Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ (ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 17)

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

 Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας

351. «Τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια, η οποία δύναμη δηλώνει ( φανερώνει ) την ουσία». Ολισθηρές κι οι δυό προτάσεις και ψευδείς˙ γιατί ούτε φανερώνει η ενέργεια την άπειρη δύναμη του Θεού, εφ’ όσον ποιεί τον ουρανό μεν και τη γη ο Θεός, και δεν είναι αόριστα, ούτε βέβαια άπειρα, είναι δε άπειρη, όπως μαρτυρεί κι ο Θωμάς και όλοι, η θεία δύναμη.

352. Πώς θα αποδείξη λοιπόν το πεπερασμένο έργο την άπειρη δύναμη; Αυτός που εποίησε άλλωστε τον ουρανό και τη γη ποιεί και στη θάλασσα ψαράκια, βελονίδες, εξαιρετικά μικρά, και στη στεριά απ’ τα νερά κουνούπια. Γι’ αυτό και αποκαλούσαν οι                                                      Αιγύπτιοι τις σκνίπες δάκτυλο (Έξοδ. η΄ 15) του Θεού, δηλαδή θεία ενέργεια. Τί θα πούμε λοιπόν; Πως θα γνωρίση κανείς απ’ την αλογόμυγα και το ψαράκι και τη σκνίπα την άπειρη δύναμη του Θεού; Κατά κανέναν τρόπο, όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος, και το προαναφέραμε (Κατά Ευνομίου Β΄). Κι απέχει πολύ απ’ το να φανερώνη τη θεία ουσία αυτή η δύναμη˙ φανερώνει μόνο πως είναι άπειρη η θεία ουσία, απ’ την οποία και προέρχεται αυτή η άπειρη δύναμη.

353. Ποιος είναι δε η άπειρη εκείνη ουσία, μένει εξίσου αφανέρωτο. Γιατί όπως δεν είναι, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, φύση στον Θεό η απλότητα, έτσι δεν είναι και το άπειρο φύση στον Θεό, αλλ’ ορώνται αυτά γύρω απ’ ( περί ) τη φύση ή την ουσία. Γιατί τί λες εσύ; ότι δεν είναι απλής ή άπειρης φύσης και γενικά κανένα απ’ τα θεία, αυτό που παριστάνει ( φανερώνει ) την υπερκείμενη απ’ όλα ουσία του Θεού, την υπερεγκατεστημένη στα απόκρυφα, όπως λεν οι παραδόσεις ( τα λόγια ). Αποφεύγει έτσι στα θεολογικά του τη θεολογική αλήθεια και τους σύμφωνα μ’ αυτήν ιεροδιδασκάλους και ξερνάει απ’ την ελληνική παιδεία και τη δική του κοιλιά τα άνομα και αιρετικά ο Θωμάς.

354. « Δεν είναι ούτε κι η ηδονή τέλος. Γιατί είναι το ίδιο το να έχης το αγαθό αίτιο της ηδονής, όπως όταν αισθανώμαστε το ήδη παρόν αγαθό ή έχουμε θυμηθή το κάποτε παρόν ή ελπίζουμε αυτό που θα υπάρξη. Δεν είναι άρα έσχατο τέλος η ηδονή ». Μετακινείται μετά γρήγορα όπως το συνηθίζει, σαν να έχη βαδίσει ακριβώς πάνω σε σαθρό έδαφος, και λέει˙ « αν και δεν είναι έσχατο τέλος η ηδονή, κοινωνεί όμως με το έσχατο τέλος ». Κι αν κοινωνή, πώς δεν είναι κι αυτή έσχατο τέλος; γιατί αυτό που κοινωνεί με ένα άλλο είναι μέτοχο της δύναμης εκείνου, με το οποίο κοινωνεί. Λες όμως και συ μεταστρεφόμενος˙ « προέρχεται απ’ τη συνάντηση του έσχατου τέλους η ηδονή ». Ώστε είναι άρα επέκεινα απ’ το έσχατο αναφερθέν τέλος η ηδονή, μετά την οποία δεν υπάρχει κάτι άλλο, κι είναι πιο απομακρυσμένη απ’ όλα και κατ’ εξοχήν έσχατο τέλος. Λες πως προέρχεται απ’ το έσχατο τέλος η ηδονή, και δεν υπάρχει τίποτε άλλο μετά την ηδονή. Δεν αληθεύεις άρα λέγοντας, ότι «δεν είναι τέλος ούτε κι η ηδονή».

355. « Η περί Θεού κατ’ ουσίαν γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία ». Είναι ψέμμα αυτό σαφές και αιρετικό˙ γιατί θα αφαιρεθή έτσι από κάθε νοερή φύση η ευδαιμονία και η μακαριότητα. Γιατί δεν έχει σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη αποδειχθή καμμιά νοερή κτιστή φύση γνώση της θείας ουσίας, απολαμβάνουν δε όλα τα γύρω από τον Θεό λογικά ευδαιμονία και μακαριότητα. Είναι άρα ψεύτικη η αναπλαττόμενη από σένα μακαριότητα και ευδαιμονία˙ «σταματά η φυσική έφεση καθενός που έχει φθάσει στο έσχατο τέλος. Είναι ανάγκη να ηρεμή εντελώς λοιπόν η φυσική έφεση της νοερής ουσίας που ορά τη θεία ουσία». Κι αν το δεχθούμε αυτό ( ει τούτο δοίημεν ), δεν επιθυμεί τη θεία ουσία η νοερή ουσία που την ορά, που την επιθυμούσε πριν να τη δη˙ γιατί δεν ανατείνεται χωρίς επιθυμία ( έφεση ) προς τον Θεό η ψυχή.

356. Και χάνει σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια η νοερή ουσία, που έφθασε στο να ορά τη θεία ουσία, τη φυσική της επιθυμία˙ κι αν χάνη την επιθυμία, είναι φανερό πως χάνει και τη θέληση˙ κι αν χάνη τη θέληση, είναι φανερό πως χάνει και τη νόηση, γιατί έρχεται απ’ τη νόηση η θέληση. Κι αφού χάθηκε η νόηση, χάθηκε μαζί της και ο γεννήτοράς της νους κι αλλίμονο λοιπόν σ’ αυτόν που ανυψώθηκε και είδε την ουσία του Θεού. Και μοιάζει ν’ αντιστοιχή αυτό σε κείνο που επαγγέλλεται ο Θεός στον Μωυσή˙ «ουδείς όψεται το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξοδ. λγ΄ 20, 29).

357. Γιατί είναι αληθινά το να φανταστής γνώση της θείας ουσίας όλεθρος δεινός, πλάνη διαβολική, αφορμή πολλών αιρέσεων, κακοδοξία ελληνική. Και καλώς λέει, αν και με κακή διάνοια, ο Θωμάς, ότι « είναι ανάγκη να ηρεμή ολοσχερώς η φυσική έφεση της νοερής ουσίας που ορά τη θεία ουσία», κι αυτό σημαίνει το να χαθής ολοσχερώς, όπως προαναφέραμε˙ αλλ’ ούτε ορά τη θεία ουσία η νοερή και κτιστή ουσία, όπως προαποδείξαμε, ούτε θα παυθή η έφεση της νοερης ουσίας στον αιώνα, όπως επίσης προαναφέραμε. Είναι ψευδείς άρα και αιρετικές κι αυτές οι αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του Θωμά.

358. « Φανερώνει ο Αριστοτέλης, στο Ι΄ των Ηθικών, ότι υπάρχει στη θεωρία η έσχατη του ανθρώπου ευδαιμονία, σύμφωνα δηλαδή με τη σοφία, η οποία υπερέχει ανάμεσα στις ( υπόλοιπες ) τρεις νοερές, που είναι η σοφία, η επιστήμη, ο νους, όπως φανερώνει στο Ζ΄ των Ηθικών. Γι’ αυτό και ορίζει στο Ι΄ των Ηθικών, πως είναι ευδαίμων ο σοφός ». Εύγε σε σένα γι’ αυτόν τον διδάσκαλο και την καλή διάκριση, με τα οποία εισήλθες στην ιερή θεολογία, τοποθετούμενος, όπως λες, κατά των Ελλήνων. Έχασες κάθε ντροπή, το πρόσωπό σου έχει γίνει πρόσωπο πόρνης, ολοφάνερος αντάρτης της Εκκλησίας του Χριστού και συνασπιστής των Ελλήνων.

359. Γιατί οι «’Ελληνες» λέει ο ιερός Παύλος «σοφίαν ζητούσιν» (Α΄ Κορινθ. α΄ 22), με την οποία παρέχεις εσύ, στα φανερά και ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, σε κάποιον την έσχατη τού ανθρώπου ευδαιμονία˙ και λογαριάζεις αυτή τη σοφία, και μάλιστα την εξωτερική, ως έσχατη ευδαιμονία˙ και ορίζεις πως είναι ο σύμφωνα μ’ αυτήν τη σοφία σοφός, ευδαίμων˙ κι ο λογισμός σου είναι, ότι έτσι νομίζει ο Αριστοτέλης. Πιστεύεις και γράφεις με παρρησία, μακριά απ’ την ιερή αλήθεια, χωρίς να κοκκινίζης, αυτό που δεν νομίζουν ( δοκεί ) οι άγιοι, το νομίζει δε ο Αριστοτέλης! Ξέχασες τον μεγάλο Διονύσιο που λέει˙ είναι σκοπός κάθε ιεραρχίας «η προς τον Θεό, όσο είναι εφικτό, αφομοίωση και ένωση» (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας). Και πάλι˙ « το πέρας κάθε ιεραρχίας είναι το να αγαπήσουν από κοντά τον Θεό και τα θεία ( η προς Θεόν και τα θεία και προσεχής αγάπησις ) » (ο.π.), εν αγίω Πνεύματι δηλαδή. « Γιατί η ιερή τελείωση της θεογενεσίας – λέει αλλού - ενώνει αυτά που τελέσθηκαν με το θεαρχικό πνεύμα ». Και συμπληρώνει˙ « την δε νοητώς ευοδοποιόν και τελεσιουργόν επιφοίτησιν, αρρητοτάτην ούσαν, επιγνώναι παρίημι νοερώς τοις ηξιωμένοις της κατά νουν του θείου Πνεύματος ιεράς και θεουργού κοινωνίας ( την δε νοητώς ευοδοποιό και τελεσιουργό επιφοίτηση, που είναι αρρητότατη, παραχωρώ να γνωρίζουν νοερά εκείνοι που έχουν αξιωθή την κατά νουν ιερά και θεουργό κοινωνία του Θείου Πνεύματος ) » (ο.π.).

360. Βλέπεις την έσχατη ευδαιμονία και το έσχατο τέλος αυτών που ζουν κατά Θεόν, την οποία κηρύττουν οι θεόσοφοι; Πώς προστρέχεις λοιπόν εσύ, έχοντας αφήσει αυτά τα του Θεού και της κατ’ αυτόν αλήθειας, σ’ έναν Έλληνα μωρό, που τη σοφία του εμώρανε και απώλεσε κατά την επαγγελία ο Θεός (Α΄ Κορινθ. α΄ 20), και παραλαμβάνεις τις ματαιολογίες του ως μαρτυρίες στα θεολογικά σου; Θα ήταν καλύτερο για σένα να μην είχες γεννηθή, απ’ το να επιχειρής να εισάγης πλαγίως τέτοιες κακοδοξίες και τέτοια ελληνικά φρονήματα στην Εκκλησία του ζώντος Θεού.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου