Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (16)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 18 Νοεμβρίου 2011

Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της
Barbara HANNAH
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο   (συνέχεια)
ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 12ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ HUGH DE ST. VICTOR ME THN ANIMA TOY

 Ο Hugh πιάνεται απ’ αυτό το σημείο και της λέει στον επόμενο λόγο του, ότι χαίρεται που δεν την έχει εντελώς αιχμαλωτίσει η αγάπη των εγκοσμίων πραγμάτων· θα ήταν χειρότερα αν είχε κάνει την κατοικία της ανάμεσά τους, επειδή είναι τώρα ένας ανέστιος και μόνον ταξιδιώτης, και μπορεί να βρεθή ακόμη στο αληθινό μονοπάτι. Αλλά δεν θα μπορέση να βρη ποτέ την αιώνια αγάπη, όσο υποκύπτει στην έλξη των ορατών πραγμάτων.

Ο Hugh εκθέτει με πολλή σαφήνεια τη φιλοσοφία του, προκαλώντας τη διαμαρτυρία της ψυχής: πώς μπορεί να αγαπηθή κάτι το αόρατο; Αν δεν υπάρχη αληθινή, αιώνια αγάπη στα απτά και ορατά πράγματα, τότε είναι καταδικασμένος σε αιώνια δυστυχία καθένας που αγαπάει. Πώς θα μπορούσε να ονομασθή άνθρωπος κάποιος που αγαπάει, ξεχνώντας την ανθρώπινη φύση του και περιφρονώντας τους δεσμούς της κοινότητος,  μόνον τον εαυτό του, μ’ έναν μοναχικό και αξιολύπητο τρόπο; Είτε θα πρέπη επομένως να συγκατατεθή, λέει η ψυχή, στην αγάπη της για τα ορατά πράγματα, είτε θα πρέπη να της βρη κάτι καλύτερο ο Hugh.

Αυτό μοιάζει να είναι μια εκπληκτικά καθαρή περιγραφή – από την ίδια την ψυχή – του τρόπου, με τον οποίον εμπλέκεται στον εξωτερικό κόσμο η anima: η Ινδή Maya, η χορεύτρια. Συμφωνώ με την τελευταία περιγραφή της anima από τον Jung στο έργο «Αιών»(C.G.Jung: «Aion: Αναζητήσεις σχετικά με τη φαινομενολογία του Ταυτού». Τόμος 9, μέρος 1ο, Άπαντα. Princeton: Princeton University Press, 1968, παράγραφοι 20-26). Η anima είναι μια αυτόνομη μορφή στο έργο τού Hugh και δεν διστάζει να του επιτεθή μ’ έναν τρόπο που μας θυμίζει την παρατήρηση του Βα: «Είσαι καθόλου ζωντανός;» Υπάρχουν, φυσικά, πολλά που μπορούμε να πούμε σχετικά με την άποψή της· η μοναστική ζωή είναι μια άρνηση, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, της εξωτερικής έκφρασης της anima. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη μητέρα του Hugh, αλλά οι μητέρες των δύο μεγάλων συγχρόνων του, του Norbert και του Bernard από το Clairvaux, έπαιξαν οπωσδήποτε κάποιον ρόλο στο να γίνουν οι γιοί τους μοναχοί. Η μητέρα του Norbert ονειρεύτηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, ότι γέννησε έναν μεγάλο αρχιεπίσκοπο, και η μητέρα του Bernard ότι γέννησε έναν σκύλο, που γέμισε τον κόσμο με το γαύγισμά του. Ένας κληρικός τής ερμήνευσε αυτό το όνειρο τότε, λέγοντας ότι θα γινόταν ένας μεγάλος ιεροκήρυκας ο γιός της. Δεδομένου ότι έγινε μοναχός πριν φύγει από τη Γερμανία, όταν ήταν ακόμη κάτω από 20 χρονών, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι είχε ένα σημαντικό μητρικό σύμπλεγμα κι ο Hugh.

Συγκρίνοντας τις «επιθέσεις» του Βα και της ψυχής στους δύο άνδρες, βρίσκουμε ότι το Βα διαμαρτύρεται με έναν απόλυτα εποικοδομητικό τρόπο απέναντι στον άνδρα που θέλει να πετάξη μακριά την ατομική ζωή του, ενώ η ψυχή μιλάει από μια περισσότερο συλλογική οπτική γωνία, λέγοντας: «Μην κάνεις τίποτε για τον εαυτό σου· αυτό είναι αρρωστημένο». Έχουμε επομένως εδώ μια πιο καταστρεπτική γνώμη, επειδή η γενική ιδέα είναι ότι το να κοιτάξη κανείς μέσα του είναι αρρωστημένο.

Αλλά τον παρακαλεί στο τέλος, όπως διαβάζουμε (στο βιβλίο του Jung «Αιών») ότι κάνει πάντα η anima μ’ έναν άνδρα χάρη στην επικίνδυνη ικανότητά της, προσπαθώντας να φέρη στο φως ό,τι σπουδαίο έχει αυτός. Ο άνδρας θα πρέπη να δημιουργήση κάτι καλύτερο, αν θέλη να αφήση η anima τον κόσμο.

Αντιμετωπίζει με πολύ έξυπνο τρόπο αυτόν τον κίνδυνο ο Hugh, κάνοντας την anima να έρθη σε δύσκολη θέση, λέγοντάς της ότι η ομορφιά της ξεπερνάει κατά πολύ την ομορφιά αυτού του κόσμου· αν μπορούσε να δη τον εαυτό της, θα έβλεπε πόσο ανόητο είναι να αγαπάη ο,τιδήποτε εξωτερικό, και ψάλλει στη συνέχεια έναν ύμνο στην ομορφιά της.

Αυτή η έξυπνη, αν και κάπως «ανέντιμη» έκκληση στη θηλυκή ματαιοδοξία είναι προφανώς εν μέρει σχεδιασμένη, για να αφοπλίση την ψυχή, πείθοντάς την ότι ο ίδιος είναι αυτοερωτικός – ότι αγαπάει μόνον τον εαυτό του με μια μοναχική και θλιμμένη αγάπη. (Μπορεί να σημειώση κανείς παρενθετικά, ότι είναι δυνατόν, μια και έχει εντυπωσιασθή τόσο από την ομορφιά της, να είναι οπτική, καθώς και ακουστική η ενεργητική φαντασία του Hugh· να έχη μπορέσει να δη δηλ. την ψυχή του – με τα μάτια του νου του , όπως λέει ο Dorn [Gerhard Dorn: «Speculativa philosophia» («Θεωρητική φιλοσοφία») Theatrum Chemicum, 1, σ. 275 ], ενώ τής μιλάει.)

Αν μιλούσε σε μια πραγματική γυναίκα, ο λόγος αυτός θα ήταν σίγουρα παραπλανητικός, εξ αιτίας της επικίνδυνης μαγικής επίδρασης που πηγάζει από την κολακεία. Αλλά η μαγεία – που σίγουρα περιλαμβάνει και την κολακεία – βρίσκεται στη σωστή της θέση μόνον όταν χρησιμοποιείται επάνω στο ασυνείδητό μας, όπως έχει παρατηρήσει ο Γιουνγκ, και ο Hugh μιλάει εδώ στην anima του.

Αλλά βάζει προφανώς «πολύ βούτυρο στο ψωμί του», με αποτέλεσμα να μην εντυπωσιάζεται αυτή καθόλου (στα γερμανκά:  er redet an ihr vorbei).  Απαντάει ψυχρά, ότι μπορεί να δη κανείς τα πάντα, εκτός από τον εαυτό του, κι ότι είναι δικαιολογημένη όταν ονομάζη ανόητο κάποιον που θέλει να χαρή την αγάπη του κοιτάζοντας στον καθρέφτη. Θα πρέπη να της δώση αυτός ένα διαφορετικό είδος καθρέφτη, αν θέλη να επιτύχη μια τέτοια απόλαυση. Η αγάπη δεν μπορεί να ζήση στη μοναξιά, και δεν είναι καθόλου αγάπη αν δεν διοχετεύεται σε μια κατάλληλη συντροφιά.

Γίνεται φανερό, ότι είναι τόσο εξωστρεφής η ψυχή, όσο αυτός είναι εσωστρεφής, όπως και πράγματι πρέπει να το περιμένουμε. Είναι ανώφελο να μιλάμε όπως μιλάει ο Hugh σ’ έναν εξωστρεφή, επειδή κάθε ενδοσκόπηση τού φαίνεται, κατ’ αρχήν, αρρωστημένη και αυτοερωτική. Από τη δική της πλευρά έχει εξάλλου πολύ δίκαιο η ψυχή· η σχέση με τους άλλου ανθρώπους είναι κάτι το αναντικατάστατο. Θα μπορούσαν  να φιλονεικούν επ’ άπειρον επάνω σ’ αυτό το σημείο οι δυό διαλεγόμενοι, όπως στο γνωστικό κείμενο που μετέφρασε ο Mead, και στο οποίο δεν μπορούν να φτάσουν σε μιαν απόφαση ο Χριστός κι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, για το αν θα πρέπη να δίνονται ή όχι στον κόσμο τα μυστήρια (George Robert Stow Mead, έκδοση και μετάφραση: «Ερμής ο Τρισμέγιστος», 3 τόμοι. Λονδίνο, 1949).
Το σημαντικότερο σημείο σ’ αυτόν τον λόγο φαίνεται να είναι, ότι του ζητάει  έ ν α  δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ό  ε ί δ ο ς  κ α θ ρ έ φ τ η  η ψυχή,  επειδή  ισοδυναμεί αυτό με την ομολογία ότι χρειάζεται το φως της συνείδησής του· αν δεν της το δώση, θα παραμείνη δεμένη γερά σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό το σημείο έχει μέγιστη σημασία στο ζήτημα της ενεργητικής φαντασίας, επειδή μάς δείχνει πως η παθητική παρακολούθηση και το άκουσμα είναι εντελώς ανεπαρκή. Μόνον όταν δίνουμε το μέγιστο της συνειδητότητας που μπορούμε, είναι δυνατόν να επιτύχουμε κάτι σημαντικό.

Βρίσκουμε την ίδια εξωτερική εκδήλωση της anima που έχει ανάγκη από την ανθρώπινη συνειδητότητα στις Devatas (μορφές της anima) του Βούδδα. Θα αναφέρω δύο σύντομα παραδείγματα (Jung: Διαλέξεις Ε.Τ.Η, τόμος 3, σ.σ. 86 κ.ε. 1η έκδοση, σ.σ. 98 κ.ε.):
Sutra 3:

Στέκοντας στο πλάι, η Devata
επανέλαβε τους ακόλουθους στίχους
στον Ευλογημένο (τον Βούδδα):
« Η ύπαρξη περνάει, μικρές είναι της ζωής οι μέρες,
Άλλη προστασία δεν έχει αυτός που φθάνει στα γηρατειά .
Έχοντας έτσι τον κίνδυνο του θανάτου
Μπροστά στα μάτια του,
Σίγουρα πρέπει να εργάζεται κανείς
Για την αρετή και για την ευτυχία».
Ο Ευλογημένος απαντάει:
« Η ύπαρξη περνάει, μικρές είναι της ζωής οι μέρες,
Άλλη προστασία δεν έχει αυτός που φθάνει στα γηρατειά.
Έχοντας έτσι τους κινδύνους του θανάτου μπροστά στα μάτια του,
Πρέπει σίγουρα να κοιτάζη κανείς προς την αιώνια γαλήνη,
Και να αποφεύγη τη γοητεία του κόσμου που πλανεύει!»

Σημειώστε τη διαφορά στους τελευταίους στίχους. Ο Βούδδας λέει σχεδόν το ίδιο στη Devata του, μ αυτό που λέει ο Hugh στην ψυχή του.

 Στην Sutra αριθμός 2 βρίσκουμε το εξής:

Μια Devata λέει σε μια΄ν άλλη (που έχει μιλήσει με άγνοια):
«Δεν ξέρεις, ανόητη, τον λόγο του Τέλειου;
Πρόσκαιρες πολύ είναι όλες οι μορφές,
Βρίσκονται κάτω από τους νόμους
Της εμφάνισης και της εξαφάνισης·
Έρχονται στο φως και γίνονται άφαντες ξανά·
Το να τις φέρεις σε ένα τέλος είναι ευλογημένο».
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Βούδδας χρειαζόταν, κάπου 1600 χρόνια πριν, να
διδάξη την anima του με τον ίδιον ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιεί o

Hugh στο κείμενό μας, και που θα χρειαζόταν να κάνη ακόμη κάθε άνδρας που θα έκανε σήμερα μια τέτοια συζήτηση με την anima του.

Ο Hugh αντιμετωπίζει την πρόκληση της ψυχής μ’ έναν πολύ μακρύ λόγο. Αρχίζει με τη δήλωση ότι κανένας δεν είναι μόνος αν είναι ο Θεός  μαζί του, κι ότι μεγαλώνει ακριβώς η αγάπη, όταν αντικαθίσταται η επιθυμία για πράγματα χωρίς αξία με κάτι άλλο. Επιμένει έπειτα στην ανάγκη της αυτογνωσίας, και στο ότι πρέπει να συνειδητοποιήση πρώτα την αξία της, προκειμένου να μην υποτιμήση τον εαυτό της αγαπώντας κάτι μικρότερης αξίας η ψυχή. Της λέει πως αυτή γνωρίζει ότι η αγάπη είναι φωτιά, κι ότι εξαρτώνται τα πάντα από το τί καύσιμη ύλη ρίχνουμε σ’ αυτήν τη φωτιά, επειδή θα γίνη αναπόφευκτα όμοια μ’ αυτό που αγαπάει κι η ψυχή.

Παίρνει έπειτα κάτι απ’ το δικό της ύφος, και της λέει ξεκάθαρα ότι το πρόσωπό της δεν είναι αόρατο σ’ αυτήν, κι ότι δεν μπορεί να δη τίποτε, πριν μπορέσει να δη τον εαυτό του το μάτι· μόνον η διαφάνεια των νοητικών εικόνων, που είναι απαραίτητη γι’ αυτήν την αυτοθεωρία, εμποδίζει τα παραπλανητικά φαντάσματα, ώστε να μη σκοτεινιάζουν από την όρασή της οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο.

Αυτές οι δηλώσεις είναι ένα είδος προλόγου, πριν αρχίσει να εκθέτη πραγματικά τις απόψεις του ο Hugh . Της λέει μερικές εξαιρετικά σημαντικές ψυχολογικές αλήθειες, ελπίζοντας ότι θα πέση ίσως σε γόνιμο έδαφος και θα ριζώση αργότερα κάποιος σπόρος, επειδή είναι αμφίβολο αν θα είχε εντυπωσιασθή εκείνη περισσότερο από πριν, αν είχε σταματήσει αυτός εδώ. Δεν καταλαβαίνουμε, όπως ξεύρετε, πολλές φορές μιαν αλήθεια ψυχολογικού χαρακτήρα, όταν την ακούμε για πρώτη φορά· τη βάζουμε όμως σε μιαν άκρη, κι έρχεται αυτή πολλές φορές στην επιφάνεια ακόμη και μετά από χρόνια, και εμφανίζεται πολύ συχνά σαν δική μας ιδέα! Θα φαινόταν στους περισσότερους ανθρώπους, ότι πετάει  ο Hugh το ψωμί του στη θάλασσα!

Στην τελευταία πρόταση επιμένει ο Hugh, ότι  μ π ο ρ ε ί  να δη τον εαυτό της η ψυχή, κι ότι δεν θα δη τίποτε καθαρά, αν δεν δη πρώτα αυτήν την ίδια το μάτι της· την προειδοποιεί προφανώς για τον κίνδυνο της προβολής. Θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι προσπαθεί να κάνη ακόμη διαφανή λίθο, σαν ένας άλλος αλχημιστής, την εξωστρεφή του ψυχή, να εσωτερικοποιήση τις δυνάμεις της, και να τις μεταμορφώση, σταθεροποιώντας τες έτσι, στον άφθαρτο κρύσταλλο ή διαμάντι.

Συνεχίζει λέγοντάς της, ότι αν δεν μπορή να δη η ίδια τον εαυτό της, θα πρέπη να λάβη υπ’ όψιν της μιαν εξωτερική γνώμη. Στηρίζεται σε μιαν προηγούμενη παρατήρησή της ότι, ενώ απορρίπτει την ιδέα ότι μπορεί να δη τον εαυτό της, πιστεύει ότι «μαθαίνει να γνωρίζη το αληθινό του πρόσωπο» μάλλον «με το αυτί παρά με το μάτι ο άνθρωπος». Αναφέρει έπειτα για πρώτη φορά τον νυμφίο της, και της λέει ότι, αν και δεν τον έχει δει, αυτός την έχει δει και την έχει αγαπήσει. Την αγαπάει με μια μοναδική αγάπη, λέει ο Hugh, αλλ’ αυτή τον αγνοεί και τον περιφρονεί. Αν δεν μπορή να τον δη, θα μπορούσε όμως να θεωρήση τα δώρα του σαν την προίκα της. Απαριθμεί έπειτα ο Hugh αυτά τα δώρα: ο,τιδήποτε αγαπάει η ψυχή στον ορατό κόσμο.

Την επιπλήττει έπειτα αυστηρά, που δέχεται τα ορατά δώρα και αγνοεί τον κρυμμένο δωρητή. Πρέπει να προσέχη, αλλοιώς θα ονομασθή δίκαια πόρνη και όχι νύφη, αν δεχθή δώρα και δεν τα ανταποδώση με αγάπη – αν προτιμήση τα δώρα απ’ την αγάπη του δωρητή. Θα πρέπη είτε να αρνηθή τα δώρα ή να ανταποκριθή σ’ αυτά προσφέροντας μια μοναδική αγάπη στον νυμφίο που τα δίνει. Αυτή είναι και η μόνη αγνή αγάπη.

Ο Hugh απαντάει στην πρόκληση της ψυχής, να της προσφέρη έναν διαφορετικόν καθρέφτη. Της δίνει με σοφό τρόπο ένα αντικείμενο αγάπης, και προσπαθεί να αποδείξη την ύπαρξή του, παρουσιάζοντάς τον σαν τον αόρατη δωρητή όλων των πραγμάτων που μπορεί να δη και να εκτιμήση η ψυχή.

Στη γλώσσα της Εκκλησίας αυτός ο νυμφίος είναι ο Χριστός ή ο Θεός, και στη γλώσσα της ψυχολογίας το Ταυτό. Ο Hugh κάνει αυτό που κι εμείς μπορούμε να κάνουμε για να αποδυναμώσουμε μιαν υπερβολικά ισχυρή anima ή τον αντίστοιχο animus· κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να τη θέση στην υπηρεσία του Ταυτού. Η σύγκρουση ανάμεσα σ’ έναν άνδρα και την anima του ή σε μια γυναίκα και τον animus της είναι βασικά ένα πρόβλημα χωρίς λύση, επειδή αντιπροσωπεύουν αυτά το πιο βασικό ζευγάρι των αντιθέτων: το αρσενικό και το θηλυκό. Η μόνη σχεδόν ελπίδα κάποιας λύσης είναι το να ξεπεράση, επομένως, κανείς το πρόβλημα, όπως εκφράζεται πολύ διεξοδικά αυτή η ιδέα στο «Μυστικό του Χρυσού Λουλουδιού», και όπως αναφέραμε στο τέλος του Κεφαλαίου 5, με θέμα τον «κουρασμένο απ’ την ζωή άνθρωπο και το Βα του». Διαβάζουμε στα σχόλια του Jung, ότι ένα άλυτο πρόβλημα σπάνια λύνεται με τους δικούς του όρους· και πως χάνει μάλλον τον επιτακτικό του χαρακτήρα με την ανατολή ενός καινούργιου τρόπου ζωής. Ο Hugh προσπαθεί να πετύχη μια τέτοια λύση, ακριβώς όπως δεν έλυσε το Βα το πρόβλημα του «κουρασμένου απ’ την ζωή ανθρώπου» υπακούοντας στους δικούς του όρους , αλλά τού έδειξε κάτι περισσότερο σημαντικό: ένα κοινό σπίτι μαζί με το Βα.

Ο Hugh και η ψυχή του μπορούν να συμφιλιωθούν μόνο μέσα στο Ταυτό: «Ο Θεός είναι η ένωση των αντιθέτων», όπως λέει ο Nicholas Cusanus (Jung: Άπαντα. Τόμος 8, παρ. 406. Σύγκρινε: Τόμος 14, παρ. 200).

Ο νους του Hugh de St. Victor γνωρίζει καλά αυτό το γεγονός, αλλά η anima του δεν το γνωρίζει. Είναι πάρα πολύ βυθισμένη στον κόσμο των αισθήσεων, κι έτσι η μόνη του ελπίδα είναι να χρησιμοποιήση μια γλώσσα που μπορεί αυτή να καταλάβη, οδηγώντας την σιγά-σιγά στη γνώση της ύπαρξης κάποιας δύναμης που ενώνει τα αντίθετα. Εγκαταλείπει, πολύ σοφά, κάθε προσπάθεια να της αφαιρέση τον κόσμο που αγαπάει, αλλά τον χρησιμοποιεί για να αποδείξη το επιχείρημά του· παριστάνοντάς τον σαν το δώρο ενός νυμφίου, που την αγαπάει με μια μοναδική αγάπη.

Θα ήθελα ν’ αναφέρω σ’ αυτό το σημείο ένα σύγχρονο όνειρο, που δείχνει το ίδιο πρόβλημα απ’ τη σκοπιά μιας γυναίκας. Είναι ένα κομμάτι μιας πολύ ενδιαφέρουσας σειράς (ονείρων;…), που παρουσιάζει τη σύγκρουση ανάμεσα στη συλλογική οπτική γωνία του animus και την έντονα προσωπική άποψη της σκιάς. Είναι άξιο αναφοράς, ότι η ονειρευόμενη δεν έκανε τότε ψυχανάλυση, πράγμα που σημαίνει ότι το υλικό είναι πιο απλοϊκό και ακατέργαστο σ’ αυτήν την περίπτωση.

Αυτή η ονειρευόμενη ήταν συνεχώς διχασμένη στα όνειρά της, ανάμεσα σ’ έναν αδυσώπητα αυστηρό animus, που εμφανιζόταν σαν ένας μοναχός ή ιερέας συνήθως, και σε μιαν ευαίσθητη, παιδιάστικη σκιά, που παρουσιαζόταν σαν ένα παιδί ή σαν μια ευσυγκίνητη, συναισθηματική γυναίκα. Έπρεπε να αποδέχεται όλες τις παρατηρήσεις τού δίκαιου, αλλά ανελέητου animus απ’ τη μιά, κι έπρεπε να χαμηλώνη τον εαυτό της στο επίπεδο της σκιάς,  ε ν ά ν τ ι α  στις ρητές εντολές τού ιερέα απ’ την άλλη.

Ήταν υποχρεωμένη να παραμείνη, στο όνειρο που μας ενδιαφέρει, όρθια κατά τη διάρκεια της παρουσίας του ιερέα, αλλά κάθισε παρ’ όλα αυτά  σ’ έναν πάγκο, δίπλα στην απελπισμένη γυναίκα. Λέει ότι δεν είχε ξεχάσει τη σαφή υποχρέωσή της να μείνη όρθια, ούτε ενήργησε από ανυπακοή, αλλά υποχρεώθηκε από ένα αίσθημα συμπάθειας που την ξεπερνούσε, να καθίση κάτω, δίπλα σ’ αυτήν τη γυναίκα. Όταν κοίταξε τον ιερέα, είδε έλεος στο πρόσωπό του, αλλά ήξερε πως θα την τιμωρούσε αυστηρά γι’ αυτό που  έκανε. Όταν ανέβηκε η ένταση στο υψηλότερο σημείο, βρέθηκε σ’ έναν μεγάλο καθεδρικό ναό, με τον ιερέα πίσω της, και τη γυναίκα στην οποία είχε φερθή φιλικά μπροστά της. Περίμεναν προφανώς κάποιο είδος κρίσης ή απόφασης. Ακούσθηκε τελικά μια φωνή, που ερχόταν από πίσω και πάνω από τον ιερέα. Άκουγαν όλοι με φόβο και την ίδια στιγμή με χαρά αυτήν τη φωνή, που ήταν τόσο επιβλητική όσο κι ο ίδιος ο καθεδρικός ναός. Η φωνή ήταν γεμάτη συμπάθεια, αν και η κρίση ήταν αυστηρή: αν αναλάμβανε το παιδί (ή η ευαίσθητη γυναίκα) απ’ τις πληγές του, θα μπορούσε να φύγη ήσυχη η ονειρευόμενη, αλλοιώς… Δεν μπόρεσε ν’ ακούση στο όνειρο τη διαζευκτική πρόταση, αλλά το συμπέρασμα ήταν πως επρόκειτο για καταδίκη σε θάνατο. Μετριάσθηκε έτσι η πιο αυστηρή δικαιοσύνη με την επιείκεια, μ’ έναν τρόπο, που θα μπορούσαν όλοι να αποδεχθούν την απόφαση.

(συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου