Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (14)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 26 Οκτωβρίου 2011

Η
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung της Barbara HANNAH
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 5 (συνέχεια)

ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΊΑΣ –
Ο ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑ ΤΟΥ

Τώρα είναι η σειρά του «κουρασμένου από την ζωή» ανθρώπου να απαντήση στο Βα του. Λέει:

«Έπειτα άνοιξα το στόμα μου στο Βα μου για να του απαντήσω σε ό,τι είχε πει: Κοίταξε, το όνομά μου είναι βρωμερό για χάρη σου (κατά λέξη: εξ αιτίας τής ύπαρξής σου), περισσότερο από όσο βρωμάει το guano (ακαθαρσία πουλιού;) τις καλοκαιρινές μέρες, όταν καίη ο ήλιος».

Αυτή η αρχή τής απάντησης επαναλαμβάνεται έπειτα για να εκφράση τον τρόμο του ανθρώπου μπροστά στον εαυτό του. Οι παραβολές τού άνοιξαν επιτέλους τα μάτια, και φθάνει – με μιαν τυπική εναντιοδρομία –  στο αντίθετο άκρο. Στην αρχή νόμιζε ότι το Βα έκανε κάτι τόσο τρομερό, που ήταν αδύνατον να το περιγράψη στις πραγματικές του διαστάσεις· τώρα βλέπει όλο το άδικο στον εαυτό του. Αυτή είναι μια πολύ συνηθισμένη αντίδραση όταν βλέπουμε για πρώτη φορά τις ελλείψεις και τα λάθη μας· κινδυνεύουμε να «πετάξουμε και το μωρό μαζί με το νερό του μπάνιου» (Σ. τ. μ.: να «κάψουμε και τα χλωρά μαζί με τα ξερά»).

Το ενδιαφέρον, πάντως, είναι, ότι ο άνδρας καταφέρνει να ξεπεράση την κατάσταση σώος. Μπορεί να δη τον εαυτό του με ντροπιασμένο όνομα χωρίς να καταρρέη, εξ αιτίας της ύπαρξης του Βα. Το όνομα σήμαινε για τους αρχαίους Αιγύπτιους ακόμη περισσότερα από όσα σημαίνει για εμάς, όπως παρατηρεί ο Jacobsohn, επειδή όταν το όνομα καταστρεφόταν πάνω σε ένα μνημείο, πίστευαν ότι εξαφανιζόταν και η πραγματική ουσία τού νεκρού. Ο «κουρασμένο από την ζωή» άνθρωπος μπορούσε προφανώς να δη τη σκοτεινή πλευρά του, χωρίς αυτό να τον συντρίβη. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι επαναλαμβάνει συνεχώς «για χάρη σου», που θα μπορούσε, όπως λέει ο Dr Jacobsohn, να μεταφρασθή  επίσης με τις λέξεις «για λογαριασμό σου» ή «εξ αιτίας τής ύπαρξής σου». Είναι πραγματικά εκπληκτικό το ότι αυτός ο άνθρωπος, που ανατράφηκε μέσα στην αιγυπτιακή θρησκεία εδώ και 4.000 χρόνια, θα μπορούσε να ενσαρκώση την ουσία της γιουγκιανής ηθικής σήμερα· το ότι είμαστε δηλ. υπεύθυνοι για τη γνώση τής ύπαρξης του Ταυτού μέσα μας. Η άγνοια αυτού του πράγματος είναι πραγματικά η πρωταρχική αμαρτία. Όπως θα θυμάται ο αναγνώστης, το Βα δεν ενδιαφερόταν για τις συνηθισμένες αμαρτίες του ανθρώπου – κάτι που τελικά είναι μια προστασία της ατομικής, δογματικής συνείδησης απέναντι στο Βα – αλλά για το Βα έχει πραγματικό ενδιαφέρον το να αναγνωρίζεται και να κατανοήται. Θέλει να γίνη ακουστό από τον «κουρασμένο από την ζωή» άνθρωπο. Και είναι φανερό, ότι ο άνθρωπος κατάλαβε τελικά μέσα σ’ αυτόν τον λόγο αυτό το σημείο.

Οι πρώτες πέντε αναλογικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να δείξη ότι κατανοεί πως λέρωσε το όνομά του, έχουν όλες σχέση με το ψάρεμα ή τις ακαθαρσίες των ζώων. Αυτό έχει τεράστιο ψυχολογικό ενδιαφέρον, επειδή ακριβώς στα απόβλητα, στα προϊόντα που δεν έχουμε μπορέσει να αφομοιώσουμε, μπορεί να μεγαλώση ο σπόρος τού Ταυτού. Οι Αλχημιστές έλεγαν εξ άλλου συχνά, ότι ο φιλοσοφικός χρυσός, η Lapis, το πιο πολύτιμο πράγμα, βρίσκεται στον σωρό με την κοπριά. Όνειρα με ακαθαρσίες και αποχωρητήρια είναι, ως γνωστόν, πολύ συνηθισμένα, και αναφέρονται συχνά σε δημιουργικό υλικό που δεν έχει συνειδητοποιηθή κατάλληλα. Αυτές οι φράσεις μάς παρουσιάζουν, επομένως, πράγματα που εμφανίζονται και σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά.

Οι παρομοιώσεις που αφορούν το ψάρεμα είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσες ψυχολογικά, επειδή όταν δούμε και δεχθούμε τα λάθη και τις ελλείψεις μας, όπως κάνει ο «κουρασμένος από την ζωή» άνθρωπος, και όταν κατανοήσουμε πάνω απ’ όλα την αντικειμενική ύπαρξη του ασυνειδήτου, είμαστε τελικά σε θέση να ψαρέψουμε περιεχόμενα από το ασυνείδητο, που προηγουμένως δεν γνωρίζαμε την ύπαρξή τους.

Οι επόμενες παρομοιώσεις είναι επίσης πολύ ενδιαφέρουσες. Ο «κουρασμένο από την ζωή» άνθρωπος συγκρίνει τη δυσωδία τού ονόματός του με τα ψέμματα που μπορούν να κυκλοφορούν για μια γυναίκα. Το Βα έχει παρουσιασθή συμβολικά σαν γυναίκα, ακόμη και σαν σύζυγος του άνδρα· μπορούμε να υποθέσουμε επομένως, ότι η παρομοίωση αναφέρεται στο Βα. Πρέπει να θυμώμαστε ότι στις μέρες τού «κουρασμένου από την ζωή» ανθρώπου, το θρησκευτικό δόγμα διακήρυττε ότι το Βα δεν έπαιζε κανέναν ρόλο στην ζωή ενός ανθρώπου, παρά μόνο  μ ε τ ά  τον θάνατό του. Ο άνθρωπός μας βρίσκετα συνεπώς σε μιαν πολύ ευαίσθητη θέση, σαν αυτήν που αντιμετωπίζει μια γυναίκα στην πιο πολύτιμη σχέση της: μπορεί να συναντήση ψέμματα που κυκλοφορούν γύρω από αυτήν οποιαδήποτε στιγμή. Θα μπορούσαν να πουν γι’ αυτόν, παραδείγματος χάριν, ότι είναι τρελλός, επειδή νομίζει πως μπορεί να μιλήση στο Βα του κατά τη διάρκεια της ζωής του, και επειδή ισχυρίζεται, ακόμη, πως έχει μια στενή σχέση μαζί του, σαν αυτήν που έχει ένας άνδρας με μια γυναίκα. Του είναι επομένως αναγκαίο να κρατήση αυτήν τη σχέση κρυφή, ακριβώς όπως λέει ο Jung ότι αναγκαζόμαστε και σήμερα να κάνουμε, όταν συναντάμε το ασυνείδητο σε ένα βαθύ επίπεδο (Jung: Άπαντα, τόμος 12, παρ. 57).

Ο «κουρασμένος από την ζωή» άνθρωπος συγκρίνει έπειτα τον εαυτό του με ένα απείθαρχο παιδί, που είναι αναγκασμένο να ανήκη σε κάποιον που μισεί, μια σύγκριση που περιγράφει ακριβώς την αρχική του στάση τη στιγμή που ανακάλυψε ότι ανήκε στο Βα ήδη από τον εδώ κόσμο.

Στην τελευταία του παρομοίωση μιλάει για μιαν προδοτική πόλη που έχει στασιάσει, βλέποντάς την  α π ό  τ α  έ ξ ω, πράγμα που είναι βασικά μια σύγκριση της στάσης του ίδιου τού ανθρώπου απέναντι στο Βα. Μέχρι τη στιγμή εκείνη ήταν ένας ασυνείδητος κάτοικος της επαναστατημένης πόλης, αλλά επιτέλους αρχίζει να βλέπη τον εαυτό του αντικειμενικά. Αλλά βρίσκεται ακόμη, κατά αρκετά παράδοξον τρόπο – μια και η πόλη είναι επίσης ένα σύμβολο του Ταυτού – , έξω από το σπίτι, όπως ο άνθρωπος της δεύτερης παραβολής.

Εάν τον δούμε σαν ένα κομμάτι ενεργητικής φαντασίας, αυτός ο λόγος, με όλες του τις παρομοιώσεις, δείχνει μιαν τεράστια πρόοδο σε σύγκριση με τις προηγούμενες ομιλίες τού ανθρώπου. Αυτές οι προηγούμενες ομιλίες έδειχναν μια τέλεια άγνοια της άποψης του Βα, ή ακόμη και του ότι υπήρχε μια τέτοια άποψη, και δεν ήταν με κανέναν τρόπο ενεργητική φαντασία· ο άνδρας απλώς συμβούλευε το Βα και πρόβαλλε τις δικές του δογματικές γνώμες επάνω σε αυτό. Το κυριώτερο πλεονέκτημα στο πρώτο μέρος του κειμένου – και αυτό είναι τεράστιο πλεονέκτημα – είναι ότι ο άνθρωπος πέτυχε να αντικειμενοποιήση το Βα του, και να αναφέρη αυτά που του είπε. Αυτό αντιστοιχεί στο πρώτο μέρος της δουλειάς που είναι απαραίτητο να γίνη κατά την ενεργητική φαντασία: να συλλέγουμε υλικό από το ασυνείδητο, και να μάθουμε να αφήνουμε τα πράγματα ελεύθερα να συμβαίνουν.

Αλλά στον λόγο που τώρα εξετάζουμε, το ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό. Όχι μόνον ο άνθρωπος έχει επιτρέψει στο εκπληκτικό υλικό των παραβολών να εργασθή επάνω του και να τον  μ ε τ α μ ο ρ φ ώ σ η,  επειδή η όλη στάση του αλλάζει ριζικά, αλλά επιτρέπει επίσης στο ασυνείδητο να διαπεράση τις ίδιες του τις δηλώσεις, όπως μπορούμε να το δούμε αυτό στην ασυνήθιστη νοηματική πληρότητα των παρομοιώσεων που χρησιμοποιεί, παρομοιώσεις που χρειάσθηκαν χιλιάδες χρόνια για να ωριμάσουν, και που το νόημά τους είναι σχετικά άγνωστο ακόμη και σήμερα. Εάν αυτός ο λόγος ήταν ένα τμήμα δικής μας ενεργητικής φαντασίας, θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να το αφομοιώσουμε, επειδή προέρχεται συγχρόνως από το συνειδητό και από το ασυνείδητο. Είναι ένα κλασσικό παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας, ασκημένης με τον σωστό τρόπο που θα πρέπη αυτή να γίνεται.

Σ’ αυτό το προχωρημένο στάδιο ενεργητικής φαντασίας, η συνειδητή στάση κρατά τη δική της γραμμή: ο άνθρωπος θέλει να πη στο Βα, ότι έχει συνειδητοποιήσει τις αμαρτίες του  α π έ ν α ν τ ι  σ’  α υ τ ό, όχι απέναντι σε κάποια ομάδα, και ότι ντρέπεται πραγματικά για τον εαυτό του. Αυτήν τη στάση διατηρεί ο άνθρωπος και στη συνέχεια, ενεργητικά και απαρέγκλιτα. Κάθε φράση αρχίζει μ’ αυτήν. Αλλά όταν ψάχνη μέσα στο μυαλό του για να βρη καινούργιες συγκρίσεις προκειμένου να περιγράψη τον τρόμο του, είναι φανερό ότι αφήνει το ασυνείδητο να εισχωρήση, επειδή η συνείδηση δεν θα μπορούσε ποτέ να βρη τόσο γεμάτους με νόημα παραλληλισμούς, που είχαν χρειασθή χιλιάδες χρόνια για να ωριμάσουν.

Εάν αυτό ήταν ένα παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας που θα είχε πετύχει κάποιος από εμάς, θα έπρεπε να σκεφθούμε πολύ προσεκτικά πριν αρχίσουμε να το καταλαβαίνουμε. Είναι εξαιρετικό υλικό για να βάλουμε με αυτό τα θεμέλια της υπερβατικής λειτουργίας, επειδή προέρχεται την ίδια στιγμή από το συνειδητό και από το ασυνείδητο.

Ο «κουρασμένος από την ζωή» άνθρωπος έχει αφομοιώσει εδώ κάτι από το Βα, επειδή το ύφος του έχει γίνει περισσότερο όμοιο με του Βα· αφήνει αναλογίες γεμάτες νόημα να ξεχύνωνται με τη μορφή κάποιου είδους παραβολής. Έχει κερδίσει επιπλέον κάτι από το αντικειμενικό πνεύμα τού Βα, και η υπερβατική λειτουργία σχηματοποιείται καθαρά ανάμεσα στο Βα και τον άνθρωπο.

Ο Dr. Jacobsohn τελειώνει το σχόλιό του επάνω στην πρώτη απάντηση, τονίζοντας ότι ο «κουρασμένος από την ζωή» άνθρωπος έχει αποκτήσει εμπιστοσύνη στο Βα του, καθώς και μια καινούργια έννοια ευθύνης απέναντι σ’ αυτό, και ότι προχωράει στον επόμενο λόγο εξηγώντας γιατί δεν βλέπει ακόμη κάποια δυνατότητα να αποκηρύξη την επιθυμία του να αυτοκτονήση.

Ο άνθρωπος αρχίζει τον λόγο του ως εξής: «Σε ποιόν να μιλήσω και σήμερα; Τα αδέλφια είναι κακόβουλα, οι φίλοι είναι σήμερα χωρίς αγάπη».

Κάθε κομμάτι που ακολουθεί αρχίζει επίσης με τις λέξεις: «Σε ποιόν να μιλήσω και σήμερα;». Και συνεχίζει με το παράπονο ότι όλοι είναι φιλάργυροι, αναιδείς, κακοί, ληστές, άδικοι, και ούτω καθεξής. Δεν μπορεί να βρη κανέναν που να είναι ήρεμος και καλός, γι’ αυτό και δεν έχει κανένα πρόσωπο που να το εμπιστεύεται, και είναι απροσμέτρητα μόνος.

Υπάρχει, χωρίς αμφιβολία, ένα ποσοστό εγωικής διόγκωσης και προβολής σ’ αυτόν τον λόγο, αλλά πρέπει να θυμηθούμε τις μέρες στις οποίες ζούσε ο άνθρωπος, και να μην τον κρίνουμε με τα δεδομένα τής εποχής μας.

Η μοναξιά τού ανθρώπου προέρχεται ίσως από την εισβολή τού Βα, επειδή, όπως παρατηρεί ο Jung στο βιβλίο «Ψυχολογία και Αλχημεία»: «Τέτοιου είδους εισβολές είναι κάτι απόκοσμο… Προκαλούν μια σοβαρή αλλαγή στην προσωπικότητα, επειδή δημιουργούν αμέσως ένα οδυνηρό προσωπικό μυστικό, που αποξενώνει τον άνθρωπο από το περιβάλλον του και τον απομονώνει» (Αυτόθι. Σύγκρινε τη μετάφραση του R.F.C.Hull).

Το Βα βάζει τέρμα στο να είναι η απληστία και η δύναμη στόχοι ζωής για κάποιον, αλλά ο άνθρωπός μας δεν έχει ακόμη απελευθερωθή αρκετά από αυτά, ώστε να μην τον ενοχλή όταν βλέπη τα ίδια πράγματα σε άλλους ανθρώπους, Ο χριστιανισμός δίδαξε, ακόμη και 2000 χρόνια αργότερα, την  ε γ κ α τ ά λ ε ι ψ η  του κόσμου, θα ζητούσαμε επομένως κάτι αδύνατον για τον άνθρωπό μας, εάν περιμέναμε να ξεπεράση την επίδραση του κόσμου χωρίς καμμιά συνέπεια.

Αλλά το γεγονός ότι εξηγεί τους εξωτερικούς όρους της ζωής του στο Βα έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς, επειδή και σήμερα βλέπουμε πως είμαστε αναγκασμένοι να μιλήσουμε στο ασυνείδητό μας για τους εξωτερικούς μας καθορισμούς, και να του εξηγήσουμε, σε ακραίες περιπτώσεις, ότι έχουμε φθάσει στο όριο της αντοχής μας. Εάν το πούμε αυτό πριν από την ώρα του, αλλοίμονό μας, αλλά εάν βρισκόμαστε  π ρ α γ μ α τ ι κ ά  στο όριο της αντοχής μας, το ασυνείδητο θα μας ακούση, και πολλές φορές θα αλλάξη την πορεία των πραγμάτων. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η ενεργητική φαντασία είναι ένα πάρε-δώσε· πρέπει να ακούμε συγχρόνως το συνειδητό μας – «πρόσεχε, είναι καλό να ακούη ο άνθρωπος» – και να του δίνουμε τις απαραίτητες πληροφορίες από τη συνειδητή μας πλευρά.

Το ότι είναι αυτό απολύτως απαραίτητο, φάνηκε καθαρά σε εμένα κατά τη διάρκεια της συζήτησης με τον animus μου. Είπε ξαφνικά, προς μεγάλη μου έκπληξη: «Είμαστε ενωμένοι μαζί σε μιαν πολύ περίεργη κατάσταση σαν Σιαμαίοι, και όμως ανήκουμε σε πολύ διαφορετικές πραγματικότητες:. Μου εξήγησε έπειτα ότι η δική μας πραγματικότητα είναι τόσο αόρατη σ’ αυτόν, όσο η δική του σε εμάς. Στις προσπάθειές μας να δούμε, επομένως, την πραγματικότητα του ασυνειδήτου, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε να το βοηθάμε να δη τη δική μας πραγματικότητα. Ακριβώς όπως ο άνθρωπος δεν μπορούσε στην αρχή να δη την οπτική γωνία τού Βα, έτσι και το Βα δεν μπορούσε να δη γιατί η εξωτερική ζωή είχε γίνει τόσο ανυπόφορη για τον άνθρωπό μας, μέχρι που του το εξήγησε ο άνδρας στις δύο επόμενες απαντήσεις. Και ο Jung χρειαζόταν να σταματήση μερικές φορές για λίγο, όταν η δημιουργική ώθηση τον οδηγούσε πολύ μακριά – σ’ ένα σημείο που ήταν περισσότερο από όσο μπορούσε να αντέξη η υγεία του.

Στην τρίτη του απάντηση στο Βα ο «κουρασμένος από την ζωή» άνθρωπος εξηγεί γιατί ο θάνατος μοιάζει στα μάτια του σήμερα σαν την υγεία που ξαναγυρίζει στον άρρωστο, σαν τη μυρωδιά του λωτού, σαν το τέλος της κακοκαιρίας, σαν την επιστροφή από τον πόλεμο, σαν την απελευθέρωση από τη φυλακή, και ούτω καθεξής.

Κάνει έπειτα μερικές σημαντικές δηλώσεις αναφορικά με την κατάσταση των νεκρών στο Υπερπέραν, από τις οποίες θα αναφέρω μόνον την πρώτη: «Αυτός που βρίσκεται εκεί, θα είναι σίγουρα ένας ζωντανός θεός, και θα αποκρύψη το μόλυσμα της ιεροσυλίας αυτών που την έχουν διαπράξει».

Αυτή είναι μια βαρυσήμαντη πραγματικά δήλωση ψυχολογικού χαρακτήρα, αν και δεν θα έπρεπε να την προβάλλουμε πλέον στο Υπερπέραν, επειδή μπορεί να ισχύη ως ένα σημείο σ’ αυτόν τον κόσμο: Θα μπορούσε να απεικονίζη, σε ψυχολογική γλώσσα, μιαν κατάσταση αντικατάστασης του εγώ από το Ταυτό ή, στη γλώσσα του Jung, την υπαγωγή της ζωής μας στην υπ’ αριθμόν 2 προσωπικότητά μας, αντί για την κοντόφθαλμη επιμονή τού εγώ να κάνη αυτό που προτιμάει η υπ’ αριθμόν 1 προσωπικότητα (το πρόχειρο φαγητό)  (Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα»). Το Ταυτό έχει θεϊκές ιδιότητες στις οποίες μπορούμε και εμείς να μετέχουμε, αλλά με τις οποίες δεν πρέπει ποτέ να ταυτισθούμε.

Το στοιχείο της τελικής μεταμόρφωσης του ανθρώπου σε ζωντανόν θεό, με το οποίο και μιλάει ο άνδρας, ανήκει στο αιγυπτιακό θρησκευτικό δόγμα, που δίδασκε ότι όποιος περνούσε τη δοκιμασία του ζυγίσματος της καρδιάς του, γινόταν Όσιρις στο Υπερπέραν. Ο κίνδυνος της διόγκωσης της συνείδησης ήταν πολύ μικρότερος εκείνον τον καιρό, που η εγωϊκή προσωπικότητα ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη, και το γεγονός ότι η μεταμόρφωση προβαλλόταν ολοκληρωτικά στο Υπερπέραν ήταν μιά προστατευτική ασπίδα από αυτήν την άποψη. Στους νεώτερους χρόνους  είναι όμως απαραίτητο να θυμάται ο άνθρωπος, ότι «είναι απλώς ο σταύλος, μέσα στον οποίον γεννιέται ο θεός», όπως έλεγε ο Jung.

Παρ’ όλο που ο «κουρασμένος από την ζωή» άνθρωπος χρησιμοποιεί έντονες εικόνες για να ζωγραφίση τα συναισθήματά του για τον θάνατο, θυμάται κατά βάθος την αρχική συμβουλή τού Βα: ακολουθεί την όμορφη μέρα και ξεχνάει τη λύπη του. Συνεχίζει πάντως να προβάλλη τα πάντα στο Υπερπέραν. Έχει σπάσει τα στενά όρια τής συνείδησής του, αλλά το αν θα θυσιάση την ιδέα του για αυτοκτονία είναι ένα άλλο ζήτημα, στο οποίο θα επιστρέψουμε αργότερα.

Θα αναφέρω ολόκληρον τον τελικό λόγο τού Βα, επειδή είναι ζωτικής σημασίας:

«Άφησε τώρα κάθε παράπονο, εσύ αδελφέ μου, που ανήκεις σ’ εμένα! Μπορείς να βουλιάξης ακόμη περισσότερο στον λάκκο με τη φωτιά (Σημ.: «να πεθάνης» δηλ. «από λύπη». Αυτή ακριβώς η μεταφορική έκφραση: «να βουλιάξης στον λάκκο με τη φωτιά» δείχνει καθαρά, ότι πρόκειται απλώς για ένα σχήμα λόγου) ή μπορείς να αγκαλιάσης (κατά γράμμα: να προσκολληθής σαν το αναρριχητικό φυτό) πάλι την ζωή· ο,τιδήποτε και αν πης τώρα, ευχήσου να μείνω εδώ όταν θα έχης απαρνηθή τη Δύση (τον κόσμο των νεκρών), ή ευχήσου ακόμη, να φθάσης στη Δύση και το σώμα σου να μπη στο χώμα, και εγώ να εγκατασταθώ σε αυτό όταν θα έχης πεθάνει: ό,τι και να γίνη, θα έχουμε (τότε…) μια κοινή κατοικία».

Εδώ αποκαλύπτεται το Βα πέρα από κάθε αμφιβολία σαν η ατομική ουσία αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου· δηλαδή σαν το Ταυτό. Μου φαίνεται ότι η τρομερή προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήση τον εαυτό του στο Βα του στις τρείς τελευταίες του απαντήσεις, είχε κάποια επίδραση πάνω στο Βα. Σε ένα σημείο παραμένει εντούτοις το Βα  ανυποχώρητο: «Άφησε κάθε παράπονο». Αν υποχωρούσε ο άνθρωπος πάλι σε κάποια συναισθηματική ευχαρίστηση αυτολύπησης, αφήνοντας χώρο σε λάθος είδους φαντασία, μπορούσε να χάση ακόμη όλα όσα είχε κερδίσει, πράγμα που ισχύει και για εμάς σήμερα. Ο οίκτος για τον εαυτό μας είναι από μόνος του ένα αθέλητο και λανθασμένο είδος φαντασίας· κατά βάθος, ανήκει  ο,τιδήποτε συναντάμε στον δρόμο μας μέσα στην ζωή στην ολότητά μας, στο ολοκληρωμένο δείπνο μας, και πρέπει να το δεχθούμε με αυτό το πνέυμα.

Το Βα έχει, χωρίς αμφιβολία, κι αυτό επηρεασθή από τον άνθρωπο· αποδέχεται για πρώτη φορά την πιθανότητα να μπορή να είναι αδύνατον για τον άνθρωπο να συνεχίση να ζη. Όπως παρατηρεί ο Dr. Jacobsohn, είναι αλήθεια πως έχει κανείς την αίσθηση, ότι το Βα θα προτιμούσε αναμφισβήτητα να συνεχίση να ζη ο άνθρωπος· δεν αναγνωρίζει στην πραγματικότητα άλλη δυνατότητα, εκτός αν είναι η ζωή   π ρ α γ μ α τ ι κ ά  αδύνατη. Αλλά το μόνο σημείο που έχει, σε οποιαδήποτε περίπτωση,  ζωτικό ενδιαφέρον για το Βα είναι το να παραμείνουν μαζί ο άνθρωπος και το Βα, είτε σ’ αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλον (Jacobsohn: «Άχρονα κείμενα σχετικά με την ψυχή»).

Η ανάπτυξη της μορφής του Βα στα κείμενα των Πυραμίδων, και επίσης αυτή που φαίνεται καθαρά στο κείμενό μας, θυμίζει την ανάπτυξη που βλέπουμε συχνά στο ψυχικό υλικό του σημερινού ανθρώπου. Όταν αντιμετωπίζουμε για πρώτη φορά το ασυνείδητο, συγχέονται όλα αναμεταξύ τους· «όλες οι γάτες είναι γκρίζες στο σκοτάδι», όπως συνήθιζε να λέη ο Jung. Καθώς συνηθίζουμε έπειτα στο σκοτάδι, αρχίζουμε να διακρίνουμε τη μιά μορφή από την άλλη. Η μορφή τού Βα ήταν αρχικά στο κείμενό μας συγχρόνως η anima, η ψυχή και το Ταυτό. Αλλά είναι καθαρά στο τέλος το Ταυτό, η υπ’ αριθμόν 2 προσωπικότητά μας.

‘Όταν ερχόμαστε για πρώτη φορά αντιμέτωποι με το ασυνείδητο, ένα από τα πράγματα που μας προκαλούν αμηχανία είναι η αλληλοδιείσδυση ανάμεσα στη σκιά, στον animus ή την anima, και στο Ταυτό.

Σ’ αυτό το παλαιό κείμενο δεν υπάρχει, πάντως, κανένα σημάδι τής anima σαν κυρίαρχου δαίμονα. Η τρομαγμένη αντίδραση του ανθρώπου μας στους δύο πρώτους λόγους του δείχνει όμως ότι τα αρχικά του αισθήματα απέναντι στο Βα ήταν όμοια μ’ αυτά που έχουμε όταν ο animus ή η anima επεμβαίνη και ματαιώνη όλα τα συνειδητά μας σχέδια. Στα κείμενα των Πυραμίδων αποκαλύπτει εξ άλλου το Βα την πραγματική του φύση σαν Ταυτό μόνο μετά την ένωσή του με τη συμπαντική γνώση.

Στα σχόλιά του για το «Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού» παρατηρεί ο Jung, ότι η εμπειρία του στην ψυχανάλυση τον είχε διδάξει πως τα προβλήματα των ασθενών του σπάνια λύνονταν με τον τρόπο που θα ήθελαν οι ίδιοι, αλλά ότι είχε δει πολλούς ασθενείς, που απλώς στην πορεία της ζωής τους ξεπερνούσαν τα προβλήματά τους (Jung: Άπαντα. Τόμος 13, παρ.1-82). Τα προβλήματα αυτά απλώς ξεθώριαζαν μπροστά σε ένα νέο, ανώτερο και ευρύτερο ενδιαφέρον. Φαίνονταν κάτω από ένα διαφορετικό φως, και έμοιαζαν πλέον σαν τη θέα μιας θύελλας απ’ την κορυφή ενός βουνού. Αλλά δεδομένου ότι είμαστε, σχετικά με την ψυχή, βουνό και κοιλάδα συγχρόνως, θα ήταν μάταιη ψευδαίσθηση να νομίζουμε ότι βρισκόμαστε πάνω από τις ανθρώπινες συγκινήσεις. Μας ταλαιπωρούν ακόμη, έστω κι αν δεν ταυτιζόμαστε πλέον μαζί τους, επειδή έχουμε επιτύχει μιαν ανώτερη συνειδητότητα, η οποία μπορεί να δη την κατάσταση αντικειμενικά και να πη: «Γ ν ω ρ ί ζ ω  ότι υποφέρω».

Μου φαίνεται ότι το τελικό αποτέλεσμα αυτού του αιγυπτιακού παραδείγματος ενεργητικής φαντασίας είναι ακριβώς αυτό: ο άνθρωπος ξεπέρασε το πρόβλημά του. Το πρόβλημα δεν λύθηκε με τον δικό του τρόπο, γιατί ακόμη υποφέρει από τη σύγκρουση στον τελευταίο του λόγο. Αλλά έχει επιτύχει μιαν ανώτερη συνειδητότητα μέσα του.

Το Βα τονίζει την πολύ επιτακτική ανάγκη να επιθυμή ο άνδρας ένα κοινό σπίτι μαζί του, είτε εδώ είτε στο Υπερπέραν. Αισθάνεται προφανώς ότι ο άνδρας δεν θα βγη θυμωμένος έξω αυτήν τη φορά, όπως στη δεύτερη παραβολή. Η κόρη και τα αγέννητα παιδιά τής πρώτης παραβολής δεν αναφέρονται πάλι, επειδή ήταν μια προεικόνιση ενός μακρυνού μέλλοντος του ανθρώπινου γένους. Έχω τη γνώμη ότι ο άνδρας θα είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, αν είχε επιτύχει να εγκαθιδρύση  αυτό το κοινό σπίτι για τον εαυτό του και το Βα του. Το γεγονός ότι κατέγραψε εξάλλου αυτό το κομμάτι ενεργητικής φαντασίας, ήταν κάτι αξιοσημείωτο για την εποχή του – και για οποιαδήποτε στην πραγματικότητα εποχή – , ένα επίτευγμα πραγματικά ανεκτίμητο.

Μιαν πολύ χρήσιμη αντίθεση στο κείμενό μας μπορεί να βρη κανείς σε ένα όχι πολύ γνωστό βιβλίο του James Hogg, που έχει τον τίτλο «Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός δικαιωμένου αμαρτωλού» (Λονδίνο, The Cresset Press, 1974). Όπως το κείμενό μας, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με μιαν υπερφυσική μορφή. Στο βιβλίο του Hogg η μορφή ονομάζεται Gil Martin, και του εμφανίζεται στην αρχή σαν ένα ακριβές αντίγραφο του εαυτού του. Ο Robert, ο εκπρόσωπος τού εγώ στην ιστορία, έχει απ’ την αρχή τον πιο αντιπαθητικό χαρακτήρα· είναι κακός, ψεύτης και ανυπόφορα εγωιστής, σε αντίθεση με τον «κουρασμένο από την ζωή» άνθρωπο, ο οποίος, αν και δεν καταλαβαίνη το Βα στην αρχή, ήταν ένας πολύ τιμημένος, τέλεια ακέραιος άνθρωπος. Ο Gil Martin γίνεται επομένως, αντίθετα με το Βα,  όλο και περισσότερο αρνητικός, φθάνοντας στο σημείο του διαβολικού, καθώς προχωράει η ιστορία. Καταλήγει με την πλήρη κατοχή του Robert, τον οποίο πείθει να κάνη μια σειρά από εγκλήματα, με αποκορύφωμα τον φόνο του αδελφού του και της μητέρας του. Αλλά ο Robert- κι αυτό ακριβώς το σημείο θέλω να τονίσω – δεν κάνει καμμιά προσπάθεια οποιασδήποτε αντίστασης στη σκέψη του εγκλήματος. Δεν μπορεί να πη, όπως είναι σίγουρα υποχρεωμένος να το κάνη, ότι δεν μπορεί να βάλη, ως ανθρώπινο ον, τέρμα στην ζωή ενός άλλου ανθρώπου. Ο Gil Martin τον κατευθύνει προφανώς όπως αυτός θέλει, αλλά το ότι δεν θέλει στην πραγματικότητα καθόλου αυτό το πράγμα, φαίνεται στην πιο ενδιαφέρουσα πρόταση αυτού του βιβλίου. Όταν τα αμαρτήματα τού Robert τον πνίγουν και δεν βλέπει άλλη δυνατή λύση απ’ την αυτοκτονία, ο Gil Martin τού λέει: «Έδεσα τον εαυτό μου με τη δυσκολοδάμαστη μοίρα σου, κι αυτό ήταν η καταστροφή μου, όπως και η δική σου».

Ο Jung ονόμαζε το βιβλίο του Hogg «ο Άγγλος Faust».!

(τέλος 5ου Κεφαλαίου)

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου