Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Hans Urs Von Balthasar - ΤΟ ΟΛΟΝ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ (12)

Συνέχεια από : Κυριακή, 9Οκτωβρίου 2011
ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Όψεις τής θεολογίας τής ιστορίας
2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ, ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
1. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Μεταστροφή και δημιουργία.
2. Η καθολική διάσταση.

Έτσι λοιπόν η ακολουθία των γεγονότων στον χρόνο—η πτώση, το προπατορικό και η αμαρτία, η ύπαρξης και ο χαμένος χρόνος— είναι ήδη απο πάντοτε (ή ακολουθία) περιεχόμενο μέσα στον πρώτο προορισμένο, που είναι επίσης και ο τελευταίος Αδάμ, ο Άλφα και ο Ωμέγα όλων των χρόνων και ιδιαιτέρως στο αίμα του, δηλ, στον υπολογισμό του περάσματος Του μέσω του χρόνου και του θανάτου. Ο υπερχρονικός τόπος στον οποίο συγκλίνει ο χρόνος, καθότι είναι ο τόπος του Χριστού, δέν βρίσκεται «επάνω», «πρίν» ή «μετά» τον χρόνο, αλλά μάλλον τον υπερβαίνει μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε να τον περιλαμβάνει εντελώς εις εαυτόν. Όχι βεβαίως με τον ίδιο τρόπο που η υπερβατικότης του Θεού ενυπάρχει σε όλα τα κτίσματα, αλλά καθόσον, μέσω του γεγονότος της ενσαρκώσεως, του θανάτου και της Αναστάσεως, τον περιλαμβάνει στον εαυτό του, λαμβάνοντας τον σαν χρόνο. Αυτή η κάθοδος του Υιού στην συνεχώς πιό χαμηλή Γή, για να επιστρέψει και να ξαναανεβή απο εδώ στο πάντοτε πιό ψηλό των ουρανών (Εφ. 4,10) είναι η διάστασις που ολοκληρώνει κάθε κάθετο χρόνο, διάσταση μέσα στην οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί κάθε ατομική επιστροφή του χρόνου(μεταστροφή) ο ιδιαίτερος τρόπος σύμφωνα με τον οποίον μπορεί να συσταθεί για το άτομο ο αυθεντικός χρόνος, ο τέλειος.

Μέσω της μελλοντικής του έλευσης μέσα στο σώμα για να παρουσιαστεί στον χρόνο, ο Χριστός φέρει την πληρότητα στο κενό και στο άδειο και το γεμίζει με τον μελλοντικό χρόνο χωρίς να καταστρέψη την μορφή του χρόνου, αλλά αντιθέτως αχρηστεύοντας σαν μία πραγματικότητα του παρελθόντος, αυτή την κενότητα και αυτό που είναι η αιτία, την αμαρτία. Αυτό είναι το τελειωτικό αποτέλεσμα της καθόδου του στις «κατώτερες περιοχές» του κόσμου, οι οποίες  παίρνουν μ’αυτόν τον τρόπο, την σημασία ενός «αιωνίου παρελθόντος» (όπως πολύ σωστά το είχε κατανοήσει και ο Σέλλινγκ στο κείμενο του Die Weltalter). Αυτό που δέν συγχωνεύεται στην σύνθεση του Χριστού, αυτό που ελέγχεται απολύτως—και στην μοναχική ύπαρξη και σ’ολόκληρη την ζωή του κόσμου—αυτό πού είναι πλέον απολύτως αθεράπευτο—αυτό το «ποτέ πιά ξανά», είναι το παρελθόν. Αυτοί που θεμελίωσαν ήδη το παρόν τους σ’αυτό το παρελθόν, θα ξεσπάσουν πιά σε έναν αιώνιο θρήνο: «και θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γι’αυτήν, οι βασιλιάδες της γής που πόρνεψαν και ασέλγησαν μαζί της, όταν δούν τον καπνό απο τις πυραγιές της... και οι έμποροι της γής θα κλάψουν και θα θρηνήσουν γιάυτήν, γιατί κανένας πιά δέν θα αγοράζει το εμπόρευμα τους... και ο ώριμος καρπός που λαχτάρησε η ψυχή σου έφυγε μακριά σου, κι’όλα τα πλούτη και οι λαμπρότητες χαθήκανε για σένα, κι ούτε που θα ξαναβρεθούνε πιά... δέν θα ξανα ακούσεις τον ήχο των κιθαριστών και των μουσικών, αυτών που παίζουν αύλό και σάλπιγγα. Δέν θα ξαναδείς πιά το φώς του λυχναριού και τη φωνή του γαμπρού και της νύφης δέν θα τήν ξανακούσεις ...(Απ. 18,9...)

Αυτό που καταποντίστηκε απ’αυτό το ανεπανόρθωτο παρελθόν είναι αυτό πού δέν επιλέχθηκε απο τον Θεό, το κακό, η μεγάλη διαφθορεύς η Βαβυλώνα, σαν σύνθεση όλου αυτού που είναι «πορνεία» δηλ, απόκλιση απο την αγάπη του Θεού και η οποία καθώς είναι αποξένωση και αλλοτρίωση, είναι εκ της φύσεως ανίκανη επιστροφής και σωτηρίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καταλήγει στο «πιό βαθύ σκοτάδι» (Ματυ. 8,12) και η κατανάλωση της στην φωτιά μπορεί να παρατηρηθεί μόνον απο μακρυά (Απ. 18,10). Αυτό όμως που δέν εξαφανίζεται σ’αυτό το ανεπανόρθωτο παρελθόν και μπορεί να ανακτηθεί, παρότι είναι παρελθόν με την χρονική έννοια: είναι αυτό που μπορεί να ανακτηθεί στο κάθετο επίπεδο του χρόνου που εγκαινιάστηκε στον Χριστό, παρότι σε σχέση με το άδειο οριζόντιο επίπεδο του χρόνου φαίνεται να μήν μπορεί να ξαναανακτηθεί. Έτσι το Ισραήλ, εάν επιστρέψει έχει δοθεί η υπόσχεση της «ανακαινίσεως» της καταστάσεως του (αποκαταστήσω σε ). Ο Πέτρος αναφέρεται σ’αυτή την υπόσχεση στον λόγο του προς τους Εβραίους όταν τους καλεί να ελπίσουν στους  « χρόνους της αποκαταστάσεως πάντων», και μ’αυτή στην επιστροφή του Χριστού (πράξεις 3,21). Το  «μέλλον του Θεού» στην ενσάρκωση του Χριστού,δέν σημαίνει πώς ο Θεός βουτώντας στο ρεύμα του χρόνου, θα παρασυρθεί απο αυτό όπως κάθε άλλο πράγμα που φτάνει στον χρόνο και εξαφανίζεται. Αυτός είναι αληθινά βουτηγμένος στον χρόνο (τόσο που φτάνει να υποφέρει και να πεθαίνει) και είναι αυτός, ο αιώνιος, που γίνεται χονικός και φέρει έτσι την αιωνιότητα του μαζί του στον χρόνο και στο γίγνεσθαι. Αλλά το αιώνιο δέν μειώνεται στο χρονικό, ώστε ακόμη και εάν ήρθε, διατηρεί την χρονική μορφή αυτού που έρχεται δηλ, του μέλλοντος. Η ιδέα της αμέτρητης πραγματικότητος στην οποία δίνει έναυσμα αυτό το αιώνιο «είναι παρών-ερχόμενο» απέναντι στην κτιστή, χρονική δημιουργία, περιέχεται στην βιβλική έννοια του «σήμερα»
Το «σήμερα» είναι το παρόν του χρόνου στην καθετο-σωτηριώδη διάσταση του, το οποίο «εις εαυτόν» είναι παρόν για τον άνθρωπο και τον κόσμο, αλλά πρέπει να οικειωθεί απο τον άνθρωπο και απο τον κόσμο με την επιστροφή και να μεταμορφωθεί τοιουτοτρόπως σε ένα «καθ’αυτό». Το κάθετο σήμερα κρέμεται μέσα και πάνω απο το οριζόντιο τώρα: διότι απο το ένα μέρος δέν είναι σίγουρο, σαν ένα μέλλον που βρίσκεται σε χρήση (διότι ο χρόνος στην οριζόντια διάσταση του, περνά και δέν μπορεί να εμποδιστεί) αλλά δέν μπορεί ούτε να θεωρηθεί κάτι άχρονο κρεμασμένο πάνω απο την χρονική πρόοδο, διότι το «μέλλον του Θεού» δέν είναι μία αφηρημένη ιδέα αλλά το γεγονός της εισβολής της Θείας Ελευθερίας. Αυτό τό σήμερα, αυτό το τώρα (νύν), αυτός ο δεκτός καιρός (2 Κορ 6,2), μπορεί να συλληφθεί μόνον εάν η καρδιά μας στραφεί «εκεί όπου οι θησαυροί δέν αφανίζονται ούτε απο το σκόρο, ούτε απο τη σκουριά, ούτε οι κλέφτες τους ανακαλύπτουν και τους κλέβουν (Ματθ. 6,19). Αυτό είναι μία ανανεωμένη άσκηση αγαπητικής προσχωρήσεως στον Θεό, ζωή της ουρανίου Ιερουσαλήμ. Είναι μία προσχώρηση σε εκείνον τον «μοναδικό» ο οποίος υψώνεται πάνω απ’όλα ο Χριστός, και μέσα σ’αυτή την καρδιά συμβαίνει η συμφιλίωση μέσω της συνενώσεως και της συγχωνεύσεως του γέρο-Αδάμ στον νέο που αγκαλιάζει τα πάντα. Η μεταστροφή του ανθρώπου, σαν αλλαγή πλεύσης στον χρόνο (αυτή που ο Μαξ-Σέλερ ονόμασε «μετάνοια και αναγέννηση)είναι μία πράξη που γίνεται κατανοητή και απο την οπτική γωνία της φιλοσοφίας της θρησκείας, καθότι είναι πραγματικά—όπως μπορούμε να δούμε στις εξομολογήσεις του Αυγουστίνου—μία πράξη του πραγματικού ανθρώπου. Αλλά η αντίληψη τής αντιστρεπτότητας του χρόνου και τής κρίσεως σε μάς που περιέχεται σ’αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή εάν περιλαμβάνεται καθολική μεταστροφή του χρόνου σαν πρωτοβουλία του Θεού: διαφορετικά θα ήταν όπως λέει και ο Σέλερ ένας πελαγιανός ή θεουργικός) εξαναγκασμός του Θεού, ο οποίος πρέπει να συγχωρήσει διότι ο άνθρωπος μετανοεί.
Σ’αυτό το σημείο όμως πρέπει να θυμηθούμε πώς η αντιστρεπτότητα του ιστορικο-κοσμικού χρόνου κατορθώνεται μέσω της χάρης που μας δόθηκε στον Χριστό, ο οποίος δέν είναι μία Αρχή, αλλά ένας ξεχωριστός άνθρωπος (1 Τιμ 2, εις γάρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Χριστός Ιησούς), και ο οποίος σαν άνθρωπος εισήλθε στον χρόνο της αμαρτίας με όλη του την εσωτερική ματαιότητα. Αυτή η ματαιότης πρέπει να πίεζε το Είναι του και την πράξη του στην γή όχι μόνον στο μέτρο που είναι κοινό για κάθε άνθρωπο, αλλά ακόμη περισσότερο καθότι, υπάκουος μέχρι θανάτου έπρεπε να εισχωρήση μέχρι τα βάθη της αβύσσου του χρόνου που κατέληξε άχρηστος. Η ανοικοδόμηση που πραγματοποίησε, δέν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μεταμορφώνοντας ένα, ένα τα αποσπάσματα του χρόνου που χτυπήθηκε απο την κενότητα, έτσι ώστε να τον γεμίσει σημασία και νόημα λίγο-λίγο κάθε φορά. Αντιθέτως χρειάστηκε, παίρνοντας πάνω του και μέσα του ολόκληρη την πορεία του απολύτου παρελθόντος, να κατορθώσει για την ολότητα, ξεκινώντας απο το τέλος, την μεταστροφή. Σ’αυτό αναφέρονται οι Πατέρες όταν βεβαιώνουν πώς ο Χριστός εμφανίστηκε όταν η αμαρτία του κόσμου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της. (Γρηγόριος Νύσσης P.G. 46, 1132). Μόνον και μόνον βλέποντας την ολοκλήρωση αυτής της αποξενώσεως απο το αιώνιο παρόν του Θεού, αυτό το γκρέμισμα στο απόλυτο παρελθόν, ο Σωτήρ την χρονική του ύπαρξη. Η παραμονή του σ’αυτή την μεταβατική διάσταση είναι η υϊκή του πίστη στον Πατέρα, αυτή η ενωτική παρένθεση δέν είναι απλώς ένα γεγονός (η είσοδος του αιώνος στον χρόνο) αλλά μια υπακοή που γεννιέται απο την αγάπη. Το σημείο της μέγιστης διαστάσεως—ανάμεσα στον χρόνο της αμαρτίας που έφτασε στο απώγειο της και στην αιωνιότητα χωρίς κανένα σημάδι—πραγματοποιείται ακριβώς εκεί όπου υπάρχει η πιό προσωπική κοινωνία στην αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό (η Τριαδική διάσταση στους κόλπους της αιωνίου ζωής)και εδώ ακριβώς βρίσκεται και η διάσταση ανάμεσα στον αιώνιο Θεό και στην πεπερασμένη δημιουργία και η οποία φτάνει στην τελική της σημασία. Έτσι λοιπόν ο χρόνος της δημιουργίας—και ακόμη και ο χρόνος της αμαρτίας—μέσω της απελευθερωτικής χάριτος του Θεού γίνεται ο τόπος της αυτοφανερώσεως τής αιωνίου ζωής. Η αυθεντική της σημασία, προορισμένη να γίνει αιώνια λόγω της συμφωνίας της με τον Θεό, φανερώνεται ξεκάθαρα για πρώτη φορά στην ζωή του Ιησού και σ’αυτήν γίνεται επίσης προσιτή. Καθότι μία τέτοια ύπαρξη είναι μία πράξη αγάπης η οποία επιλέγει, η οποία ξεφεύγει απο κάθε μυθική ή γνωστική κατανόηση και μπορεί να ταυτιστεί μόνον με το βάθος της Χριστιανικής ερμηνείας του χρόνου.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου