Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΌ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ» ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (7)



Συνέχεια από Τρίτη, 11 Μαρτίου 2014

ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: XII,16, 2.

ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ

 Υπήρξε πάντοτε ο Θεός Κύριος;


2. Σαν συνέχεια αυτής της απαντήσεως θα μπορούσαν να με ρωτήσουν πώς εξηγείται όμως ότι αυτοί δεν είναι συναιώνιοι με τον Δημιουργό, εάν αυτοί και εκείνοι υπήρξαν πάντοτε; Πώς να απαντήσουμε σ’ αυτήν την αντίρρηση; Πρέπει να πούμε πως αυτοί υπήρξαν πάντοτε, επειδή υπήρξαν σε κάθε χρόνο, καθότι δημιουργήθηκαν μαζί με τον Χρόνο, ή πως ο Χρόνος εδημιουργήθη μαζί μ’ αυτούς και επομένως και αυτοί δημιουργήθηκαν; Δεν θα αρνηθούμε στ’ αλήθεια πως και οι Χρόνοι δημιουργήθηκαν, παρότι κανείς δεν αμφιβάλλει επίσης πως ο Χρόνος υπήρξε σε κάθε χρόνο. Διότι εάν δεν υπήρχε  Χρόνος σε κάθε χρόνο, τότε θα υπήρχε ένας χρόνος κατά τον οποίον ο Χρόνος δεν υπήρχε. Αλλά ποιος θα είναι τόσο ανόητος  να το δηλώσει; [Αυτή είναι η έννοια του Χρόνου. Από εδώ αρχίζει ο αγώνας την ταυτότητας και της αυτονομίας. Επειδή η Τριάδα του Αυγουστίνου είναι σχέσεις και τα πρόσωπα θελήσεις· επειδή ερευνά μια δεύτερη Τριάδα κατώτερη και ενδιάμεση της απολύτου Τριάδος, η οποία του φάνταζε ακατανόητη και είχε ανάγκη την γνώση για να πιστέψει, δεν διέθετε την αληθινή πίστη, των αοράτων υπόστασις, δεν μπορούσε ο Δημιουργός να υπάρξει ποτέ χωρίς την δημιουργία, η ύπαρξή τους είναι ταυτόχρονη. Με πονηριά μεταφέρει όσα ισχύουν στην απόλυτη Τριάδα, στην ενδιάμεση που επινοεί μόνος του, έτσι ώστε τελικώς η δημιουργία για την Δύση να είναι υλοποίηση. Κάτι που άνοιξε τον δρόμο για την τεχνολογία και προώθησε την Αναγέννηση, την Μαγεία και την Αλχημεία. Διότι υλοποιήσεις κάνουν οι μάγοι. Ο Εωσφόρος, ο Θεός Δημιουργός του Αυγουστίνου, είναι ο κακός θεός των Γνωστικών].

Εμείς λοιπόν μπορούμε να δηλώσουμε με ακρίβεια: ο Χρόνος υπήρχε όταν δεν υπήρχε η Ρώμη, υπήρχε όταν δεν υπήρχε η Ιερουσαλήμ, υπήρχε όταν δεν υπήρχε ο Αβραάμ, όταν δεν υπήρχε ο άνθρωπος και ούτω καθεξής. Τέλος, εάν ο κόσμος δεν είχε δημιουργηθεί στην Αρχή του Χρόνου, αλλά μετά από κάποιο χρόνο, μπορούμε να δηλώσουμε: ο Χρόνος υπήρχε όταν δεν υπήρχε ο κόσμος. Αλλά να πούμε: ο Χρόνος υπήρχε όταν δεν υπήρχε κανένας χρόνος, είναι ανακριβές, όπως και να πούμε: ο άνθρωπος υπήρχε όταν δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος [ας σημειώσουμε το θεμέλιο της διαλεκτικής του Χέγκελ, ο οποίος λαμβάνει σαν υπαρκτή την άρνηση, σαν θέση την αντίθεση] ή να πούμε: αυτός ο κόσμος υπήρχε όταν δεν υπήρχε αυτός ο κόσμος. Εάν όμως αναφερόμαστε σε ξεχωριστά άτομα, μπορούμε να πούμε κατά κάποιον τρόπο: υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος όταν δεν υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και έτσι μπορούμε να πούμε ακριβώς πως υπήρχε ένας άλλος χρόνος όταν δεν υπήρχε αυτός ο χρόνος. [Αυτές είναι οι τρομακτικές συνέπειες της αναβαθμίσεως της κατηγορίας της υπάρξεως. Η ύπαρξη προηγείται του Είναι ή του νοήματος. Ο Πατήρ προηγείται του Υιού. Ένας άλλος άνθρωπος προηγείται απ’ εμού, και έπεται εμού. Καθιστώντας με εξαρτημένον. Και τον άλλον, του παρελθόντος και του παρόντος, τον διαφορετικό, κόλαση. Δεσμοφύλακά μου. Αναγκάζοντάς με στην ανταρσία για την απελευθέρωση από την εξάρτηση του άλλου, για το αυτεξούσιό μου, στη μόνη διάσταση που υπόσχεται ελευθερία, στο μέλλον. Και η αναζήτηση του νοήματος σημαίνει δημιουργία μέλλοντος, ιστορικού και ατομικού, όπου το όλον είναι παντρεμένο με το μέρος]. Αλλά να πούμε πως υπήρχε ο Χρόνος όταν δεν υπήρχε κανείς χρόνος, είναι η πιο σοβαρή ανοησία. [Με την επινόηση της εσωτερικότητος, ο Αυγουστίνος, για να συγχωρέσει τον εαυτό του, μόνος του, που είναι η βασική κατηγορία του υποκειμένου και γέννησε τον διανοούμενο, ανύπαρκτο μέχρι τότε, και την ιδεολογία, τον καρπό αυτής της εσωτερικής δικαιώσεως, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αρχή, την μεταφυσική αρχή, καταλήγοντας στην αιτία, νομίζοντας πως ο Αριστοτέλης είχε ταυτίσει Αρχή και αιτία. Γι’  αυτό η σύγχρονη θεολογία, όπως ο Γιανναράς, μιλά για αιτιώδη αρχή].


Όπως λέμε λοιπόν πως ο Χρόνος εδημιουργήθη, συμφωνώντας επίσης πως υπήρχε πάντοτε, καθότι υπήρχε χρόνος σε κάθε χρόνο [γι’ αυτό και ο Ζηζιούλας λέει με στόμφο: Μόνο σ’ αυτό το σημείο διαφωνώ με τον φίλο μου τον Γιανναρά. Ο Χρόνος θα υπάρχει πάντοτε. Και αφήνει τα βιβλία του να τα κρίνει ο χρόνος. Ο μεγαλύτερος θεολόγος της καθημερινότητός μας. Πρέπει, μετά την Οικουμενιστική νίκη στην Ορθοδοξία, να καταργήσει πρώτα απ’ όλα, τον λόγο της Ευχαριστίας και της μετανοίας, πάσαν την βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν. Ο μεγαλύτερος θεολόγος αποφάσισε να απωθήση την πτώση και την αμαρτία και την μετάνοια και νίκησε, νίκη σπουδαία και τέλεια,  ο όχλος τον ακολούθησε, και σταύρωσε τον Χριστό, τιμώντας τον απελευθερωτή της συνειδήσεώς του, τον Βαραββά. Τώρα τρώει και πίνει και ευφραίνεται], δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με τον ίδιο τρόπο πως, εάν οι άγγελοι υπήρξαν πάντοτε, τότε λοιπόν δεν εδημιουργήθηκαν. [Αυτό εννοεί ο Αυγουστίνος σαν κτιστή Χάρη, στα χνάρια του χρόνου, κτιστή αλλά παντοτινή, συναιώνιο, ενωμένη με τον Κύριο. Συνυφασμένη με τον Δημιουργό. Αυτή την χάρη διαθέτουν οι προορισμένοι, οι οποίοι σκοπό έχουν να βοηθήσουν και τους αμαρτωλούς να την αποκτήσουν και να σωθούν. Εδώ στηρίζεται ανομολόγητα ο κληρικαλισμός, που αναβάθμισε τα διακονήματα του κλήρου σε χαρίσματα και τα χαρίσματα σε διοικητική εξουσία, αντιπροσωπεία του Θεού και του Υψίστου].


Μπορούμε να πούμε πως υπήρξαν πάντοτε, διότι υπήρχαν σε κάθε χρόνο, καθότι δεν θα μπορούσαν απολύτως να υπάρξουν χρόνοι, χωρίς αυτούς. [Αθάνατα κτίσματα, χωρίς  την δυνατότητα της πτώσεως, του θανάτου. Κάτι όμως που διδάσκει η Γραφή: ότι οι άγγελοι νίκησαν τον θάνατο, πολεμώντας τον Εωσφόρο, τον άγγελο του θανάτου και της πτώσεως, και τον πατέρα της αμαρτίας].


Και πραγματικά ο Χρόνος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κανένα απολύτως δημιούργημα, για την μεταβλητότητα του οποίου, για τις ασταθείς του κινήσεις, αυτός ο χρόνος μάλιστα αναπτύσσεται, και γι’ αυτό, ακόμη και εάν οι άγγελοι υπήρξαν πάντοτε, δημιουργήθηκαν, και εάν υπήρξαν πάντοτε δεν σημαίνει πως είναι συναιώνιοι με τον Θεό. Ο Θεός υπήρξε πάντοτε μέσα στην αμετάβλητη αιωνιότητά του, ενώ αυτοί δημιουργήθηκαν. [Αυτός ο Θεός είναι το κινητό ακίνητο του Αριστοτέλη, το κατ’ εικόνα του ανθρώπου, και γι’ αυτό ακριβώς οι Δυτικοί κατασκεύασαν και συνεχίζουν να κατασκευάζουν έναν Τριαδικό Θεό σύμφωνο, ανάλογο με το φύσημα της αιωνίου ζωής που δωρήθηκε στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η ανακαίνιση είναι η ανάστασή τους. Γι’ αυτό και η Τριάδα τους είναι εμμενής, ενυπάρχουσα. Μια Τριάδα που φανερώθηκε στην περιπέτεια της ζωής του Ιησού Χριστού].

Λέγεται πως υπήρξαν πάντοτε, καθότι υπήρξαν σε κάθε χρόνο, και δεν θα μπορούσαν απολύτως να υπάρξουν χρόνοι χωρίς αυτούς, εφ’ όσον ο χρόνος κυλά μέσα στην μεταβλητότητα, και δεν μπορεί να είναι συναιώνιος  στην αμετάβλητη αιωνιότητα.


[Ο επίγειος άγγελος, ο μοναχός της Ορθοδοξίας, πιστός στους αμετάβλητους κανόνες, στην ιεραρχία, στην τάξη, η σωτηρία του ανθρώπου. Το μόνο εμπόδιο, το πεπερασμένο. Η άτιμη η πτώση, που εισήγαγε στον χρόνο το πεπερασμένο. Το οποίο υπερβαίνεται, όπως βεβαιώνει ο Ζηζιούλας, και σε συμφωνία με τις σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες, με τον θάνατο. Αρκεί ο σεβασμός των τύπων. Το ευλόγησον του μοναχισμού. Η ορθοδοξία όμως της ασκητικής μας παραδόσεως οδηγούσε στην ταπείνωση και την υπακοή, όχι στην υποταγή, που είναι το μυστήριο του κληρικαλισμού, όπως το περιγράφει και ο Αυγουστίνος στην συνέχεια, δεν κατασκεύαζε πρόβατα, διότι γνώριζε ότι η σωτηρία είναι συνέργεια. Και γι’ αυτό στηρίχθηκε στην έκφραση «νἂναι ευλογημένο»].

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου