Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

ΘΕΣΕΙΣ MIAΣ ΤΡΙΑΔΙΚΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. ΚLAUS HEMMERLE

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.

ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Επ’ ευκαιρία των εβδομηκοστών του γενεθλίων, τον Αύγουστο του περασμένου έτους, έγραψα στον Hans Urs Von Balthasar ένα γράμμα ευχών λίγο πιό μεγάλο του συνήθους: τις θέσεις για μια τριαδική θεολογία.
Στο έργο του Μπαλτάσαρ βρήκα την εναλλακτική θέση σε μία τοποθέτηση της θεολογίας καθαρά ανθρωπολογική. Στην οποία ο Θεός είναι μειωτικά εγγεγραμμένος στις απαιτήσεις και στις γνωστικές δυνατότητες του ανθρώπου, αλλά και την εναλλακτική θέση σε μία θεολογική σκέψη στατική και συμπερασματική, η οποία υποβαθμίζει τα γεγονότα της Σωτηρίας σε παραδειγματισμούς μίας αυτοαναφορικής μεταφυσικής. Σ’ αυτή την εναλλακτική προοπτική τίποτε από την πληρότητα του δόγματος και απο το εννοιολογικό του ξεδίπλωμα στην παράδοση δεν απορρίπτεται η παραμορφώνεται με τεχνητές ερμηνείες, ούτε ελαχιστοποιούνται οι ιστορικές πλευρές που συναντούμε στην αμεσότητα της Γραφής. Η λεπτότης του στοχασμού και η ακρίβεια των διακρίσεων τις οποίες κατέκτησαν ή πατριστική θεολογία και η σχολαστική δέν εγκαταλείπονται σαν να επρόκειτο για εκθέματα Μουσείου. Η δυναμική της ιστορικής σκέψης, οι προοπτικές μίας καινούργιας κατανοήσεως του Είναι που χαρακτηρίζουν την μοντέρνα συνειδητότητα, δέν παραμένουν κλειστές έξω από την θύρα της Εκκλησίας.


Βεβαίως αυτό αφορά κυρίως την θεολογία. Αλλά στον Μπαλτάσαρ η δομή της σκέψης, ο τρόπος τού βλέπειν, η συνάντηση με όλη την πραγματικότητα, η προσωπική στάση, όλα αυτά μαζί, με την κατάλληλη διαφάνεια, μεταμορφώνονται. Με την θεολογία ανανεώνονται η φιλοσοφία και η πνευματικότης. Και όχι από ένα οποιοδήποτε σημείο εκκινήσεως, αλλά ακριβώς από την καρδιά της πίστεως μας: από το γεγονός-Χριστός, ερμηνευμένο στην Τριαδολογική του σημασία.
Αυτή η ώθηση που μας έρχεται απο τον Μπαλτάσαρ, μήπως δέν οδηγεί σε μία καινούργια οντολογία, σε μία τριαδολογική οντολογία; Αυτό ήθελα να είναι το ευχετήριο γράμμα μου για τα γεννέθλια του: η διατύπωση μίας ερωτήσεως και ταυτοχρόνως ένα ευχαριστήριο και μία απάντηση στον Μπαλτάσαρ. Στην δομή του γράμματος που δημοσιεύεται στην συνέχεια, πρόσθεσα μερικές επεξηγήσεις, αλλά διατήρησα τον χαρακτήρα του πρόχειρου, του αποσπάσματος, όπου τα μοτίβα και οι συνέπειες αφέθηκαν αναπόδεικτες. Θα ήθελα λοιπόν με τη σειρά μου, να θέσω μ’ αυτόν τον τρόπο στους αναγνώστες ετούτου του μικρού τόμου την ερώτηση που μου προξένησε η σκέψη του Μπαλτάσαρ.

Aquisgrana, Ιανουάριος 1976
K.H,
                                    Κεφάλαιο 1
Μία νεα οντολογία σαν θεολογικό και φιλοσοφικό αξίωμα.

1.       Η αναζήτηση μίας νέας οντολογίας.
Η οντολογία, το δόγμα του όντος και του Είναι, δέν είναι πλέον στο κέντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Η οντολογία μπορεί να ενδιαφέρει μόνον όπου προκύπτει κατανοητό το ερώτημα: τί πράγμα είναι το Είναι; Τί πράγμα είναι το όν καθαυτό; Σ’ αυτό το ερώτημα φορτώθηκαν τόσες ωθήσεις της πολιτισμικής εξελίξεως, που τελικώς το ξέχασαν σε κάποια γωνία. Στο παρελθόν, βάση μίας «κλασσικής» λεγόμενης επιστήμης ήταν η δυνατότης να επιβεβαιωθούν τα γεγονότα και να εξηγηθούν μέσω απαράβατων νόμων της Φύσεως ή ιστορικών, αποδείξιμων δεσμών. Αυτή η «κλασσική»επιστήμη, η οποία διατηρεί ακόμη την ισχύ της στην κοινή συνείδηση, εγκαταλείπεται όλο και περισσότερο απο τροπισμούς της σκέψης και εννοιολογήσεις λειτουργικού τύπου. Αυτό που χαρακτηρίζει τις σκέψεις και εννοιολογήσεις λειτουργικού τύπου, αυτό που χαρακτηρίζει τις σκέψεις νεο- και μετα-θετικιστών, νεο- και μετα-μαρξιστών, δέν είναι τόσο τα γεγονότα καθ’εαυτά, όσο οι συνέπειες που δημιουργούνται από αυτά τα γεγονότα, η σχέση τους με τις ανάγκες και οι πρακτικές τους συνέπειες. Γι’ αυτές τις τοποθετήσεις, το τί πράγμα είναι το Είναι και το όν εις εαυτά, είναι πολύ περιορισμένα ερωτήματα: υποστηρίζεται μάλιστα, πως  δέν μπορούν αυτά να φτάσουν και να ακουμπήσουν την ζωή, να αποκτησουν ποτέ ενδιαφέρον για την πράξη. Είναι ταυτοχρόνως και μία έρευνα ευρύτατη, η οποία ερευνά αυτό που βγαίνει από τα όρια του γνωστού, του αναγνωρίσιμου, του κατανοητού και του χρήσιμου. Η οντολογία καταλήγει μία σχολή, γίνεται μία τέχνη για την τέχνη.

Αυτό έχει αντίχτυπο και στην θεολογία. Η Καινή Διαθήκη δέν υπέστη ήδη, με τα δόγματα και την θεολογία των συνόδων, μία κάποια διείσδυση απο ξένα στοιχεία της Ελληνικής μεταφυσικής; Ακούγεται πάρα πολύ συχνά! Στο πεδίο της ιστορικής και της συστηματικής έρευνας ενθαρρύνεται μία επιστροφή στο προ-μεταφυσικό στάδιο, στο προ-οντολογικό των απαρχών. Οι διαβεβαιώσεις του Τριαδικού δόγματος και της Χριστολογίας, όπως είναι σχηματισμένες μεταφυσικά, λένε πάρα πολλά σε σχέση με αυτά που συχνά βεβαιώνουν. Δέν φαίνονται να υποστηρίζονται απο την ιστορική έρευνα ούτε μοιάζουν να μπορούν να μεταφρασθούν στους όρους της συγχρόνου ευαισθησίας.

Λένε επίσης, έτσι ισχυρίζονται,και πολύ λίγα: διότι η αντικειμενικότης των δέν απαντά στην ταραχή και στις απορίες του ανθρώπου. Επιθυμούμε λοιπόν να επιστρέψουμε στην εποχή πρίν την οντολογία και επιθμούμε ταυτοχρόνως και να την υπερβούμε! Η θεολογία πρέπει να γίνει πρακτική, λειτουργική, ανθρωπολογική.

Και παρ’ όλα αυτά, η θέση είναι αυτή: έχουμε ανάγκη μίας οντολογίας. Αυτό το αξίωμα πρέπει να κατανοηθεί είτε στην θεολογική του έννοια, είτε στην φιλοσοφική.

Έχουμε την ανάγκη μίας οντολογίας για την θεολογία.

Αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα όταν στεκόμαστε να εξετάσουμε τις θέσεις μίας θεολογίας που έχει παραιτηθεί απο την οντολογία.

Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε συνήθως μία θεολογία η οποία εξακριβώνει γεγονότα και θέματα ιδιαιτέρως χριστιανικά και τα συσχετίζει με γεγονότα και θέματα της ιστορίας των θρησκειών και του πνεύματος εξηγώντας τα, διασταυρώνοντάς τα, διαφοροποιώντας τα. Εάν περιοριζόταν όμως μόνον σ’ αυτό, η θεολογία και αυτή η ίδια η αποκάλυψη δέν θα διαφοροποιούντο πλέον από την ιστορία των θρησκειών και του πνεύματος, και δέν θα μπορούσαν να υψωθούν πάνω από αυτές (τις θρησκείες). Πώς θα μπορούσαμε να εκφράσουμε ας πούμε, σε τί πράγμα συνίσταται το ιδιαίτερο και μοναδικό στοιχείο της αποκαλύψεως,  αυτό που είναι δηλ. καθ’ εαυτή; Μόνον η ιστορία της θα συσχέτιζε, στην καλύτερη των υποθέσεων, το Χριστιανικό ιδιαίτερο εξωτερικά, χωρίς το περιεχόμενο του Χριστιανισμού.

Άλλη δυνατότης : η θεολογία περιορίζεται να ανακοινώνει το ιδιαίτερο της αποκαλύψεως υπολογίζοντας μόνον τις περιπέτειες και τις ανάγκες του ανθρώπου, και να κατανοεί την αποκάλυψη ξεκινώντας μόνον απο την προβληματική που θέτει στον άνθρωπο. Η οντολογία θα εξέπιπτε σ’αυτή την περίπτωση στο ίδιο επίπεδο με την ανθρωπολογία. Και εδώ το ερώτημα γύρω από τον Θεό και τον Λόγο Του και γύρω από το τί είναι καθ’ εαυτοί και τί πράγμα μάς είπαν, θα τελείωνε άδοξα. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως η απάντηση γύρω απο την Χριστιανική ιδιαιτερότητα θα απαιτούσε να είναι απλώς το αποτέλεσμα μίας ανθρώπινης προβληματικής.

Ή και ακόμη : η θεολογία δέν ενδιαφέρεται για το τί είναι καθ’ εαυτός ο Θεός, για το τί λέει και τί χαρίζει. Ενδιαφέρεται μόνον για την απάντηση του ανθρώπου, καταλήγοντας να είναι ένα βιβλιαράκι συμβουλών γύρω από τους ηθικούς κανόνες συμπεριφοράς. Δέν είναι όμως αλήθεια, πως μ’ αυτόν τον τρόπο το δώρο του Θεού, που προσφέρει τον εαυτό Του, θα εκμηδενιζόταν στις απαιτήσεις που αυτό το ίδιο προσδιορίζει;

Τέλος η θεολογία θα μπορούσε να φθάσει στην ιδέα—και πράγματι φθάνει—να θέσει την ιδιαίτερη ετερότητα, την υπερβατικότητα του Θεού, μ’ έναν τόσο απόλυτο τρόπο, ώστε να καταλήξει μέχρις ότου κάθε διαβεβαίωση, ακόμη δέ και κάθε αυτο-βεβαίωση να είναι μόνον μία παραπομπή και ποτέ μία επιστροφή, άρα μία προβολή. Η πίστη θα περιοριζόταν μ’ αυτόν τον τρόπο στην μαρτυρία της πίστεως. Η ώθηση να γίνει ο Θεός ανεξαρτήτως Θεός, θα μεταμορφωνόταν στο αντίθετό της. Ο Θεός θα ήταν μόνον ένα σημείο Φυγής, ανίκανος βασικώς απέναντι στον άνθρωπο και στον κόσμο : η υπερβατικότης του δέν θα είχε πλέον την δύναμη να συναντήσει την δική μας έμφυτη σταθερότητα.

Θεολογικά λοιπόν, μόνον η οντολογία, η ορατότης και η εκφραστικότης δηλ. του νοήματος του Είναι, είναι η προϋπόθεση μέσω της οποίας μπορεί να αποκαλυφθεί αυτό που ο ίδιος ο Θεός θέλει να πεί, να δώσει, και να είναι αφ’ εαυτού, απο καταγωγής.

Συνεχίζεται

Υ.Γ. Ο Κλάους Hemmerle (1929-1994), καθηγητής της βασικής θεολογίας στην Βόννη και στο Μπόχουμ (1969-1973), διετέλεσε και καθηγητής της φιλοσοφίας της Χριστιανικής θρησκείας στο Φράϊμπουργκ. Την θέση του κατέλαβε ο γνωστός μας Κάσπερ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: