σκέψης και πράξης που επισημάναμε. Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει πλέον άλλος δρόμος από εκείνον της σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου μοντέλου οικονομίας και κοινωνίας, που θα αντιστοιχεί στις νέες παγκόσμιες και περιφερειακές συνθήκες και όπου η Ελλάδα θα κατακτήσει σταδιακά επίπεδα αυτονομίας, ικανά να μας οδηγήσουν όντως σε μια διαφορετική οικονομική και κοινωνική πρόταση. Αλλά πάνω σε αυτά θα συνεχίσουμε στο επόμενο σημείωμά μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου