Πηγή: kourdistoportocali
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο "Κ" της Καθημερινής την Κυριακή στις 25 Μαίου 2003
Ό,τι επώαζε τόσα χρόνια η ελληνική κοινωνία, δικά της ή εκ σκεδασμού, από τις διεθνείς γεωπολιτικές καραμπόλες προερχόμενα ή από τις ντόπιες φατρίες αναβλύζοντα, τώρα είναι ο κανόνας. Λαϊκισμός, μικροδιαφθορά, χύδην ευδαιμονισμός, αντιπνευματικότητα, σχετικισμός της ηθικής, σύγχυση ταυτότητος, υπερκέραση των δυνατοτήτων από υπέρογκες επιθυμίες, σουσουδισμός, απληστία, μεγαλομανία: αυτά κυριαρχούν, σκεπάζουν υπαρκτές αρετές και ευγενείς δυνατότητες, ποτίζουν την ελληνική κοινωνία στην αυγή του 21ου αιώνα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο "Κ" της Καθημερινής την Κυριακή στις 25 Μαίου 2003
Ό,τι επώαζε τόσα χρόνια η ελληνική κοινωνία, δικά της ή εκ σκεδασμού, από τις διεθνείς γεωπολιτικές καραμπόλες προερχόμενα ή από τις ντόπιες φατρίες αναβλύζοντα, τώρα είναι ο κανόνας. Λαϊκισμός, μικροδιαφθορά, χύδην ευδαιμονισμός, αντιπνευματικότητα, σχετικισμός της ηθικής, σύγχυση ταυτότητος, υπερκέραση των δυνατοτήτων από υπέρογκες επιθυμίες, σουσουδισμός, απληστία, μεγαλομανία: αυτά κυριαρχούν, σκεπάζουν υπαρκτές αρετές και ευγενείς δυνατότητες, ποτίζουν την ελληνική κοινωνία στην αυγή του 21ου αιώνα.
Το πρόσφατο ξεφώνημα της “Αυριανής” κατά βιλών, μεζονετών και χαρτοφυλακίων, δεν σημαδεύει μόνο λοχαγούς για ενδοκομματικές ανακατατάξεις, δεν αποσκοπεί μόνο να δοθεί μερίδιο της λείας και στον Μέγα Μάγιστρο του ξεφωνήματος. Ναι, είναι και αυτά. Αλλά είναι κάτι παραπάνω, που συλλαμβάνει υποσυνείδητα ο ξεφωνητής: η διαφθορά απλώνεται παντού, σε λοχαγούς και στρατιώτες, σε μεγαλόσχημους και πλέμπα, είναι κοινός επίκτητος χαρακτήρας· τα παλικάρια με τις μεζονέτες και τα 4Χ4 είναι role models για πολλούς… Είναι οικείο θέαμα. Αλλά και: η σκανδαλώδης κονομησιά των ολίγων εις βάρος των πολλών, κάπως πρέπει να εκτονωθεί, κάπου πρέπει να στραφεί η αγανάκτηση και ο φθόνος. Ο ξεφωνητής αναλαμβάνει ημισυνειδητά ρόλο αποσυμπιεστή, αλλά και ρόλο καταλύτη: ό,τι μιλιέται σε καφενεία και παρέες, μετατρέπεται σε δημόσιο ψόγο. Κι είναι δημόσιος o ψόγος, ακόμη και μ’ αυτόν τον τρόπο του οχετού.
Γιατί αυτούς και γιατί τώρα; Γιατί τον φερ’ ειπείν Νεονάκη, τον Πρωτόπαπα, τον Μανίκα, τον άλλο τον υφυπουργό που ήδη μάς διαφεύγει το όνομά του. Είπαμε νωρίτερα ότι ένας στόχος ίσως είναι η ανακατάταξη: να χαμηλώσουν όσοι ψήλωσαν απότομα. Άλλο είναι το ενδιαφέρον: οι τρεις πρώτοι έχουν κοινούς χαρακτήρες. Πίσω τους στοιχίζονται δεκάδες-εκατοντάδες άλλοι λοχαγοί, υπουργοί, διοικητές ΔΕΚΟ, υψηλόβαθμοι της κρατικής και κομματικής μηχανής, ημιεπιχειρηματίες και μεσάζοντες με πράσινη ταυτότητα. Οι βαλλόμενοι είναι επιφανή δείγματα της συνομοταξίας των Παλικαριών, που ανδρώθηκαν και θέριεψαν μες στο Πασόκ, στον καθημερινό βίο των κλαδικών και της Χαρ. Τρικούπη, σε ένα παράδοξο πλην αποτελεσματικό μείγμα λενινιστικής οργάνωσης και κοτζαμπάσικης φατρίας.
Τα, ας πούμε, Παλικάρια προέρχονται από τη δεξαμενή των στελεχών. Είναι άνθη της μεταπολίτευσης λίγο-πολύ· ελάχιστοι φέρουν ένα δαφνόκλαδο αντιχουντικής δράσης, οι περισσότεροι εκκολάφθηκαν σε δευτεροκλασάτα αμφιθέατρα πανεπιστημίων και ΤΕΙ, σε συνδικαλιστικές παρατάξεις, σε ΔΕΚΟ και ΟΤΑ, σε ομιχλώδη αρκτικόλεξα. Πέρασαν μια εικοσαετία τουλάχιστον με μουστάκες και λαδωμένο μαλλί, με ζιβάγκο όσο το πρόσταζε ο Μεγάλος, με Daihatsu και Nissan, με ετοιματζίδικα κοστούμια αργότερα, προτού προσγειωθούν στις αγκαλιές του Hugo Boss και του Land Cruiser, προτού αρχίσουν να συλλέγουν πίνακες και κομπολόγια.
Ο ορίζοντας culturetainment ξεκίνησε από την ταβέρνα του Καλαμπόκα στα Πατήσια, τον μακρινό καιρό της Εθνικής Ανεξαρτησίας-Λαϊκή Κυριαρχία-Κοινωνική Απελευθέρωση. Επί Αλλαγής, μετακόμισε στα Περιβόλια του Ουρανού, και διευρύνθηκε με Ανδριόπουλο και Τρεις του Σεπτέμβρη να Γυρνάς. Καθώς έρεε το πρώτο χρήμα του ’81-’88, επί Τρίτου Δρόμου (καθώς ξεπερνούσαν πια τον Λένιν και τον Μάο, άφηναν πίσω πίσω τους κανταφοτουπαρισμούς, και προφήτευαν τον Άντονι Γκίντενς και τον Τόνι Μπλερ), οι πίστες της παραλίας γνώρισαν τα στροφιλίκια των ζεϊμπέκηδων με τις ωραίες κουστουμιές αλά Άκη. Το χρήμα δεν κρυβόταν.
Η απώλεια του Μεγάλου δεν άλλαξε συμπεριφορές και ιδεότυπους· αντιθέτως, επιτάχυναν προς τις κοσμικότητες και τα μεγάλα κόλπα, καθώς η τεχνογνωσία αβγάταινε και το χρήμα έτρεχε πια ποτάμι. Στο αποκορύφωμά του, το νέο Πασόκ, ενωμένο δυνατό, με τιμονιέρη τον Καλβίνο, και λοστρόμους επήλυδες Τσουκάτους και Παταγιάδες, ένευσε στη νέα εποχή: συνεδρίασαν πανηγυρικά στο Βαρελάδικο, στο τέμενος του Zeitgeist των ώριμων ’90s: όρθιο, μαζικό, εκκωφαντικό, ελληνικό με ξένη σως. Σαν την Ελλάδα που διαμόρφωναν κατ’ εικόνα τους
Πολύ αργά, πολύ πρόσφατα, ο μορφωτικός ορίζοντας περιέλαβε κότερα, θερμαινόμενες πισίνες, gourmet εστιατόρια, γευσιγνωσίες καλιφορνέζικων κρασιών και πούρα Cohiba.
Από τον Θωμά Μπακαλάκο και τον Ηλία Ανδριόπουλο ώς τον Vangelis, η μετάβαση ήταν ταχεία γιατί γλιστρούσε πάνω στο χρήμα που όλα τα λιπαίνει και τα εξωραΐζει, ιδίως την κοινωνική άνοδο.
Απ’ όλα τα μυστακοφόρα Παλικάρια πιο άπληστοι, πιο αδίστακτοι και σκληροί, μα και ευάλωτοι λόγω ακριβώς της απληστίας και του σοκ της ανόδου, αποδεικνύονται οι πρώην συνδικαλιστές· οι αποκαλούμενοι και ανεπάγγελτοι ή άεργοι. Όσοι πέρασαν τα νιάτα τους μαγειρεύοντας τη σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής, ρευόμενοι στο Κέντρο Μελετών και Διαφώτισης, σηκώνοντας ράθυμα τα παντελόνια τους σε ντουμανιασμένα εντευκτήρια σωματείων, λιώνοντας στο τάβλι καθώς έστηναν το επόμενο κόλπο Αλλαγής. Όσοι από τραπεζοσυνδικαλιστές βρέθηκαν ΕΛΔΕΑρχες, και από πρασινοφρουροί μεταμορφώθηκαν σε επενδυτές. Όσοι από το απεχθές μεροκάματο βρέθηκαν μ’ ένα σάλτο στη μαρμίτα.
Χωρίς μουστάκια
Άλλα Παλικάρια δεν προέρχονται από τον συνδικαλισμό· προσγειώθηκαν στη δουλειά απ’ έξω: από το Παρίσι ή τις Βρυξέλλες, ακόμη κι από άλλους πολιτικούς σχηματισμούς ή από άλλα μαγαζιά εξουσίας. Μπορεί να είναι εκδότες, αρθρογράφοι, σύμβουλοι, μάνατζερ, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί. Διαθέτουν βιτρίνα, κινούνται με άνεση σε κλαμπ της μόδας, ντύνονται με γούστο, δεν έχουν μουστάκες. Αυτοί διακρίνονται ως παπαγαλάκια τάσεων και ιδεών, ως μάνατζερ μοντέρνων εργασιών, ως μπαλαντέρ· κυρίως: ως βαποράκια ισχυρών του χρήματος, ως μεσάζοντες μεταξύ του μηχανισμού και των επιχειρηματιών, ως πλυντήρια. Στις εξοχικές βίλες και τις αστικές μεζονέτες τους στήνονται γεύματα εργασίας, γνωριμίας, μοιρασιάς. Εκεί σμίγουν παλαιά και νέα τζάκια, φανερό και άδηλο χρήμα, η προσφορά και η ζήτηση.
Ε, και;
Ποιο το νέο; Ποια η έκπληξη; Καμία. Σχεδόν καμία. Το εικοσαετές regime της Αλλαγής, του τρίτου Δρόμου, του Εκσυγχρονισμού, ανέδειξε τους ήρωές του, ανθρωπότυπους που μεταμορφώνονται καθώς περνούν τα ΚΠΣ, τα Ειδικά Δικαστήρια και οι Προεδρίες. Αλλάζει η χώρα, το τοπίο, οι πόλεις. Αλλάζουν και οι άνθρωποι. Τα Παλικάρια είναι οι υπερισχύοντες τύποι· τα κύτταρά τους αποδείχθηκαν ανθεκτικά και ευπροσάρμοστα: πήδησαν από το αμπέχονο της ΠΑΣΠ στα μιλανέζικα μοκασίνια, και από τη ρητορική του Τρίτου δρόμου στο ρεαλισμό της εξουσίας και τη γλύκα του χρήματος.
Καθώς τα παλιά τζάκια αποσύρθηκαν κουρασμένα, τα Παλικάρια έχοντας την αλκή του νεοφώτιστου, του sans culotte που καταλαμβάνει παραδομένα ανάκτορα, διαμόρφωσαν μια νέα τάξη, μάλλον ένα ευρύ κλαν, μια πατριά που αναγνωρίζει τα μέλη της και κρατά όλες τις εξουσίες. Στη μετεμφυλιακή περίοδο κυριάρχησε η Δεξιά και το παλαιό Κέντρο, διαμορφώνοντας αναλόγως τζάκια και ανθρωπότυπους. Στη μεταπολιτευτική περίοδο, μεσουρανεί το νέο Κέντρο, ρευστό, ευλύγιστο, πολυσυλλεκτικό, ασαφές ιδεολογικά μα εξαιρετικά ορμητικό κοινωνικά. Το μικρομεσαίο ποτάμι σάρωσε τα παλαιά συμβόλαια στηριζόμενο εν πολλοίς σε παλαιότατες τεχνικές διαχείρισης, στους ίδιους κανόνες, συν την έγκαιρη ακρόαση του Νέου.
Τα Παλικάρια ήταν οι πιο αυθεντικοί εκφραστές αυτής της ανακατανομής ισχύος και πλούτου. Βρέθηκαν στο επίκεντρο, από τύχη ή από υπολογισμό, αλλά βρέθηκαν εκεί, ήθελαν να είναι εκεί· όλοι οι άλλοι ήταν αλλού. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να επιτελέσει αυτόν τον μετασχηματισμό συμπεριφοράς. Εξέφρασαν όχι μόνο τους μικρομεσαίους εαυτούς τους, αλλά πρωτίστως το μικρομεσαίο πλήθος που τους γέννησε. Γι’ αυτό τα κατορθώματά τους προκαλούν πλήθος αντιφατικών αντιδράσεων, ακόμη και τώρα που η Αλλαγή λησμονήθηκε, ο Εκσυγχρονισμός ξεφούσκωσε, και οι μικρομεσαίοι στενάζουν υπό το βάρος της παλαιο-νέας φτώχειας, χωρίς φως στην άκρη του τούνελ. Οι μικρομεσαίοι τώρα σιχτιρίζουν βεβαίως και αγανακτούν, και μισούν τα Παλικάρια που τους έριξαν στο κάγκελο της Σοφοκλέους και σε άλλα μεγάλα κόλπα· αλλά και φθονούν και θαυμάζουν τον «Μάγκα που την έκανε» και έβγαλε το κεφάλι του έξω από το μικρομεσαίο παχνί.
Τα Παλικάρια είναι σαρξ εκ της μικρομεσαίας σαρκός· είναι η επιτομή του αμοραλιστή φτωχοδιάβολου που βαρέθηκε τον άφραγκο τίμιο της τάξης του. Τα Παλικάρια πρόσφεραν ψευδαισθήσεις, παραμύθα, ορμή, ξεροκόμματα. Και πήραν όσα χωρούσαν οι τσέπες τους. Με φυσικότητα, με οικεία απληστία, με βιάση.
Όλα εν ονόματι των μικρομεσαίων.
περιοδικό “Κ”, Καθημερινή, Κυριακή 25 Μαίου 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου