Die griechische Philosophie
und das moderne Denken (1978)
Του
Hans Georg Gadamer, από τον τόμο: Gesammelte Werke 6, Griechische
Philosophie II, σελίδες 3-9
Μέσα
στην σκέψη αυτή, το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει για πατρίδα του τον κόσμο,
σημαίνει μια αντιστοιχία μεταξύ του να γίνει κανείς οικείος και του να κάνει
τον εαυτό του οικείο. Αυτό χαρακτηρίζει τον εργάτη, τον ικανό, τον δημιουργό
νέων διαμορφώσεων και μορφών, τον τεχνίτη, τον άνδρα δηλαδή που κατέχει μια
τέχνη. Ταυτόχρονα σημαίνει την εύρεση του τόπου του, την εύρεση του ελεύθερου
χώρου που του ανοίγεται προς διαμόρφωση, εντός μιας δεδομένης φύσης, εντός μιας
ολότητας του κόσμου όπου οι μορφές και διαμορφώσεις βρίσκονται σε τάξη. Η
φιλοσοφία ως ελληνικό φαινόμενο είναι είναι μια σκεπτόμενη διαπίστωση της
τρομερής εγκατάλειψης του ανθρώπου στην ανοικτοσύνη του Είναι (Da), σε αυτό το στενό τμήμα του ελεύθερου χώρου, που το
τακτοποιημένο όλο της φυσικής πορείας αφήνει στην διάθεση της ανθρώπινης θέλησης και ικανότητας. Αλλά ακριβώς
αυτή η εγκατάλειψη γίνεται με την σκέψη συνειδητή, και οδηγεί στο να τεθούν
τρομερά ερωτήματα, όπως αυτά: Τι ήταν στην αρχή; Τι σημαίνει ότι κάτι είναι; Τι
σημαίνει ότι δεν είναι; Σημαίνει τίποτα κάτι; Τα ερωτήματα αυτά είναι η αρχή
της ελληνικής φιλοσοφίας, και οι θεμελιώδεις απαντήσεις της είναι: φύσις,
δηλαδή το να είναι κάτι παρόν στην τάξη
του όλου, και λόγος, δηλαδή θεωρία και κατανόηση αυτού του όλου, στον οποίο
προστίθεται και ο λόγος της ανθρώπινης ικανότητας προς τέχνη. Λαμβάνοντας υπ’
όψιν αυτά τα δεδομένα, η ελληνική εικόνα, στην συνάντηση της με την μοντέρνα
επιστήμη έχει θέση μάλλον ενός αντίποδα, και δεν είναι απλά πρόδρομος που
άνοιξε τον δρόμο προς μια θεωρητική ικανότητα και αντιμετώπιση.
Η
ελληνική φιλοσοφία και η μοντέρνα σκέψη
Η
ελληνική φιλοσοφία και η μοντέρνα σκέψη - αυτό είναι ένα θέμα, το οποίο έχει
τεθεί από παλιά, και το οποίο απασχολεί ιδιαιτέρως την γερμανική φιλοσοφία.
Μίλησαν μάλιστα για την γκρεκομανία της γερμανικής φιλοσοφίας. Αυτό που η λέξη
αυτή περιγράφει δεν περιορίζεται φυσικά στον Heidegger ή την νεοκαντιανή σχολή της Marburg. Ισχύει επίσης και για το κίνημα του γερμανικού
ιδεαλισμού, ο οποίος -εμπνευσμένος από τον Καντ- έχει επιχειρήσει, με την γενιά
των φιλοσόφων που ξεκινά από τον Fichte και φτάνει μέχρι τον Hegel, μια άμεση επιστροφή στα διανοητικά ερεθίσματα της διαλεκτικής του Πλάτωνα
και του Αριστοτέλη. Για τον λόγο αυτό,
μια τέτοια αναμέτρηση αποτελεί για την μοντέρνα σκέψη μια διπλή πρόκληση. Από
την μια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο όρος ελληνική φιλοσοφία δεν εννοεί την
φιλοσοφία με την στενή έννοια του όρου, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Η
φιλοσοφία είναι το όλο, που έχει θεωρητικό και με τον τρόπο αυτό επιστημονικό
ενδιαφέρον. Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, ότι ήταν οι Έλληνες εκείνοι οι
οποίοι με την σκέψη τους τροχιοδρόμησαν μια κοσμοϊστορική απόφαση και επηρέασαν
αποφασιστικά τον δρόμο που πήρε ο μοντέρνος πολιτισμός μέσω της δημιουργίας των
επιστημών. Αυτό που διαφοροποιεί την Εσπερία, την Ευρώπη, τον ούτω καλούμενο
«δυτικό κόσμο», από τους μεγάλους ιερατικούς πολιτισμούς των ασιατικών κρατών,
είναι ακριβώς αυτή η νέα εμφάνιση της επιθυμίας για γνώση. Αυτή η επιθυμία για
γνώση είναι συνδεδεμένη με την ελληνική φιλοσοφία, τα ελληνικά μαθηματικά, την
ελληνική ιατρική, με το σύνολο της θεωρητικής περιέργειας και της διανοητικής
της ευτεχνίας. Και έτσι, η συνάντηση της μοντέρνας σκέψης με την ελληνική,
είναι ένα είδος συνάντησης του εαυτού της.
Αυτή
ήταν η μεγάλη ρήξη που ξεκίνησε τον 17ο αιώνα με την δημιουργία του
της μηχανικής του Γαλιλαίου, με την επεξεργασία της νέας βούλησης για γνώση και
του νέου δρόμου προς την γνώση που πραγματοποίησαν οι μεγάλοι ερευνητές και
στοχαστές του 17ου αιώνα. Ο κόσμος είναι πια αντικείμενο μεθοδικής
έρευνας, που διεξάγουν οι μοντέρνες πειραματικές επιστήμες, οι οποίες
στηρίζονται σε μαθηματικά θεμέλια και σε ερωτήματα που βασίζονται στην αφαίρεση
και απομόνωση. Αν θέλουμε να εκφράσουμε
αυτό το νέο με μια περιληπτική διατύπωση, μπορούμε να πούμε, ότι το νέο είναι η
εγκατάλειψη του ανθρωπομορφισμού της ελληνικής κοσμοθεωρίας. Η φυσική της αριστοτελικής
παράδοσης ήταν υπέροχα απλή και πειστική, και μας διηγείται πως η φωτιά πάει
προς τα πάνω γιατί είναι η φύση της να θέλει να πάει προς τα πάνω, και πως η
πέτρα πέφτει γιατί είναι οικεία εκεί όπου βρίσκεται κάτω. Αυτή ήταν μια
ερμηνεία της φύσης που στηριζόταν στον άνθρωπο και στην κατανόηση του εαυτού
του. Όπως ξέρουμε, και κανένας που ανήκει στον μοντέρνο κόσμο δεν μπορεί να
κρυφτεί από αυτό το δεδομένο, η αρχαία φυσική ήταν μια μέσω ανθρωπομορφισμού
απόκρυψη των δυνατοτήτων επέμβασης πάνω στον κόσμο και κυριαρχίας επί του
κόσμου δια της γνώσης.
Και ενώ
η μοντέρνα επιστήμη δεν προέκυψε από
κάποιο ενδιαφέρον, αλλά μέσω ενός δικού της τρόπου προσέγγισης του κόσμου δια
της τεχνολογίας, μορφών, πράξεων, αλλαγών, κατασκευών, δίπλα της συνεχίζει να
υφίσταται η κληρονομιά της αρχαίας φιλοσοφίας. Η κληρονομιά αυτή γίνεται σαφής
στο γεγονός, ότι ακόμα θέλουμε να βλέπουμε τον κόσμο μας ως ένα κόσμο που
μπορεί να κατανοηθεί, και όχι μόνο ως ένα κόσμο, τον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι
να δούμε ως ένα κόσμο επί του οποίου μπορούμε να κυριαρχήσουμε. Σε αντίθεση με
τον κονστρουκτιβισμό της μοντέρνας επιστήμης, που θεωρεί πως γνώρισε και
κατάλαβε μόνο εκείνο το οποίο μπορεί να επαναλάβει, η ελληνική έννοια της
επιστήμης χαρακτηρίζεται από την φύση, από τον ορίζοντα του είναι της τάξης το
πραγμάτων, το οποίο από μόνο δείχνεται και κανονίζεται. Το ερώτημα που
προκύπτει από την αντιπαράθεση της μοντέρνας σκέψης με την ελληνική κληρονομιά,
είναι λοιπόν, κατά πόσο η ελληνική κληρονομιά προσφέρει μια αλήθεια, η οποία
κρύβεται από μας λόγω των ιδιαίτερων προϋποθέσεων της μοντέρνας γνώσης.
(συνεχίζεται)
Aμέθυστος
Αναμένουμε την συνέχεια. Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒασίλης