Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (11)

Συνέχεια από : Τετάρτη, 5 Οκτωβρίου 2011
 
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung της Barbara HANNAH

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (συνέχεια)

ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ -
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΕΑΤΡΙΚΗΣ

Η Βεατρίκη μιλάει πάλι για το μυστήριο της αγάπης και για τον πόνο που της προκαλεί. Αλλά τη βοηθάει πολύ αυτό που της λέει ο άνδρας, δηλαδή να ακολουθή πάντα το θεϊκό θέλημα, είτε τής εμφανίζεται μέσα της, είτε έξω απ’ αυτήν. Πάντα την ενοχλούσε η υπερβολική της ανησυχία για τον άνδρα της, και η φανερή έλλειψη νοήματος που υπήρχε στην αντιμεταβίβασή της, καθώς και το πόσο ξένος τής ήταν ο άνδρας, στον οποίον αυτή εμφανιζόταν. Επειδή είναι εσωστρεφής, είναι σημαντικό γι’ αυτήν να καταλάβη ότι πάντοτε επρόκειτο για τον πνευματικό της άνθρωπο, είτε περπατούσε στη φωτιά εσωτερικά μαζί του, είτε της εμφανιζόταν σε μιαν εξωτερική προβολή. Επίσης ο άνδρας τής λέει ότι όταν κανείς βρίσκεται μέσα στη φωτιά, εσωτερικά ή εξωτερικά, δεν βλέπει φυσικά το βασικό της περίγραμμα. Για να το κάνη αυτό, χρειάζεται ο παρατηρητής απόσταση, όπως αυτήν που είχαν όταν πλησίαζαν το λουλούδι στα σκοτεινά, και το είδαν για πρώτη φορά σαν μια μαντάλλα.

 Την επόμενη φορά που συνεχίζει τη φαντασία της, ο πνευματικός της άνδρας έχει πάρει τη μορφή αρκούδας. Ο Jung μιλάει σε μιαν επιστολή του για ένα όραμα, στο οποίο ένας Ελβετός άγιος, ο Niklaus von Flüe, είδε τη μορφή ενός προσκυνητή, ντυμένου με το επιχρυσωμένο τομάρι μιας αρκούδας. (C.G.Jung: Επιστολές, 2 τόμοι. Εκδότες Gerhard Adler και Aniela Jaffé. Princeton, Princeton University Press, 1973, τόμος 1ος , σ.σ. 364 κ.ε. Παράβαλε επίσης: Marie-Louise von Franz: «Τα οράματα του Niklaus von Flüe, Ζυρίχη, Rascher Verlag, 1959,σ.σ. 83 κ.ε.). Ο Jung λέει ότι είδε αυτόν τον προσκυνητή σαν τον Χριστό, και από την άλλη μεριά σαν μια αρκούδα, και έτσι θα πρέπη να είναι: το υπερανθρώπινο χρειάζεται το υπανθρώπινο για να το εξισορροπή. Για την ίδιαν ίσως αιτία, ο πνευματικό άνθρωπος της Βεατρίκης έγινε αρκούδα. Η Βεατρίκη είχε ανεβή πολύ ψηλά και, όπως θα δούμε, καταπίεζε πολλά συναισθήματα, που νόμιζε πως δεν θα έπρεπε να τα έχη. Για παράδειγμα, είναι μια πολύ δύσκολη κατάσταση για οποιαδήποτε μητέρα όταν μεγαλώνουν τα παιδιά και αφήνουν το σπίτι. Αλλά η Βεατρίκη ήταν τόσο αποφασισμένη να μην είναι μια ασφυκτική μητέρα και να αφήνη τα παιδιά της εντελώς ελεύθερα, ώστε δεν επέτρεπε στον εαυτό της να αντιληφθή πόσο δυστυχισμένη την είχε κάνει αυτό το γεγονός. Αυτά τα συναισθήματα καταπιέζονταν επομένως, και όπως ο Niklaus χρειαζόταν την κτηνώδη ψυχρότητα του απάνθρωπου, κρύου αισθήματος του ζώου για να αφήση τη γυναίκα του και την οικογένειά του και να γίνη ερημίτης, έτσι και η Βεατρίκη χρειάζεται κάτι παρόμοιο για να την κάνη ικανή να συγκεντρώση όλες της τις δυνάμεις και το ενδιαφέρον της στην εσωτερική της ζωή, όπως φαίνεται να της ζητάη το ασυνείδητό της όλο και πιο απαιτητικά.

 Η Βεατρίκη αισθάνεται ότι αυτή η ψυχρότητα είναι κάτι το απαραίτητο γι’ αυτήν, επειδή στο επόμενο μέρος του οράματός της η φωτιά έχει αντικατασταθή από το χιόνι. Χαρούμενη για τη δύναμη και τη θέρμη της αρκούδας τής λέει:

 «Πνευματικέ μου άνθρωπε, θεέ μου, μεγάλη, δυνατή μου αρκούδα, πάρε με στα χέρια σου και πέρασέ με μέσα από το χιόνι. Είμαι κουρασμένη και αδύναμη και δεν μπορώ να προχωρήσω άλλο. Με τη βοήθεια και την προστασία σου δεν κάηκα στη φωτιά. Τώρα μετάφερέ με μέσα από το χιόνι για να μην παγώσω».

 Αυτός σκύβει και με σηκώνει προσεκτικά για να μη με γρατζουνίση με τα νύχια του. Είναι απερίγραπτα ισχυρός, και αισθάνομαι όλη τη δύναμη ενός άγριου ζώου μέσα μου. Ακόμη, με ζεσταίνει με τη θερμότητα του σώματός του και τη χοντρή, απαλή του γούνα. Είμαι ευτυχισμένη μαζί του· έχω ξεχάσει κάθε φόβο.

 «Ω, μη με αφήσης πάλι στο κρύο έδαφος. Πήγαινέ με στο σπίτι μας, όπου ανθίζει το υπέροχο λουλούδι. Το βλέπω από μακριά να αστράφτη μέσα στην κρύα νύχτα. Είναι ο σκοπός μου και το άφθαρτο νόημα της ζωής μου. Πνευματικέ μου άνθρωπε ξέρω ότι κάτω από το τομάρι που φοράς είσαι ένας βασιλιάς, ένας θεός. Αλλά η ζωική σου θερμότητα με προστατεύει, και χρειάζομαι επίσης τη δύναμη και τη γνώση σου»

 Αυτός απαντάει: « Και εγώ σε χρειάζομαι, φτωχό, ανθρώπινο πλασματάκι».

 Όπως ο Niklaus von Flüe, η Βεατρίκη βλέπει τον πνευματικό της άνθρωπο σαν θεό, έτσι ώστε να χρειάζεται να τον δη και σαν αρκούδα, επειδή πρέπει να κατεβούμε τόσο χαμηλά, όσο ανεβαίνουμε ψηλά, και το αντίθετο, προκειμένου να κρατήσουμε τα αντίθετα σε ισορροπία. Η Βεατρίκη χρειάζεται το ένστικτο του ζώου που έχει μέσα της, επειδή η αρκούδα είναι μια εξαιρετική μητέρα όταν τα αρκουδάκια της είναι μικρά, αλλά τα διώχνει χωρίς λύπηση από κοντά της όταν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Έπειτα ασχολείται με τις δικές της «δουλειές», όπως ζητάει το υποσυνείδητο να κάνη και η Βεατρίκη. Η Βεατρίκη νοιώθει ότι χρειάζεται την ζεστασιά και τη δύναμη της αρκούδας για να τη βοηθήσουν στην πιο δύσκολη, ίσως, πορεία της ζωής της: την πορεία από το εγώ προς το Ταυτό. Είναι μερικές φορές μια πορεία πολύ ψυχρή, όπως εδώ, και μερικές φορές περνάει μέσα από τη φωτιά τής δοκιμασίας, όπως έγινε προηγουμένως. Αλλά το ασυνείδητο τής δίνει την πλήρη υποστήριξή του, προσφέροντάς της τον κατάλληλο σύντροφο για κάθε δύσκολη περίσταση. Εάν μπορή κανείς να το εμπιστευθή και να ακολουθήση τις υποδείξεις του, το ασυνείδητο ποτέ δεν τον απογοητεύει. Όταν είσαι όμως, όπως είπε στη Βεατρίκη ο πνευματικός της άνθρωπος,  μέσα στη φωτιά (ή στο χιόνι), δεν μπορείς να δης το βασικό περίγραμμα.

 Έπειτα αυτή συνεχίζει:

 «Αναζητάω πάντα το κέντρο, σαν μια προστασία από τις συγκινήσεις μου. Αλλά, από την άλλη μεριά, είναι ακριβώς οι συγκινήσεις, η ζήλια και η αντιμεταβίβασή μου που με οδήγησαν προς το κέντρο. Χωρίς αυτά δεν θα πήγαινα ποτέ εκεί, γιατί δεν θα είχα αναγκασθή να πάω»

 Το ότι αντιλαμβάνεται την αξία που έχουν τα συναισθήματά της είναι σίγουρα το αποτέλεσμα της επίδρασης της αρκούδας. Προτού εμφανισθή αυτή, η Βεατρίκη προσπαθούσε πάντα να υψωθή επάνω από αυτά. Και αυτό είναι επίσης απαραίτητο, επειδή δεν μπορούμε συνεχώς να ταλαντευόμαστε προς κάθε κατεύθυνση από τα συναισθήματά μας. Αλλά δεν πρέπει να τα καταπιέζουμε, όπως προφανώς προσπαθούσε να κάνη η Βεατρίκη· πρέπει, αντίθετα, να τα αποδεχώμαστε. Και πρέπει να μάθουμε να υπομένουμε τον πόνο και τον φόβο που προκαλούν.

 Ενώ προσπαθεί να κατανοήση το κέντρο, η Βεατρίκη παραδέχεται ότι δεν το κατανοεί, όπως όλοι μας, καθόλου, και συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο ότι είναι ένα τέλειο παράδοξο. Λέει ότι ζη κοντά στη φωτιά, και ότι το Ταυτό την προστατεύει από το Ταυτό. Και αντιλαμβάνεται ότι, τη στιγμή που βρίσκεται μακρύτερα από τον θεό, βρίσκεται συγχρόνως όσο γίνεται πιο κοντά του : είναι μακριά του συναισθηματικά, αλλά τότε ακριβώς είναι που τον χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά και τον ψάχνει πιο απελπισμένα. Είναι η άγρια, τρομερή φωτιά τού πάθους της, και είναι την ίδια στιγμή η λύτρωση από αυτήν.

 Όπως γράφει ο Jung στο «Ψυχολογία και Αλχημεία»:

 «Δεν έχει κιόλας παρατηρηθή, ότι όλα τα θρησκευτικά δόγματα έχουν λογικές αντιφάσεις και διακηρύξεις, που κατ’ αρχήν είναι απίθανες, και ότι αυτή είναι στην πραγματικότητα η αληθινή ουσία του θρησκευτικού δόγματος; Σαν επιβεβαίωση σε αυτό έχουμε την ομολογία τού Τερτυλλιανού: “Και ο Υιός του Θεού πέθανε, πράγμα που είναι άξιο πίστης, επειδή είναι παράλογο. Και όταν θάφτηκε αναστήθηκε πάλι, πράγμα που είναι βέβαιο επειδή είναι αδύνατο”. Μια θρησκεία γίνεται επομένως εσωτερικά φτωχότερη όταν απορρίπτη ή μειώνη τα παράδοξα στοιχεία της· ο πολλαπλασιασμός τους αντίθετα την εμπλουτίζει, επειδή μόνο μέσω του παράδοξου πλησιάζει κανείς στην κατανόηση της πληρότητας της ζωής. Η έλλειψη αμφισημίας και αντίφασης σημαίνουν μονομέρεια, και επομένως αδυναμία να εκφρασθή το ακατανόητο» (Jung, Άπαντα, τόμος 12, παρ.18).

 Η Βεατρίκη δεν φαινόταν να έχη καταλάβει ποτέ εντελώς αυτήν την αρχή, μέχρι τη στιγμή που ο πνευματικός της άνθρωπος έγινε αρκούδα, και η πλήρης αναγκαιότητα του παράδοξου φώτισε το μυαλό της και τη γέμισε ολόκληρη.

 Την επόμενη φορά που πηγαίνει στο λουλούδι με την ενεργητική της φαντασία, η Βεατρίκη το βρίσκει περιτριγυρισμένο από ψηλούς τοίχους· είναι ένα  τ έ μ ε ν ο ς . Έχει 4 πόρτες σε όλες τις πλευρές του, που βλέπουν ανατολικά, νότια, δυτικά και βόρεια. Η αρκούδα έχει τα χρυσά κλειδιά. Ανοίγει μια από τις πόρτες και περνούν μέσα απ’ αυτήν. Η Βεατρίκη αισθάνεται αμέσως ευτυχισμένη και ασφαλής, και ρωτάει τον πνευματικό της άνθρωπο: «Γιατί;». Αυτός απαντάει: «Επειδή οι τοίχοι κρατούν έξω όλους τους δαίμονες». Αυτή τού επαναλαμβάνει πολλές φορές πόσο ευτυχισμένη είναι εκεί, επειδή το λουλούδι λάμπει με ένα θαυμάσιο, θεραπευτικό φως. Τονίζει ότι δεν είναι  μ έ σ α  στο λουλούδι, αλλά στέκεται δίπλα του, μέσα στην προστασία και τη γλυκειά του ζεστασιά.

 Ρωτάει τον άνθρωπο-αρκούδα: «Ποιός έχτισε τον τοίχο;». Αυτός απαντάει ότι ο θεός τον έχτισε για να την προστατέψη από τον εαυτό του, και ότι αυτός επίσης είναι που κάνει το λουλούδι να μεγαλώνη. Ενώ την πλημμυρίζει για μιαν ακόμη φορά το παράδοξο, αυτή φωνάζει: «Τρομερός, καλός, φιλάνθρωπος θεός!».

 Στο σημείο αυτό καταλαβαίνει ότι το καλό και το κακό πρέπει να ενωθούν, και είναι ενωμένα μέσα στον θεό. Το καλό και το κακό είναι το πιο καυτό ζευγάρι αντιθέτων που υπάρχει για τον άνθρωπο, τουλάχιστον για εμάς που ανατραφήκαμε με τη χριστιανική ηθική. Η χριστιανική ηθική είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να καταπιέζη το κακό, με αποτέλεσμα το κακό να έχη σπάσει τώρα τα δεσμά του, και να καταλαμβάνη τυφλά όλο και περισσότερους ανθρώπους, που ζουν το κακό χωρίς καμμιάν κατανόηση τού τί κάνουν. Αυτοί οι άνθρωποι καταπιέζουν μάλιστα το καλό, το φωτεινό στοιχείο, ακριβώς όπως ο Χριστιανισμός καταπίεζε το κακό, το σκοτεινό στοιχείο· πρέπει κανείς να τα βλέπη και να τα ζη και τα δύο συνειδητά και υπεύθυνα, όπως προσπαθεί για πρώτη φορά να κάνη η Βεατρίκη. Δυστυχώς, πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει αυτό το γεγονός.

 Από αυτό το σημείο και μετά, η Βεατρίκη κάνει ενεργητική φαντασία πολύ πιο συχνά, και πηγαίνει στο «τέμενός» της όποτε τής είναι δυνατόν. Μια φορά που βρίσκεται εκεί, βλέπει ένα αστέρι να λάμπη μέσα στη μαύρη νύχτα. Ρωτάει τον εαυτό της ποιά είναι. Είναι το αστέρι; Νομίζει ότι η μοίρα της είναι παράξενη, αν αυτό είναι αλήθεια· όμως όλο το ενδιαφέρον και το πάθος της είναι συγκεντρωμένα στο αστέρι. «Εάν υπάρχη κάποιος άνθρωπος, τότε υπάρχει μόνο για χάρη του αστεριού», λέει.

 Στον έβδομο από τους «Επτά λόγους προς τους Νεκρούς», γράφει ο Jung:

«Όταν έφθασε η νύχτα, οι νεκροί πλησίασαν, και με θρηνητικό ύφος είπαν: «Υπάρχει ακόμη κάποιο θέμα που ξεχάσαμε να αναφέρουμε. Δίδαξέ μας για τον άνθρωπο».

 « Ο άνθρωπος είναι μια πύλη, μέσα από την οποία περνάτε από τον εξωτερικό κόσμο των θεών, των δαιμόνων και των ψυχών στον εσωτερικό κόσμο· από τον μεγαλύτερο στον μικρότερο κόσμο. Μικρός και παροδικός είναι ο άνθρωπος. Βρίσκεται κιόλας πίσω σας, και εσείς βρισκόσαστε για μιαν ακόμη φορά μέσα σε έναν απέραντο χώρο, στο μικρότερο ήπιο εσωτερικό άπειρο. Σε απροσμέτρητη απόσταση, υπάρχει ένα μοναδικό αστέρι στο ζενίθ.

 Αυτό είναι ο μοναδικός θεός αυτού του μοναδικού ανθρώπου. Αυτό είναι ο κόσμος του, το πλήρωμά του, η θειότητά του.

 Σε αυτόν τον κόσμο ο άνθρωπος είναι ο Abraxas, ο δημιουργός και καταστροφέας του κόσμου του.

 Αυτό το άστρο είναι ο θεός και ο σκοπός τού ανθρώπου.

 Αυτό είναι ο μοναδικός θεός που τον οδηγεί. Με αυτό ο άνθρωπος βρίσκει τον δρόμο για την ανάπαυσή του. Προς αυτό κατευθύνεται η μακριά πορεία της ψυχής μετά τον θάνατο. Μέσα σ’ αυτό ακτινοβολεί η λάμψη όλων όσα έφερε ο άνθρωπος μαζί του από τον μεγαλύτερο κόσμο. Σε αυτόν τον έναν θεό ο άνθρωπος πρέπει να προσευχηθή.

 Η προσευχή αυξάνει τη λάμψη του αστεριού. Δημιουργεί μια γέφυρα επάνω από τον θάνατο. Προετοιμάζει τον άνθρωπο για την ζωή στον μικρότερο κόσμο, και κατασιγάζει τις απελπισμένες επιθυμίες τού μεγαλύτερου.

 Όταν ο μεγαλύτερος κόσμος γίνεται κρύος, το αστέρι καίει.

 Ανάμεσα στον άνθρωπο και τον μοναδικό θεό του δεν βρίσκεται τίποτε, εφ’ όσον ο άνθρωπος μπορεί να στρέψη το βλέμμα του μακριά από το φλογισμένο είδωλο του Abraxas.

 Εδώ ο άνθρωπος, εκεί ο θεός…

Εδώ δεν υπάρχει τίποτε παρά σκοτάδι και ψυχρή υγρασία.

Εκεί μονάχα ήλιος»

(Jung:»Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», «Επτά λόγοι προς του νεκρούς», Λόγος 7ος, 1916, σ. 389).

 Αυτό ξεκαθαρίζει πολύ καλά γιατί ολόκληρο το ενδιαφέρον και το πάθος της Βεατρίκης μεταβιβάσθηκε ξαφνικά σε αυτό το αστέρι, επειδή πλησιάζει δηλαδή γρήγορα προς τον θάνατό της. Είναι σαφές ότι ο επικείμενος θάνατος ήταν γνωστός στο ασυνείδητό της, και ότι το Ταυτό προετοίμαζε την Βεατρίκη δείχνοντάς της το άστρο, τον μοναδικό θεό και σκοπό καθενός από εμάς, προς τον οποίον  κατευθύνει η ψυχή τη μακριά πορεία της μετά τον θάνατο.

 Το αστέρι τής κάνει τεράστια εντύπωση. Αλλά προφανώς ταυτίζεται μαζί του κάπως γρηγορότερα από ό,τι θα έπρεπε, αποφασίζοντας ότι μπορεί να αφήση τις γήινες συγκινήσεις της εντελώς, και ότι μπορεί αμέσως να γίνη νηφάλια και αντικειμενική. Αυτό κάνει τον άνθρωπο-αρκούδα έξω φρενών, πραγματικά άγριο από λύσσα, και ρίχνεται επάνω της σαν να θέλη να την κομματιάση. Αυτή δεν έχει καιρό για να του ξεφύγη, και έτσι πέφτει στο έδαφος μπροστά του και υποτάσσεται ολοκληρωτικά «σαν να προσευχόμουνα σε έναν θεό». Αυτό τον ησυχάζει, και δεν της επιτίθεται. Αυτή τον ρωτάει: «Τί σου έκανα και θύμωσες ξαφνικά τόσο και ήθελες να με σκοτώσης;». Αυτός απαντάει: «Δεν μπορώ να υποφέρω τέτοια άτολμη στάση». Αυτή τού υπόσχεται τότε ότι δεν θα καταπιέζη πια τα συναισθήματα «προκειμένου να είναι λογική». Πηγαίνουν έπειτα μαζί προς το κέντρο: στο λουλούδι.

 Είναι φανερό ότι τα ένστικτά μας μάς απαγορεύουν να τα αγνοήσουμε εφ’ όσον βρισκόμαστε μέσα στο σώμα μας, και συχνά η Βεατρίκη ήταν διασπασμένη από τις συγκινήσεις της εξαιτίας των εξωτερικών δυσκολιών της, της ζήλειας, και μιας επιθυμίας να επαναστατήση ενάντια στο εξωτερικό, ακατανόητο παράδοξο της αντιμεταβίβασής της. Μίλησα κάποτε στον Jung για την περίπτωση ενός άνδρα που επανήλθε στην ζωή, αφού οι γιατροί είχαν νομίσει ότι είναι νεκρός… Ανέφερε ότι στο διάστημα του «θανάτου» του βρισκόταν σε ένα μέρος, που ήταν πιο γνώριμο από το ίδιο του το σπίτι και τον κήπο του. Ένοιωσε απερίγραπτη έκπληξη όταν αντιλήφθηκε ότι αυτό το γνώριμο μέρος ήταν ο θάνατος. Ο Jung είπε ότι και αυτός έτσι περίμενε να είναι ο θάνατος. «Αλλά», πρόσθεσε, «αυτό δεν θα αρέση στο εγώ. Πρέπει κανείς να περιμένη αντίδραση από αυτήν την πλευρά».

 Ο άνθρωπος-αρκούδα φαίνεται να εφιστά την προσοχή τής Βεατρίκης σε αυτήν την αντίδραση, και αυτή παρακολουθεί προσεκτικά αυτό που της λέει. Και προσελκύεται όλο και περισσότερο από το «τέμενός» της· στο τέλος, πηγαίνει εκεί καθημερινά. Αισθάνεται κανείς ότι μόλις η Βεατρίκη πεθάνη, αυτό θα της είναι πραγματικά πιο οικείο από το ίδιο της το σπίτι, μια ευλογία που την οφείλει σίγουρα στο ότι αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην ενεργητική φαντασία.

 Πολύ λίγο καιρό πριν από τον θάνατό της, βρίσκεται στο κέντρο και λέει:

«Πρέπει τώρα να μείνω για πάντα μέσα στο κέντρο, γιατί αλλοιώς το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθή, όταν βρίσκωμαι και στις δύο πλευρές. Ίσως είμαι μέσα στο κέντρο. Το μυστήριο του λουλουδιού βρίσκεται μέσα μου: εγώ είμαι μέσα σε αυτό, και αυτό είναι μέσα σε εμένα. Μπήκε μέσα μου και έγινε ένα ανθρώπινο ον. Είμαι και τα δύο: ένα συνηθισμένο ανθρώπινο πλάσμα, και το μυστήριο του λουλουδιού. Έχω μεγαλώσει ξεκινώντας από το κέντρο. Οι ρίζες μου βρίσκονται μέσα στο μαύρο δάσος της γης, βαθειά μέσα στο χώμα. Εδώ μεγαλώνω. Τα πέταλά μου έχουν ανοίξει, και το θαυμάσιο λουλούδι βρίσκεται στο κέντρο, με τέσσερα χρυσά πέταλα και τέσσερα ασημένια. Εγώ είμαι αυτό το λαμπερό λουλούδι, από το οποίο ξεπηδάει μια πηγή. Ανθίζω και λάμπω μέσα στο σκοτεινό δάσος. Είμαι πραγματικά αυτό το λουλούδι».

 Αυτή είναι η πρώτη φορά που η Βεατρίκη μπήκε μέσα στο λουλούδι, αλλά δεν είναι καθόλου η πρώτη φορά που θέλησε να το κάνη. Είχε επανειλημμένα εκφράσει αυτήν την επιθυμία στον πνευματικό της άνθρωπο, με όποια μορφή και αν παρουσιαζόταν αυτός. Αλλά αυτός πάντα την εμπόδιζε, λέγοντάς της ότι είναι επικίνδυνο, επειδή πολλές φορές δεν μπορεί κανείς να γυρίση πίσω. Αλλά αυτήν τη φορά αυτός δεν φέρνει αντίρρηση· έχει έρθει η κατάλληλη ώρα για τον προσωπικό της θάνατο – δεν θα μπορέση πια να βρη τον δρόμο για να επιστρέψη στο γήινο σώμα της, αλλά μπορεί να μπη μέσα στο πνευματικό σώμα, που κόπιασε τόσο πολύ να δημιουργήση.

 Αν και η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική, η Βεατρίκη περιγράφει στην ουσία την ίδια εμπειρία που είχε ο Jung μετά την αρρώστεια του το 1944, όταν είδε το όνειρο με τον Γιόγκι. Λέει γι’ αυτό:

«Σε αυτό το όνειρο έκανα ένα ταξίδι πεζοπορώντας· προχωρούσα σε έναν μικρό δρόμο μέσα σε ένα τοπίο με βουνά· ο ήλιος έλαμπε, και εγώ είχα πλατειά θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Έφτασα έπειτα σε έναν μικρό ναό στην άκρη του δρόμου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και μπήκα μέσα. Είδα με έκπληξη ότι δεν υπήρχε η εικόνα της Παναγίας στο ιερό, ούτε και ο σταυρός, αλλά ένα θαυμάσιο κατασκεύασμα σε σχήμα λουλουδιού. Και είδα έπειτα ότι καθόταν στο πάτωμα, μπροστά από τον βωμό, κοιτάζοντας προς το μέρος μου ένας γιόγκι στη στάση του λωτού, σε βαθύ διαλογισμό. Αντιλήφθηκα, όταν τον κοίταξα πιο προσεκτικά,  ότι είχε το πρόσωπό μου. Αναπήδησα με έντονον τρόμο, και ξύπνησα με τη σκέψη: «Ά, ώστε αυτός σκέπτεται εμένα. Ονειρεύεται, και εγώ είμαι μέσα στο όνειρό του». Ήξερα ότι όταν θα ξυπνούσε, εγώ δεν θα υπήρχα πια».(Αυτόθι, σ.323).

 Έπειτα κάνει το σχόλιο ότι κατά τη γέννησή του, το Ταυτό που αντιστοιχεί στον Jung άρχισε έναν βαθύ διαλογισμό, διαλογιζόμενο τη γήινη μορφή του. Και συνεχίζει:

«Για να το πούμε διαφορετικά: παίρνει ανθρώπινο σχήμα για να μπη μέσα στον κόσμο της τρισδιάστατης ύπαρξης, όπως κάποιος θα φορούσε τη στολή ενός δύτη για να κάνη κατάδυση μέσα στη θάλασσα. Όταν σταματάη να υπάρχη αποκλειστικά στο Επέκεινα, το Ταυτό παίρνει μια θρησκευτική στάση, όπως δείχνει ο ναός στο όνειρο. Μπορεί να περάση,στη γήινη μορφή του, μέσα από τις εμπειρίες του τρισδιάστατου κόσμου, και να κάνη, με τη μεγαλύτερη συνειδητότητα που θα αποκτήση, ένα βήμα προς την κατεύθυνση της υλοποίησής του. (Αυτόθι, σ.σ. 323,324.)

 Η Βεατρίκη βλέπει το λουλούδι σαν το Ταυτό· εκφράζει σε αυτό το σημείο την εμπειρία της με τη φράση: «Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά συγχρόνως και το μυστήριο του λουλουδιού»· ακριβώς όπως είχε ο γιόγκι στο όνειρο του Jung τα χαρακτηριστικά τού Jung, και ήταν  έτσι ο ίδιος το μυστήριο του γιόγκι που διαλογιζόταν, και την ίδια στιγμή ένας άνθρωπος, που έκανε ένα ταξίδι περπατώντας. Είναι συγχρόνως ένας απλός παρατηρητής του όμορφου σχηματισμού με τη μορφή του λουλουδιού που βρίσκεται μέσα στο ιερό, και ο γιόγκι που διαλογίζεται.

 Αλλά η Βεατρίκη έχει μπη μέσα στο λουλούδι, και ακόμη νοιώθει τον εαυτό της να απλώνη ρίζες μέσα στη σκοτεινή γη. Αφού δεν υπάρχει διαμαρτυρία από τον πνευματικό της άνθρωπο, που πάντα τη φροντίζει τόσο προσεκτικά, μπορούμε να φαντασθούμε πως έρχεται μια μεγάλη αλλαγή. Της επιτράπηκε, πάντως να επιστρέψη για λίγο στο γήινο σώμα της.

 Γράφει την επόμενη μέρα:

«Πηγαίνω στον τοίχο. Η αρκούδα, ο μεγάλος, ισχυρός μου σύντροφος ανοίγει μια από τις τέσσερις πόρτες. Μπαίνουμε μέσα, και αυτός κλειδώνει την πόρτα πίσω μας, Μόλις βρισκόμαστε μέσα από τον τοίχο, παίρνει ανθρώπινη μορφή. Είναι ο αρχοντικός μου πνευματικός άνθρωπος, και φοράει έναν χρυσό και άσπρο μανδύα. Κοιτάζω προσεκτικά το λουλούδι. Καθώς διαλογίζομαι επάνω σ’ αυτό, γίνομαι, όπως και χθες, το ίδιο το λουλούδι, που αποκτάει ρίζες, μεγαλώνει, ακτινοβολεί, είναι άχρονο.

 Παίρνω έτσι μια μορφή αθάνατη. Αισθάνομαι τότε πολύ καλά, προστατευμένη από όλες τις εξωτερικές επιθέσεις. Προστατεύομαι επίσης και από τα ίδια μου τα συναισθήματα. Αφού βρίσκομαι στο κέντρο, κανείς και τίποτε δεν μπορεί να μου επιτεθή. Μπορούν ακόμη να με προσβάλουν και να με πληγώσουν στην ανθρώπινη μορφή μου, και ξέρω ότι θα πρέπη να περνάω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου σε αυτήν τη μορφή. Αλλά θα έχω πάντα την ευκαιρία να γίνωμαι πότε-πότε το λουλούδι. Είμαι πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτό, επειδή μόλις τώρα κατάλαβα πως είναι δυνατόν. Ήξερα πάντα το λουλούδι σαν ένα αντικείμενο, αλλά τώρα ξέρω ότι μπορώ να είμαι επίσης αυτό το λουλούδι.

 Η Βεατρίκη είχε δίκιο όταν έλεγε ότι διατηρούσε ακόμη την ανθρώπινη μορφή της, αλλά έκανε λάθος όταν νόμιζε ότι θα έπρεπε να συνεχίση να περνάη το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της σε αυτήν τη μορφή. Πέθανε από μιαν αιφνίδια και απροσδόκητη θρόμβωση, την επόμενη ημέρα μετά από αυτήν την τελευταία σελίδα ενεργητικής φαντασίας που έγραψε. Όπως την προειδοποιούσε συνέχεια ο πνευματικός της άνθρωπος, εάν μπη κανείς στο λουλούδι κατά τη διάρκεια της ζωής του, μπορεί να είναι αδύνατον να επιστρέψη πάλι στην ανθρώπινη μορφή του. Γι’ αυτό επιτράπηκε στη Βεατρίκη να μπη σ’ αυτό μόνον τις δύο τελευταίες μέρες πριν από τον θάνατό της. Είναι, πάντως, πολύ φανερό ότι το «τέμενός» της τής είναι ήδη «περισσότερο οικείο από το ίδιο της το σπίτι και τον κήπο του» στη γη. Έχει φθάσει ακόμα τον στόχο τού επόμενου παραδείγματός μας, του «κουρασμένου από την ζωή ανθρώπου» από την Αίγυπτο. Έχει μια κοινή κατοικία με τον πνευματικό της άνθρωπο.

 Ο πνευματικός της άνθρωπος έχει γίνει σ’ αυτό το τελευταίο απόσπασμα  το Ταυτό, ντυμένο βασιλικά με έναν χρυσό μανδύα. Άφησε τη μορφή της αρκούδας που είχε, επειδή δεν είναι πια αυτό απαραίτητο για τη Βεατρίκη. Μπορεί να αφήση επιτέλους πίσω της όλα τα πράγματα που την προσβάλλουν από τον εξωτερικό κόσμο, καθώς και τις ανεξέλεγκτες συγκινήσεις της, Μπορεί να μπη στο ειρηνικό της λιμάνι και να γίνη «το ίδιο το λουλούδι, που απλώνει ρίζες, ακτινοβολεί, είναι άχρονο» - η εικόνα της αθανασίας της.

 Δεν γνωρίζει ακόμη συνειδητά ότι είναι στο τέλος της ζωής της, επειδή φοβάται ότι θα πρέπη να περάση ακόμη τον περισσότερο χρόνο μέσα στο ανθρώπινο σώμα της, εκτεθειμένη στις συγκινήσεις της και στις επιθέσεις εκ μέρους των άλλων. Είναι φανερό ότι είναι τώρα πολύ πιο ευτυχισμένη που έχει μεταμορφωθή στο λουλούδι. Η ενεργητική φαντασία την έχει οδηγήση στην ανεξαρτησία, και δεν κρέμεται πια από κανένα εξωτερικό στήριγμα. Πιστεύει επομένως κανείς, ότι οι Κινέζοι θα την έλεγαν ευτυχισμένη· έχει χτίσει το άυλο σώμα της, και έχει έρθει γι’ αυτήν η κατάλληλη στιγμή να πεθάνη τον προσωπικό της θάνατο. Όσο κι αν ήταν ξαφνικός από την άποψη της συνείδησης, δεν μπορεί να αμφιβάλη κανείς ότι ο θάνατός της τη βρήκε πλήρως προετοιμασμένη. Ο άντρας της, τα παιδιά της και οι φίλοι της ένοιωσαν, φυσικά, πιο έντονα το ξαφνικό σοκ, αλλά, αν και πέθανε φαινομενικά νωρίς, αισθάνεται κανείς ότι δεν θα πρέπη να είχε τίποτε από την πίκρα που, όπως έλεγε ο Jung, φαίνεται να νοιώθουν τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι που πεθαίνουν νέοι. Αυτό φαίνεται συνήθως από τα όνειρα των μελών τής οικογένειάς τους και των φίλων τους, και, εγώ τουλάχιστον, δεν άκουσα τίποτε παρόμοιο στην περίπτωση της Βεατρίκης Στον βαθμό που μπορεί κανείς να τολμήση μια νυπόθεση σχετικά με το Υπερπέραν, έχει την εντύπωση ότι η Βεατρίκη είχε επιτύχει όλην την πληρότητα που ζητούσε από αυτήν το ασυνείδητο επάνω στη γη, και μπορούσε να έχη επομένως την πλήρη υποστήριξή του στο άυλο σώμα, που είχε γίνει γι’ αυτήν ακόμη πιο πραγματικό στην ενεργητική της φαντασία, λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό της.

 Νομίζω ότι έχουμε ένα μεγάλο προνόμιο, να μπορούμε να μελετήσουμε ένα τέτοιο κείμενο, και πρέπει να τελειώσω ευχαριστώντας θερμά τον άνδρα της, που μου επέτρεψε να περιλάβω τις εμπειρίες της Βεατρίκης σε αυτό το βιβλίο.

 (τέλος 4ου κεφαλαίου)

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου