Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (10)

Συνέχεια από Tρίτη 28 Αυγούστου 2012
Enrico Berti
Η γένεση των ιδεών-αριθμών (συνέχεια)

Στις δύο αντίθετες υποθέσεις στην δεύτερη και στην τρίτη, δηλαδή η πρώτη και η τέταρτη, η ίδια θεωρία διατυπώνεται αρνητικά, δηλαδή μέσω της απορρίψεως ότι από το Ένα με απόλυτη σημασία, ή από τα πολλά με απόλυτη σημασία, μπορούν να γεννηθούν οι αριθμοί. Έτσι, στην πρώτη υπόθεση δηλώνεται πως το Ένα, θεωρημένο αποκλειστικώς στον εαυτό του, γίνεται αυτό το ίδιο άπειρον, όπου το άπειρο είναι η άρνηση της περιορισμένης πολλαπλότητος, δηλαδή των αριθμών (Παρμ. 137d). Και στην τέταρτη βεβαιώνεται πως τα πολλά, θεωρημένα μόνον στον εαυτό τους, χωρίς να μετέχουν με κανένα τρόπο στο Ένα, δεν θα κατορθώσουν να είναι ούτε δύο ούτε τρία, δηλαδή δεν θα μπορέσουν να είναι αριθμοί (159d).

Εάν περάσουμε κατόπιν στις τελευταίες τέσσερις υποθέσεις, βλέπουμε πως στην πέμπτη, στην οποία το Ένα απορρίπτεται μόνο με την σχετική σημασία, αυτό καταλήγει να είναι ίσο και άνισο, και σαν άνισο καταλήγει να είναι μεγάλο και μικρό. Τώρα το ίσο, το πιο μεγάλο και το πιο μικρό, είναι ακριβώς οι προσδιορισμοί των αριθμών (Παρμ. 161 c-e). Ενώ στην έκτη, στην οποία το Ένα απορρίπτεται με απόλυτη έννοια, αυτό δεν μπορεί να είναι ίσο, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, δηλαδή δεν μπορεί να είναι κανένας αριθμητικός προσδιορισμός (164α). Τέλος στην έβδομη υπόθεση, στην οποία η άρνηση με την σχετική έννοια του Ενός λύνεται, όπως είδαμε, στην βεβαίωση του φαινομενικού Ενός, τα πολλά καταλήγουν να γίνουν αριθμοί, τουλάχιστον φαινομενικώς, δηλαδή φαίνονται να είναι αριθμοί μονοί και ζυγοί, μικροί και μεγάλοι, με την έννοια πως καθεμία από τις ομάδες (όγκοι) στις οποίες διανέμονται θα καταλήξει, τουλάχιστον φαινομενικώς, πεπερασμένη (πέρας έχων) (164e - 165α). 
Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην φαινομενικότητα, δηλαδή ανάμεσα στον κόσμο των ιδεών και στον κόσμο των πραγμάτων των αισθητών, που αναδύεται ξανά σε αυτή την υπόθεση, σημαίνει πως οι πραγματικοί αριθμοί οι οποίοι ελήφθησαν υπόψιν στις προηγούμενες υποθέσεις είναι οι ιδέες, μειωμένες ακριβώς σε αριθμούς, δηλαδή οι ιδέες-αριθμοί, ενώ οι φαινομενικοί, που υπολογίζονται στην έβδομη, είναι τα αισθητά πράγματα, μειωμένα και αυτά στους αριθμούς, μόνο που είναι οι αριθμοί οι οποίοι γίνονται αντιληπτοί με τα αισθητήρια, όπως όταν απαριθμείται μια πολλαπλότης υλικών αντικειμένων. Αμοιβαίως στην όγδοη υπόθεση στην οποία η άρνηση του Ενός είναι απόλυτη, εξαφανίζεται όχι μόνον κάθε πραγματικότης, αλλά επίσης κάθε φαινομενικότης αριθμών (166b).

Μπορεί αυτή η θεωρία να υπολογιστεί σαν μια ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα της σχέσεως ανάμεσα στο Ένα και στα πολλά, δηλαδή μια λύση σε αρμονία με την μεγάλη ανακάλυψη του Παρμενίδη, η οποία είναι, όπως είδαμε, η υπερβατική φύσις του Ενός; Όχι τελείως και ολοκληρωτικώς. Διότι εάν οι αριθμοί, δηλαδή οι συγκεκριμένες πραγματικότητες, γεννιούνται «αναγκαίως» από το Ένα, με την ίδια αναγκαιότητα με την οποία από μια ουσία συμπεραίνονται οι ιδιότητές της, το Ένα καταλήγει να είναι η ουσία των αριθμών οι οποίοι μετέχουν σε αυτό, η αιτία της μορφής τους, όπως θα πει ο Αριστοτέλης, ενώ η πολλαπλότης η άπειρη θα είναι η υλική τους αιτία (Μεταφ. Ι6, 987b, 18-22). Με αυτόν τον τρόπο, εάν το Ένα συλλαμβάνεται σαν ενυπάρχων στα πολλά, καθότι είναι μια ουσία μοναδική ίση για όλα, θα καταλήξουμε στο ότι όλα τα πράγματα διαθέτουν την ίδια ακριβώς ουσία, ενυπάρχουσα σε αυτά, ότι δηλαδή όλα μειώνονται, τουλάχιστον όσον αφορά την ουσία, σε ένα μοναδικό πράγμα, και θα ξαναγυρίσουμε ολοκληρωτικώς στον Παρμενιδικό μονισμό. Εάν όμως το Ένα κατανοηθεί σαν υπερβατικό απέναντι στα πολλά, αυτό, επειδή είναι μία ουσία, θα καταλήξει μια ξεχωριστή ουσία, δηλαδή κάτι σαν απόλυτη ουσία, και θα ξαναπέσουμε τότε σε όλες τις απορίες που διατυπώθηκαν στο δεύτερο μέρος του Παρμενίδη, εναντίον του χωρισμού ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα.

Τελικώς δηλαδή η θεωρία της γεννήσεως των αριθμών από το Ένα, ή αποδεικνύεται ανίκανη να διακρίνει τα πολλά από το Ένα, να εισάγει δηλαδή εκείνη την διάκριση υποκειμένου και κατηγορήματος που ήταν αποφασιστική στην υπέρβαση του Ελεατισμού, ή τα ξεχωρίζει με υλιστικό τρόπο και αφήνει να της διαφύγει και με αυτόν τον τρόπο η αυθεντική σημασία της διακρίσεως ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο. Σε κάθε περίπτωση καταλήγει στην απώλεια του πολυτιμότερου κέρδους που επετεύχθη στο τρίτο μέρος του Παρμενίδη, δηλαδή της ανακαλύψεως του υπερβατικού χαρακτήρος του Ενός, της σχέσης του, τύπου κατηγορηματικού με τα πολλά. Η απόδειξη αυτής της απώλειας είναι πως, παρόλες τις προσπάθειες που έγινα στον Παρμενίδη και συνέχισα στον Σοφιστή, στον Πολιτικό και στον Φίληβο, να ξεπεραστεί ο διαχωρισμός ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα, αυτός ο διαχωρισμός θα ξαναεμφανιστεί ακέραιος στον Τίμαιο.

Για να διαφυλάξει το κέρδος του Παρμενίδη, ο Πλάτων δεν έπρεπε να κατανοήσει το Ένα ούτε σαν ουσιώδες, ούτε σαν Ουσία και αντί να προσπαθήσει να βγάλει δια της απαγωγής από το Ένα τα πολλά, θα έπρεπε να εξερευνήσει στα πολλά την αναγκαιότητα του Ενός. Με αυτόν τον τρόπο θα είχε ανακαλύψει ότι ακριβώς η παρουσία στα πολλά του Ενός, κατανοημένου σαν υπερβατικό απαιτεί την ύπαρξη αναγκαστικώς, ενός άλλου ΕΝΟΣ, που θα κατενοείτο αυτή τη φορά σαν υπερβατικό, το οποίο είναι ακριβώς ουσιώδες και ουσία, αλλά δεν είναι με κανένα τρόπο το ουσιώδες και η ουσία των πολλών, επομένως τα πολλά δεν μπορούν ούτε να μετέχουν αυτού, ούτε να απάγονται από αυτό, να κατάγονται από αυτό αναγκαίως. Αυτή η ανάπτυξη ιστορικά επετεύχθη από τον Αριστοτέλη σε τέλεια συνέπεια με την Πλατωνική ανακάλυψη του υπερβατικού χαρακτήρος του Ενός. Η θεωρία της αναγκαίας γεννήσεως των αριθμών από το Ένα ανεπτύχθη από τον νεοπλατωνισμό, ο οποίος εννόησε το Ένα σαν ξεχωριστή ουσία (το άρρητο Ένα) και ταυτοχρόνως σαν το ουσιώδες όλων των πραγμάτων (ο κόσμος των Ιδεών, περιεχόμενος στον Νου του Ενός) και γι' αυτό βεβαίωσε την μετοχή όλων των πραγμάτων στο Ένα και στην αναγκαία τους καταγωγή από αυτό (απορροή).

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου