Συνέχεια από:Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2014
Φιλοσοφία και Χριστιανική πίστη στον Αυγουστίνο
Gerhard Krüger
Όταν κάποιος απορρίπτει την φιλοσοφική και θετικιστική
κατανόηση του Χριστιανισμού, ως «γενικές αλήθειες», τότε κάνει ακριβώς την
προσπάθεια να κατανοήσει την χριστιανική ιστορία ως αυτό που η παράδοση την
θέλει να κατανοείται, ως μια θαυμαστή ιστορία δηλαδή. Και η προτεσταντική
θεολογία έχει στο σημείο αυτό ένα ακόμα σκοπό, να εξασφαλίσει τον θαυμαστό
χαρακτήρα του χριστιανικού γίγνεσθαι, να φροντίσει δηλαδή ο θαυμαστός
χαρακτήρας να μην ξεχασθεί και να μην αναλωθεί σε πεπερασμένες δυνατότητες.
Κάθε τι το χριστιανικό πρέπει να εξασφαλιστεί ως η «απίθανη δυνατότητα». Με τον
τρόπο αυτό ανανεώνεται ιστορικά η πραγματική τάση της μεταρρύθμισης, κάτω όμως
από τρομερά αντίξοες συνθήκες σε σύγκριση με πριν: απέναντι στο γεγονός του
Διαφωτισμού και ιδιαιτέρως της θετικής επιστήμης, η προτεσταντική θεολογία
βρίσκεται σε μια μοιραία και ασαφή θέση, γιατί της λείπουν οι δυνατότητες
μεταφυσικής ερμηνείας, που ήταν διαθέσιμες στους μεταρρυθμιστές του μεσαίωνα.
Στο σημείο αυτό παραβλέπω αυτές τις δυσκολίες της προτεσταντικής σκέψης: αυτό
που παρεμποδίζει την κατανόηση του Αυγουστίνου είναι κάτι εντελώς διαφορετικό,
ένα ενδοχριστιανικό πρόβλημα, που σχετίζεται με τις διαφορές των χριστιανικών
ομολογιών. Η διαφορά φαίνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στην τοποθέτηση ως προς
την ορατότητα της Εκκλησίας. Εκείνο το όλο, το οποίο αποκαλούμε «Χριστιανισμό»
και το οποίο τίθεται ενώπιον απίστων ως δεδομένο, δεν έχει τον χαρακτήρα της
εξαίρετης ενέργειας του Θεού, η οποία να μην μπορεί να συγχυστεί με κάτι άλλο.
Ο Χριστιανισμός, όπως αναδεικνύεται ιστορικά στην Εκκλησία ή τις Εκκλησίες,
δίνει στην διδασκαλία, λατρεία, τρόπο ζωής διαρκώς υποδείξεις περί του
άπειρου-εξαιρετικού. Αυτό το άπειρο-εξαιρετικό αποτελεί τον πυρήνα του
Χριστιανισμού, ο οποίος παρουσιάζει κάτω από περιστάσεις ορισμένα εξαιρετικά
γεγονότα ως θαύματα. Οι λέξεις όμως και οι σκέψεις της διδασκαλίας, η οργάνωση
της λατρείας, η χριστιανική ηθική και το ήθος: εν συντομία το πραγματικό είναι
των εκκλησιών, είναι ταυτόχρονα κάτι αναμφισβήτητα «φυσικό», «ενδοκοσμικά
δυνατό», το οποίο κάποιος απ’ έξω, εάν μπορεί, είναι σε θέση να κατανοήσει με
όρους πεπερασμένων δυνατοτήτων.
Αυτή η αλληλοπεριχώρηση του εξαιρετικού, έκτακτου, άμεσα
«πραγματικού» το οποίο προέρχεται από την άπειρη δυνατότητα του Θεού, του
«πραγματικού» και «», με την έννοια της υπερφυσικής αποκάλυψης, και εκείνου του
πραγματικού, που είναι πραγματικό λόγω των πεπερασμένων δυνατοτήτων, θεολογικά
μιλώντας: η αλληλοπεριχώρηση της πεπερασμένως οργανωμένης ενέργειας του Θεού ως
Δημιουργού, και της έκτακτης ενέργειας του Θεού στην χριστιανική σωτηρία,
καθιστά δύσκολη την καθαρή διάκριση του άμεσου θεϊκού χαρακτήρα της λυτρωτικής
ενέργειας της αποκάλυψης. Ο μεγάλος κόπος που καταβάλλει η προτεσταντική θεολογία,
είναι αναγκαίος ακριβώς εξαιτίας αυτής της αλληλοπεριχώρησης: τα θαύματα του
Θεού δεν λαμβάνουν χώρα σε μια δεύτερη πραγματικότητα, δίπλα από τον κόσμο,
αλλά είναι «θαύματα», κάτι που προκαλεί ύψιστο θαυμασμό, ακριβώς επειδή
συμβαίνουν εντός του τακτοποιημένου κόσμου. Σε ότι αφορά στην ιδιαίτερη
χριστιανική ιστορία της σωτηρίας, εντός της ξεκινά το θαύμα, το έκτακτο μέσα
στο τακτοποιημένο, με την ενσάρκωση του Θεού στον Ιησού10. Ως
άνθρωπος, Ιουδαίος, ραββίνος, ο Ιησούς μπορεί να κατανοηθεί από απόψεως
πεπερασμένων δυνατοτήτων: με τα δεδομένα αυτά μπορεί να καταπιαστεί μια
θετικιστική ιστορική και θρησκευτική επιστήμη. Και είναι πέρα για πέρα συμβατό
με την χριστιανική πίστη, πως ο Ιησούς βρίσκεται στο πεπερασμένο, πως είναι
«αληθινός άνθρωπος». Η Εκκλησία, ενώπιον του δοκητισμού, εξέφρασε το δεδομένο
αυτό ως άρθρο πίστεως. Δυο πράγματα όμως πρέπει να προσεχθούν: 1) αυτή η
αληθινή ανθρωπότητα δεν πρέπει να εξηγηθεί, αλλά να κατανοηθεί θεολογικά, και
2) η ανθρώπινη φύση, δηλαδή η πεπερασμένη ουσία του Ιησού, πρέπει να κατανοηθεί
στην «προσωπική», «υποστατική ένωση» με την θεϊκή φύση, με την άπειρη ουσία του
Θεού. Η χριστιανική πίστη υποστηρίζει την «πρόσληψη» (assumptio) της «σάρκας» στην νέα ενότητα του προσώπου του
θεανθρώπου, και αυτή η ενότητα είναι το πραγματικά θαυμαστό: ούτε ο Θεός ούτε ο
άνθρωπος (και τα δύο αυτά είναι θέματα της «φυσικής», φιλοσοφικής θεολογίας),
αλλά ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, είναι το πρώτο και θεμελιώδες θαύμα, το
μυστήριο της πίστεως του Χριστιανισμού. Ακόμα και η φυσική επίγνωση του Θεού,
συγκρινόμενη με τον Διαφωτισμό, είναι μια γνώση, η οποία δεν διαθέτει τις
προϋποθέσεις τής διάθεσης τής γνώσης: βασίζεται στο μυστήριο του πλατωνικού
φωτισμού. Αυτό όμως είναι το αίνιγμα του ανθρώπινου είναι, το γενικό φιλοσοφικό
μυστήριο των δυνατοτήτων των πεπερασμένων δυνατοτήτων. Όταν όμως η Εκκλησία
ομολογεί : «et incarnatus est (de spiritu sancto) και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου», τότε θεωρεί πως
βρίσκεται ενώπιον ενός ιδιαίτερου, μοναδικού μυστηρίου, της άμεσης,
αποκαλυπτικής ενότητας του Θεού με ένα πεπερασμένο άνθρωπο. Σε αυτή την
θαυμαστή ενότητα διατηρείται η ανθρώπινη φύση, η οποία υποφέρει και πεθαίνει.
Και όμως παραμένει το μεγάλο ερώτημα της ενδοχριστιανικής θεολογίας: τι έχει
αλλάξει μέσω της assumptio carnis (πρόσληψη της
σάρκας) στην carne (σάρκα) δια της communicatio idiomatum (κοινωνίας των ιδιωμάτων). Το ερώτημα αυτό γίνεται
επιτακτικό στο θαύμα της σωματικής αναστάσεως του Ιησού, κατά την οποία,
σύμφωνα με την καθολική και παλαιοπροτεσταντική δογματική, ο Ιησούς κράτησε για
πάντα το σώμα του: από εκείνη την στιγμή, ο Λόγος μένει λόγος ένσαρκος.
Καθ’ όλη την συνέχιση του χριστιανικού έργου της
σωτηρίας, επαναλαμβάνεται το ίδιο πρόβλημα, με μεγαλύτερη σαφήνεια και για τον
λόγο αυτό με μεγαλύτερες αμφισβητήσεις που αφορούν πια το corpus Christi mysticum, την Εκκλησία δηλαδή. Το θαύμα
εδώ έγκειται στο ότι ο πιστεύων αμαρτωλός, μέσα στον πεπερασμένο χαρακτήρα του,
είναι «νέος άνθρωπος». Επίσης, στο ότι σε ένα από ανθρώπους γραμμένο βιβλίο,
την «Αγία Γραφή», γράφει πως με κάποιες πεπερασμένες πράξεις μοιράζονται τα
«μυστήρια», και στο ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι εξουσιοδοτημένοι από τον Θεό
σε κάποια «υπηρεσία» με σκοπό την σωτηριώδη δράση της Εκκλησίας. Η διαμάχη
μεταξύ του πρώτου παλαιού προτεσταντισμού και του καθολικισμού έχει ως κεντρικό
στοιχείο αυτή την θαυμαστή αλληλοπεριχώρηση του θεϊκού και του ανθρώπινου στον
Χριστιανισμό, και μάλιστα την έννοια αυτού του πάντα νέου θαύματος. Ο
προβληματισμός του προτεσταντισμού είναι ο εξής: μπορεί κανείς να νοθεύσει,
χάριν του πεπερασμένου αυτή την αλληλοπεριχώρηση, για να την φέρει πιο κοντά
στην ανθρωπότητα και για να τής (της ανθρωπότητας) κάνει την σκέψη και την ζωή
εύκολη. Μπορεί κανείς να κατανοήσει την ενανθρώπιση του Θεού, και προ πάντων
την συνέχιση της στην Εκκλησία, με τέτοιο τρόπο, ώστε η έννοια του θαυμαστού
όλου, που αποτελείται από την θεϊκή και την ανθρώπινη ουσία, να εκφυλίζεται σε
μια ανθρωποποίηση. Και έτσι ο Θεός δεν παραμένει πια Θεός, και το θαύμα δεν
παραμένει πια θαύμα, και η χάρις της άφεσης κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο
ανθρώπινης δράσης. Και όλα αυτά γίνονται
επικίνδυνα, στον βαθμό που εκφράζονται με λόγια θεολογικά και χριστιανικά. Το
θέμα είναι πάντα η αμεσότητα της θεϊκής ενέργειας στην Εκκλησία, όπου το
ενεργούμενο δεν είναι κάποιο χάρισμα του Θεού, αλλά μια ιδιαίτερη χάρις: ο
Προτεσταντισμός διαμαρτύρεται ενάντια στο γεγονός ότι η χάρις μπορεί να
«εκκοσμικευθεί» στις πεπερασμένες δυνατότητες της εκκλησιαστικής της
πραγματικότητας, και ενάντια στο γεγονός ότι ο πιστός άνθρωπος, ως απλώς
αμαρτωλός άνθρωπος, μπορεί να τοποθετηθεί στην δυνατότητα ορατής πεπερασμένης
σωτηρίας. Ο αμαρτωλός πρέπει να παραμείνει αμαρτωλός, η χάρις να παραμείνει
χάρις, και το χριστιανικό «simul peccator simul iustus» (δίκαιος και
αμαρτωλός ταυτόχρονα), να μην εξισωθεί με την έννοια της βαθμιαίας
τελειοποίησης, αλλά να παραμείνει θαύμα. Αν το γεγονός της Εκκλησίας δεν ήταν
για τους Μεταρρυθμιστές τόσο αυτονόητο, τότε ίσως να ξεκινούσαν όπως οι
θεολόγοι της παλιάς Εκκλησίας, με την Χριστολογία, δηλαδή με την πηγή της
χάριτος, και δε θα άρχιζαν με τον τρόπο της εκκλησιαστικής εφαρμογής της στους
πιστούς. Τονίζω το «ίσως», γιατί οι παλιοί μεταρρυθμιστές είχαν την τάση να
κατανοούν τον Χριστό «καθολικά», και να προβάλλουν τις προτεσταντικές
αμφισβητήσεις μόνο στην περιοχή του πιστού αμαρτωλού, γιατί μόνο στο σημείο
αυτό υπάρχει ο κίνδυνος ανθρωποποίησης. Το όλο πρόβλημα όμως βρίσκεται ακριβώς
στο θαύμα της ενσάρκωσης. Αν ο Θεός πράγματι έγινε άνθρωπος, τότε τίθεται το
ερώτημα, κατά πόσον το ανθρώπινο μαζί με τις πεπερασμένες του δυνατότητες έχει
«θεοποιηθεί» ή όχι.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
ΕΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΛΥΘΕΙ, ΔΙΟΤΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
ΕΑΝ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΛΟΓΟΥΣ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΘΑ ΕΙΧΑΝ ΛΥΘΕΙ, ΔΙΟΤΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου