Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Σεργίου Μπουλγκάκοφ: Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (22)

Συνέχεια από: Τετάρτη, 9 Νοεμβρίου 2011

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

1.        ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΝΤ

   ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΝΤ     


         Η γνωσιολογία (Gnoseologie) του Καντ αντιλαμβάνεται και παρατηρεί το κατηγορούμενο αποσπασμένο απ’ τη συνάρτησή του με το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο…), εξω-υποστατικά. Εισβάλλει εν τούτοις ως ένας προσδιοριστικός παράγων σ’ αυτήν η υποστατικότητα, και μάλιστα στη διδασκαλία για τη μεταφυσική συναίσθηση, που βρίσκεται στο κέντρο ολόκληρου του καντιανού οικοδομήματος. Είναι αξιοσημείωτο, ότι λείπει αυτή η διδασκαλία στη μεταφυσική αισθητική, στην αποφασιστική δηλ., θεμελιακή θέση της Κριτικής. Το Εγώ, ως μια αρχή, η οποία βρίσκεται πάνω από χρόνο και χώρο και είναι γι’ αυτό ικανή προς θεωρία του χρόνου και προς συνείδηση της χρονικότητας και προς θεωρία του χώρου, λείπει εδώ παντελώς (με το οποίο μετατρέπεται σ’ ένα ανεγερμένο πάνω στην άμμο οικοδόμημα η μεταφυσική αισθητική). Από εδώ προκύπτει κατόπιν η εσφαλμένη (λοξή…) διδασκαλία, που αντιλαμβάνεται χώρο και χρόνο ως κενές, αφηρημένες μορφές κάθε αντίληψης και ως απόλυτα όρια, που χωρίζουν το πράγμα καθ’ εαυτό απ’ τα φαινόμενα, ενώ στερεώνεται ωστόσο στην υποστατική φύση τής κάθε γνωστικής πράξης, καθ’ όσον μπορούν να εννοηθούν απλώς και μόνον ως α-χρονικότητα και εξω-χωρικότητα του Εγώ η χρονικότητα κι η χωρικότητα (το τρισδιάστατο…), μια ζωντανή, σταθερή γέφυρα μεταξύ του όντος και του φαινομένου. Αυτό το Εγώ το προσεπινοεί εντελώς ασυνείδητα σ’ ολόκληρη την ανάλυσή του ο Καντ, στην οποία συνηχεί μόνιμα η ασαφής και διφορούμενη έννοια του υποκειμένου, που του είναι αναγκαίο, για να αναρτήση σ’ αυτό τις μορφές (τα σχήματα…) της μεταφυσικής αισθητικής, μιλώντας μόνιμα γι’ αυτές ωσάν υποκειμενικές μορφές της αντίληψης ή ωσάν όρους (προϋποθέσεις…) της αισθητικότητας, υπό τους οποίους και μόνον είναι δυνατή για μας η θεωρία. «Επειδή προηγείται λοιπόν η αποδεκτικότητα του υποκειμένου (του υποκειμένου ποίων; - Μπ.) να προσβληθή (να ερεθιστή…) από αντικείμενα, αναγκαίως πριν απ’ όλες τις θεωρήσεις αυτών των αντικειμένων, μπορούμε να καταλάβουμε (!), πώς θα μπορούσε να είναι κατά συνέπεια a priori (εκ των προτέρων…) δεδομένη στην ψυχή η μορφή όλων των φαινομένων, πριν απ’ όλες τις πραγματικές αντιλήψεις… Μπορούμε άρα να μιλάμε εμείς (ποιοί εμείς; - Μπ.) μόνον απ’ την άποψη ενός ανθρώπου (τί είδους ορισμός είναι τώρα πάλι αυτός; - Μπ.) για τον χώρο, για πολυάριθμα όντα κ.τ.λ. Αν αποσυρθούμε απ’ τον υποκειμενικόν (;) όρο, υπό τον οποίον και μόνο μπορούμε να αποκτήσουμε εξωτερική θεώρηση, καθ’ όσον μπορούμε δηλ. να ερεθιστούμε από αντικείμενα, τότε δεν σημαίνει η παράσταση του χώρου απολύτως τίποτα.» (Κρ. τ. καθ. λ. 2η έκδ., σ. 42).  


      Στην πιο κρίσιμη απ’ όλες θέση είναι η Κριτική εντελώς ένα λαθρεμπόριο, απελπιστικά ασαφής και ακατανόητη (όπως π.χ. το «υποκειμενικό Εμείς», «ο άνθρωπος» κ.τ.π.). Είναι γενικώς κρίσιμη η διδασκαλία του χώρου και χρόνου, ταυτόχρονα όμως και η πιο αδύναμη, η λιγότερο ανθεκτική θέση στην Κρ. τ. καθ. λόγ. Ακόμα πιο άσχημη είναι η κατάσταση με την έκθεση της διδασκαλίας για τον χρόνο, όπου έρχεται σαφέστερα και πιο σημαντικά στο φως ο ρόλος του υποκειμένου.  Συναντάμε εδώ, τυχαία ενδιάσπαρτες, εντελώς ασαφείς παρατηρήσεις του είδους όπως: «Ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μορφή της εσωτερικής αίσθησης, που είναι η θέαση ημών των ιδίων και της εσωτερικής μας κατάστασης. Γιατί δεν μπορεί να είναι κανένας προσδιορισμός εξωτερικών φαινομένων ο χρόνος: δεν ανήκει σε καμμιά μορφή ή θέση κτλ., προσδιορίζει αντίθετα τη σχέση των παραστάσεων στην εσωτερική μας κατάσταση» (49-50). Θα προσπαθούσαμε μάταια να βρούμε σαφέστερες και ακριβέστερες αναπτύξεις.  


       Η βασική ατέλεια αυτής της ανάλυσης, όπως και γενικά ολόκληρου του σχεδίου της Κριτικής με το εμπράγματό της στη γνώση και τον φιλοσοφικό της κυβισμό, συνίσταται ακριβώς στο ότι λείπει εδώ το Εγώ. Η διδασκαλία για την καθαρή μεταφυσική συναίσθηση ως της ενότητας της εμπειρίας έπρεπε να αρχίση όχι πρώτα στην αναλυτική (Analytik), αλλά ακριβώς εδώ, στην αισθητική, στο γενικό θεμέλιο της Κριτικής· η ίδια η σχηματική διδασκαλία για την ενότητα χώρου και χρόνου ως της γενικής εκ των προτέρων (a priori) μορφής, στην οποία προστίθεται το εκ των υστέρων (Aposteriori), ζητά ήδη αυτήν την ενότητα του Εγώ. Ο Καντ ήταν προσδεδεμένος ωστόσο στη μαθηματική φυσική επιστήμη, κι αυτήν προσπαθούσε να θεμελιώση πρωτίστως. 

         Στη δεύτερη έκδοση της Κρ. τ. καθ. λόγ. έχει συμπληρωθή η «Γενική παρατήρηση στη μεταφυσική αισθητική» με μια δεύτερη παράγραφο, που περιέχει μιαν επιβεβαίωση (επικύρωση…), κατά τη γνώμη του Καντ, της «θεωρίας για την ιδανικότητα της εξωτερικής όσο και εσωτερικής αίσθησης», είναι όμως στην πραγματικότητα απελπιστικά συγκεχυμένη απ’ την αρχή ως το τέλος. Παραθέτουμε ένα χωρίο από εκεί, που πραγματεύεται για το υποκείμενο και προσεγγίζει από κοντά το πρόβλημα της υποστατικότητας: «Αυτό, το οποίο μπορεί να προηγείται ως παράσταση (ιδέα…) πριν από κάθε πράξη να σκεφτής το οτιδήποτε, είναι λοιπόν η θεωρία, κι αν δεν περιέχη τίποτα παρά σχέσεις, (είναι…) η μορφή της θεωρίας, η οποία, αφού δεν φαντάζεται τίποτα, εκτός και εφ’ όσον τεθή κάτι στην ψυχή (στον θυμό…), δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο απ’ τον τρόπο, πώς ερεθίζεται με δική της ενέργεια (;!), μ’ αυτό το τίθεσθαι δηλ. της παράστασής της, μέσω του εαυτού της συνεπώς η ψυχή, το οποίο και είναι μια εσωτερική, σύμφωνα με τη μορφή της, αίσθηση (τί είναι άραγες αυτή η ικανότητα της ψυχής, να τίθεται, «σύμφωνα με τη μορφή της», η ίδια; - Μπ.). Όλα, όσα παρουσιάζονται μέσω μιας αίσθησης, είναι κατά το μέτρο αυτό πάντοτε φαινόμενα, και είτε δεν θα έπρεπε άρα να γίνη ουδόλως παραδεκτή μια εσωτερική αίσθηση, ή θα μπορούσε να παρασταθή το υποκείμενο, το οποίο είναι το αντικείμενο  της αίσθησης, μόνον ως φαινόμενο μέσω της αίσθησης, κι όχι σαν να έκρινε το ίδιο, αν ήταν απλή και μόνον αυτενέργεια, δηλ. διανοητική η θεωρία του, για τον εαυτό του (αποδίδεται λοιπόν η ικανότητα του αυτοκαθορισμού των μορφών κατ' αρχάς στην ψυχή, με τον οποίον και μετατρέπεται μετά η ίδια σ’ ένα φαινόμενο και απομονώνεται έτσι απέναντι στον εαυτό της – Μπ.). Όλη η δυσκολία βασίζεται άρα μόνο, στο πώς θα μπορούσε να θεωρήση εσωτερικά ένα υποκείμενο τον εαυτό του (σωστά! – Μπ.)· μόνον αυτή η δυσκολία είναι κοινή σε κάθε θεωρία (Theorie). Η συνείδηση του ίδιου του υποκειμένου (συναίσθηση) είναι η απλή παράσταση (ιδέα…) του Εγώ (;!), κι αν ήταν μόνο μ' αυτό αυτενεργώς δεδομένο κάθε πολυσχιδές στο υποκείμενο, τότε θα ήταν η εσωτερική θεώρηση διανοητική. Στον άνθρωπο, προϋποθέτει αυτή η συνείδηση εσωτερικήν αντίληψη του πολυσχιδούς, που παρέχεται εκ των προτέρων στο υποκείμενο, κι ο τρόπος που παρέχεται αυτό χωρίς αυθορμητισμό στην ψυχή (στον θυμό…), πρέπει να ονομασθή λόγω αυτής της διαφοράς αισθητικότητα (!!). Αν πρέπη να αναζητήση (να καταλάβη) η ικανότητα της αυτοσυνειδησίας αυτό που βρίσκεται στην ψυχή, τότε πρέπει να το προσβάλη (να το ερεθίση…) και μπορεί να παράξη μόνο μ’ έναν τέτοιον τρόπο μια θεώρηση του εαυτού της, της οποίας όμως η μορφή, που βρίσκεται εκ των προτέρων στην ψυχή, προσδιορίζει στην παράσταση (ιδέα…) του χρόνου τον τρόπο, του πώς υπάρχει μαζί το πολυσχιδές στην ψυχή (δυό όροφοι στην ψυχή: αφηρημένη μορφή και περιεχόμενο – Μπ.), αφού θεωρεί τότε τον εαυτό της, όχι όπως θα τον φανταζόταν άμεσα αυτενεργό, αλλά κατά τον τρόπο που προσβάλλεται από μέσα, όπως, συνεπώς, εμφανίζεται, κι όχι όπως είναι» (67-69). Ένα υποδειγματικό παράδειγμα για την ασάφεια και τον δογματισμό (Dogmatismus) στις πιο θεμελιώδεις ακριβώς προτάσεις της Κριτικής! 


     Πρέπει να αναχθή γενικώς η βασική ατέλεια και η έλλειψη κάθε στέρεου εδάφους, δι’ αυτού όμως ταυτόχρονα και η απουσία περιεχομένου της μεταφυσικής αισθητικής, ο άψυχος φορμαλισμός της, στην αν-υποστατικότητα και απανθρωπότητα αυτής της διδασκαλίας. Διαφαίνεται βεβαιότατα αδιαλείπτως τόσο η «συνείδηση» όσο και το «Εμείς» και η «ψυχή», όπως μπορεί να το συμπεράνη ασφαλώς κανείς απ’ την αναφερθείσα παράγραφο, είναι ωστόσο όλα αυτά χωρίς βασική σημασία, συμπτωματικά, συγκεχυμένα και ασαφή. Η αναλυτική (Analytik) οικοδομείται αντίθετα εντελώς πάνω στην προϋπόθεση ενός υποστατικού χαρακτήρα κάθε γνώσης, στην οποία αποδίδει ο Καντ το όνομα «καθαρή συναίσθηση» . Αποδεικνύεται φυσικά εδώ ως άκαρπη, αφού έχει αποκλεισθή η «μεταφυσική απαγωγή των καθαρών λογικών εννοιών» απ’ την αισθητική (πργρφ. 15-27, που υπάρχουν σε δυό αποκλίνουσες αναμεταξύ τους στην πρώτη και δεύτερη έκδοση διατυπώσεις) και επιχειρείται η ανάλυση της «δυνατότητας γενικώς μιας συνένωσης». Η συνένωση του πολυσχιδούς είναι μια λογική πράξη, που τη χαρακτηρίζουμε με τον γενικό χαρακτηρισμό σύνθεση (Synthese), που προϋποθέτει μια σύνθεση των συλλήψεων (διέρχεσθαι του πολυσχιδούς και περίληψή του), και την αναπαραγωγική πέραν τούτου φαντασιακή δύναμη και την αναγνώριση στην έννοια. Είναι λοιπόν η μεταφυσική διαίσθηση, στην οποία βασίζεται όλη αυτή η σύνθεση. «Δεν μπορεί να συμβή άρα καμμιά σε μας γνώση, κανένας συνδυασμός και ενότητα αναμεταξύ τους χωρίς εκείνην την ενότητα της συνείδησης, η οποία προηγείται πριν απ’ όλα τα δεδομένα των θεωρήσεων, και αναφορικά προς την οποίαν είναι κάθε παράσταση (ιδέα…) των αντικειμένων και μόνο δυνατή» (1η  έκδ. 107). Η ίδια σκέψη αναπτύσσεται στη δεύτερη έκδοση ως εξής: «Το: Εγώ σκέπτομαι, πρέπει να μπορή να συνοδεύη όλες τις παραστάσεις μου· γιατί θα παριστάνονταν αλλιώς σε μένα κάτι, που δεν θα μπορούσε να είναι καν διανοητό, το οποίο σημαίνει ακριβώς, πως είτε θα ήταν αδύνατη είτε θα ήταν τουλάχιστον για μένα τίποτα η παράσταση. Εκείνη η παράσταση, που μπορεί να είναι πριν από κάθε σκέψη δεδομένη, ονομάζεται θεώρηση (θεωρία…). Έχει λοιπόν όλο το πολυσχιδές της θεώρησης μιαν αναγκαία αναφορά στο: Εγώ σκέπτομαι, στο ίδιο υποκείμενο, στο οποίο αυτό το πολυσχιδές και συναντάται. Η παράσταση αυτή είναι όμως μια κίνηση του αυθορμητισμού, δεν μπορεί να θεωρηθή δηλ. ως ανήκουσα στην αισθητικότητα. Την ονομάζω: καθαρή συναίσθηση, για να τη διακρίνω απ’ την εμπειρική, ή κι απ’ την αρχική συν


αίσθηση, επειδή είναι εκείνη η αυτοσυνειδησία που, αφού γεννά την παράσταση (ιδέα…): Εγώ σκέπτομαι, που πρέπει να μπορή να συνοδεύη όλες τις άλλες και είναι μια και η αυτή σε κάθε συνείδηση, δεν μπορεί να συνοδευτή από καμμιάν άλλη. Ονομάζω επίσης την ενότητά της: μεταφυσική ενότητα της αυτοσυνείδησης, για να χαρακτηρίσω τη δυνατότητα τής a priori (εκ των προτέρων…) γνώσης απ’ αυτήν» (131-132). Αυτή η επικόλληση διαφόρων ετικετών δεν ελαττώνει φυσικά ούτε στο ελάχιστο τη σημασία του γεγονότος της ανακάλυψης του Εγώ, παρ’ όλο που αντί να διερευνηθή αυτό αργότερα μεταφυσικά, εγκλείεται δογματικά σε μια λογική λειτουργία απ’ την «Κριτική» - και τέλος μ’ αυτό (δια του οποίου αναπίπτει πίσω απ’ τον Καρτέσιο ο Καντ). Ο Καντ αξιοποιεί την επιβεβλημένη σ’ αυτόν ακουσίως ανακάλυψη κατ’ αρχάς ξανά στην υπηρεσία της κριτικής δογματικής του. «Είναι λοιπόν μόνο με το ότι μπορώ να συνδέσω ένα πολυσχιδές δεδομένων παραστάσεων σε μια συνείδηση  δυνατό, το ότι φαντάζομαι την ταυτότητα της συνείδησης σ’ αυτές τις ίδιες τις παραστάσεις, που σημαίνει ότι είναι η αναλυτική ενότητα της συναίσθησης  μόνον υπό την προϋπόθεση μιας οποιασδήποτε συνθετικής ενότητας δυνατή. Η σκέψη, ότι αυτές οι δεδομένες στη θεώρηση παραστάσεις μού ανήκουν συνολικά, σημαίνει άρα ότι τις ενώνω σε μιαν αυτοσυνείδηση ή μπορώ να τις συνενώσω τουλάχιστον σ’ αυτήν, κι αν δεν είναι άμεσα ακόμα η συνείδηση της συνθέσεως (Synthesis) των παραστάσεων η ίδια η σκέψη, προϋποθέτει ωστόσο τη δυνατότητά της, που σημαίνει πως μόνο λόγω τού ότι μπορώ να εννοήσω το πολυσχιδές τους σε μια συνείδηση, τις ονομάζω συνολικά δικές μου παραστάσεις· γιατί θα είχα αλλιώς έναν τόσο πολύχρωμο και διαφορετικό Εαυτό, όπως έχω και παραστάσεις, των οποίων έχω την αίσθηση. Η εκ των προτέρων (a priori) δεδομένη συνθετική ενότητα του πολυσχιδούς των θεωρήσεων είναι λοιπόν η βάση της ταυτότητας της ίδιας της συναίσθησης, που προηγείται a priori από κάθε καθορισμένη μου σκέψη. Η σύνδεση δεν βρίσκεται όμως στα αντικείμενα και δεν μπορεί τυχόν να τη δανεισθή κανείς απ’ αυτά με την αντίληψη και να την αναλάβη δι’ αυτού πρωτίστως στη λογική, αλλά είναι κάτι που επιτελεί μόνον η λογική, που δεν είναι η ίδια τίποτα άλλο απ’ την ικανότητα, να συνδέη εκ των προτέρων (a priori) και να οδηγή το πολυσχιδές δεδομένων παραστάσεων υπό την ενότητα της συναίσθησης, της οποίας η αρχή (ο κανόνας, το αξίωμα…) είναι η ανώτατη σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη γνώση» (133-135). Ο Καντ οροθετεί επιμελώς τη συνθετική ενότητα της συναίσθησης απέναντι στην εσωτερικήν αίσθηση (το γνωσιολογικό, με άλλα λόγια, απέναντι στο ψυχολογικό Εγώ), όπου αποδεικνύονται ωστόσο ξανά ως το πιο σημαντικό εργαλείο για τη διεξαγωγή αυτής της διάκρισης οι μορφές της θεώρησης της εξωτερικής αίσθησης, ο χώρος δηλ. και ο χρόνος. «Έχω απεναντίας γνώση (συναίσθηση…) εμού του ιδίου στη μεταφυσική σύνθεση του πολυσχιδούς των παραστάσεων γενικώς, συνεπώς και στη συνθετική αρχική ενότητα της συναίσθησης, όχι όπως εμφανίζομαι ακόμα σε μένα, όπως είμαι σε μέναν τον ίδιον, αλλά μόνον, ότι είμαι. Αυτή η παράσταση είναι μια σκέψη, κι όχι μια θεωρία. Επειδή είναι λοιπόν αναγκαίο για τη γνώση ημών των ιδίων εκτός απ’ την πράξη της σκέψης, που οδηγεί το πολυσχιδές της κάθε δυνατής θεώρησης στην ενότητα της συναίσθησης, ένα ακόμα ορισμένο είδος της θεώρησης, με το οποίο παρέχεται αυτό το πολυσχιδές, είναι άρα η ίδια μου η ύπαρξη όχι μεν φαινόμενο (και πολύ λιγότερο απλή όψη), αλλά μπορεί να λάβη χώρα ο προσδιορισμός της ύπαρξής μου μόνο σύμφωνα προς το σχήμα της εσωτερικής αίσθησης, κατά τον ιδιαίτερο τρόπο τού πώς παρέχεται το πολυσχιδές, το οποίο συνενώνω, στην εσωτερική θεώρηση, και δεν έχω άρα καμμιά γνώση για μένα, πώς είμαι, αλλ’ απλώς, πώς εμφανίζομαι σε μέναν τον ίδιον… και υπάρχω ως νοημοσύνη, που έχει απλώς και μόνο γνώση της συνενωτικής της ικανότητας, μπορεί όμως να καταστήση, εν όψει του πολυσχιδούς, το οποίο πρέπει να συνενώση, υποταγμένη (η νοημοσύνη…) σε έναν περιοριστικόν όρο, που τον ονομάζει εσωτερικήν αίσθηση, εναργή μόνο σύμφωνα με τις περιστάσεις εκείνην τη συνένωση.» (157-159). Διαβάζουμε στη σημείωση ως προς αυτό: «Το: Εγώ σκέπτομαι, εκφράζει την κίνηση (τη φορά…), να ορίσω την ύπαρξή μου. Η ύπαρξη είναι άρα ήδη μ’ αυτό δεδομένη, αλλ’ ο τρόπος, πώς θά ’πρεπε να την ορίσω, πώς θά ’πρεπε να θέσω δηλ. στο ίδιο προσήκον σε μένα το πολυσχιδές, δεν είναι ακόμα μ’ αυτό δεδομένος. Χρειάζεται αυτοθεώρηση, στη βάση της οποίας βρίσκεται ένα a priori δεδομένο σχήμα (μορφή…), δηλ. ο χρόνος, ο οποίος είναι υλικός (αισθησιακός…) και απαραίτητος για την αποδοχή του ορισμένου» (157. Σημ.). Αυτή η αξιοσημείωτη ομολογία μιας εντελώς αινιγματικής «ύπαρξης» του Εγώ, η ομολογία δηλ. της υποστατικότητας, παρεμβάλλεται εδώ εντελώς τυχαία, χωρίς καμμιάν εξήγηση, ενώ ανοίγει ωστόσο σ’ ολόκληρο το σύστημα έναν δρόμο (Φίχτε!). Ο Καντ δεν μπορεί να διατηρήση εδώ τον γνωσιολογικό φορμαλισμό στην υπερβιβασμένη στο αδύνατο έκτασή του, και μάλιστα δεν μπορεί, επειδή είναι ένα απολύτως οντολογικό σημείο το Εγώ. Πιέζεται απ’ όλες τις πλευρές προς τη διάκριση μεταξύ νοητού και φαινομενικού (μεταξύ αντικειμένου της πρότασης ή υποκειμένου και κατηγορουμένου, υπόστασης και φύσης, Είναι και ζωής) εδώ ο Καντ. Δεν τα θυμάται όμως πια αυτά στους ψυχολογικούς του παραλογισμούς (Paralogismen), ενώ θα ήταν κάτι εξαιρετικά εντούτοις κατάλληλο. 


      Στον πρώτο παραλογισμό της ουσιαστικότητας επιχειρηματολογεί ως εξής ο Καντ (1η έκδ.): «Μπορώ να πω γενικώς για κάθε πράγμα, πως είναι ουσία, εφ’ όσον το διακρίνω από απλά κατηγορούμενα και προσδιορισμούς των πραγμάτων. Είναι λοιπόν σ’ ολόκληρη τη σκέψη μας το Εγώ το υποκείμενο, ενυπάρχον μόνον ως προσδιορισμοί στη σκέψη, και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή ως ο προσδιορισμός ενός άλλου πράγματος αυτό το Εγώ. Πρέπει να θεωρή λοιπόν ο καθένας αναγκαστικά  ως την ουσία τον εαυτό του, μόνον όμως ως τυχαία συμβάντα (Akzidenzen) της ύπαρξής του και προσδιορισμούς της κατάστασής του τη σκέψη. Τί χρήση όμως πρέπει να κάνω τώρα αυτής της έννοιας μιας ουσίας; Το ότι εξακολουθώ να υπάρχω (παραμένω…), ως μια σκεπτόμενη ύπαρξη, για μένα τον ίδιον, ότι κατά φυσικόν τρόπο ούτε γεννιέμαι ούτε παρέρχομαι, αυτό δεν μπορώ να το συμπεράνω ουδόλως απ’ αυτό, και μπορεί εντούτοις να μου χρησιμεύση προς τον σκοπό αυτόν και μόνο η έννοια της ουσιαστικότητας του σκεπτομένου υποκειμένου μου, χωρίς το οποίο θα μπορούσα αναμφίβολα ολοσχερώς να τη στερηθώ» (1η έκδ. 349). Η ίδια σκέψη παρουσιάζεται στη 2η έκδοση ως εξής: «Δεν γνωρίζω άρα ακόμα τον εαυτό μου με το ότι έχω συναίσθηση εμού του ιδίου ως σκεπτομένου, αλλ’ όταν έχω συναίσθηση (γνώση…) της θεώρησης εμού του ιδίου, όπως το προσδιορίζει η εξέταση της λειτουργίας της σκέψης. Όλοι οι τρόποι της αυτοσυνείδησης στη σκέψη δεν είναι άρα καθεαυτοί καθόλου ακόμη λογικές έννοιες αντικειμένων (κατηγορίες – Kategorien), αλλά απλές λογικές λειτουργίες, που δεν φανερώνουν στη σκέψη κανένα απολύτως αντικείμενο, και συνεπώς ούτε και μένα ως αντικείμενο. Δεν είναι η συνείδηση του προσδιορίζοντος, αλλά μόνον αυτή του Ίδιου του προσδιορίσιμου, της εσωτερικής μου δηλ. θεώρησης… το αντικείμενο» (406-407). Αυτή η αναγωγή του Εγώ σε μια λογική λειτουργία δεν μπορεί να εναρμονιστή κατ’ αρχάς με την ομολογημένη άλλοτε, οιαδήποτε «ύπαρξη», και είναι δεύτερον γι’ αυτό φυσικά λανθασμένη, επειδή υποστασιοποιεί γνωσιολογικά αυτήν τη λειτουργία, αφού την αποσπά (τη διαχωρίζει βίαια…) απ’ το λειτουργόν, απ’ το συγκεκριμένο δηλ., ζωντανό, ουσιώδες Εγώ. Η έννοια της ίδιας της ουσίας, όπως την αναπτύσσει ο Καντ, η έννοια δηλ. του σταθερού σε κάθε αλλαγή, αποδεικνύεται εντούτοις ως υπερ-χρονικότητα κατά βάθος, η ουσία μένει όμως δηλ. συνδεδεμένη μόνο με το Εγώ. «Μόνο στο σταθερό είναι άρα δυνατές οι χρονικές σχέσεις…, το σταθερό είναι δηλ. το υπόστρωμα της εμπειρικής παράστασης (ιδέας…) του ίδιου του χρόνου, στο οποίο και μόνον είναι δυνατός κάθε χρονικός προσδιορισμός», αφού « δεν μπορεί να γίνη ο χρόνος καθεαυτός αντιληπτός» (226). «Είναι συνεπώς αυτό το σταθερό στα φαινόμενα το υπόστρωμα κάθε χρονικού προσδιορισμού, και η προϋπόθεση επομένως της δυνατότητας κάθε συνθετικής ενότητας των αντιλήψεων, δηλ. της εμπειρίας, και μπορεί να θεωρηθή σ’ αυτό το σταθερό κάθε ύπαρξη και κάθε αλλαγή στον χρόνο μόνον ως ένας τρόπος της ύπαρξης αυτού, το οποίο μένει και επιμένει. Είναι άρα το σταθερό σε όλα τα φαινόμενα το ίδιο το αντικείμενο, δηλ. η ουσία (Phaenomenon)· ανήκουν όμως όλα, τα οποία αλλάζουν ή μπορούν να αλλάξουν, στον τρόπο μόνον, τού πώς υπάρχουν αυτή η ουσία ή οι ουσίες, και επομένως στους προσδιορισμούς τους» (226-227). Αποδεικνύεται λοιπόν εδώ, ότι ο χρόνος καθεαυτός, ο βράχος, πάνω στον οποίον βασίζεται η μεταφυσική αισθητική, δεν μπορεί να γίνη αντιληπτός, ότι είναι υποταγμένος στην ουσιαστικότητα, όπου ερμηνεύεται αυτή η τελευταία ad maiorem gloriam (προς μεγίστην δόξαν…) της Κριτικής ως μια «κατηγορία». Αποδεικνύεται μετά στους παραλογισμούς (Paralogismen), ότι το Εγώ δεν είναι κάποια ουσία, παρ’ όλο που είναι ακριβώς το Εγώ, το οποίο μένει σταθερό στον χρόνο. Εξηγεί εντελώς δογματικά ο Καντ: «Το ότι είναι το Εγώ κατ’ ακολουθίαν της συναίσθησης σε κάθε σκέψη ένας ενικός, που δεν μπορεί να αναλυθή σε μιαν πολλαπλότητα των υποκειμένων, ότι χαρακτηρίζει συνεπώς ένα λογικώς απλό υποκείμενο, βρίσκεται ήδη στην έννοια της σκέψης, είναι επομένως μια αναλυτική πρόταση· δεν σημαίνει όμως αυτό, ότι είναι το σκεπτόμενο Εγώ μια απλή ουσία, το οποίο (και…) θα ήταν μια συνθετική πρόταση. Η έννοια της ουσίας συσχετίζεται πάντα με θεωρήσεις, που δεν μπορούν να είναι τίποτε άλλο παρά αισθησιακές σε μένα, βρίσκονται συνεπώς εντελώς έξω απ’ το πεδίο της λογικής και της σκέψης της, για την οποίαν και γίνεται εντούτοις πράγματι εδώ μόνον ο λόγος, όταν λέγεται, ότι είναι απλό το Εγώ στη σκέψη» (407-408). Ακολουθεί μετά η εξής περαιτέρω αξιοσημείωτη αναφορά: «Και θα ήταν θαυμαστό, αν μου παρέχονταν αυτό, το οποίο απαιτεί διαφορετικά τόσην πολλή προετοιμασία, για να διακρίνουμε σ’ αυτό το οποίο εκθέτει η θεώρηση, εκείνο το οποίο είναι σ’ αυτό ουσία, ακόμα όμως περισσότερο (θαυμαστό…), αν μπορούσε να είναι και απλή (όπως στα μέρη της ύλης) η ουσία, αν μου παρέχονταν λοιπόν εδώ  στην πιο φτωχή απ’ όλες όντως τις παραστάσεις, όπως μέσω μιας τρόπον τινά αποκαλύψεως» (408). «Η πρόταση της ταυτότητας του εαυτού μου (εμού του ιδίου…) σε όλο το πολυσχιδές, του οποίου έχω την αίσθηση, είναι», συνεχίζει ο Καντ, «μια εξίσου αναμφίβολα ευρισκόμενη στις ίδιες τις έννοιες (;), αναλυτική συνεπώς πρόταση· αυτή όμως η ταυτότητα του υποκειμένου, της οποίας μπορώ να έχω σε όλες του τις παραστάσεις την αίσθηση, δεν αφορά στη θεώρηση τού ιδίου, με την οποίαν είναι ως αντικείμενο δεδομένο, δεν μπορεί και να σημαίνη άρα την ταυτότητα του προσώπου (Person), με την οποίαν εννοείται η συνείδηση της ταυτότητας της ίδιας του της ουσίας ως σκεπτόμενης ύπαρξης σ’ όλες τις αλλαγές των καταστάσεων…» (408). Είναι αξιοσημείωτο το αβάσιμο των επιχειρηματολογιών του Καντ στην 1η έκδοση της Κριτικής, όπου ενθυμείται ξαφνικά το εντελώς ανύπαρκτο για την κυβιστική του αντικειμενικότητα πρόβλημα της πλειονότητας του Εγώ, και εισάγει τώρα εντελώς ανεξέλεγκτα αυτό το επιχείρημα ενάντια στην προσωπικότητα στο πεδίο. «Όταν παρατηρώ όμως απ’ την άποψη ενός άλλου (ως αντικείμενο της εξωτερικής του θεώρησης) εμένα, με σταθμίζει (με εξετάζει…) αυτός ο εξωτερικός παρατηρητής πρωτίστως μέσα στον χρόνο· γιατί παρουσιάζεται στη συναίσθηση κυρίως σε εμέναν ο χρόνος. Δεν θα συμπεράνη άρα εντούτοις ακόμη απ’ το Εγώ, το οποίο συνοδεύει όλες τις παραστάσεις σε κάθε χρόνο, και μάλιστα με πλήρη ταυτότητα, στη συνείδησή μου, και αν ακόμη το ομολογή, την αντικειμενική μου επιμονή. Γιατί δεν είναι τότε ο χρόνος, στον οποίον με θέτει ο παρατηρητής, εκείνος που συναντάται στη δική μου, αλλά στη δική του αισθητικότητα, και δεν είναι γι’ αυτό η ταυτότητα, που είναι αναγκαίως συνδεδεμένη με τη συνείδησή μου, συνδεδεμένη με τη δική του, την εξωτερική δηλ. θεώρηση του υποκειμένου μου. (Από πού εμφανίστηκαν ξαφνικά αυτοί οι διαφορετικοί χρόνοι στα διαφορετικά υποκείμενα; - Μπ.) Είναι άρα η ταυτότητα της συνείδησης εμού του ιδίου σε διαφορετικούς χρόνους μια τυπική μόνον προϋπόθεση των σκέψεών μου και της συνάρτησής τους, δεν αποδεικνύει όμως ουδόλως την αριθμητική ταυτότητα του υποκειμένου μου, στο οποίο μπορεί να έχη συμβή εντούτοις χωρίς τη γνώμη τής λογικής ταυτότητας του Εγώ μια τέτοια αλλαγή, που δεν το επιτρέπει, να διατηρηθή η ταυτότητά του, μολονότι τού επιτρέπει να χορηγή πάντοτε ακόμη το ταυτόσημο Εγώ, το οποίο θα μπορούσε να διαφυλάξη σε κάθε άλλη κατάταση, ακόμα και κείνη της μεταβολής του υποκειμένου, πάντοτε εντούτοις τη σκέψη του προηγουμένου υποκειμένου και να την παραδώση έτσι και στο επόμενο» (362-363). Πιστεύω τελικά, εξακολουθεί ο Καντ, «πως αντιλαμβάνομαι το ουσιώδες σε μένα ως το μεταφυσικό υποκείμενο, έχοντας απλώς την ενότητα της συνείδησης, η οποία βρίσκεται στη βάση κάθε ορισμού ως η απλή μορφή της γνώσης, στη σκέψη» (2η έκδ. 427).


 ( συνεχίζεται )


 Υ.Γ και Σχόλιο: Το τριαδικό δόγμα μας επιτρέπει να σκεφτούμε την ταυτότητα με ένα εντελώς πρωτότυπο κλειδί: εκείνο της «πνευματικής γεννήσεως», που παραπέμπει σε μία βιωμένη ύπαρξη στην σχέση του τελείως αδιαχωρίστου και τελείας διακρίσεως ταυτόχρονα. Πίσω απο την δήλωση του Μπουλγκάκοφ, σχετικά με την ανεπάρκεια των οντολογικών μοντέλλων ιδεαλιστικού τύπου, στέκεται ή πεποίθησις του ότι δέν ικανοποιεί καθόλου η έμπνευση που εκφράστηκε απο τον Φίχτε, να ξανασκεφτούμε την βαρειά και στατική απολυτότητα της ουσίας στο Φώς της αντιθέσεως «Εγώ»/ «Όχι Εγώ». Η λύση του προβλήματος (του Ενός και των πολλών και διακεκριμμένων) βρίσκεται στην σχέση ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό, όπως μας την αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός.(Ματ.11,27). Πρόκειται ακριβώς για την σχέση του τόκου, της γεννήσεως, η οποία υπερβαίνει την αντίθεση ανάμεσα στο Εγώ και το μή-Εγώ, έτσι ώστε το Εγώ, γεννά το μή-Εγώ εις εαυτόν και αφ’εαυτού, σαν δική του δεύτερη Υπόσταση. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος στο κλείσιμο του κύκλου της φωτιάς του Εγώ,η οποία σέβεται την απολυτότητα της και την ελευθερία της. Με το να το κάνουμε δύο-υποστατικό, διπλασιάζοντας το Εγώ. Αυτό το δεύτερο διπλασιασμένο Εγώ, το Εγώ-μη-Εγώ, είναι ο Υιός, ο οποίος εκθέτει στον Πατέρα τον ίδιον τον Πατέρα! Όταν όμως το μή-Εγώ είναι η φύσις, πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουμε τις λίγες γνώσεις που έχουμε για την Αγία Τριάδα, στη φύση χωρίς να κινδυνεύσουμε για πανθεϊσμό και ειδωλολατρεία;


 Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου