Συνέχεια από: Τετάρτη, 23 Νοεμβρίου 2011
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara HANNAH
Ερχόμαστε τώρα, για να επιστρέψουμε στο κείμενό μας, στην απάντηση της ψυχής. Λέει στον Hugh, ότι η γλυκύτητα των λόγων του την κάνει να καίγεται, αν και δεν έχει δη ποτέ τον γαμπρό που αυτός παινεύει τόσο πολύ. Σχεδόν αισθάνεται όμως, από μόνη την περιγραφή του, υποχρεωμένη να τον αγαπήση. Υπάρχει κάποιο μειονέκτημα, που θα ελαττώση εντούτοις την ευτυχία της, αν δεν το απομακρύνη με το παρηγορητικό του χέρι.
Ο Hugh έχει επιτύχει μια σχεδόν μαγική επίδραση επάνω στην ψυχή. Τα λόγια του τής άναψαν φωτιά. Αυτή δεν έχει καταλάβει ακόμη τη μεγάλη ψυχολογική αλήθεια που της είπε για το Ταυτό, επειδή συνεχίζει να είναι μια επιφανειακή, εξωστρεφής ύπαρξη· μαγεύεται απ’ τα ίδια τα λόγια, κι όχι απ’ την ιδέα που βρίσκεται πίσω απ’ αυτά. Τονίζει τη γοητεία των λόγων του και μιλάει για το παρηγορητικό του χέρι, σε μιαν προσπάθεια να κολακέψη τον εγωϊσμό του, κάτι που είναι ένα αγαπημένο τέχνασμα της anima, όπως και του animus, και για το οποίο θα πρέπη να είμαστε πάντα σε επιφυλακή στην ενεργητική φαντασία. Διατηρούν, σαν αυτόνομες «θεότητες», κατά ένα μεγάλο ποσοστό τη δύναμή τους, προκαλώντας αισθήματα ανωτερότητας και κατωτερότητας· χρησιμοποιούν αυτά τα όπλα χωρίς έλεος, και μ’ έναν τρόπο, που είναι δύσκολο να τα εντοπίσουμε. Αν καταφέρη να φουντώση τον εγωϊσμό τού Hugh η ψυχή, ώστε να αρχίση να σκέφτεται αυτός: «Ε γ ώ το κάνω αυτό· τί καταπληκτικός που είμαι ε γ ώ», θα τον έχη στην τσέπη της, κι είναι αυτή μια δύναμη, που δεν την εγκαταλείπουν – απ’ όσο ξέρω από την πείρα μου – ποτέ η anima και ο animus εντελώς. Και με την πιο μικρή πρόκληση, την ξαναδοκιμάζουν.
Ο Hugh λέει, ότι είναι εντελώς σίγουρος, πως δεν υπάρχει τίποτε στην αγάπη του νυμφίου της που θα μπορούσε να ελαττώση την ευτυχία της, αλλά την παρακαλεί, για να μην έχη εκείνη καθόλου την εντύπωση ότι θέλει να την εξαπατήση, να του αποκαλύψη τις δυσκολίες της.
Δεν είναι κανένας ανόητος ο Hugh. Αποφεύγει πολύ έξυπνα την παγίδα της· παραδέχεται ότι θα μπορούσε να υπάρχη η εντύπωση, πως προσπαθεί να την εξαπατήση, προς όφελος του εγώ του. Έχω πράγματι την ιδέα, πως είναι πιθανόν να εξέτασε τη συνείδησή του πολύ προσεχτικά γι’ αυτό το θέμα σ’ αυτό το σημείο.
Δεν πρέπει να ξεχνάη κανείς ότι, αν και είναι γραμμένη σαν να έγινε μονομιάς όλη η συζήτηση, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Απαιτούν όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου και χρειάζονται πολλή σκέψη αυτές οι συζητήσεις. Εγώ τις συνεχίζω μερικές φορές για αρκετό χρονικό διάστημα, και μελετώ συχνά μια κίνηση του συζητητή μου αρκετόν χρόνο πριν μπορέσω να καταλάβω σε τί αποβλέπει, ή πριν μπορέσω να βρω τη σωστή απάντηση.
Δεν υπάρχει καθόλου χρόνος ή υπάρχει μια τελείως διαφορετική αντίληψη του χρόνου στο ασυνείδητο, όπως παρατήρησε πολλές φορές ο Jung, και μπορούμε να συνεχίσουμε συχνά αργότερα το ίδιο θέμα στις συζητήσεις μας με τον ίδιον σύντροφο. Αλλ’ έχουν την τάση να βυθίζονται πάλι μέσα στο ασυνείδητο αυτά τα πράγματα, έτσι ώστε να είναι κάθε α δ ι κ α ι ο λ ό γ η τ η καθυστέρηση ή αναβλητικότητα πάντοτε μοιραία. Θέλω να τονίσω, ότι απαιτεί στον ανώτατο βαθμό τις προσπάθειές μας, μ’ όποιον τρόπο κι αν τις καταβάλουμε, ένας τέτοιος διάλογος. Αποφεύγει λοιπόν, μειώνοντας μόνον τον εαυτό του στις ανθρώπινες διαστάσεις του και βλέποντας τον κίνδυνο ότι θα μπορούσε να την εξαπατήση για τους δικούς του σκοπούς, την παγίδα της anima του ο Hugh. Πρέπει να θυμώμαστε συνεχώς το πόσο μικροί είμαστε, σε τέτοιες συζητήσεις μ’ αυτές τις αιώνιες, οπωσδήποτε, μορφές.
Εκθέτει έπειτα τη δυσκολία της αρκετά αναλυτικά η ψυχή. Παρ’ όλο που παραδέχεται, ότι είναι μεγάλα τα δώρα του γαμπρού, δεν βλέπει τίποτε μοναδικό σ’ αυτά, επειδή θα πρέπη να τα μοιραστή με άλλους ανθρώπους, κι ακόμη και με ζώα. Είναι πολύ άδικο να περιμένη κάποιος να αγαπήση με αποκλειστικόν τρόπο τον νυμφίο της, όταν δεν υπάρχη ένα σημάδι, ότι κι αυτός την αγαπάει αποκλειστικά. Λέει, ότι το γνωρίζει πολύ καλά αυτό ο Hugh, κι ότι θα πρέπη να της δείξη, πού βρίσκεται αυτή η μοναδικότητα.
Είναι ένα παράδειγμα απόλυτα θηλυκής ψυχολογίας. Τρέφει μέσα της κάθε γυναίκα, και κάθε anima πιθανόν, αυτήν την απαίτηση για αποκλειστικότητα. Συνήθιζε να αφηγείται την ιστορία μιας τρελλής γυναίκας από το Burghölzli, που φώναζε μέσα στον ναό: «Είναι δικός μου ο Χριστός, κι είσαστε όλες εσείς πόρνες!» ο Jung. Μπορεί να βρη κάθε γυναίκα, που είναι τίμια με τον εαυτό της, αυτήν την ίδιαν απαίτηση κάπου μέσα της, αν και προβάλλεται συνήθως σ’ έναν πραγματικόν άνδρα, ο ποίος θα πρέπη να υποφέρη τότε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από την αποκλειστική της, κτητική διάθεση.
Eπιβεβαιώνει την υποψία μας, ότι προσπαθεί να παρασύρη με την κολακεία της τον Hugh η anima, αυτός ο λόγος, επειδή αγαπάει καθαρά με τον δικό της τρόπο, πολύ περισσότερο απ’ τον νυμφίο της σ’ αυτό το σημείο. Είναι όμως κατά βάθος μια απαίτηση δύναμης, κι όχι αγάπης, αυτή η απαίτηση να είναι η μόνη αγαπημένη. Έχει θυσιάσει καθαρά μια συνειδητή εγωϊκή δύναμη θέλησης ως ένα σημείο ο Hugh, αλλ’ ανακαλύπτει εδώ, ότι προχωράει η πλευρά που αντιστοιχεί στον έρωτα, η ζωή των συναισθημάτων του, η anima του, στον ίδιον πάντα παλιό δρόμο. Λένε συχνά, αν τους πής ότι προσκολλώνται με πάθος σ’ αυτό ή εκείνο το πράγμα: «Ώ, όχι, το έχω θυσιάσει εντελώς» οι άνθρωποι. Και μπορεί να είναι πολύ αληθινό στο επίπεδο της συνείδησης αυτό, αλλά μας δείχνει το παράδειγμά μας, ότι έχουμε κάνει τον λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, αν το νομίσουμε αρκετό. Ανακαλύπτει λοιπόν, με τον έξυπνο χειρισμό της κατάστασης, τί ακριβώς είναι η anima ο Hugh.
Απαντάει πάλι πολύ έξυπνα στην anima του και της λέει ότι δεν είναι θυμωμένος μαζί της, επειδή είναι φανερό πως αναζητάει την τέλεια αγάπη. Δεν επικρίνει τα αρνητικά στοιχεία του λόγου της, αλλά τονίζει τα θετικά, όπως μπορεί να πη ένας σύζυγος: «Αγάπη μου, έχεις απόλυτο δίκαιο· βλέπω ότι τα κίνητρά σου είναι πάνω από κάθε κατάκριση», σαν πρόλογο σε ένα μεγάλο ΑΛΛΑ. Αν δεν είχε γίνει μοναχός, φαίνεται πως θα είχε ιδιαίτερα προσόντα για να γίνη ένας εξαιρετικός σύζυγος ο Hugh!
Συνεχίζει κάνοντας μια μακριά προσπάθεια να φέρη κάποια διάκριση στη ζωή των συναισθημάτων του, ξεχωρίζοντας τα δώρα του γαμπρού, για παράδειγμα, σε τρεις κατηγορίες: αυτά που είναι κοινά σε όλους· αυτά που είναι ιδιαίτερα δώρα, και τα οποία μοιράζεται κανείς μ’ έναν περιορισμένον αριθμό άλλων ανθρώπων· κι αυτά τα δώρα που είναι μοναδικά. Αλλ’ αυτός ο λόγος δεν κάνει καμμιάν εντύπωση στην anima του, που του λέει ότι απέρριψε μάλλον, παρά ξερίζωσε τις δυσκολίες της, και το αναφέρω αυτό μόνο για να δείξω τον ασυνήθιστα πολύπλοκο χαρακτήρα αυτών των συζητήσεων. Προσπαθεί να επιτύχη μιαΝ προσέγγιση με καθαρά λογικά επιχειρήματα Ο Hugh, πράγμα που δεν την εντυπωσιάζει καθόλου. Δεν βρίσκεται πια κάτω απ’ τη μαγική επίδραση των λόγων του, και επιμένει, όπως μια γυναίκα, στα γ ε γ ο ν ό τ α η ψυχή.
Συνεχίζει όμως πάνω στην ίδια γραμμή, παρά τη διαμαρτυρία της αυτός. Αρχίζει να της προκαλεί κάποιαν εντύπωση μόνον όταν ξεκινάη μια – βασισμένη στην πραγματικότητα – περιγραφή, για το τί είναι στ’ αλήθεια αυτή η μοναδική αγάπη. Θα αναφέρω τα δύο πιο σπουδαία εδάφια κατά λέξη.
«Η αγάπη μπορεί να είναι μόνον ευτυχία, αλλά είναι πολύ πιο σημαντικό να μπορή να χαίρεται κανείς με την ευτυχία των πολλών. Επειδή η πνευματική αγάπη γίνεται μεγαλύτερη μέσα στο άτομο, αν είναι κοινή σε όλους. Δεν μειώνεται όταν μοιράζεται, γιατί ο καρπός της βρίσκεται μοναδικός και αδιαίρετος σε κάθε άτομο».
Το αποκλειστικό της δικαίωμα για μοναδική αγάπη δεν θέτει, μ’ άλλα λόγια, περιορισμούς στον αριθμό των ανθρώπων, με τους οποίους μοιράζεται αυτήν την πνευματική αγάπη. Δεν πρέπει να φοβάται ότι θα κομματιαστή η καρδιά του νυμφίου, όπως γίνεται στο ανθρώπινο πάθος, επειδή είναι ολόκληρη και αδιαίρετη παντού αυτή η καρδιά. Και συνεχίζει ο Hugh:
«Όλοι πρέπει να αγαπούν επομένως τον έναν με μια μοναδική αγάπη, επειδή αγαπώνται όλοι με μοναδικόν τρόπο, και θα πρέπη να αγαπούν ο ένας τον άλλον (Σημ: εναλλακτική μετάφραση: θα πρέπη να αγαπούν τον εαυτό τους) μέσα στον έναν, σαν να ήταν ένα, και θα πρέπη να γίνουν μέσω της αγάπης του ενός ένα».
Η αλχημεία είναι γεμάτη από αναφορές στο θέμα του ε ν ό ς, αλλ’ ο χώρος δεν μου επιτρέπει να τις επαναλάβω εδώ. Βασικά, το «Ένα» στην αλχημεία και το «Ένα» στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Hugh είναι, φυσικά, σύμβολα του αρχέτυπου του Ταυτού.
Αναφέρει στην «Ψυχολογία της Μεταβίβασης» ένα απόσπασμα του Ωριγένη ο Jung, που λέει: «Βλέπεις ότι ο άνθρωπος, που φαίνεται εξωτερικά σαν ένας, δεν είναι ένας, αλλά εμφανίζονται πολλά διαφορετικά πρόσωπα μέσα του, καθώς έχει αυθόρμητες παρωθήσεις». Ο στόχος επομένως του χριστιανού είναι, σύμφωνα με τον Ωριγένη, να γίνη ένας ενοποιημένος εσωτερικά άνθρωπος· να γίνη ένα (Jung: Άπαντα, Τόμος 16, παρ.397).
Υπάρχει επίσης ένα παράλληλο στην Brihadaranyaka Upanishad, που είναι επίσης κοντά στο κείμενό μας, κι απ’ το οποίο δεν μπορώ να μην αναφέρω μερικές γραμμές.
Λέει ο Yangravalkya:
«Ένας άνδρας δεν είναι πράγματι αγαπητός έτσι, ώστε να αγαπάς τον ίδιον τον άνδρα· αλλά με τον τρόπο τού να αγαπάς το Ταυτό, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι αγαπητός ένας άνδρας.
Μια γυναίκα δεν είναι πράγματι αγαπητή έτσι, ώστε να αγαπάς την ίδια τη γυναίκα· αλλά με τον τρόπο τού να αγαπάς το Ταυτό, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι αγαπητή μια γυναίκα».
Αυτό επαναλαμβάνεται έπειτα για όλα τα πράγματα που αγαπούν οι άνθρωποι, και το χωρίο τελειώνει ως εξής: «Ο,τιδήποτε δεν είναι πράγματι αγαπητό έτσι, ώστε να αγαπάς αυτό το ίδιο, αλλά με τον τρόπο τού να αγαπάς το Ταυτό, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι ο,τιδήποτε αγαπητό» (Οι Upanishad: Οξφόρδη, Oxford University Press, Τόμος 1, σελ. 109 κ.ε.).
Η σημασία αυτού του κειμένου ανακαλύπτεται για μας μέσα απ’ την εμπειρία μας. Γίνεται πιο φανερό, ιδιαίτερα προκειμένου για τις γυναίκες, καθώς επίσης και στο κείμενό μας, στον τομέα της σχέσης. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι καμμιά ανθρώπινη σχέση κάτι το ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ό. Μπορούμε να μοιραστούμε αυτό ή εκείνο με τον τάδε, κάτι άλλο με κάποιον άλλον, και ούτω καθεξής. Αισθανόμαστε συχνά διασπασμένοι, χωρίς πίστη, ή διχασμένοι ανάμεσα στις σχέσεις που έχουμε δημιουργήσει. Αλλ’ όταν αρχίσουμε να αισθανόμαστε κάποια πίστη στο ασυνείδητό μας, σε κάτι δηλαδή απείρως μεγαλύτερο από το εγώ μας, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε κάτι από την πιστότητα στο Ένα, στο Ταυτό, που περιγράφει με θρησκευτική γλώσσα, σαν πιστότητα στον νυμφίο της ψυχής ο Hugh, κι αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, ότι περιγράφει απλώς ένα ψυχολογικό γεγονός.
Αυτό είναι πολύ σαφές μερικές φορές στο επίπεδο της μεταβίβασης. Οι χειρότερες δυσκολίες που συναντώνται στη μεταβίβαση είναι συνήθως οδοδείκτες, που οδηγούν προς την εμπειρία του ψυχολογικού Ταυτού. Δουλειά του αναλυτή είναι να μείνη σταθερός, και να δίνη, συμβουλευόμενος το ασυνείδητό του, σε κάθε ασθενή αυτό που του ή της ανήκει μέσα στο Έ ν α , τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Και έργο τού ασθενή είναι να δέχεται τον πόνο που συνεπάγεται η θυσία των εγωϊστικών του απαιτήσεων, σαν αντάλλαγμα για τη γνώση του Ένός, μέσα στο οποίο και μόνο μπορεί να βρεθή η λύση του προβλήματος. Και η μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια μπορεί να βρεθή, πολύ συχνά, κ α ι σ τ ι ς δ ύ ο π λ ε υ ρ έ ς στην ενεργητική φαντασία.
Στην αρχή της απάντησής της, αναφέρεται πάλι στη μαγεία των λόγων του Hugh η ψυχή. Λέει ότι αρχίζει να αισθάνεται εξ αιτίας αυτών των λόγων περισσότερη θέρμη για την αναζήτηση αυτής της αγάπης, που είχε αρχίσει, χωρίς αυτά τα λόγια, να της γίνεται βαρετή. Γίνεται έπειτα περισσότερο πρακτική, και λέει ότι θα πρέπη να της δείξη ο Hugh, πως αυτή η αγάπη είναι πραγματικά αποτελεσματική. Θα σταματήση πια να την αμφισβητή, αν δη ότι είναι, από το πρακτικό της αποτέλεσμα, πραγματική.
Παρ’ όλο που συνεχίζει να αισθάνεται τη γοητεία των λόγων του, δεν την ικανοποιούν τώρα πια. Είχαν το αποτέλεσμά τους στο να την πείσουν να αρχίση να ακούη , αλλά πρέπει να παρουσιάση τώρα πραγματικά γ ε γ ο ν ό τ α ο Hugh. Συμφωνεί ακριβώς με την εμπειρία που έχουμε από το ασυνείδητο η αντίδραση αυτή της ψυχής· το οποίο και έχει μιαν εξαιρετικά εμπειρική οπτική γωνία, και δεν έχει μόνιμη επίδραση επάνω του η υποβολή. Είναι αλήθεια ότι ανταποκρίνεται κατά καιρούς στην υποβολή, αλλά θα γυρίζη πάντα στο τέλος στο αρχικό σημείο και θα ζητάη πραγματικές αποδείξεις.
Το κύριο σημείο, το οποίο τονίζει σε μια πολύ μακριά απάντησή του ο Hugh στην ψυχή, είναι ότι όχι μόνο τής έδωσε την ύπαρξη ο νυμφίος, αλλά και μιαν όμορφη και καλοσχηματισμένη ύπαρξη, και ομοιότητα επιπλέον με τον εαυτό του.
Είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο αυτό, που περιέχει ολόκληρη την ιδέα της εξατομίκευσης. Αυτή η «όμορφα σχηματισμένη ύπαρξη» είναι, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, η μοναδική μορφή που έχει την ευκαιρία να φέρη ο καθένας από εμάς στο φως. Μας έχει πράγματι δοθή, αλλά έχουμε εμείς τη δυνατότητα να της δώσουμε υπόσταση. Ο Jung τη συνέκρινε πολλές φορές μ’ ένα κρυστάλλινο περίβλημα, που το αν θα στερεοποιηθή αυτό το περίβλημα σε κρύσταλλο εξαρτάται, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, από εμάς τους ίδιους.
Υπάρχει ένα εδάφιο στον Jacob Böhme, στο οποίο λέει ότι έχει ένα «λεπτό σώμα» ο Θεός, αλλ’ ότι έχασε αυτό το σώμα όταν έπεσε απ’ τον ουρανό ο Εωσφόρος. Ο Jung είπε κάποτε σχετικά μ’ αυτό το χωρίο, ότι μπορεί να πάρη συμβολικά κανείς αυτήν την ιδέα του σώματος, με την έννοια μιας ατομικής μορφής ή σχήματος. Ο διάβολος απέρριψε, κατά τον Böhme, την ατομική του μορφή· δεν είναι επομένως δυνατόν να υπαχθή στη διαδικασία της εξατομίκευση. Θα ήταν άρα μοιραίο, αν ακολουθούσε η ψυχή στο κείμενό μας το παράδειγμα του διαβόλου και απέρριπτε αυτό το δώρο του γαμπρού, αυτή την «όμορφα σχηματισμένη ύπαρξη»· θα ήταν μοιραίο αν αρνιόταν την πορεία, μ’ άλλα λόγια, της εξατομίκευσης.
Το επόμενο επιχείρημα του Hugh είναι, ότι της έχει δώσει όχι μόνο μια όμορφα σχηματισμένη ύπαρξη, αλλά επίσης και μιαν ομοιότητα με τον εαυτό του ο νυμφίος. Λέει στο βιβλίο του «Ψυχολογία και Αλχημεία» ο Jung:
«Η ιδιαιτερότητα της σχέσης ανάμεσα στον θεό και την ψυχή αποκλείει κάθε υποτίμηση της τελευταίας ευθύς εξ αρχής. (Το γεγονός ότι και ο διάβολος μπορεί να κυριεύση επίσης την ψυχή, δεν μειώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξία της.) Θα μας πήγαινε ίσως πολύ μακριά το να μιλήσουμε για μια συγγένεια, αλλά θα πρέπη να έχη οπωσδήποτε μια δυνατότητα σχέσης (να έχη κάτι που ν’ αντιστοιχή, μ’ άλλα λόγια, με το θείο Ον) μέσα της η ψυχή, γιατί δεν θα μπορούσε να επιτευχθή διαφορετικά κανενός είδους ποτέ σχέση. ( Είναι επομένως εντελώς ακατανόητο ψυχολογικά, ότι θα μπορούσε να είναι μια «εντελώς διαφορετική οντότητα» ο Θεός, επειδή δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ «μια διαφορετική οντότητα» τόσο κοντά στην ψυχή, όσο είναι στην πραγματικότητα ο Θεός. Μόνον τα παράδοξα, ή μάλλον οι αντινομίες, είναι σωστές ψυχολογικά σαν εκφράσεις για την εικόνα του Θεού.) Εκφρασμένος με ψυχολογική γλώσσα, είναι ο αντίστοιχος παράγοντας το «αρχέτυπο» μέσα στον άνθρωπο «της εικόνας του Θεού».
Αυτό το «κάτι που αντιστοιχεί μέσα μας στο θείο Ον» διατυπώνεται σαν ομοιότητα της ψυχής με τον θεό απ’ τον Hugh de St. Victor. Αγγίζουμε σ’ αυτό το κείμενο το τρομερό παράδοξο της στενής μας σχέσης με τη θεία πλευρά του Ταυτού, με την οποία δεν μπορούμε ποτέ να ταυτισθούμε χωρίς την πιο καταστροφική διόγκωση. Υπήρχε ίσως μικρότερος κίνδυνος αυτής της διόγκωσης στον καιρό του Hugh, επειδή αποδίδεται σ’ ολόκληρο το κείμενο κάθε ενέργεια στον Θεό, και είναι απλός αποδέκτης των δώρων του η ψυχή.
Η αλχημιστική ιδέα, ότι εξαρτάται η λύτρωση κάποιου θείου πράγματος απ’ τον άνθρωπο, δεν λείπει κατά κανέναν τρόπο απ’ το κείμενό μας, παρ’ όλο που τοποθετείται η έμφαση πάντοτε και κυρίως στις ευεργεσίες του Θεού. Αλλά θα μπορούσε να πη κανείς επίσης, ότι ο σκοπός αυτής όλης της συζήτησης – το να ελευθερωθή απ’ τον εγκλωβισμό, ή και την ταύτισή της με τον κόσμο η ψυχή – είναι ο βασικός στόχος των αλχημιστών: να απελευθερώσουν κάτι θείο απ’ το σκοτάδι της ύλης. Αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα σαφής όταν αναφέρεται στην ψυχή η ομοιότητα της με τον Θεό. Οφείλουμε αυτήν την υπόνοια αλχημιστικής σκέψης που βρίσκεται σ’ αυτήν την ιδέα στο εξαιρετικά επιστημονικό μυαλό του Hugh, που δεν διστάζει να παραδεχθή την πραγματική κατάσταση της ψυχής του, όπως αποκαλύπτεται σ’ αυτόν τον διάλογο.
Συνεχίζει λέγοντάς της ότι της δόθηκαν τέσσερα, μέσω αυτής της αγάπης, δώρα. Και είναι, κατά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, μια ακριβής περιγραφή των τεσσάρων λειτουργιών αυτά τα δώρα. Περιγράφονται μάλιστα με τις λέξεις «αντίληψη» και «διάκριση» οι δύο διανοητικές λειτουργίες, που είναι οι κύριες ιδιότητες της λειτουργίας της σκέψης. Ενώ περιγράφονται με πολύ χαρακτηριστικόν τρόπο πιο εξωλογικά οι δύο εξωλογικές λειτουργίες: η «αίσθηση» σαν η ε ξ ω τ ε ρ ι κ ά στολισμένη ύπαρξή της με τα στολίδια των αισθήσεων, και η «ενόραση» με το ε σ ω τ ε ρ ι κ ό της «ένδυμα της σοφίας». Και φαίνεται να είναι μια ακόμη απόδειξη του αρχετυπικού χαρακτήρα των τεσσάρων λειτουργιών του Jung αυτό: τις ανακάλυψε σαφώς τον δωδέκατον αιώνα σ’ αυτήν την πέρα για πέρα αυθεντική συζήτηση με την ψυχή του ο Hugh. Ο οποίος στρέφεται έπειτα, εντελώς ξαφνικά, εναντίον της ψυχής του και την επιπλήττει, λέγοντάς της ότι έχει εγκαταλείψει τον νυμφίο της, έχει υποβιβάσει την αγάπη της προσφέροντάς την σε ξένους, κι έχει σπαταλήσει τα δώρα του – κι ότι δεν είναι πια, με λίγα λόγια, νύφη· αλλά έχει γίνει «πόρνη».
Δεν έχει πη μέχρι τώρα τίποτα, για πολλές σελίδες του βιβλίου, εκτός απ’ το να τον παρακαλή με ευγνωμοσύνη να συνεχίση η ψυχή, και μας σοκάρει έτσι αυτή η τόσο ξαφνική και βίαιη επίθεση. Αντιλαμβάνεται πιθανόν ότι δεν τον καταλαβαίνει η ψυχή ο Hugh. Χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο έναν διδακτικό τόνο, σε πολύ μακροσκελή χωρία, για το τί «θα έπρεπε» να κάνη η ψυχή· αισθάνεται ίσως ανασφάλεια, και είναι επομένως προκλητικός απέναντι στην αντίσταση της ψυχής, δείχνοντας υπεβολική συναισθηματική ένταση. Είχε υψωθή ίσως λίγο πιο πάνω απ’ τον εαυτό του με τη θεωρία του θεϊκού, και θυμώνει που δεν μπορεί να ελέγξη ούτε τις μισές ξαφνικά απ’ τις λειτουργίες του.
Ταυτίζει, σε μια μεταγενέστερη εξομολόγησή του, τον εαυτό του με την ψυχή του, και παίρνει επάνω του μερικές απ’ τις κατηγορίες για τα ελαττώματά της. Μπορεί να είναι επομένως θυμός για τις ίδιες του τις αποτυχίες το ξαφνικό και απροσδόκητο ξέσπασμα οργής. Γιατί προκαλείται στην ουσία από μιαν προβολή η βίαιη συναισθηματική αντίδραση όσον αφορά στα λάθη των άλλων, επειδή είναι π ά ν τ ο τ ε δ ι κ ή μ α ς η αδυναμία που εισχωρεί εντός μας .
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara HANNAH
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (συνέχεια)
ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 12ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ HUGH DE ST. VICTOR ME THN ANIMA TOY
ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ 12ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ HUGH DE ST. VICTOR ME THN ANIMA TOY
Ο Hugh έχει επιτύχει μια σχεδόν μαγική επίδραση επάνω στην ψυχή. Τα λόγια του τής άναψαν φωτιά. Αυτή δεν έχει καταλάβει ακόμη τη μεγάλη ψυχολογική αλήθεια που της είπε για το Ταυτό, επειδή συνεχίζει να είναι μια επιφανειακή, εξωστρεφής ύπαρξη· μαγεύεται απ’ τα ίδια τα λόγια, κι όχι απ’ την ιδέα που βρίσκεται πίσω απ’ αυτά. Τονίζει τη γοητεία των λόγων του και μιλάει για το παρηγορητικό του χέρι, σε μιαν προσπάθεια να κολακέψη τον εγωϊσμό του, κάτι που είναι ένα αγαπημένο τέχνασμα της anima, όπως και του animus, και για το οποίο θα πρέπη να είμαστε πάντα σε επιφυλακή στην ενεργητική φαντασία. Διατηρούν, σαν αυτόνομες «θεότητες», κατά ένα μεγάλο ποσοστό τη δύναμή τους, προκαλώντας αισθήματα ανωτερότητας και κατωτερότητας· χρησιμοποιούν αυτά τα όπλα χωρίς έλεος, και μ’ έναν τρόπο, που είναι δύσκολο να τα εντοπίσουμε. Αν καταφέρη να φουντώση τον εγωϊσμό τού Hugh η ψυχή, ώστε να αρχίση να σκέφτεται αυτός: «Ε γ ώ το κάνω αυτό· τί καταπληκτικός που είμαι ε γ ώ», θα τον έχη στην τσέπη της, κι είναι αυτή μια δύναμη, που δεν την εγκαταλείπουν – απ’ όσο ξέρω από την πείρα μου – ποτέ η anima και ο animus εντελώς. Και με την πιο μικρή πρόκληση, την ξαναδοκιμάζουν.
Ο Hugh λέει, ότι είναι εντελώς σίγουρος, πως δεν υπάρχει τίποτε στην αγάπη του νυμφίου της που θα μπορούσε να ελαττώση την ευτυχία της, αλλά την παρακαλεί, για να μην έχη εκείνη καθόλου την εντύπωση ότι θέλει να την εξαπατήση, να του αποκαλύψη τις δυσκολίες της.
Δεν είναι κανένας ανόητος ο Hugh. Αποφεύγει πολύ έξυπνα την παγίδα της· παραδέχεται ότι θα μπορούσε να υπάρχη η εντύπωση, πως προσπαθεί να την εξαπατήση, προς όφελος του εγώ του. Έχω πράγματι την ιδέα, πως είναι πιθανόν να εξέτασε τη συνείδησή του πολύ προσεχτικά γι’ αυτό το θέμα σ’ αυτό το σημείο.
Δεν πρέπει να ξεχνάη κανείς ότι, αν και είναι γραμμένη σαν να έγινε μονομιάς όλη η συζήτηση, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Απαιτούν όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου και χρειάζονται πολλή σκέψη αυτές οι συζητήσεις. Εγώ τις συνεχίζω μερικές φορές για αρκετό χρονικό διάστημα, και μελετώ συχνά μια κίνηση του συζητητή μου αρκετόν χρόνο πριν μπορέσω να καταλάβω σε τί αποβλέπει, ή πριν μπορέσω να βρω τη σωστή απάντηση.
Δεν υπάρχει καθόλου χρόνος ή υπάρχει μια τελείως διαφορετική αντίληψη του χρόνου στο ασυνείδητο, όπως παρατήρησε πολλές φορές ο Jung, και μπορούμε να συνεχίσουμε συχνά αργότερα το ίδιο θέμα στις συζητήσεις μας με τον ίδιον σύντροφο. Αλλ’ έχουν την τάση να βυθίζονται πάλι μέσα στο ασυνείδητο αυτά τα πράγματα, έτσι ώστε να είναι κάθε α δ ι κ α ι ο λ ό γ η τ η καθυστέρηση ή αναβλητικότητα πάντοτε μοιραία. Θέλω να τονίσω, ότι απαιτεί στον ανώτατο βαθμό τις προσπάθειές μας, μ’ όποιον τρόπο κι αν τις καταβάλουμε, ένας τέτοιος διάλογος. Αποφεύγει λοιπόν, μειώνοντας μόνον τον εαυτό του στις ανθρώπινες διαστάσεις του και βλέποντας τον κίνδυνο ότι θα μπορούσε να την εξαπατήση για τους δικούς του σκοπούς, την παγίδα της anima του ο Hugh. Πρέπει να θυμώμαστε συνεχώς το πόσο μικροί είμαστε, σε τέτοιες συζητήσεις μ’ αυτές τις αιώνιες, οπωσδήποτε, μορφές.
Εκθέτει έπειτα τη δυσκολία της αρκετά αναλυτικά η ψυχή. Παρ’ όλο που παραδέχεται, ότι είναι μεγάλα τα δώρα του γαμπρού, δεν βλέπει τίποτε μοναδικό σ’ αυτά, επειδή θα πρέπη να τα μοιραστή με άλλους ανθρώπους, κι ακόμη και με ζώα. Είναι πολύ άδικο να περιμένη κάποιος να αγαπήση με αποκλειστικόν τρόπο τον νυμφίο της, όταν δεν υπάρχη ένα σημάδι, ότι κι αυτός την αγαπάει αποκλειστικά. Λέει, ότι το γνωρίζει πολύ καλά αυτό ο Hugh, κι ότι θα πρέπη να της δείξη, πού βρίσκεται αυτή η μοναδικότητα.
Είναι ένα παράδειγμα απόλυτα θηλυκής ψυχολογίας. Τρέφει μέσα της κάθε γυναίκα, και κάθε anima πιθανόν, αυτήν την απαίτηση για αποκλειστικότητα. Συνήθιζε να αφηγείται την ιστορία μιας τρελλής γυναίκας από το Burghölzli, που φώναζε μέσα στον ναό: «Είναι δικός μου ο Χριστός, κι είσαστε όλες εσείς πόρνες!» ο Jung. Μπορεί να βρη κάθε γυναίκα, που είναι τίμια με τον εαυτό της, αυτήν την ίδιαν απαίτηση κάπου μέσα της, αν και προβάλλεται συνήθως σ’ έναν πραγματικόν άνδρα, ο ποίος θα πρέπη να υποφέρη τότε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από την αποκλειστική της, κτητική διάθεση.
Eπιβεβαιώνει την υποψία μας, ότι προσπαθεί να παρασύρη με την κολακεία της τον Hugh η anima, αυτός ο λόγος, επειδή αγαπάει καθαρά με τον δικό της τρόπο, πολύ περισσότερο απ’ τον νυμφίο της σ’ αυτό το σημείο. Είναι όμως κατά βάθος μια απαίτηση δύναμης, κι όχι αγάπης, αυτή η απαίτηση να είναι η μόνη αγαπημένη. Έχει θυσιάσει καθαρά μια συνειδητή εγωϊκή δύναμη θέλησης ως ένα σημείο ο Hugh, αλλ’ ανακαλύπτει εδώ, ότι προχωράει η πλευρά που αντιστοιχεί στον έρωτα, η ζωή των συναισθημάτων του, η anima του, στον ίδιον πάντα παλιό δρόμο. Λένε συχνά, αν τους πής ότι προσκολλώνται με πάθος σ’ αυτό ή εκείνο το πράγμα: «Ώ, όχι, το έχω θυσιάσει εντελώς» οι άνθρωποι. Και μπορεί να είναι πολύ αληθινό στο επίπεδο της συνείδησης αυτό, αλλά μας δείχνει το παράδειγμά μας, ότι έχουμε κάνει τον λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, αν το νομίσουμε αρκετό. Ανακαλύπτει λοιπόν, με τον έξυπνο χειρισμό της κατάστασης, τί ακριβώς είναι η anima ο Hugh.
Απαντάει πάλι πολύ έξυπνα στην anima του και της λέει ότι δεν είναι θυμωμένος μαζί της, επειδή είναι φανερό πως αναζητάει την τέλεια αγάπη. Δεν επικρίνει τα αρνητικά στοιχεία του λόγου της, αλλά τονίζει τα θετικά, όπως μπορεί να πη ένας σύζυγος: «Αγάπη μου, έχεις απόλυτο δίκαιο· βλέπω ότι τα κίνητρά σου είναι πάνω από κάθε κατάκριση», σαν πρόλογο σε ένα μεγάλο ΑΛΛΑ. Αν δεν είχε γίνει μοναχός, φαίνεται πως θα είχε ιδιαίτερα προσόντα για να γίνη ένας εξαιρετικός σύζυγος ο Hugh!
Συνεχίζει κάνοντας μια μακριά προσπάθεια να φέρη κάποια διάκριση στη ζωή των συναισθημάτων του, ξεχωρίζοντας τα δώρα του γαμπρού, για παράδειγμα, σε τρεις κατηγορίες: αυτά που είναι κοινά σε όλους· αυτά που είναι ιδιαίτερα δώρα, και τα οποία μοιράζεται κανείς μ’ έναν περιορισμένον αριθμό άλλων ανθρώπων· κι αυτά τα δώρα που είναι μοναδικά. Αλλ’ αυτός ο λόγος δεν κάνει καμμιάν εντύπωση στην anima του, που του λέει ότι απέρριψε μάλλον, παρά ξερίζωσε τις δυσκολίες της, και το αναφέρω αυτό μόνο για να δείξω τον ασυνήθιστα πολύπλοκο χαρακτήρα αυτών των συζητήσεων. Προσπαθεί να επιτύχη μιαΝ προσέγγιση με καθαρά λογικά επιχειρήματα Ο Hugh, πράγμα που δεν την εντυπωσιάζει καθόλου. Δεν βρίσκεται πια κάτω απ’ τη μαγική επίδραση των λόγων του, και επιμένει, όπως μια γυναίκα, στα γ ε γ ο ν ό τ α η ψυχή.
Συνεχίζει όμως πάνω στην ίδια γραμμή, παρά τη διαμαρτυρία της αυτός. Αρχίζει να της προκαλεί κάποιαν εντύπωση μόνον όταν ξεκινάη μια – βασισμένη στην πραγματικότητα – περιγραφή, για το τί είναι στ’ αλήθεια αυτή η μοναδική αγάπη. Θα αναφέρω τα δύο πιο σπουδαία εδάφια κατά λέξη.
«Η αγάπη μπορεί να είναι μόνον ευτυχία, αλλά είναι πολύ πιο σημαντικό να μπορή να χαίρεται κανείς με την ευτυχία των πολλών. Επειδή η πνευματική αγάπη γίνεται μεγαλύτερη μέσα στο άτομο, αν είναι κοινή σε όλους. Δεν μειώνεται όταν μοιράζεται, γιατί ο καρπός της βρίσκεται μοναδικός και αδιαίρετος σε κάθε άτομο».
Το αποκλειστικό της δικαίωμα για μοναδική αγάπη δεν θέτει, μ’ άλλα λόγια, περιορισμούς στον αριθμό των ανθρώπων, με τους οποίους μοιράζεται αυτήν την πνευματική αγάπη. Δεν πρέπει να φοβάται ότι θα κομματιαστή η καρδιά του νυμφίου, όπως γίνεται στο ανθρώπινο πάθος, επειδή είναι ολόκληρη και αδιαίρετη παντού αυτή η καρδιά. Και συνεχίζει ο Hugh:
«Όλοι πρέπει να αγαπούν επομένως τον έναν με μια μοναδική αγάπη, επειδή αγαπώνται όλοι με μοναδικόν τρόπο, και θα πρέπη να αγαπούν ο ένας τον άλλον (Σημ: εναλλακτική μετάφραση: θα πρέπη να αγαπούν τον εαυτό τους) μέσα στον έναν, σαν να ήταν ένα, και θα πρέπη να γίνουν μέσω της αγάπης του ενός ένα».
Η αλχημεία είναι γεμάτη από αναφορές στο θέμα του ε ν ό ς, αλλ’ ο χώρος δεν μου επιτρέπει να τις επαναλάβω εδώ. Βασικά, το «Ένα» στην αλχημεία και το «Ένα» στο οποίο αναφέρεται εδώ ο Hugh είναι, φυσικά, σύμβολα του αρχέτυπου του Ταυτού.
Αναφέρει στην «Ψυχολογία της Μεταβίβασης» ένα απόσπασμα του Ωριγένη ο Jung, που λέει: «Βλέπεις ότι ο άνθρωπος, που φαίνεται εξωτερικά σαν ένας, δεν είναι ένας, αλλά εμφανίζονται πολλά διαφορετικά πρόσωπα μέσα του, καθώς έχει αυθόρμητες παρωθήσεις». Ο στόχος επομένως του χριστιανού είναι, σύμφωνα με τον Ωριγένη, να γίνη ένας ενοποιημένος εσωτερικά άνθρωπος· να γίνη ένα (Jung: Άπαντα, Τόμος 16, παρ.397).
Υπάρχει επίσης ένα παράλληλο στην Brihadaranyaka Upanishad, που είναι επίσης κοντά στο κείμενό μας, κι απ’ το οποίο δεν μπορώ να μην αναφέρω μερικές γραμμές.
Λέει ο Yangravalkya:
«Ένας άνδρας δεν είναι πράγματι αγαπητός έτσι, ώστε να αγαπάς τον ίδιον τον άνδρα· αλλά με τον τρόπο τού να αγαπάς το Ταυτό, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι αγαπητός ένας άνδρας.
Μια γυναίκα δεν είναι πράγματι αγαπητή έτσι, ώστε να αγαπάς την ίδια τη γυναίκα· αλλά με τον τρόπο τού να αγαπάς το Ταυτό, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι αγαπητή μια γυναίκα».
Αυτό επαναλαμβάνεται έπειτα για όλα τα πράγματα που αγαπούν οι άνθρωποι, και το χωρίο τελειώνει ως εξής: «Ο,τιδήποτε δεν είναι πράγματι αγαπητό έτσι, ώστε να αγαπάς αυτό το ίδιο, αλλά με τον τρόπο τού να αγαπάς το Ταυτό, μ’ αυτόν τον τρόπο είναι ο,τιδήποτε αγαπητό» (Οι Upanishad: Οξφόρδη, Oxford University Press, Τόμος 1, σελ. 109 κ.ε.).
Η σημασία αυτού του κειμένου ανακαλύπτεται για μας μέσα απ’ την εμπειρία μας. Γίνεται πιο φανερό, ιδιαίτερα προκειμένου για τις γυναίκες, καθώς επίσης και στο κείμενό μας, στον τομέα της σχέσης. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν είναι καμμιά ανθρώπινη σχέση κάτι το ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ό. Μπορούμε να μοιραστούμε αυτό ή εκείνο με τον τάδε, κάτι άλλο με κάποιον άλλον, και ούτω καθεξής. Αισθανόμαστε συχνά διασπασμένοι, χωρίς πίστη, ή διχασμένοι ανάμεσα στις σχέσεις που έχουμε δημιουργήσει. Αλλ’ όταν αρχίσουμε να αισθανόμαστε κάποια πίστη στο ασυνείδητό μας, σε κάτι δηλαδή απείρως μεγαλύτερο από το εγώ μας, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε κάτι από την πιστότητα στο Ένα, στο Ταυτό, που περιγράφει με θρησκευτική γλώσσα, σαν πιστότητα στον νυμφίο της ψυχής ο Hugh, κι αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, ότι περιγράφει απλώς ένα ψυχολογικό γεγονός.
Αυτό είναι πολύ σαφές μερικές φορές στο επίπεδο της μεταβίβασης. Οι χειρότερες δυσκολίες που συναντώνται στη μεταβίβαση είναι συνήθως οδοδείκτες, που οδηγούν προς την εμπειρία του ψυχολογικού Ταυτού. Δουλειά του αναλυτή είναι να μείνη σταθερός, και να δίνη, συμβουλευόμενος το ασυνείδητό του, σε κάθε ασθενή αυτό που του ή της ανήκει μέσα στο Έ ν α , τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Και έργο τού ασθενή είναι να δέχεται τον πόνο που συνεπάγεται η θυσία των εγωϊστικών του απαιτήσεων, σαν αντάλλαγμα για τη γνώση του Ένός, μέσα στο οποίο και μόνο μπορεί να βρεθή η λύση του προβλήματος. Και η μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια μπορεί να βρεθή, πολύ συχνά, κ α ι σ τ ι ς δ ύ ο π λ ε υ ρ έ ς στην ενεργητική φαντασία.
Στην αρχή της απάντησής της, αναφέρεται πάλι στη μαγεία των λόγων του Hugh η ψυχή. Λέει ότι αρχίζει να αισθάνεται εξ αιτίας αυτών των λόγων περισσότερη θέρμη για την αναζήτηση αυτής της αγάπης, που είχε αρχίσει, χωρίς αυτά τα λόγια, να της γίνεται βαρετή. Γίνεται έπειτα περισσότερο πρακτική, και λέει ότι θα πρέπη να της δείξη ο Hugh, πως αυτή η αγάπη είναι πραγματικά αποτελεσματική. Θα σταματήση πια να την αμφισβητή, αν δη ότι είναι, από το πρακτικό της αποτέλεσμα, πραγματική.
Παρ’ όλο που συνεχίζει να αισθάνεται τη γοητεία των λόγων του, δεν την ικανοποιούν τώρα πια. Είχαν το αποτέλεσμά τους στο να την πείσουν να αρχίση να ακούη , αλλά πρέπει να παρουσιάση τώρα πραγματικά γ ε γ ο ν ό τ α ο Hugh. Συμφωνεί ακριβώς με την εμπειρία που έχουμε από το ασυνείδητο η αντίδραση αυτή της ψυχής· το οποίο και έχει μιαν εξαιρετικά εμπειρική οπτική γωνία, και δεν έχει μόνιμη επίδραση επάνω του η υποβολή. Είναι αλήθεια ότι ανταποκρίνεται κατά καιρούς στην υποβολή, αλλά θα γυρίζη πάντα στο τέλος στο αρχικό σημείο και θα ζητάη πραγματικές αποδείξεις.
Το κύριο σημείο, το οποίο τονίζει σε μια πολύ μακριά απάντησή του ο Hugh στην ψυχή, είναι ότι όχι μόνο τής έδωσε την ύπαρξη ο νυμφίος, αλλά και μιαν όμορφη και καλοσχηματισμένη ύπαρξη, και ομοιότητα επιπλέον με τον εαυτό του.
Είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο αυτό, που περιέχει ολόκληρη την ιδέα της εξατομίκευσης. Αυτή η «όμορφα σχηματισμένη ύπαρξη» είναι, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, η μοναδική μορφή που έχει την ευκαιρία να φέρη ο καθένας από εμάς στο φως. Μας έχει πράγματι δοθή, αλλά έχουμε εμείς τη δυνατότητα να της δώσουμε υπόσταση. Ο Jung τη συνέκρινε πολλές φορές μ’ ένα κρυστάλλινο περίβλημα, που το αν θα στερεοποιηθή αυτό το περίβλημα σε κρύσταλλο εξαρτάται, ως έναν τουλάχιστον βαθμό, από εμάς τους ίδιους.
Υπάρχει ένα εδάφιο στον Jacob Böhme, στο οποίο λέει ότι έχει ένα «λεπτό σώμα» ο Θεός, αλλ’ ότι έχασε αυτό το σώμα όταν έπεσε απ’ τον ουρανό ο Εωσφόρος. Ο Jung είπε κάποτε σχετικά μ’ αυτό το χωρίο, ότι μπορεί να πάρη συμβολικά κανείς αυτήν την ιδέα του σώματος, με την έννοια μιας ατομικής μορφής ή σχήματος. Ο διάβολος απέρριψε, κατά τον Böhme, την ατομική του μορφή· δεν είναι επομένως δυνατόν να υπαχθή στη διαδικασία της εξατομίκευση. Θα ήταν άρα μοιραίο, αν ακολουθούσε η ψυχή στο κείμενό μας το παράδειγμα του διαβόλου και απέρριπτε αυτό το δώρο του γαμπρού, αυτή την «όμορφα σχηματισμένη ύπαρξη»· θα ήταν μοιραίο αν αρνιόταν την πορεία, μ’ άλλα λόγια, της εξατομίκευσης.
Το επόμενο επιχείρημα του Hugh είναι, ότι της έχει δώσει όχι μόνο μια όμορφα σχηματισμένη ύπαρξη, αλλά επίσης και μιαν ομοιότητα με τον εαυτό του ο νυμφίος. Λέει στο βιβλίο του «Ψυχολογία και Αλχημεία» ο Jung:
«Η ιδιαιτερότητα της σχέσης ανάμεσα στον θεό και την ψυχή αποκλείει κάθε υποτίμηση της τελευταίας ευθύς εξ αρχής. (Το γεγονός ότι και ο διάβολος μπορεί να κυριεύση επίσης την ψυχή, δεν μειώνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξία της.) Θα μας πήγαινε ίσως πολύ μακριά το να μιλήσουμε για μια συγγένεια, αλλά θα πρέπη να έχη οπωσδήποτε μια δυνατότητα σχέσης (να έχη κάτι που ν’ αντιστοιχή, μ’ άλλα λόγια, με το θείο Ον) μέσα της η ψυχή, γιατί δεν θα μπορούσε να επιτευχθή διαφορετικά κανενός είδους ποτέ σχέση. ( Είναι επομένως εντελώς ακατανόητο ψυχολογικά, ότι θα μπορούσε να είναι μια «εντελώς διαφορετική οντότητα» ο Θεός, επειδή δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ «μια διαφορετική οντότητα» τόσο κοντά στην ψυχή, όσο είναι στην πραγματικότητα ο Θεός. Μόνον τα παράδοξα, ή μάλλον οι αντινομίες, είναι σωστές ψυχολογικά σαν εκφράσεις για την εικόνα του Θεού.) Εκφρασμένος με ψυχολογική γλώσσα, είναι ο αντίστοιχος παράγοντας το «αρχέτυπο» μέσα στον άνθρωπο «της εικόνας του Θεού».
Αυτό το «κάτι που αντιστοιχεί μέσα μας στο θείο Ον» διατυπώνεται σαν ομοιότητα της ψυχής με τον θεό απ’ τον Hugh de St. Victor. Αγγίζουμε σ’ αυτό το κείμενο το τρομερό παράδοξο της στενής μας σχέσης με τη θεία πλευρά του Ταυτού, με την οποία δεν μπορούμε ποτέ να ταυτισθούμε χωρίς την πιο καταστροφική διόγκωση. Υπήρχε ίσως μικρότερος κίνδυνος αυτής της διόγκωσης στον καιρό του Hugh, επειδή αποδίδεται σ’ ολόκληρο το κείμενο κάθε ενέργεια στον Θεό, και είναι απλός αποδέκτης των δώρων του η ψυχή.
Η αλχημιστική ιδέα, ότι εξαρτάται η λύτρωση κάποιου θείου πράγματος απ’ τον άνθρωπο, δεν λείπει κατά κανέναν τρόπο απ’ το κείμενό μας, παρ’ όλο που τοποθετείται η έμφαση πάντοτε και κυρίως στις ευεργεσίες του Θεού. Αλλά θα μπορούσε να πη κανείς επίσης, ότι ο σκοπός αυτής όλης της συζήτησης – το να ελευθερωθή απ’ τον εγκλωβισμό, ή και την ταύτισή της με τον κόσμο η ψυχή – είναι ο βασικός στόχος των αλχημιστών: να απελευθερώσουν κάτι θείο απ’ το σκοτάδι της ύλης. Αυτή η ιδέα είναι ιδιαίτερα σαφής όταν αναφέρεται στην ψυχή η ομοιότητα της με τον Θεό. Οφείλουμε αυτήν την υπόνοια αλχημιστικής σκέψης που βρίσκεται σ’ αυτήν την ιδέα στο εξαιρετικά επιστημονικό μυαλό του Hugh, που δεν διστάζει να παραδεχθή την πραγματική κατάσταση της ψυχής του, όπως αποκαλύπτεται σ’ αυτόν τον διάλογο.
Συνεχίζει λέγοντάς της ότι της δόθηκαν τέσσερα, μέσω αυτής της αγάπης, δώρα. Και είναι, κατά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, μια ακριβής περιγραφή των τεσσάρων λειτουργιών αυτά τα δώρα. Περιγράφονται μάλιστα με τις λέξεις «αντίληψη» και «διάκριση» οι δύο διανοητικές λειτουργίες, που είναι οι κύριες ιδιότητες της λειτουργίας της σκέψης. Ενώ περιγράφονται με πολύ χαρακτηριστικόν τρόπο πιο εξωλογικά οι δύο εξωλογικές λειτουργίες: η «αίσθηση» σαν η ε ξ ω τ ε ρ ι κ ά στολισμένη ύπαρξή της με τα στολίδια των αισθήσεων, και η «ενόραση» με το ε σ ω τ ε ρ ι κ ό της «ένδυμα της σοφίας». Και φαίνεται να είναι μια ακόμη απόδειξη του αρχετυπικού χαρακτήρα των τεσσάρων λειτουργιών του Jung αυτό: τις ανακάλυψε σαφώς τον δωδέκατον αιώνα σ’ αυτήν την πέρα για πέρα αυθεντική συζήτηση με την ψυχή του ο Hugh. Ο οποίος στρέφεται έπειτα, εντελώς ξαφνικά, εναντίον της ψυχής του και την επιπλήττει, λέγοντάς της ότι έχει εγκαταλείψει τον νυμφίο της, έχει υποβιβάσει την αγάπη της προσφέροντάς την σε ξένους, κι έχει σπαταλήσει τα δώρα του – κι ότι δεν είναι πια, με λίγα λόγια, νύφη· αλλά έχει γίνει «πόρνη».
Δεν έχει πη μέχρι τώρα τίποτα, για πολλές σελίδες του βιβλίου, εκτός απ’ το να τον παρακαλή με ευγνωμοσύνη να συνεχίση η ψυχή, και μας σοκάρει έτσι αυτή η τόσο ξαφνική και βίαιη επίθεση. Αντιλαμβάνεται πιθανόν ότι δεν τον καταλαβαίνει η ψυχή ο Hugh. Χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο έναν διδακτικό τόνο, σε πολύ μακροσκελή χωρία, για το τί «θα έπρεπε» να κάνη η ψυχή· αισθάνεται ίσως ανασφάλεια, και είναι επομένως προκλητικός απέναντι στην αντίσταση της ψυχής, δείχνοντας υπεβολική συναισθηματική ένταση. Είχε υψωθή ίσως λίγο πιο πάνω απ’ τον εαυτό του με τη θεωρία του θεϊκού, και θυμώνει που δεν μπορεί να ελέγξη ούτε τις μισές ξαφνικά απ’ τις λειτουργίες του.
Ταυτίζει, σε μια μεταγενέστερη εξομολόγησή του, τον εαυτό του με την ψυχή του, και παίρνει επάνω του μερικές απ’ τις κατηγορίες για τα ελαττώματά της. Μπορεί να είναι επομένως θυμός για τις ίδιες του τις αποτυχίες το ξαφνικό και απροσδόκητο ξέσπασμα οργής. Γιατί προκαλείται στην ουσία από μιαν προβολή η βίαιη συναισθηματική αντίδραση όσον αφορά στα λάθη των άλλων, επειδή είναι π ά ν τ ο τ ε δ ι κ ή μ α ς η αδυναμία που εισχωρεί εντός μας .
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου