Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ (19) –Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Συνέχειααπό Πέμπτη, 27 Μαρτίου 2014
 
HENRI DE LUBAC
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (19)

Με τον Μαρξ και με όλους εκείνους οι οποίοι έχουν αναγνωρίσει την σπουδαιότητα του κοινωνικού θέματος, δεν δυσκολευόμαστε επομένως να συνεννοηθούμε για να απωθήσουμε σαν μάταιη οποιαδήποτε λύση απλά νοησιαρχική του ανθρωπίνου προβλήματος. Η «δυστυχία της συνειδήσεως» δεν θα χαθεί, ο άνθρωπος δεν θα ελευθερωθεί, με κάποια διανοητική διαδικασία. Θα πρέπει να προσθέσουμε επίσης πως και ο ρεαλισμός του Μαρξ είναι ελλιπής. Μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη δεν αρκούν πλέον. Χρειάζεται ακριβώς μια άλλη δύναμη που θα κυριαρχήσει «την πανίσχυρη μηχανή του εγωισμού, της υπερηφανείας και της αρπαγής, αρχαίας όσο και η ανθρωπότης» και πάντοτε ικανής να μεταμορφώνει συνεχώς τα γρανάζια της για να συνεχίσει να διαλύει τα θύματά της. Είναι βέβαιο πως οι κοινωνικές δομές που μας δίνονται ιστορικά είναι υπεύθυνες για πολλές διαστροφές και φέρουν μέσα τους την κοινωνική διαταραχή. Αλλά η τριπλή φιληδονία [των πειρασμών του Κυρίου στην έρημο] είναι ριζωμένη πιο βαθειά. Η δυστυχία της συνείδησης δεν μειώνεται σε μια «αντανάκλαση της κοινωνικής αδικίας», και η δουλεία του ανθρώπου είναι πολύ διαφορετική από την κοινωνική δουλεία. Αυτή η δυστυχία και αυτή η δουλεία οφείλονται σ’ ένα πιο πρωτογενές γεγονός – και πιο εσωτερικό. Ο μαρξισμός, και πολύ σωστά, διεκδικεί την αναγκαία υπέρβαση της φιλοσοφίας. Αλλά είναι ήδη είκοσι αιώνες που την διεκδικεί ο Χριστιανισμός.
Για τον Χριστιανισμό δεν αναπτύσσεται τίποτε με τις έννοιες. Τα πάντα είναι πραγματικά για τον Χριστιανισμό. Δεν επικαλείται αρχές αλλά μας δίνει την δύναμη του Χριστού. Ο Χριστός δεν ήλθε για να λύσει κάποιο πρόβλημα [όπως ισχυρίζεται σήμερα ο Οικουμενισμός] ή για να πραγματοποιήσει ένα θαύμα. Ήλθε για να πολεμήσει το κακό, να νικήσει έναν αντίπαλο. Αλλά δεν πρέπει να υπερβούμε μόνο την φιλοσοφία. Εξάλλου δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε την αξία της διανοητικής δραστηριότητος αλλά ούτε της κοινωνικής πράξης. Όσον αφορά δε την τελευταία, η πίστη στο προπατορικό αμάρτημα μας βοηθά ώστε να μην πέσουμε στην παγίδα και σκεφτούμε πως είναι δυνατόν να ιδρυθεί μια τάξη ισότητος και ειρήνης, με το απλό παιχνίδι των ελευθεριών.
Όσο πιο πολύ πιστεύουμε πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως εγωιστής και άδικος, τόσο πιο πολύ πρέπει να προσπαθήσουμε να τον προστατέψουμε από τους όμοιούς του, με ένα πυκνό δίκτυο θεσμών. Η κοινωνική οργάνωση δεν αποφέρει μόνον αυτή την αμυντική πλευρά, αλλά την απαιτεί στα σίγουρα.
Τέλος πάντων, όπως και να γίνεται κατανοητή αυτή η οργάνωση, με οποιονδήποτε τρόπο, εμείς περιμένουμε, στα σίγουρα, από μια άλλη πηγή την απελευθέρωσή μας από το κακό. Και αυτή δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνον από την Χάρη του Λυτρωτού, αποδεχόμενοι αυτή ελεύθερα! Διότι το κακό από το οποίο πρέπει να ελευθερωθούμε για να επιστρέψουμε στον εαυτό μας, γι’ άλλη μια φορά είναι η αμαρτία η οποία μας χτυπά και μας δένει στην ρίζα του Είναι μας. Επί πλέον δεν είναι απαραίτητο να ομολογήσουμε ολόκληρο το δόγμα της καθολικής Εκκλησίας περί προπατορικού αμαρτήματος, αλλά ούτε και να είμαστε πιστοί για να αναγνωρίσουμε στον άνθρωπο μια ολόκληρη πλευρά σκοτεινή και κακή, μια δαιμονική φλέβα, μια αυτοκαταστροφική δύναμη, μια πνευματική μιζέρια που τον διαφθείρει στα βάθη του.
Ανάμεσα στην πιο σίγουρη πρόοδο του σύγχρονου ανθρώπου στην γνώση του εαυτού του, δεν θα πρέπει να απαριθμήσουμε και εκείνη την υπόγεια εξερεύνηση στην οποία συναντώνται οι σοφοί, με τις πλέον θετικές μεθόδους και οι πιο εμπνευσμένες ιδιοφυίες; Ας αναφέρουμε μόνον δύο συμβολικά ονόματα. Φρόυντ και Ντοστογιέφσκι. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως οι εξηγήσεις οι οποίες προέρχονται από την ψυχολογία δεν είναι ατελείς όπως ακριβώς και οι εξηγήσεις που είχαμε μέχρι σήμερα από τις κοινωνικές σχέσεις, μέσα στην υπερβολή των ολοκληρωτικών τους εξηγήσεων, στις οποίες εξαφανίζεται κάθε «καθαρός λόγος» θεωρητικός ή πρακτικός [όπως στην Χάρυβδη]. Πάρα πολύ συχνά δε, στην αντίστοιχη φιλοσοφία τους περί του ανθρώπου, ο κοινωνιολόγος και ο ψυχαναλυτής αποδεικνύονται εξίσου «έμπειροι».
Όπως κι’ αν έχει όμως, καθένας εξ αυτών μπορεί να μας εξυπηρετήσει με κάθε τι θετικό που διαθέτει, ώστε να μειώσουμε οτιδήποτε αποκλειστικό υπάρχει στις απαιτήσεις του άλλου. Ας διευκρινίσουμε μόνον, πως, εάν ο ψυχαναλυτής μας δίνει σ’ αυτή την προοπτική την επιβεβαίωση των αναλύσεών του βοηθώντας μας να ανακαλύψουμε κάποια «απλά σώματα της βαθειάς μας συνειδήσεως, δεν κατορθώνει μ’ αυτό όμως, όπως και ο αντίπαλος διεκδικητής της συνειδήσεώς μας, ο κοινωνιολόγος, να μας δώσει και την λύση. Την θεραπεία. Και εάν κάθε άνθρωπος που αναγνωρίζεται ταπεινά αμαρτωλός αναδεικνύει περισσότερη διορατικότητα από τους κοινωνιολόγους μας, κάθε Χριστιανός που ανοίγει και προσφέρεται στην Χάρη που μας ελευθερώνει, αποκτά μια εμπειρία που οι ψυχαναλυτές μας δεν προβλέπουν σε καμμία από τις κατηγορίες τους. Αρκεί να θυμηθούμε την γραμμή, τόσο τέλεια ξεκάθαρη, με την οποία ο Αυγουστίνος, ο οποίος υπήρξε μεγάλος αμαρτωλός και μεγάλος άγιος, χαράσσει το αξεπέραστο όριο ανάμεσα στην καταπίεση και την απελευθέρωση: «Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην καταπίεση της επιθυμίας από μέρους της απελπισμένης ψυχής και την αποβολή της από την θεραπευμένη ψυχή». Soliloquia, 1, 19!
Συνεχίζεται      
Αμέθυστος   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου