πηγή : Αντίφωνο
Σωτήρης Γουνελάς
Σωτήρης Γουνελάς
«Κάναμε ό, τι μπορούσαμε στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, για να καταστρέψουμε το μυθικό, να παραχωρήσουμε το μη λογικό στις «καλές τέχνες», τις οποίες διαφοροποιήσαμε από την σοβαρή φιλοσοφική σκέψη. Έτσι καταστρέψαμε την «κοσμοθεωρία» (η έμφαση στήν λέξη «κόσμος»), την κατανόηση του κόσμου, στον οποίο ζούμε, ως μυστηρίου, ως ιερής πραγματικότητας πολύ πιο ευρύτερης από ό, τι το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να συλλάβει ή να περιλάβει, ως μιας κοσμικής λειτουργίας, όπως περιγράφει τον κόσμο ό Έλληνας Πατέρας της Εκκλησίας Άγιος Μάξιμος ο Όμολογητής τον έβδομο αιώνα».
Μητρ. Περγάμου Ιωάννη, Ή Κτίση ώς Ευχαριστία, 'Ακρίτας σ. 43.
«...υψώθηκε ενας ουμανισμός, ο οποίος ήθελε να είναι η συνέχεια του ελληνικού ουμανισμού, αλλά που υπήρξε ακριβώς το αντίθετό του. Για τους Έλληνες η φύση ήταν το μέτρο των πάντων καί η επιστήμη προσέφερε την αρετή. Στό εξής η φύση θα είναι αντικείμενο και η επιστήμη θα προσφέρει την εξουσία... για να γίνει δύναμη και αναγγελία «της βασιλείας του ανθρώπου», βίαιη ανάκριση της φύσης και κατάφαση της απόλυτης εξουσίας του υποκειμένου που την κατανοεί για να την κυριαρχήσει».
Κ. Παπαϊωάννου, Ή αποθέωση της ιστορίας, Εναλλακτικές εκδόσεις, σ. 110-111.
Φοβάμαι πως όταν στην Ελλάδα αναφερόμαστε στον Διαφωτισμό, είτε εννοούμε απλώς μιά συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, είτε μια περίοδο που όμως άνοιξε τα μάτια των ανθρώπων, τους έβγαλε από τα σκοτάδια της θρησκείας και τους παρέδωσε στις κρυστάλλινες ανταύγειες της λογικής. Το ακόμη πιο δυσάρεστο είναι, ότι ο ορθόδοξος χώρος και συχνά ορισμένοι βασικοί του εκπρόσωποι, αντιλαμβάνονται αρκετά περιορισμένα το φαινόμενο αυτό ή, αν θέλετε, αυτό το ρεύμα, για να μην πω ότι χρησιμοποιούν τις μεθόδους του για να το καταγγείλουν.
Θα μου επιτρέψετε να πω αρχίζοντας ότι αν δεν κατανοηθεί τι σημαίνει αποκάλυψη μυστηρίου και αποκαλυπτικός λόγος — αν όχι και ενορατικός — και αν αυτό το είδος του λόγου δεν αντιπαρατεθεί ή τέλος πάντων δέν διαφοροποιηθεί ριζικά από τον λόγο του Διαφωτισμού, του ρασιοναλισμού καί της επιστήμης, δεν πρόκειται να καταφέρουμε να υπερβούμε τα ζητήματα που παρουσιάζει και πού γεννά ό νεώτερος σύγχρονος, δυτικός κυρίως, αλλά σήμερα παγκόσμιος πολιτισμός.
Το πνεύμα του Διαφωτισμού θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα πλέγμα θετικισμού, ρασιοναλιστικής επιστημονικής σκέψης και δημοσιογραφικού εκλαϊκευμένου λόγου, κάτι σαν τρίπτυχο που κρατάει, όπως παλιότερα οι μάγοι (μερικές φορές καί σήμερα), τους ανθρώπους «δεμένους» μέσα σε μια εξωπνευματική κατάσταση, σε μία λήθη ή άγνοια του τι είναι αληθινά πνευματικό και τι είναι όντως αληθινό. Θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι η προώθηση σε όλα τα μέτωπα του επιστημονικού, θετικιστικού, ρασιοναλιστικού, τεχνολογικού καί δημοσιογραφικού λόγου αποκόβει, εκτρέπει, αποπροσανατολίζει, περιορίζει καί σχεδόν καταργεί τό άνοιγμα τού πνευματικού, διανοητικού καί καρδιακού ορίζοντα πού θά επέτρεπε νά αναπνέουμε μέσα στίς αλήθειες του Ευαγγελίου, της αγιοπνευματικής παράδοσης και της εκκλησιαστικής Ευχαριστίας. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε έχουμε δεχτεί και μεις, οι φερόμενοι ως ορθόδοξοι, τον διχασμό πού έπεξεργάστηκε ο δυτικός Σχολαστικισμός ανάμεσα στο υπερφυσικό και το φυσικό που στην προέκταση του έγινε διχασμός ανάμεσα σε πνεύμα και σώμα, νου και καρδιά, πίστη και γνώση, πίστη και επιστήμη, γνώση αποκαλυπτική και γνώση φυσιοκρατική-ανθρωποκεντρική, εν τέλει, Ζωή και Εκκλησία. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ξαναλέω, επειδή οι περισσότεροι αγνοούμε τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες εξελίχθηκε και αναπτύχθηκε ο νεώτερος πολιτισμός, οπότε ζούμε και βιώνουμε αυτό τον διχασμό χωρίς, από την άλλη, νά μας ανησυχεί καθόλου, ότι έτσι αλλοιώνουμε την ίδια μας τη χριστιανική παράδοση και παραμορφώνουμε το πρόσωπό μας.
Ο Κ. Παπαϊωάννου, στο απόσπασμα που παρέθεσα, αναφέρει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν την φύση μέτρο των πάντων, ενώ οι νεώτεροι δυτικοί (ενν.) την μετέτρεψαν σε αντικείμενο, και προσθέτει ότι το υποκείμενο-άνθρωπος — άλλη μετατροπή αυτή — την ανακρίνει βίαια. Με ποιόν τρόπο; Μα με την επιστήμη, αυτήν που στους Έλληνες, καθώς λέει, ήταν «αρετή» και που στον νεώτερο κόσμο, έγινε δύναμη και εξουσία με την οποία, είπαμε, ο άνθρωπος ανακρίνει βίαια την φύση και θέλει να κατανοήσει τα μυστικά της γιά νά τήν εκμεταλλευτεί.
Και μόνο αυτοί οι διαχωρισμοί, τους οποίους μας υπέβαλε ό Κ. Παπαϊωάννου και που φυσικά δεν τους ανακάλυψε αυτός, δείχνουν την κολοσσιαία μετατόπιση νοημάτων και σημασιών ανάμεσα στον κόσμο της αρχαίας ελληνικής νοοτροπίας και σύλληψης και τον νεώτερο Αναγεννησιακό, που κάποια στιγμή αυτονομείται περισσότερο καί εκβάλλει στον Διαφωτισμό.
Ένα πολύ σοβαρό θέμα χωρίς το οποίο δεν καταλαβαίνουμε τι συνέβη με τούς Διαφωτιστές είναι αυτό που αφορά την έννοια του λόγου, όπως μας εξηγεί ό γερμανός φιλόσοφος Max Horkheimer στό βιβλίο του Απαρχές της αστικής φιλοσοφίας της 'Ιστορίας (Κάλβος 1971). Γράφει:
«Για τον Χόμπς και τον Διαφωτισμό, ο Λόγος συνίσταται από μια σειρά γνώσεων, που μπορεί εκάστοτε να μεγαλώσει με βάση την πείρα ή τον συναγόμενο λογικό στοχασμό, όμως τα ίδια τα μέλη αυτής της σειράς πρέπει να εδραιώνονται μια για πάντα, κι αφού πια βρεθούν δεν πρέπει να σαλεύονται απ' την θέση τους. Έτσι υπάρχει, όχι μόνο μια απλώς έγκυρη έννοια της φύσης, αλλά επίσης και μία έννοια της ηθικότητας και του αληθινού συμφέροντος όλων των άνθρώπων, η οποία έχει γενική ισχύ μέσα στον χώρο και τον χρόνο¨ όλες οι κατηγορίες που εντάχθηκαν στην ιδέα εκείνη της κοινωνίας και του κράτους, ή οποία αναγνωρίστηκε ως ορθή, θεωρούνται αιώνιες. Ώστε η ιστορία εμφανίζεται ουσιαστικά σαν η διαδικασία, όπου η ανθρωπότητα αποχτάει την απόλυτη κατοχή του Λόγου».
Σε αυτή την περιγραφή θα μπορούσαμε να δούμε πώς η υπερβατική διάσταση και ο αποκαλυπτικός λόγος της πίστης υποκαθίστανται από μια μεταφυσική πίστη στον ορθό λόγο της διάνοιας, τον λόγο που κατέχει ο άνθρωπος.
Αφήνοντας το ζήτημα του λόγου συνάπτω στόν Διαφωτισμό τις έννοιες ουμανισμός και ατομικισμός ώστε να φανούν οι συνέπειες και να φανερωθεί η συνολική εικόνα του πολιτισμού των νεώτερων χρόνων — ή σωστότερα η κυρίαρχη. Αρχίζω από τον δεύτερο.
Όταν λέμε ‘ατομικισμό’ εννοούμε πρώτα- πρώτα μια αυτονομημένη παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γη και μέσα στην κοινωνία. Ο φιλόσοφος Χρήστος Μαλεβίτσης, σ' ένα μικρό άρθρο του έχει περιγράψει άριστα την κατάσταση αυτή έτσι: «θεωρεί τον εαυτό του ον αύταρκες, το οποίο κρίνει τελεσιδίκως το παν. [...] Θεωρεί τον κόσμο ως αυτονόητο δεδομένο, ως την κατεξοχήν πραγματικότητα... και τρίτον, εκλαμβάνει την ζωή ως απλό βιολογικό γεγονός και ως απλό βιολογικό γεγονός εκλαμβάνει και τον θάνατο. Έτσι η ζωή αποκτά μια συμπαγή ενθαδική αιωνιότητα...» (Βλ. Ό Φωτισμός του ανθρώπου, Οι εκδ. των Φίλων 1996, σ. 29). Όμως, επειδή στο μεταξύ ή ταυτόχρονα, ο άνθρωπος των νεωτέρων χρόνων πίστεψε πως η πρόοδος της ζωής του εξαρτάται από την Τεχνική και τις εφευρέσεις, δεν αρκέστηκε στην Κτίση, όπως την δημιούργησε ο Κτίστης — κατά την ρήση της Γένεσης «εργάζεσθαι και φυλάττειν» — αλλά δημιούργησε αυτός ο αυτόνομος, γιγαντωμένος και εν πολλοίς υβριστής μια δική του κτίση, ένα τεχνικό και τεχνητό σύμπαν, μέσα στο οποίο τοποθέτησε τον εαυτό του ως ανικανοποίητη επιθυμία1 και ως αδιάκοπα πολλαπλασιαζόμενη ανάγκη: έπιθυμία καί ανάγκη που βεβαίως ζητάει να ικανοποιηθεί μέσα στον κόσμο, γιατί, εξυπακούεται, δεν υπάρχει γι’ αυτόν τίποτε άλλο που να του δίνει ικανοποίηση έξω από το δικό του δημιουργημένο σύμπαν. Αυτό το σύμπαν, ή μάλλον η σχέση του εξατομικευμένου ανθρώπου με το σύμπαν αυτό, είναι σχέση οικονομική, σχέση κατοχής2 και σχέση χρηστική. Ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να συλλάβει ότι η ζωή είναι δώρο Θεοϋ, «δώρο και μυστήριο της αγάπης του Θεού» (π. Δημ. Στανιλοάε), ώστε να νιώσει την διάσταση της ιερότητας καί της δοξολογίας για τα οποία μίλησε στο απόσπασμα που πρωτοανέφερα ο Μητρ. Περγάμου. Δεν κατανοεί καν την φράση «κτίση Θεού» ή την λέξη «κόσμος- κόσμημα» των αρχαίων. Συνακόλουθα, δεν κατανοεί ούτε νιώθει, εξαιτίας ίσα-ίσα αυτής της αρχικής έλλειψης, τι σημαίνει «κοινό κτήμα»: ότι δηλ. η κτίση, ο κόσμος είναι κοινό κτήμα, όχι ατομικό. Μιλάει διαρκώς για την κοινωνία, αλλά την αντικρύζει μέσα από το ατομικό συμφέρον, μένοντας δέσμιος της διελκυστίνδας ατομικισμός-κολλεκτιβισμός και μιλώντας διαρκώς για ατομικά δικαιώματα που η ίδια η κοινωνία του τα καταστρατηγεί.
Συνδυάστηκε, λοιπόν, η εξατομίκευση με την λεγόμενη οικονομία της αγοράς: για να μπορούν να ικανοποιούνται τα δισεκατομμύρια των ατομικοτήτων πού πλημμύρισαν τον κόσμο και που είπαμε πως ζητούν την ικανοποίηση αυτή μόνο εν τω κόσμω3, και για να εξασφαλίζονται οι πλευρές της οικονομίας, της κατοχής και της χρήσης, έγινε αυτός ο συνδυασμός τεχνικής4- ατόμου-αγοράς, ώστε αυτό που θέλει, επιθυμεί ή έχει ανάγκη (πλαστή ή μη δεν ενδιαφέρει) η κάθε ατομικότητα, το εξασφαλίζει μέσα στα πλαίσια αυτά ο εξατομικευμένος άνθρωπος. Απαιτούνται, ωστόσο, ορισμένες θυσίες και υποχρεώσεις που έχουν σχέση πρώτα και κύρια με την εργασία και που δεν του εξασφαλίζουν κανένα επέκεινα, τίποτε το εσχατολογικό σε πιο χριστιανική γλώσσα. Του εξασφαλίζουν, όμως, Ταμείο προνοίας και νοσηλείας, μιας κρατικοποιημένης και ατομικοποιημένης κοινωνίας με όλες τις σχετικότητες και τα κενά που εμπεριέχονται σ' αυτήν.
Η αναφορά πού έκαμα στήν σχέση ατόμου οικονομίας-κατοχής-χρήσης μας βάζει μπροστά σε δύο έννοιες ή δύο μεγέθη: της ποσότητας και του αριθμού. Η νεώτερη εξέλιξη έχει άμεση σχέση και με τα δύο, και για να μην χανόμαστε σε αναλύσεις θα παρεμβάλω εδώ ένα απόσπασμα του Σπύρου Κυριαζόπουλου που τα συμπυκνώνει όλα. Λέει:
«Αριθμός σημαίνει κατά πρώτον και κύριον λόγον καταστροφή της ιδιοτυπίας... Ο αριθμός είναι ο αντίπαλος της ελευθερίας, η αριθμητική το εναντίον της ιστορίας, το σχήμα η αντίθεσις του μοναδικού, το κλάσμα η άρνησις του προσώπου. Μια μαθηματική εποχή δεν ανέχεται ούτε την προσωπικότητα, ούτε την φιλοσοφία» (Ενώπιον τής Τεχνικής, έκδ. Γρηγόρη, σ. 68). Είναι ίσως περιττό νά συμπληρώσουμε ότι δεν ανέχεται ούτε το Πνεύμα, ούτε την Εκκλησία.
Ας προχωρήσουμε τώρα λίγο ανάποδα. Τί σημαίνει αυτό; Ας κάνουμε ένα ερώτημα: καταργεί η πρόοδος και εξέλιξη των νεωτέρων χρόνων, με ή χωρίς Διαφωτισμό, την Αλήθεια της Ενανθρώπισης, την διάσταση της πίστης, τό μυστήριο τής ζωής; Διατυπώνω το ερώτημα αυτό επειδή σήμερα όλοι μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, (με ηλεκτρονικές ταυτότητες ή χωρίς αυτές), είμαστε δέσμιοι των νεωτέρων εξελίξεων. Ας μου επιτραπεί μάλιστα να πω, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν διαφοροποιήθηκε όσο έπρεπε από την εγκόσμια πραγματικότητα. Δεν μοιάζει να συνειδητοποιούμε σήμερα την μικρή εκείνη φρασούλα που λέει ‘ότι η Εκκλησία ‘ουκ εστίν εκ του κόσμου’ αλλά όμως είναι και ‘εν τω κόσμω’. Εμείς κάπου το εκ και το εν τα ταυτίσαμε ή ανταλλάξαμε το ένα με το άλλο. Δεν κατανοήσαμε ότι υπάρχει μια αποκαλυπτική γνώση και σημασία των πραγμάτων πνευματικής τάξης και μια αποδεικτική-αναλυτική γνώση και σημασία των πραγμάτων, κοσμικής ή ανθρωποκεντρικής τάξης, που υπήρχε ανέκαθεν, αλλά που κορυφώθηκε και κυριάρχησε στον κόσμο μετά την Αναγέννηση.
Δεν κατανοήσαμε, συνακόλουθα, ότι στο χώρο της Δύσης από μιά στιγμή και ύστερα (ή μπορεί και μέσα στο χώρο του Βυζαντίου ακόμη) προελαύνει ένας πολιτισμός που θεωρεί πως ο άνθρωπος έκανε λάθος να πιστέψει ότι τον δημιούργησε ο Θεός, γιατί το σωστό είναι ότι ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό, πράγμα που αποτελεί την βασική αντίληψη του Hegel η οποία βεβαίως περνάει στον Φόϋερμπαχ, τον Μαρξ και όλο τον Μαρξισμό και νεομαρξισμό-μια νοοτροπία και ιδεολογία σε άμεση συνάρτηση με τον Διαφωτισμό και τις θετικές επιστήμες. Από αυτό, άλλωστε, προκύπτουν οι εκατοντάδες χιλιάδες αναλύσεων για την αλλοτρίωση του ανθρώπου από την θρησκεία, αφού πρόκειται για απάτη και η αντίληψη ότι ο άνθρωπος έχει βάλει στη θέση της δικής του ουσίας, μια ουσία ανύπαρκτη-ένα φάντασμα. Παρεπιμπτόντως σημειώνω ότι κατά τον Μαρξ «ο Χέγκελ πίστευε ότι η Εργασία ήταν η ουσία, η βαθύτερη ουσία του Ανθρώπου»: η φράση αυτή όπως καταλαβαίνετε, είχε τεράστιες συνέπειες για τον μαρξισμό, ως την 'Ιδεολογία που αντικατέστησε τρόπον τινά την θρησκεία στις τάξεις των εργαζομένων και κυρίως του λεγόμενου βιομηχανικού προλεταριάτου. Εξίσου τεράστιες συνέπειες είχε πολύ πρωτύτερα η σύνδεση από τον Καλβίνο της εργασίας με τη Θεία Πρόνοια, ότι, δηλαδή, ο άνθρωπος δεν εργάζεται απλώς για βιοπορισμό ή για να καταναλώνει, να συμμετέχει δηλ. στη διαδικασία προσφοράς και ζήτησης, αλλά αυτό αποτελούσε θεία επιταγή που ο πιστός ήλπιζε ότι αντανακλούσε την σωτηρία ή την καταδίκη της ψυχής του. Δεν είχε δηλ. η εργασία σχέση αποκλειστικά με υλιστικές και ρασιοναλιστικές διαστάσεις. Χωρίς αυτό το είδος ιερού καθήκοντος της εργασίας αλλά και του κέρδους βεβαίως που προέρχεται από αυτήν, και χωρίς ένα είδος εγκοσμιοποιημένου ασκητισμού, όπως έδειξε ο Weber, είναι αδύνατο σχεδόν να καταλάβουμε τις εξελίξεις δέκα αιώνων στην Ευρώπη και φυσικά όχι μονάχα εκεί.
Περισσότερα για το θέμα Καλβινισμός ή για τον Προτεσταντισμό δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ. Χρειάζεται όμως να πιάσουμε ή να ξαναπιάσουμε τον όρο ουμανισμός στον οποίο αναφέρθηκα πιο πάνω. Για να γίνει η σύνδεση με τα ‘Διαφωτιστικά’ του θέματος μας, παρεμβάλλω αμέσως τό ακόλουθο απόσπασμα από τον Horkheimer:
«Ή ανθρωπολογία του Χόμπς (μαθητή του Μακιαβέλλι και του Φραγκίσκου Βάκωνα, γεννημένου το 1588 και θεωρούμενου σημαντικού φιλόσοφου των νεωτέρων χρόνων, ένα είδος προάγγελου του Διαφωτισμού) στηρίζεται στην θεμελιώδη σκέψη ότι όλα τα πάθη που εξαιτίας τους ενεργούμε, είναι αυστηρά αναγκαίες επιδράσεις μηχανικών προβάσεων στο σώμα μας και πλατύτερα στον εξωτερικό κόσμο» και λίγο πιο κάτω υπογραμμίζει ότι «δεν μπορεί να υπάρχει χώρος για την λεγόμενη ελευθερία της βουλήσεως».
Για να καταλάβουμε καλύτερα τι βάζει ο Χόμπς στη θέση της ελευθερίας της βουλήσεως, ας ακούσουμε την φράση του που λέει: «η ελευθερία δεν είναι τίποτε άλλο από την απουσία οποιουδήποτε πράγματος που εμποδίζει την κίνηση» αναφέρεται δηλ. στην Ελευθερία του πράττειν καί ξεμπερδεύει. Ο Horkheimer, χωρίς να έχει ιδιαίτερη προσήλωση στη χριστιανική παράδοση, μελετώντας τον Χομπς αναγκάζεται να κάνει το ακόλουθο σχόλιο: «Η μεταφυσική ελευθερία της βούλησης, που αποκρούει ο Χομπς, θα 'ταν ένα καίριο σημείο που θα συνέδεε συναμεταξύ τους όλους αξεδιάκριτα τους ανθρώπους μεγάλους και μικρούς, πλούσιους και φτωχούς... θά 'ταν ένα κοινό κτήμα με την έννοια της θεολογίας, για την οποία όλοι οι άνθρωποι είναι εξίσου παιδιά του Θεού, ή με την έννοια του Διαφωτισμού που τονίζει για πολιτικούς λόγους την ισότητα όλων των ανθρώπων».
Το σχόλιο του Horkheimer μας βοηθάει να επεκταθούμε. Όπως ο Χομπς, καταργώντας τη διάσταση της ελευθερίας της βουλήσεως φτωχαίνει τον άνθρωπο και ταυτόχρονα κόβει τις πραγματικές γέφυρες που συνδέουν τα παιδιά του Θεού, καταπώς μας είπε ο σχολιαστής του, έτσι σχεδόν ολόκληρη η ουμανιστική παράδοση, είτε αρχίζει στην Αναγέννηση, είτε εκβάλλει στο Διαφωτισμό, φτωχαίνει τον άνθρωπο και κόβει τις γέφυρες, όχι μόνο που τον συνδέουν οντολογικά για να μην πω «οργανικά» με τον Πατέρα και εξ αυτού με την Τριάδα, αλλά και με τα υπόλοιπα ανθρώπινα πλάσματα με τα οποία συνδέεται ως μέτοχος κοινής φύσεως. Έδώ ανακύπτει το άλλο τεράστιο θέμα της ισότητας, το οποίο κυρίως μετά την Γαλλική Επανάσταση προωθούν οι Διαφωτιστές, γιατί ένα από τα κύρια μελήματα της εποχής είναι οι κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις και επομένως έχει ιδιαίτερη σημασία τι θέση δίνεις στους ανθρώπους για να ενστερνιστούν τις νέες ιδέες και να αλλάξει η υπάρχουσα κατάσταση. Η έννοια της ισότητας πυροδότησε σειρά κοινωνικών αλλαγών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εξασφάλισε την πρόοδο του ανθρώπου, τουλάχιστον σε πνευματικό επίπεδο. Και στο σημείο αυτό χρειάζεται να καταλάβουμε ότι είναι εντελώς άλλο πράγμα να είσαι μέτοχος κοινής φύσεως, της ανθρώπινης, ως θείο δημιούργημα, να είναι αυτή η απώτερη καταγωγή σου και, το σημαντικότερο, να είσαι μέλος του Σώματος του Χριστού και της Εκκλησίας, πράγμα που σου έξασφαλίζει τήν Υιοθεσία και σου ανοίγει το δρόμο της σωτηρίας, και εντελώς άλλο πράγμα να πιστεύεις στην ισότητα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Και μόνο το γεγονός ότι ένας άθεος σαν τον Hegel ισχυρίζεται ότι η Γαλλική Επανάσταση πήρε το χριστιανικό όραμα. μιας ελεύθερης και ίσης κοινωνίας και το εφάρμοσε πρακτικά εδώ στη γή, ότι ήταν απλώς η πραγμάτωση του χριστιανικού ιδανικού της ελευθερίας και της καθολικής ισότητας μεταξύ τών ανθρώπων εδώ και τώρα6, είναι ενδεικτικό της απάτης.
Πρόκειται για εκπληκτική στρέβλωση των πραγμάτων και για παραχάραξη της πνευματικής ιστορίας, καθώς στη θέση του Καίσαρα θεωρείται ότι μπαίνει η βασιλεία του Θεού επί της γής, έγκαταστημένη από άθεους διανοητές ή τουλάχιστον μη χριστιανούς, επαναστάτες ή διαχειριστές των υλικών αγαθών. Τονίζω τη διάσταση αυτή γιατί θα πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε — δύο χιλιάδες χρόνια μετά Χριστόν — να ξεχωρίζουμε την ήρα από το στάρι και να διακρίνουμε που μιλάει το Πνεύμα και που μιλάει ή απάτη του Πνεύματος. Είτε παρουσιαζόμαστε ως υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας, και καταγγέλλουμε από το πρωί ως το βράδυ τη Δύση και το δυτικό πολιτισμό, είτε όχι, πρέπει να ξέρουμε ποιές είναι οι βασικές αρχές πάνω στις οποίες οργανώθηκε το σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, αρχές πάνω στις οποίες θέλουμε σήμερα να στηρίξουμε, ακόμη πιο αποκλειστικά από παλιότερα, την οργάνωση και του δικού μας.
Όπως κι αν κοιτάξουμε την πνευματική ιστορία του λεγόμενου δυτικού κόσμου, θα δούμε μια σταδιακή έκπτωση, μια αλλοίωση νοημάτων και σημασιών προς τα κάτω, μια κυριαρχία του μηχανικού, κοινωνικού, οριζόντιου, ατομικού, ρασιοναλιστικού, αντιπνευματικού, κοσμοπολίτικου, αντίθεου και αντίχριστου πνεύματος, μια υποδούλωση του ανθρώπου και της ιστορίας όχι στην ΥΛΗ — είναι μέγα λάθος ότι ο νεώτερος άνθρωπος είναι υλιστής — αλλά στη διάνοια και στις διαθέσεις ενός πνευματικά αποπροσανατολισμένου ανθρώπου, ο οποίος αφού «σκότωσε το θεό» κατά τη νιτσεϊκή διατύπωση, περνάει τη ζωή του ανάμεσα στην ανάμνηση του εγκλήματος, στο αίσθημα της ενοχής και στην προσπάθεια υπέρβασής του.
Είναι τα πράγματα τόσο αποκλειστικά και απολυτοποιημένα; Είναι μόνο αυτή η όψη των πραγμάτων; Τα ερωτήματα αυτά είναι πολύ καίρια και ζητούν απάντηση. Έχουμε και λέμε λοιπόν: τα πράγματα είναι τόσο αποκλειστικά και απολυτοποιημένα όπου δεν υπάρχει αίσθηση θείας Χάρης και παρουσίας Θεού. Όπου ο άνθρωπος έχει κλείσει, έχει θωρακίσει τον εαυτό του απέναντι σε κάθε αχτίνα πνευματικής και θείας ανταύγειας, σε κάθε σκίρτημα θεϊκής ανάσας. Όπου δεν υπάρχει ίχνος ευχαριστίας απέναντι στον Σωτήρα παντός αγαθού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα πράγματα είναι αποκλειστικά και απολυτοποιημένα, είναι κάπως σαν στερεοποιημένα, και προχωρούν μέσα στα πλαίσια μιας αγκυλωτικής επανάληψης που μόνο εξωτερικά και τεχνητά παρουσιάζεται ως αδιάκοπη αλλαγή. Όταν, όμως, ο άνθρωπος δεν είναι θωρακισμένος, όταν αφήνει μια ή περισσότερες χαραμάδες για να μπαίνει το άλλο Φως, όταν στρέφει, έστω κάθε τόσο, προς αυτό το Φως που δεν είναι αισθητό — αν και μπορεί να γίνει — αλλά είναι χαρά, αγάπη, διαφάνεια, ειρήνη, ευαισθησία, ομορφιά, ζωή, κίνηση, μεγαλοψυχία, ταπείνωση, αρχοντιά, όταν ζητάει — προπαντός αυτό — να του δοθεί η Χάρη να γνωρίζει τα θαυμάσια του Θεού¨ όταν ζητάει να κοινωνεί όλο και βαθύτερα στο μυστήριο της ζωής που αποκάλυψε ο Χριστός, όταν προσπαθεί να βγαίνει από τον ατομικοποιημένο και κοσμικοποιημένο εαυτό του, όταν αρνείται να είναι μάζα και να σέρνεται «στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία» (Καβάφης), όταν έχει την αίσθηση ότι η ζωή ετούτη είναι «εργαστήριο», καθώς λέει ο Καβάσιλας, προετοιμασίας για το θαύμα που έρχεται, προετοιμασίας που δεν νοείται έξω από προσωπική εμπειρία, στον παρόντα κόσμο, του θαύματος αυτού, της επερχόμενης βασιλείας που ‘και νυν έστιν’, και που δεν έχει καμιά σχέση με τις επίγειες βασιλείες του Hegel και των Διαφωτιστών, όποιες κι αν είναι οι τυχόν εξωτερικές ομοιότητες*: τότε όντως μεταμορφώνει τη ζωή του σε όντως ζωή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στην Επιστολή Ιακώβου του αδελφοθέου, η ρήση που ακολουθεί συμπυκνώνει ολόκληρη τη διαδικασία που αφορά στη ζωή του ανθρώπου: «έκαστος δε πειράζεται υπό τής ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος (παρασυρόμενος) και δελεαζόμενος• είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ίακ 1, 14-15).
2. Οί Επιστολές του Απ. Παύλου (κυρίως η Α’ Κορ.) δίνουν μέ έξοχο τρόπο τη διάσταση του «σαν να μην» ανήκω στον κόσμο, ο αντίποδας δηλαδή του εγκόσμιου φρονήματος.
3. Αυτό στις μέρες μας αντιστοιχεί στο πολιτικό ή άλλο σύνθημα «εδώ και τώρα».
4. Πριν από την Τεχνική ήταν η Φυσική. Παράδειγμα ολόκληρος ο Βολταίρος. Έχει βεβαίως προηγηθεί ο Καρτέσιος που άνοιξε το δρόμο για τη σύνδεση φυσικής επιστήμης και εκμετάλλευσης της Φύσης.
5. Υπενθυμίζω ότι ανάλογη είναι και η θέση του Φρόϋντ.
6. Δες το βιβλίο του Francis Fukuyama Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος Άνθρωπος, σ. 270.
πηγή: Αντίφωνο, *Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ‘Νέα Κοινωνιολογία’ τ.26, Καλοκαίρι 1998, σ. 69-74.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου