Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Cornelia de Vogel: ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (10)

Συνεχίζεται από ΔΕΥΤΕΡΑ, 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012

V. ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΘΕΜΕΛΙΟ

1. Πλατωνισμός και Χριστιανισμός
Οι Χριστιανοί δεν δέχθηκαν κάθε μορφή της Ελληνικής φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία του Επίκουρου και ο Σκεπτικισμός απορρίφθηκαν, ενώ στον Αριστοτέλη και στην Στοά μπορούσαν να βρουν αξιόλογα στοιχεία, όπως και έγινε πολύ συχνά. Το Στωικό δόγμα της πρόνοιας κατενοήθη σαν έμπνευση. Τα επιχειρήματα βάσει των οποίων υποστηριζόταν, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον των άθεων. Κάτι που βρίσκουμε στην συνέχεια και στον Ακινάτη, όπως και στον Λάιμπνιτς (Leibniz) και στον Γουόλφ (Wolff). Ένα μεγάλο μέρος μπορούσε να αφομοιωθεί. Είναι κάτι που επιτυγχάνει ο Άγιος Αμβρόσιος στην δομή του δικού του περί αξιωμάτων (De Officiis), το οποίο στην συνέχεια συγχωνεύεται στην Ρωμαϊκή κατήχηση και διατηρήθηκε στην ζωή για πολύ χρόνο, φτάνοντας μάλιστα μέχρι των ημερών μας. Παρ' όλα αυτά, οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων, μόνον απέναντι στην πλατωνική μεταφυσική, πρόσεξαν μια πραγματική ομοιότητα, που εισέδυε στα βάθη της εσωτερικής τους ζωής. Για τους πλατωνικούς, πράγματι, οι αόρατες πραγματικότητες ήταν κατά πολύ σπουδαιότερες των ορατών. Μόνον αυτές συστήνουν την "αληθινή πραγματικότητα", και γι' αυτό αφιερώνουν ένα ενδιαφέρον προς αυτές, απείρως μεγαλύτερο σε σχέση με τα πράγματα αυτού του κόσμου. Αυτός ο κόσμος λογαριάζεται σαν εξαρτώμενος ουσιαστικώς από αυτή την άλλη πραγματικότητα, η οποία μόνη αυτή μπορεί να ορισθεί σαν "Είναι" με την ολόκληρη και τέλεια σημασία του όρου. Ο κόσμος μας εξαρτάται από αυτή την πραγματικότητα, στο κάλλος του, και στην τάξη του, λόγω της καταγωγής του και της υπάρξεώς του. «Ο θεός είναι αγαθός», είναι η ουσία όλων των πραγμάτων και διατηρεί τον κόσμο με την πρόνοιά του. Και η ψυχή, αυτή η δική μας ψυχή η ανθρώπινη, περικλείει μιαν άπειρη σπουδαιότητα. Δεν φθείρεται με τον θάνατο, αλλά ζει αιωνίως, σε μια κατάσταση ανάλογη στην ηθική ζωή που διεξήγε ο άνθρωπος στην γη.
Όλα αυτά οι πλατωνικοί τα πίστευαν στηριζόμενοι σε λογικά θεμέλια. Και σ' αυτή την μορφή σκέψης οι Χριστιανοί μπορούσαν να αισθανθούν σαν στο σπίτι τους, και να βρουν σ' αυτή το στήριγμά τους. Το ότι οι Χριστιανοί αφομοίωσαν αυτή την μορφή σκέψης του πλατωνισμού για να την συμπεριλάβουν στην πίστη τους, είναι αναμφισβήτητο. Αυτή την αφομοίωση βρίσκουμε από τον Ιουστίνο και έπειτα, στον Κλήμη και στον Ωριγένη, στους Καππαδόκες και στον Αθανάσιο, μέχρι τον Αυγουστίνο. Αυτό δεν αποκλείει βεβαίως το γεγονός πως οι Χριστιανοί ζούσαν ουσιαστικώς με μιαν άλλη παράδοση, η οποία ήταν γι' αυτούς απολύτως κανονιστική αναφορικώς με αυτό που ήταν δυνατόν ή δεν ήταν να γίνει αποδεκτό. Δηλαδή ένας χριστιανός δεν θα αποδεχόταν ποτέ κάτι που δεν θα ταίριαζε με ότι είχε διδαχθεί σαν αλήθεια. Αλλά θα δεχόταν αυτό που μπορούσε να αναγνωρίσει σε συμφωνία με την πίστη του, αυτό που του επέτρεπε να εμβαθύνει αυτή του την πίστη και να την επιβεβαιώσει, και θα το περιελάμβανε στην προσωπική του και πιο εσωτερική ζωή. Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει και η πλατωνική θεωρία του νοητού Είναι, του τέλειου, του αιώνιου, του πάντοτε ταυτόσημου με τον εαυτό του.
2. Η διαφορά του πνευματικού κλίματος
Από μια τυπική οπτική γωνία, η φιλοσοφία, περιλαμβανομένου και του πλατωνισμού, ήταν πολύ διαφορετική από την χριστιανική πίστη. Παρότι ο πλατωνισμός δεν υπήρξε ποτέ, όπως ισχυρίζεται ο Dörrie, μια θρησκευτική ομολογία κλειστή και καλώς καθορισμένη. Υπήρξε πάντοτε ένα σύστημα θεμελιωμένο σε λογικά επιχειρήματα. Επιπλέον, μέχρι το τέλος της αρχαιότητος δεν είχε γίνει ένα κλειστό σύστημα. Ήταν ανοιχτό σε διαφορετικές γνώμες, οι οποίες γινόντουσαν αποδεκτές από μερικούς πλατωνιστές και απορριπτόταν από άλλους. Αυτό φανερώνεται καθαρά στο θέμα της μετεμψυχώσεως. Ο πλατωνισμός, λοιπόν, υπήρξε πάντοτε αντικείμενο διαφωνιών. Ο χριστιανισμός όχι. Η ενότης του θεού, ο οποίος από την αιωνιότητα είναι «μαζί με» τον Λόγο του, δεν ήταν αντικείμενο συζητήσεως, ήταν υλικό πίστεως. Ότι ο Λόγος έλαβε σάρκα και κατοίκησε ανάμεσα στους ανθρώπους, ήταν ένα άλλο υλικό πίστεως, όχι συζητήσεως. Και στο μέτρο στο οποίο οι πλατωνιστές -δεν μπορούμε να πούμε ο πλατωνισμός- δεν μπορούσαν να το δεχθούν, παρέμεναν ξένοι προς τον Χριστιανισμό. Για τους Χριστιανούς όμως αυτό δεν επηρέαζε το γεγονός πως ο θεός, το αιώνιο Φως, το αιώνιο και τέλειο Είναι, η Αιτία όλου του υπαρκτού, η αιώνια αγαθότης και σοφία, μπορούσε να κατανοηθεί με τους όρους της πλατωνικής μεταφυσικής. Αυτό έκαναν οι Χριστιανοί. Είναι αυτό που βλέπουμε π.χ. στον Αυγουστίνο.
3. Ένταση και πόλεμος
Ακριβώς όμως το γεγονός πως οι πλατωνιστές και οι χριστιανοί διέθεταν ένα βαθύ κοινό θεμέλιο μπορούσε να γίνει αιτία εντάσεως, ακόμη και σκληρής διαμάχης. Χωρίς αμφιβολία, ο κεντρικός πυρήνας του Χριστιανισμού, η πίστη στον Ιησού Χριστό σαν του ενσαρκωμένου Θεού, ήταν εντελώς ξένος στον καθαυτό πλατωνισμό. Εκείνα τα πρόσωπα που είχαν μορφωθεί στην Ελληνική παιδεία και στην πλατωνική σκέψη μπορούσαν, σε κάποια στιγμή της ζωής τους, να βρεθούν απέναντι σε αυτή την καινούρια πίστη και από την στιγμή που το χριστιανικό μήνυμα δίδασκε την «οδό» που οδηγεί στον θεό, μπορούσαν να αισθανθούν την ανάγκη να πραγματοποιήσουν μια επιλογή. Και για μερικούς αυτό μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Δεν ήταν όλοι τους σαν τον Ιουστίνο, αυτόν τον απλό άνθρωπο από την Σαμαρία, ο οποίος στην σχολή του Πλάτωνος αισθάνθηκε «σε δρόμο» αλλά ο οποίος μπρος στο χριστιανικό μήνυμα, με ανοιχτό νου, αισθάνθηκε ότι βρήκε την ολοκλήρωση των προφητειών του Ισραήλ και ταυτοχρόνως την πραγματοποίηση της πιο βαθειάς του επιθυμίας και της κρυμμένης του ελπίδος. Στην περίπτωση του Ιουστίνου δεν υπήρχε ούτε η διανοητική αλαζονεία της παραδόσεως του ελληνικού πολιτισμού, ούτε ο εθνικός εγωισμός της εβραϊκής θρησκευτικής παραδόσεως. Σε άλλες περιπτώσεις, τα υπάρχοντα προβλήματα μπορούσαν να φανούν ανυπέρβλητα και μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στην επεξεργασία ενός αντι-συστήματος ή με την ελληνική φιλοσοφική σφραγίδα, συνδυαζόμενης με θρησκευτικά ή ημι-θρησκευτικά στοιχεία της ελληνικής παραδόσεως, ή με την εβραϊκή εθνικιστική σφραγίδα, ακολουθώντας την ερμηνευτική παράδοση του Εβραϊσμού.
Ένα αντι-σύστημα ελληνικής καταγωγής εμφανίστηκε ακόμη και κατά την διάρκεια της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου, από τον Κέλσο, ο οποίος έβλεπε στον Χριστιανισμό την άρνηση των πολιτισμικών και ανθρωπιστικών αξιών. Η μεγάλη ανάπτυξη του Χριστιανισμού και η πνευματική του δύναμη είχαν σαν συνέπεια μια κάποια βία στις επιθέσεις που έγιναν εναντίον του. Στον Πλωτίνο, ο οποίος γνώριζε τους γνωστικούς Χριστιανούς, βρίσκουμε την πλέον συνεπή στάση του φιλοσόφου, στην απόρριψη κάθε είδους «δραματοποιημένης» γλώσσας στο επίπεδο του πνευματικού Είναι. Και οπωσδήποτε και αυτός φανερώνει εκείνο το είδος της απέχθειας προς τους απαίδευτους, που ήταν ιδιαιτερότης των Πλατωνιστών.
Πορφύριος: ένας άνθρωπος υψηλής πνευματικότητος και αξιόπιστης μορφώσεως, ξαναπαίρνει από τον Κέλσο τα επιχειρήματα εναντίον των Χριστιανών. Αναμφίβολα ήταν ένας άνθρωπος προικισμένος με ποιότητες εξόχως υψηλές. Ο Χριστιανός θα πρέπει να του φανερώθηκε σαν μια αντίπαλη κίνηση όσον αφορά την πνευματική ζωή, επικίνδυνη πάνω από όλα, λόγω της έλξεως που ασκούσε στις μάζες, και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, κατωτέρου επιπέδου. Πράγματι, ο Ιησούς των Ευαγγελιστών δεν αντιστοιχούσε στο μοντέλο ενός φιλοσόφου: ήταν ένας άνθρωπος που αδιαφορούσε για τον πολιτισμό και την θεωρητική κατανόηση και ο οποίος είχε μια προτίμηση για τους απαίδευτους. Για τον Πορφύριο, όπως και για τον Κέλσο, ήταν αυτή η υποτιθέμενη εχθρότης απέναντι στον πολιτισμό που έκανε τον Χριστιανισμό απεχθή και μισητό. Κατά τον Dörrie ο Πλατωνισμός είχε χάσει ήδη στον 4ο αι. την περισσότερη από την επήρειά του. Μόνον μια σχολή είχε απομείνει, και σχεδόν όλοι οι Πλατωνικοί είχαν ήδη γίνει Χριστιανοί. Στο μεταξύ ο Πλατωνισμός είχε χρησιμοποιηθεί με τέχνη για να κατακτήσει τους Πλατωνικούς στη νέα θρησκεία, και τώρα πια μπορούσε να εγκαταλειφτεί. Εκείνοι οι χριστιανοί θεολόγοι όμως, που είχαν μάθει να σκέπτονται με την μορφή της πλατωνικής μεταφυσικής, είχαν συμπεριλάβει αυτή την φιλοσοφία στην χριστιανική τους ζωή. Από αυτήν την άποψη εξηγείται και το γεγονός πως στον 4ο αιώνα συναντούμε αληθινά σπουδαία ονόματα.
Η πλατωνική σχολή της Αθήνας ήταν πολύ σπουδαία στον 4ο αιώνα. Ο Ιάμβλιχος συνδύαζε την παράδοση αυτής της σχολής με ένα νέο θρησκευτικό πνεύμα, ένα είδος μυστικισμού, την λεγόμενη «θεουργία» και την πίστη πως είναι δυνατόν να αποδοθούν πνευματικές δυνάμεις στα υλικά πράγματα (ένα είδος μυστηριακής θρησκείας). Ο Ιουλιανός, ο οποίος στην ηλικία των είκοσι ετών, μυήθηκε στον Νεοπλατωνισμό από έναν μαθητή του Ιάμβλιχου, δεν εισήχθη στην πραγματικότητα στην φιλοσοφική φιλοσοφία με τη σημασία που είχε αυτή για τον Πλωτίνο και για τον Πορφύριο, αλλά μοιάζει να νικήθηκε δραστικώς μάλλον από τα πυροτεχνήματα των μυητικών τελετών (εκτός των άλλων, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος 18,18). Η μύηση στα μυστήρια και η επιστροφή στους εθνικούς θεούς δεν ήταν σπάνιο εκείνη την εποχή. Στην περίπτωση του Ιουλιανού αυτό φαινόταν σαν μια προσπάθεια αναστηλώσεως των πατρογονικών πεποιθήσεων και των αρχαίων πολιτισμικών παραδόσεων. Η εθνική του αντίδραση ήταν, οπωσδήποτε, μια έκφραση της διαμάχης του ελληνισμού ενάντια στην "βαρβαρότητα", αλλά ήταν πάνω από όλα επίσης, μια θρησκευτική κίνηση, οργανωμένη από έναν άνθρωπο που αισθανόταν καθοδηγούμενος από θεϊκές δυνάμεις. Επρόκειτο για μια θρησκευτική αποθέωση. Με αυτό το φαινόμενο όμως ο Πλατωνισμός, στην θεωρητική του σημασία, δεν είχε καμία σχέση!
Η μεγάλη διάδοση της θρησκείας του Μίθρα, η μεγάλη συμπάθεια που συνάντησε ο Ιουλιανός στην Γαλλία και οι πολυάριθμες μαρτυρίες ευχαριστηρίων για διατάγματα ανοχής που εξέδιδε και τα οποία μπορούν να βρεθούν σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αποδεικνύουν την αντίσταση της ειδωλολατρείας. Η ιστορία της Υπατίας, της εύγλωττης και ένδοξης διευθύντριας της φιλοσοφικής σχολής της Αλεξάνδρειας γύρω στα 400, προσφέρει ένα εκπληκτικό παράδειγμα της απελπισμένης βίας στην οποία μπορούσε να φθάσει η διαμάχη ανάμεσα στον Ελληνικό πολιτισμό και στον χριστιανικό λαό. Ο Συνέσιος προερχόταν από τον κύκλο της Υπατίας, με την οποία παρέμεινε σε φιλικές σχέσεις και σχέσεις θαυμασμού για όλη του την ζωή. Πέθανε πιθανότατα μετά το 412, το έτος στο οποίο ο Κύριλλος έγινε Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας. Εκείνη την περίοδο, το έργο του Ιουλιανού «Εναντίον των Γαλιλαίων» γραμμένο το 363, είχε γίνει πολύ δημοφιλές και διαβαζόταν ευρέως. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε πως, εβδομήντα χρόνια μετά την εμφάνισή του, ο Κύριλλος Αλεξάνδρειας συνέθεσε μια δική του εμπεριστατωμένη αναίρεση, από την οποία διαθέτουμε σήμερα τα πρώτα δέκα βιβλία. Για τον Κύριλλο, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για την φιλοσοφία, ο εχθρός που έπρεπε να νικηθεί δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο πλατωνισμός.
Παρ' όλα αυτά ο πλατωνισμός, σαν φιλοσοφία μιας υπερβατικής τάξεως, δεν θα εξαφανιζόταν, καθότι είχε συμπεριληφθεί από καιρό στην διανοητική ζωή του χριστιανισμού, ο οποίος κυριαρχούσε την εποχή εκείνη. Αυτό το πράγμα μπορούμε εύκολα να το διακρίνουμε στα γραπτά του Αθανάσιου, του Αυγουστίνου, του Βοήθιου. Από αυτή την άποψη το αρεοπαγιτικό σώμα δεν συνιστούσε μια τέλεια πρωτοτυπία ή νεωτερισμό. Σε κάθε περίπτωση ο ψευδο-Διονύσιος δεν ήταν ο μόνος ούτε ο πρώτος που προσέλαβε την πλατωνική μεταφυσική στην χριστιανική σκέψη. Μια τέτοια πρόσληψη είχε πραγματοποιηθεί ήδη από πολύ παληά.
(Συνεχίζεται)

ΣΧΟΛΙΟ : Τό ίδιο αντι-σύστημα, πού δημιούργησε ο Κέλσος καί τελειοποίησε ο Πορφύριος, τό ίδιο ΑΚΡΙΒΩΣ, χρησιμοποίησε και ο Ράμφος εναντίον τού χριστιανισμού, στό βιβλίο του "Τό μυστικό τού Ιησού".
Αμέθυστος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου