Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (15)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 7Νοεμβρίου 2011

Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara HANNAH
ΚΕΦΑΛΑΙΟ  6ο
ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 12ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ HUGH DE ST. VICTOR ME THN ANIMA TOY

Πριν αρχίσουμε να ασχολούμαστε με το υλικό μας, θα ήθελα να κάνω σαφές ότι θα αντιμετωπίσω αυτό το κείμενο μόνον από την άποψη της ενεργητικής φαντασίας. Δεν θα αγγίξω τις θεολογικές πλευρές του, επειδή αυτό θα με οδηγούσε όχι μόνο έξω από το δικό μου πεδίο έρευνας, αλλά επίσης μακριά από αυτό που νομίζω πως είναι το πιο ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη μέρος του υλικο.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, εργάσθηκα για πρώτη φορά επάνω σε αυτό το κείμενο για το πρώτο μου σεμινάριο με θέμα την ενεργητική φαντασία το 1951, και το συνέκρινα τότε με τον διάλογο του «κουρασμένου από την ζωή ανθρώπου με το Βα του» (Βλέπε Κεφάλαιο 5). Τα δύο κεφάλαια αποτελούν την πιο ενδιαφέρουσα αντίθεση: το ένα δείχνει πώς ένας άνθρωπος μπορεί να κρατήση σταθερά το δικό του έδαφος όταν εισβάλη και τον πλημμυρίζει κάποια μορφή του ασυνειδήτου, το άλλο πώς είναι δυνατόν να επηρεάση κανείς το ασυνείδητο όταν είναι εντελώς πεισμένος – όπως ήταν προφανώς ο Hugh de St. Victor – ότι αυτό είναι απαραίτητο.
Στην αιγυπτιακή περίπτωση, η συνειδητότητα ήταν ακόμη πολύ αδύναμη. Το εγώ έβγαινε μόλις εκείνη την εποχή από μιαν ολοκληρωτική «μυστική συμμετοχή» σε ένα συλλογικό – παγκόσμιο πρότυπο. Στο μεσαιωνικό μας κείμενο, το εγώ είναι απείρως ισχυρότερο· θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυρισθούμε, ότι το εγώ είναι υπερβολικά ισχυρό, και κερδίζει μιαν υπερβολικά απόλυτη νίκη απέναντι στην ψυχή. Σήμερα υποφέρουμε και από τις δύο τάσεις· θεωρώ επομένως και τα δύο αυτά κείμενα σαν παράλληλα παραδείγματα ανεκτίμητης αξίας όσον αφορά στην ενεργητική φαντασία. Όταν αγγίζουμε, από την άλλη μεριά,  άμεσα αρχετυπικό υλικό, διατρέχουμε πάντα τον κίνδυνο να πνιγούμε από αυτό, χάνοντας έτσι την κερδισμένη δύσκολα συνειδητότητά μας· το εγώ μας έχει, από την άλλη, την τάση να είναι υπερβολικά σκληρό και άκαμπτο στη στάση μας απέναντι στο ασυνείδητο.
Το κείμενό μας προέρχεται από τις αρχές του 12ου αιώνα, και είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε έναν μοναχό, τον Hugh de St. Victor, και την ψυχή του. Πρέπει να αναφέρω πολύ σύντομα το ιστορικό του. Το 1108 ο William de Chambeau, ένας γνωστός θεολόγος από το Παρίσι, κουρασμένος από τις διαμάχες του με τον μαθητή του, τον περίφημο Αβελάρδο, αποσύρθηκε από την καθηγητική του έδρα στο Παρίσι και ανανέωσε ένα κατεστραμμένο μοναστήρι στον Σηκουάνα, που ήταν αφιερωμένο στον άγιο Βίκτωρα από τη Μασσαλία. Ο Champeau σκόπευε στην αρχή να αφιερωθή, αυτός και οι μοναχοί του, αποκλειστικά στην αγάπη προς τον Θεό και να μην έχη πια καμμιά σχέση με τη σχολαστική επιστήμη. Αλλά πείσθηκε γρήγορα πως η επιστήμη ήταν επίσης μια από τις υψηλότερες υπηρεσίες προς τον Θεό, και η μονή του αγίου Βίκτωρος γνώρισε άνθηση σαν θρησκευτικό και επιστημονικό κέντρο.

Τρεις μοναχοί που γνώρισαν ιδιαίτερη φήμη ήταν ο Richard de St. Victor, o Adam de St. Victor και ο Hugh de St. Victor. O Richard de St. Victor, ένας Σκωτσέζος, αποτέλεσε το θέμα μιας  διάλεξης του Jung το 1940 (Διαλέξεις του Πολυτεχνείου Eidgenössische (E.T.H.): 1933-1941, 6 τόμοι, ιδιωτική έκδοση, Τόμος 5ος, σ.σ.23-28, 1η έκδοση σ.σ. 18-23). Στο ενδιαφέρον βιβλίο του «Ο μικρός Βενιαμίν» ο Richard συγκρίνει τη γνώση του εαυτού μας με το όρος της Μεταμορφώσεως, επειδή θεωρούσε, όπως όλοι οι μοναχοί του αγίου Βίκτωρος, την αυτογνωσία σαν την «κορυφή της γνώσης». Ο Adam de St. Victor, ένας Γάλλος από τη Βρετάνη, έγραψε μερικά πολύ όμορφα πνευματικά ποιήματα. Ο Hugh de St. Victor, ένας Γερμανός από τη Σαξωνία, ο πιο διάσημος από όλους, άφησε πολλά γραπτά, μεταξύ των οποίων και το κείμενό μας με τη συζήτηση με την ψυχή του.

Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Hugh de St. Victor. Μέχρι τον 18ο αιώνα, η καταγωγή του είχε ξεχασθή, και ο θρύλος τού είχε αποδώσει γαλλικές, φλαμανδικές, ακόμη και ρωμαϊκές ρίζες. Το 1745 ανακαλύφθηκε η πραγματική του καταγωγή, στα χειρόγραφα του Halberstadt (Ο θείος του ήταν επίσκοπος στο Halberstadt). O Hugh ανήκε στη γερμανική αριστοκρατία, και ήταν ο γιός, ή ίσως ο ανεψιός του Σάξωνα κόμη του Blankenburg. Όταν ήταν ακόμη μικρότερος από 20 χρονών, άφησε μια Γερμανία διασπασμένη από τις φιλονεικίες  μεταξύ του αυτοκράτορα και του Πάπα και πήγε στη Γαλλία, όπου έμεινε το υπόλοιπο της ζωής του. Σπούδασε αρχικά στο Παρίσι, και έπειτα πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Βίκτωρος στη Μασσαλία. Το ακριβές έτος που εγκαταστάθηκε στη Μονή του Αγίου Βίκτωρος στον Σηκουάνα είναι άγνωστο, αλλά τού δόθηκε καθηγητική θέση το 1125 και το 1133, και το σύνολο των σπουδών μέσα στη μονή ανατέθηκε στη φροντίδα του. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1141, σε ηλικία 44 ετών.

Δεν ήταν μόνον ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος, αλλά ήταν επίσης πολύ καλός στη συνεργασία του με τους συνανθρώπους του. Οι φίλοι του έλεγαν με υπερηφάνεια, ότι η θρησκεία και η ζωή είχαν ενωθή θαυμάσια μέσα του, αλλά μαθαίνουμε επίσης ότι ήταν υπερβολικά κριτικός. Θα εύρισκε προφανώς την προτροπή του Παύλου να ανεχώμαστε πρόθυμα τους «ασθενούντας τω πνεύματι» πολύ λίγο ταιριαστή σ’ αυτόν! Παρ’ όλο που ήταν τόσο μορφωμένος, μαθαίνουμε πως θεωρούσε τη γνώση σαν τον «προθάλαμο της μυστικής ζωής» (Εγκυκλοπαίδεια Brittanica, 11η έκδοση, λήμμα «St. Victor»). Αλλά ο Paul Wolf μάς λέει ότι στην περίπτωση των μοναχών του αγίου Βίκτωρος δεν είναι δυνατόν να γίνη στην πραγματικότητα διαχωρισμός ανάμεσα στον μυστικό, τον θεολόγο και τον φιλόσοφο, επειδή η ιδέα των μοναχών αυτών για τον όρο «μυστικός» ήταν πολύ ευρύτερη από αυτήν των μυστικών του δέκατου τέταρτου και του δέκατου πέμπτου αιώνα (Paul Wolf: Οι Βιτωρίνοι: Μυστικές συγγραφές. Βιέννη, Thomas Verlag Jacob Hegner, 1936, σ. 16). Κάθε τι που ήταν συμβολικό ή κρυμμένο σε ένα σύμβολο ονομαζόταν μυστικό στη μονή του αγίου Βίκτωρος. Οι Βικτωρίνοι μοναχοί θεωρούσαν ολόκληρο τον κόσμο και όλα όσα υπήρχαν σ’ αυτόν σαν ένα σύμβολο του Θεού. Ο Hugh παρώτρυνε συνεχώς τους μαθητές του να μάθουν όσο περισσότερα πράγματα μπορούσαν, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα ανακάλυπταν αργότερα στην ζωή τους πως τίποτε δεν ήταν περιττό.

Ο Hugh άρχισε με τη θεωρία του κόσμου, επειδή ο αιώνιος Λόγος αποκαλύπτεται, όπως λέει, με τη θεωρία της δημιουργίας. Ο ίδιος ο Λόγος είναι αόρατος, αλλά γίνεται ορατός μέσω των έργων τού δημιουργού. Ο κόσμος είναι ένα βιβλίο γραμμένο με το δάχτυλο του Θεού, και κάθε πλάσμα είναι ένα γράμμα του Θεού, ας πούμε. Ο θνητός επομένως άνθρωπος είναι, όταν κοιτάζη τον κόσμο, όπως ένας αγράμματος που κοιτάζει μια τυπωμένη σελίδα, που δεν του μεταδίδει κανένα νόημα. Βλέπει μόνο τις εξωτερικές μορφές, αλλά η όρασή του δεν φθάνει στην αιώνια ιδέα που εκφράζεται μ’ αυτές. Είναι συνεπώς καθήκον του ανθρώπου να μάθη να διαβάζη το βιβλίο του κόσμου.

Η φύση και η θεία Χάρη είναι, σύμφωνα με τον Hugh, οι δύο δρόμοι με τους οποίους μπορεί να φθάση ο άνθρωπος στον Θεό: το σημάδι της φύσης είναι ο ορατός κόσμος· το σημάδι της Χάρης είναι η ενσάρκωση του αιωνίου Λόγου. Ο άνθρωπος βρίσκεται ανάμεσα στον άγγελο και το ζώο· ο πρώτος βλέπει μόνον την πνευματικό όψη της πραγματικότητας, και ο δεύτερος μόνον την εξωτερική πραγματικότητα. Μόνον ο άνθρωπος μπορεί να δη και τις δύο. Η ψυχή και το σώμα είναι δεμένα το ένα με το άλλο μέσω της κατ’ αίσθηση αντίληψης· η ψυχή μετέχει στην πνευματική ζωή του Θεού μέσω της ιδέας.

Οι Βιτωρίνοι μοναχοί ήταν και μυστικοί και επιστήμονες. Ιδιαίτερα ο Hugh πρόσεχε πάντα να συνδυάζη τη φιλολογική ακρίβεια και τη μυστική ερμηνεία, επειδή η τελευταία θα καταντούσε εντελώς θεωρητική εάν παραμελούσε κανείς το ακριβές κείμενο.

Διηγήθηκα ένα ελάχιστο μόνο μέρος από την ζωή και τη διδασκαλία του Hugh de St. Victor, για να δώσω απλώς μιαν ιδέα του υπεδάφους από το οποίο ξεπήδησε το κείμενό μας, επειδή αυτό που κυρίως μάς ενδιαφέρει εδώ είναι η ενεργητική φαντασία.

Στους μεσαιωνικούς χρόνους η ύπαρξη της ψυχής σαν ενός αυτόνομου, ανεξάρτητου όντος δεν είναι πια ένα σοκ, όπως ήταν για τον «κουρασμένο από την ζωή άνθρωπο», επειδή η ψυχή έχει βγη από το ασυνείδητο, και η ύπαρξή της είναι πια ένα βεβαιωμένο γεγονός για τον μοναχό του 12ου αιώνα. Το Ταυτό – ή η φωτεινή, εν πάση περιπτώσει, πλευρά του Ταυτού – εμφανίζεται χωρισμένο από την ψυχή, σαν ο νυμφίος της, ο Χριστός. Η ψυχή θεωρείται αποκλειστικά θηλυκή, και μπορούμε έτσι να την ταυτίσουμε με την anima της ψυχολογίας.

Τέτοιες συζητήσεις είναι μια μορφή συγγραφής καθόλου σπάνια για τον Μεσαίωνα. Αλλ’ είναι συνήθως, όσο μπορεί να φθάση η περιορισμένη μου γνώση, μια βαρετή, συνειδητή επινόηση. Είναι πολύ πιθανόν, ένα μέρος των απαντήσεων της ψυχής  στον διάλογό μας να προέρχεται επίσης από θεολογικές υποθέσεις σχετικά με την anima naturalis (φυσική ψυχή), και δεν είναι επομένως εντελώς γνήσιες, Αλλά η συζήτηση παίρνει τόσες απροσδόκητες τροπές, ώστε φαίνεται αδύνατον να αμφισβητήσουμε ότι γλυστράει συχνά η anima σε αυθόρμητο υλικό, που προέρχεται από το ασυνείδητο.

Σο αιγυπτιακό κείμενο ήταν το Βα που αντιπροσώπευε και την ψυχή και το Ταυτό, που έπαιζε τον κύριο ρόλο και αντικαθιστούσε τον άνδρα, ενώ σ’ αυτό το κείμενο είναι ο άνδρας που παίζει τον κύριο ρόλο και αντικαθιστά την ψυχή. Ο άνδρας μπαίνει στο πλευρό του Ταυτού, του Χριστού, και μπορεί να πείση μ’ αυτόν τον τρόπο ως έναν μεγάλο βαθμό την ψυχή του. Την αφήνει εντούτοις, κι αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο σε τέτοια κείμενα, να μιλάη πολύ ελεύθερα. Εκφράζει τις αμφιβολίες της όσον αφορά στην αλήθεια των δηλώσεών του, καθώς και την άκρα απέχθειά της γι’ αυτές. Ο Hugh έχει ένα σαφώς καθορισμένο πρόγραμμα – το πρόγραμμα των Βιτωρίνων – , να αποδεσμεύση δηλ. την ψυχή του από τον κόσμο, και να την κάνη να κατευθύνεται αποκλειστικά προς τον Θεό. Το ότι το κείμενο έχει την τάση να βλέπη μόνον προς τα επάνω, προς το φως, ανήκει στα χαρακτηριστικά της εποχής του· ήταν ο καιρός που η νορμανδική αρχιτεκτονική, με το συγκριτικά χαμηλό, χονδροειδές τόξο, έδινε τη θέση της στο υψηλό, μυτερό τόξο του γοτθικού ύφους.

Το κείμενο μάς δίνει μια πολύ ζωντανή εικόνα για το πώς μπορεί να επηρεάση ένας άνθρωπος το ασυνείδητο. Ο Jung παρατήρησε κάποτε, ότι η άσκηση οποιασδήποτε μαγικής επίδρασης ή υποβολής βρίσκεται στο σωστό της πλαίσιο  ό τ α ν   χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι   ε π ά ν ω   σ τ ο    ί δ ι ο  μ α ς   τ ο   α σ υ ν ε ί δ η τ ο. Οι άνθρωποι της εποχής του Hugh αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερο τις μαγικές επιρροές απ ό,τι εμείς σήμερα – δεν είχαν αμφιβολία ότι τα λόγια και οι σκέψεις είχαν επίδραση επάνω τους και επάνω στο περιβάλλον τους. Έτσι ο Hugh επιχείρησε να χρησιμοποιήση τη μαγική επίδραση που αναγκαστικά πηγάζει από τη σκέψη και τον λόγο  σ τ η ν  υ π η ρ ε σ ί α  τ ο υ  Θ ε ο ύ,  για να την εμποδίση από το να γίνη δαιμονική, όπως θα γίνη αν χρησιμοποιηθή συνειδητά ή ασυνείδητα στην υπηρεσία του εγώ. Από ψυχολογική άποψη αυτό προφανώς ισχύει και με το παραπάνω, και σημαίνει ακριβώς ότι χρησιμοποιούμε τις δυνάμεις της ψυχής μας για χάρη του συνόλου, αντί να επιτρέψουμε στο μέρος – δηλαδή στο εγώ – να παίξη τον ρόλο τού εχθρού της συνολικής ψυχής με την προσωπική του απληστία.

Το σκοτάδι καταπιέζεται, φυσικά, από την προσωπική μας άποψη υπερβολικά, αν και δεν σταματάει με κανέναν τρόπο, απλώς να υπάρχη. Ο μεσαιωνικός άνθρωπος ήταν πολύ πιο κοντά στα ένστικτα από ό,τι είμαστε εμείς, και ο δρόμος που οδηγούσε σε μεγαλύτερη συνειδητότητα οδηγούσε επομένως με φυσικό τρόπο  π ρ ο ς  τ α  ε π ά ν ω. Η μεγάλη επιμονή του de St. Victor για τη φιλολογική ακρίβεια μάς δίνει έναν υπαινιγμό για το πώς δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει, π.χ., επιστήμη, αν  δεν είχε μάθει ο άνθρωπος να είναι ακριβής και τίμιος, χωρίς παρεκκλίσεις.

Κάθε κίνηση γίνεται μονόπλευρη αν επιμένουμε σ’ αυτήν για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά δεν πρέπει να αφήσουμε να μας προκαταλάβη στη θεώρηση του κειμένου το γεγονός, ότι το πρόβλημα της ολοκλήρωσης στον σύγχρονο κόσμο απαιτεί μια στάση που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα στοιχεία από τη σκοτεινή πλευρά τού ανθρώπου – ενός κειμένου που ακολουθεί τη χριστιανική αρχή τής διαφοροποίησης του λευκού, σε συμφωνία με την εποχή στην οποίαν ανήκει. Μπορούμε να εκπλαγούμε με την ευκαιρία αυτή, βλέποντας πόσο πολύ σκεφτόμαστε όλοι με μεσαιωνικούς όρους. Αυτό που ήταν φυσικό για τον Hugh τον 12ο αιώνα, έχει γίνει, σε μεγάλο βαθμό, μια τεμπέλικη συνήθεια για πολλούς από εμάς σήμερα.

Περίληψη του κειμένου και σχόλια


Ο τίτλος του κειμένου είναι:

DE ARRHA ANIMAE: Συζήτηση που αναφέρεται στο δώρο τού αρραβώνα (την προίκα) της ψυχής.

Διάλογος ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και την ψυχή του.

(Σημ.: Δίνονται μόνον τα κύρια σημεία του κειμένου, που έχει μεταφρασθή από τα γερμανικά, από το έργο: «Οι Βιτωρίνοι: Μυστικές συγγραφές». Υπάρχει επίσης μια αγγλική μετάφραση του Sherwood Taylor, αλλά δεν υπάρχουν χτυπητές διαφορές ανάμεσα στην αγγλική και τη γερμανική μετάφραση.)

Τη συζήτηση ανοίγει ο άνδρας· αρχίζει με δική του πρωτοβουλία. Λέει στην ψυχή του ότι η συζήτησή τους θα είναι εντελώς εμπιστευτική, έτσι ώστε αυτός δεν θα φοβηθή να ρωτήση τα πιο μυστικά πράγματα κι αυτή δεν θα ντραπή να απαντήση με πλήρη ειλικρίνεια.

Ο Hugh συνεχίζει ρωτώντας την, τί είναι αυτό που αγαπάει περισσότερο απ’ όλα. Ξέρει ότι η ψυχή του δεν μπορεί να ζήση χωρίς αγάπη, αλλά τί έχει διαλέξει σαν το πιο άξιο αντικείμενο της αγάπης της; Ο Hugh αναφέρει έναν μακρύ κατάλογο όλων των όμορφων πραγμάτων τού κόσμου, όπως το χρυσάφι, τα κοσμήματα, τα χρώματα κ.ο.κ. Αγαπάει η ψυχή του κάποιο πράγμα περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο; Ή έχει αφήσει αυτού του είδους τα πράγματα πίσω της, οπότε θα πρέπη να αγαπάη κάτι άλλο, και αν ναι, τί;

Ο αρχικός λόγος φαίνεται να δείχνη ότι ο Hugh είναι σε πολύ σταθερώτερο έδαφος από ό,τι είμαστε οι περισσότεροι από εμάς όταν μιλάμε στην anima ή στον animus μας, επειδή όχι μόνον έχει αντιληφθή την ψυχή του σαν κάποιο πρόσωπο που βρίσκεται απέναντί του, αλλά  έχει καταλάβει επίσης ότι το πεδίο της είναι ο έρωτας, η σχέση και η αγάπη, και ότι το δικό του είναι ο λόγος, η διάκριση και η γνώση. Μιλάει όπως θα μιλούσε ένας άνδρας σε μια γυναίκα. Ξέρει ότι αυτή θα πρέπη να συνδεθή με κάτι, ότι θα πρέπη να αγαπήση, και ότι θα παραμείνη σε κατάσταση ολοκληρωτικής «μυστικής συμμετοχής» απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, αν αυτός δεν κάνει κάτι σχετικά με αυτό.

Θα ήταν σπάνιο, νομίζω, να βρούμε σήμερα έναν άνδρα που να έχη αντικειμενοποιήσει την πλευρά του που αντιστοιχεί στον έρωτα και να την έχη προσωποποιήσει σ’ αυτόν τον βαθμό, και ο οποίος θα μπορούσε να ξεκινήση χρησιμοποιώντας το μυαλό του για να διαφοροποιήση τα συναισθήματά του, αρχίζοντας μια τέτοια συζήτηση με την anima του! Θα ήταν σπάνιο να βρούμε έναν τέτοιον άνδρα, και σχεδόν αδύνατο να βρούμε μια γυναίκα που θα μπορούσε να επιτύχη αυτήν τη διαφοροποίηση ανάμεσα στο δικό της πεδίο και σ’ αυτό του animus της. Το γεγονός ότι ο πολιτισμός μας είναι πατριαρχικός κάνει προφανώς τα πράγματα πιο δύσκολα σ’ αυτό το σημείο για τις γυναίκες. Μιλάμε μιαν αρσενική γλώσσα, και είμαστε τόσο συνηθισμένες να λέμε: «έχω τη γνώμη», ώστε είναι πολύ δύσκολο να αντικειμενοποιήσουμε τον animus και να αντιληφθούμε, ότι θα είμασταν συχνά πολύ πιο κοντά στην αλήθεια αν λέγαμε: «αυτός μέσα μου έχει αυτήν τη γνώμη». Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε αυτό θεωρητικά, αλλά είναι πολύ δύσκολο να το βάλουμε σε εφαρμογή. Αν μπορέσουμε όμως να το κάνουμε, θα είμαστε για πρώτη φορά σε θέση να σκεφθούμε, αν πραγματικά λέμε «ναι» ή «όχι» στις ίδιες μας τις σκέψεις και τα λόγια.

Ο Jung σύστηνε το εξής σαν μια πρακτική τεχνική για τις γυναίκες που προσπαθούσαν να γνωρίσουν τον animus τους: μου είπε να ξανασκεφθώ λοιπόν οποιαδήποτε σπουδαία συζήτηση σε έναν μεταγενέστερο χρόνο, προσπαθώντας να θυμηθώ τί είχα ακριβώς πει, και να σκεφθώ έπειτα αν θα ξανάλεγα το ίδιο. Αν όχι, θα έπρεπε να ανακαλύψω τί με είχε κάνει να εκφράσω μια γνώμη ή να πω τούτο ή εκείνο, που δεν ήταν πραγματικά εκείνο που είχα σκεφθή. Θα έπρεπε να προσπαθήσω, συνεχίζοντας, να συλλάβω τις σκέψεις που περνούσαν απ’ το μυαλό μου και να εφαρμόσω την ίδια διαδικασία και σ’ αυτές.

Δεν ξέρω αν σύστηνε ο Jung την ίδια τεχνική και στους άνδρες, αναφορικά με τα συναισθήματά τους. Οι άνδρες λένε ίσως «αισθάνομαι» πολύ λιγότερο συχνά απ’ ό,τι λένε «έχω τη γνώμη» οι γυναίκες, αλλά ταυτίζονται οπωσδήποτε κι αυτοί με τα συναισθήματά τους, ακριβώς όπως με τις σκέψεις τους οι γυναίκες.

Είναι επομένως εκπληκτικό το ότι έχει διαχωρίσει τόσο καθαρά τον χώρο της σκέψης του από τον χώρο της anima του ο Hugh, κι ότι μένει σταθερά προσκολλημένος μέχρι το τέλος του κειμένου σ’ αυτόν τον διαχωρισμό. Μπορούμε να μάθουμε πολλά πράγματα απ’ αυτόν, που θα μας ήταν αφάνταστα χρήσιμα για τη δική μας ενεργητική φαντασία.

Η ψυχή απαντάει, ότι δεν μπορεί να αγαπήση αυτό που δεν βλέπει· δεν μπόρεσε να εξαιρέση ποτέ ο,τιδήποτε μπορεί να δη από την αγάπη της, αλλά δεν έχει βρη ακόμα κάτι που να το αγαπάη περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο. Παραπονιέται έπειτα πως έχει ήδη μάθει ότι η αγάπη αυτού του κόσμου απογοητεύει· επειδή είτε χάνει αυτό που αγαπάει μέσω της φθοράς του, είτε μπαίνει στη μέση κάτι που της αρέσει περισσότερο, κι αυτή αισθάνεται αναγκασμένη ν’ αλλάξη την προτίμησή της. Η επιθυμία της έτσι, ακόμα παραπαίει – ούτε μπορεί να ζήση χωρίς αγάπη, ούτε να βρη την αληθινή αγάπη.

Ήταν φανερό από την πρώτη ερώτηση του Hugh, ότι το μυαλό του είχε ήδη μάθει να βλέπη τις αιώνιες ιδέες πίσω από τα ορατά πράγματα. Ας θυμηθούμε ότι δίδασκε πως ο κόσμος ήταν το βιβλίο του Θεού, κι ότι ο άνθρωπος είναι σαν αγράμματος όταν δεν μπορή να διαβάση αυτό το βιβλίο. Είναι σαφές από την απάντησή της, ότι η ψυχή του ανήκει στους αγράμματους, κι  ότι έχει αιχμαλωτισθή από μια γενική, ενστικτώδη γνώση – δεν έχει ακόμη ατομικές ιδιότητες, σταθερότητα ή την ικανότητα της διάκρισης. Η συναισθηματική ζωή του Hugh δεν θα διέθετε, οπωσδήποτε, τη διαφοροποίηση του νου του.

Αυτή η απάντηση δείχνει έναν άνδρα, που η anima του θα προβαλλόταν αδιάκριτα από τη μια γυναίκα στην άλλη. Αν δεν είχε γίνει μοναχός και δεν είχε ένα καθορισμένο πρόγραμμα στην ζωή του, κι αν δεν είχε κάνει  αυτήν την εκπληκτική, προπάντων, προσπάθεια να αντικειμενοποιήση την anima του, ο Hugh θα είχε καταληφθή προφανώς απ’ αυτήν και θα είχε ακολουθήσει τα προσκυνήματά της με έναν εντελώς ασυνείδητο τρόπο. Ίσως αυτή η τάση να ήταν και μια από τις αιτίες που τον οδήγησαν σ’ αυτήν τη συζήτηση. Η ψυχή δεν ταυτίζεται όμως εντελώς μ’ αυτήν την κατάσταση· είναι μια γριά μάλλον, ας πούμε, ψυχή, και έχει ήδη μάθει μερικά πράγματα απ’ την απογοήτευση.

Ο Jung έλεγε πάντοτε, ότι δεν υπήρχαν αρκετές επιστημονικές αποδείξεις για τη μετενσάρκωση, ώστε να είμαστε σίγουροι για ένα τέτοιο πράγμα. Είναι όμως γεγονός οπωσδήποτε,  ότι ανήκουν σε πολύ διαφορετικές ηλικίες οι ψυχές των ανθρώπων. Χρειάσθηκε να περάσουν ολόκληρη την ζωή τους πολλοί άνθρωποι, μαθαίνοντας πράγματα που ήταν αυτονόητα σε άλλους. Γνωρίζει ήδη, ότι η αγάπη των πρόσκαιρων πραγμάτων απογοητεύει, η ψυχή του Hugh, πράγμα που φαίνεται πως δεν το γνωρίζουν καθόλου πολλές ψυχές. Φοβάμαι ότι θα μπορούσαμε να πούμε, πως αυτό είναι κάτι που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν το γνωρίζει στον υλιστικό καιρό μας, είτε με τον συνειδητό νου, όπως το γνώριζε προφανώς ο Hugh πριν από πολλά χρόνια, είτε με την ασυνείδητη ψυχή.
(συνεχίζεται)
Aμέθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Είναι όμως γεγονός οπωσδήποτε, ότι ανήκουν σε πολύ διαφορετικές ηλικίες οι ψυχές των ανθρώπων. Χρειάσθηκε να περάσουν ολόκληρη την ζωή τους πολλοί άνθρωποι, μαθαίνοντας πράγματα που ήταν αυτονόητα σε άλλους. Γνωρίζει ήδη, ότι η αγάπη των πρόσκαιρων πραγμάτων απογοητεύει, η ψυχή του Hugh, πράγμα που φαίνεται πως δεν το γνωρίζουν καθόλου πολλές ψυχές. Φοβάμαι ότι θα μπορούσαμε να πούμε, πως αυτό είναι κάτι που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δεν το γνωρίζει στον υλιστικό καιρό μας, είτε με τον συνειδητό νου, όπως το γνώριζε προφανώς ο Hugh πριν από πολλά χρόνια, είτε με την ασυνείδητη ψυχή".