Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Φιλοσοφία και Χριστιανική πίστη στον Αυγουστίνο β

Συνέχεια από:Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 2014

Φιλοσοφία και Χριστιανική πίστη στον Αυγουστίνο

Gerhard Krüger
Στο: Die Zeit Jesu, Festschrift für Heinrich Schlier, Herder, 1970, σελ. 284-296


Αυτά που ο Αυγουστίνος λέει για τον Χριστό δεν είναι θέμα της φιλοσοφίας. Τα χριστιανικά προβλήματα δεν είναι εν γένει ανθρώπινα προβλήματα, «φυσικά» προβλήματα, τα θέματα  πού απασχολούσαν και τους ειδωλολάτρες. Είναι προβλήματα χαρακτηριστικά μόνο για τον Χριστιανισμό. Το πρόβλημα του Λυτρωτή είναι το πρώτο μιας ολόκληρης σειράς, που από τον Λυτρωτή οδηγεί στην Εκκλησία, στην πίστη, στην χάρη, στα μυστήρια. Αν και με δικούς μας όρους, δεν υπάρχει μια απόλυτη διαφορά μεταξύ φιλοσοφίας και χριστιανικής θεολογίας στον Αυγουστίνο, είναι όμως εξ αρχής σαφές, πως υπάρχει ένα όριο στην φιλοσοφία, και σε αυτό το όριο αναδύεται με έμφαση ο Χριστιανισμός. Από πλευράς ιστορικής, δεν έχουμε άδικο όταν εισερχόμαστε στο πρόβλημα Χριστιανισμός ερχόμενοι από την φιλοσοφία, αφού και ο Αυγουστίνος αυτό έκανε. Αλλιώς θα παραγνωρίζαμε το γεγονός, πως η σχέση του Αυγουστίνου με τον Χριστιανισμό δεν είναι καθόλου απλή. 
Ο Αυγουστίνος είχε ανέκαθεν μια κάποια σχέση με τον Χριστιανισμό. Ακόμα και η περιπλανώμενη προ-χριστιανική φιλοσοφία περιτριγύριζε τον Χριστιανισμό ως την μια, μεγάλη δυνατότητα διεξόδου από την περιπλάνηση. Το να μην είναι κάτι χριστιανικό, η έλλειψη του ονόματος του Χριστού, ήταν για τον Αυγουστίνο πάντα ύποπτο: για τον λόγο αυτό στράφηκε στον υποτιθέμενο χριστιανικό γνωστικισμό των μανιχαίων, για τον ίδιο λόγο δεν μπόρεσε να αφεθεί στον επικουρισμό. Στον δρόμο από τον μανιχαϊσμό προς τον «νεοπλατωνισμό», δεν λείπουν οι νύξεις περί του εκκλησιαστικού, ιστορικού Χριστιανισμού. Η κριτική στον μανιχαϊσμό βασίζεται σε οντοθεολογικά κριτήρια, αλλά ο νέος τρόπος αναζήτησης της αιτίας του κακού στην δική του ενοχή χαρακτηρίζεται ως καθοδηγούμενη από την χριστιανική διδασκαλία: «Προσπαθώ να κατανοήσω όσα άκουσα: η ελεύθερη απόφαση της θέλησης είναι ο λόγος που πράττουμε κακώς..» (Εξομολογήσεις, 7, 3). Στο κεφάλαιο 5 του βιβλίου 7 διαβάζουμε, πως μέσα στην ανησυχία και τον φόβο του θανάτου, ο Αυγουστίνος απορροφούσε όλο και πιό πολύ την πίστη στον Χριστό, έστω και αν ήταν «informis (μη διαμορφωμένη) και praeter doctrinae normam fluitans (διάχυτη πριν γνωρίσει την αποδεκτή διδασκαλία)». Πριν από την εμπειρία του φωτισμού γράφει: σε όλες τις αδιέξοδες αναζητήσεις για το unde malum (πηγή του κακού), ο Αυγουστίνος διερευνούσε με ακράδαντη πίστη κάποια θεμελιώδη χριστιανικά δόγματα (His itaque salvis atque inconcusse roboratis in animo meo quaerebam aestuans, unde sit malum). Το περιεχόμενο αυτής της πίστεως δεν ήταν μόνο το Είναι του Θεού, η άτρεπτος ουσία Του, η cura de hominibus (σωτηρία του ανθρώπου) και το iudicium (δικαιοσύνη) Του, αλλά και «ότι Εσύ στον Χριστό, τον Υιό Σου και Κύριο μας, και στις άγιες Γραφές, οι οποίες μας προτείνονται από την αυθεντία της Καθολικής Σου Εκκλησίας, άνοιξες ένα δρόμο ανθρώπινης σωτηρίας, σε μια ζωή η οποία θα είναι μετά θάνατον». Όλα αυτά γράφονται πολύ πριν την μετάνοια και την βάπτιση, μέσω της οποίας ο Αυγουστίνος έκανε την αποφασιστική του ομολογία για τον Χριστιανισμό. Η χριστιανική θεμελίωση της φιλοσοφίας είχε αρχίσει από πριν. Αντιθέτως, ο ύστερος στοχασμός του Αυγουστίνου δεν έχει αλλάξει ουσιαστικά. Πως πρέπει να κατανοηθεί αυτό το δεδομένο;
Για τις σημερινές προτεσταντικές έννοιες, η σχέση αυτής της φιλοσοφίας του Αυγουστίνου προς τον Χριστιανισμό είναι εντελώς αδιάφανη, παραπλανητική και αναγκαίως ύποπτη. Αν θέλουμε όμως να καταλάβουμε τι εννοούσε ο Αυγουστίνος, πρέπει να λάβουμε υπόψιν μια άλλη κατάσταση, όπου ο Χριστιανισμός ως Καθολική Εκκλησία, τέθηκε ενώπιον του, εν μέσω της αποθνήσκουσας ειδωλολατρίας και του χριστιανικού γνωστικισμού. Αν επομένως λάβουμε υπόψιν αυτό το δεδομένο, και το συσχετίσουμε με όσα ειπώθηκαν, θα διασαφηνισθεί αμέσως η ασύμβατη σχέση προς τις προτεσταντικές έννοιες. Όπως για την κατανόηση της φιλοσοφίας του Αυγουστίνου πρέπει να λάβουμε υπόψιν την σημερινή ερμηνευτική κατάσταση, έτσι πρέπει να γίνει και με τον Χριστιανισμό του. Το κάνω αυτό βασιζόμενος στην φιλοσοφία, όχι στην δογματική.
Είναι μια αληθινά χριστιανική και ειδικότερα προτεσταντική σκέψη, όταν στην σημερινή θεολογία πολεμείται η κατάταξη του Χριστιανισμού στην κατηγορία «γενικές αλήθειες», αλλά και στην κατηγορία γενική-ιστορική αλήθεια. Γιατί αν κάθε ιστορικό γεγονός έχει τον χαρακτήρα σημαντικής πραγματικότητας και μοναδικότητας, είναι δηλαδή κάτι καινούριο και απρόβλεπτο, και μοναδικό, αυτό ισχύει για τα γεγονότα της χριστιανικής ιστορίας της σωτηρίας με ακόμα πιο έντονη σημασία: ο Καίσαρ ήρθε, ήταν μέσα στην ιστορία κάτι το απρόβλεπτα καινούργιο, μοναδικό και ανεπανάληπτο. Ήταν όμως μέσα σε αυτή την πραγματικότητα ταυτόχρονα η πραγματοποίηση γενικών δυνατοτήτων: αυτό που συνέβη, θα μπορούσε να συμβεί. Η δυνατότητα βρισκόταν μέσα στην ουσία του κόσμου, και ως τέτοια μπορεί να κατανοηθεί βάσει της μεταφυσικής της ιστορίας. Το ότι ο Ιησούς ήρθε, και μάλιστα έτσι όπως το εννοεί η χριστιανική πίστη, ήταν σύμφωνα με την παραπάνω πεποίθηση κάτι εντελώς αδύνατο, δηλαδή κάτι που δεν μπορεί να κατανοηθεί βάσει της ουσίας του κόσμου, και επιπλέον: είναι κάτι που αντιτίθεται στην ουσία του κόσμου. (Ο κόσμος ως τέτοιος θα μπορούσε μόνο να καταστραφεί.) Είναι ένα ακατανόητο, μυστήριο θαύμα. Δεν είναι κάτι το δυνατό (πιθανό), δηλαδή κάτι που βρίσκεται μέσα στις πεπερασμένες, καθορισμένες δυνατότητες των πραγμάτων. Η δυνατότητα όμως της ουσίας του Θεού, ως άπειρη δυνατότητα, η οποία έχει δημιουργήσει ελεύθερα όλες τις άλλες πεπερασμένες δυνατότητες, είναι η δυνατότητα για τα πάντα, η παντοδυναμία, για την οποία «τίποτα δεν είναι αδύνατο». Η ουσία του Θεού, η οποία έχει την δύναμη πάνω στο Είναι, δεν γνωρίζει κανένα όριο για τις πιθανές πραγματώσεις της. Η δημιουργία του κόσμου όπου κυριαρχεί η τάξη των πεπερασμένων ουσιών, δεν προέκυψε λόγω κάποιας ανάγκης. Ο Θεός ως δημιουργική bonitas παραμένει στην ουσία του ελεύθερος, και μπορεί, όπως από αγαθοσύνη κρατά τακτοποιημένο τον κόσμο, να κάνει λόγω του ελέους του και κάτι έκτακτο, ακόμα και μέσα στον οργανωμένο κόσμο και πέραν των πεπερασμένων δυνατοτήτων του. Η ουσία του Θεού σύμφωνα με τον Αυγουστίνο περιλαμβάνει βασικά την «δυνατότητα» τού θαύματος στα πεπερασμένα. Ο πόλεμος μεταξύ του Διαφωτισμού και του θεολογικού στοχασμού φτάνει στην απόλυτη οξύτητα του, όταν ληφθούν υπόψιν αυτές οι ακραίες συνέπειες. Ναι, σε όλους τους σύγχρονους συμβιβασμούς και απωθήσεις μπορούμε να αντιτείνουμε, πως το κριτήριο για την αλήθεια κάθε έννοιας περί Θεού βρίσκεται στο περί θαύματος ερώτημα. Ένας Θεός που δεν μπορεί να κάνει θαύματα, δεν μπορεί είναι εντελώς θεϊκός, δηλαδή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικά παντοδύναμος.
Είναι χαρακτηριστικό της ασάφειας του στοχασμού μας, πως εμείς σήμερα, αν και δεν είμαστε εχθροί της θεολογίας, αποφεύγουμε ένα σοβαρό θεολογικό πρόβλημα, αυτό του θαύματος, γιατί θεωρούμε πως θα γίνουμε πολύ «παρδαλοί». Και πράγματι βρισκόμαστε εδώ ενώπιον δυσκολιών, που βάσει τού θετικισμού, βάσει της φιλοσοφίας τής ζωής ή οποιουδήποτε άλλου σε μας οικείου τρόπου, δεν μπορούν να κατανοηθούν και να διατυπωθούν. Μια συζήτηση του προβλήματος τού θαύματος, που βασίζεται σε κριτήρια της φυσικής επιστήμης, πράγμα που ήταν συνηθισμένο στην πρόσφατη θεολογική απολογητική, και την οποία σήμερα πια βαρεθήκαμε, μπορεί να καταλήξει μόνο σε χοντράδες και παραμορφώσεις. Η μόνη επαρκής τοποθέτηση αυτού του προβλήματος, αδιάφορο εάν είναι κανείς υπέρ ή κατά του θαύματος, είναι η μεταφυσική. Και όταν ακόμα οι άνθρωποι διαφωνούσαν σοβαρά, υπέρ ή κατά θεολογικών και μεταφυσικών πραγμάτων, κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, γινόταν σοβαρός διάλογος και για το πρόβλημα του θαύματος8. Ακόμα και στις παραδόσεις του Καντ για την μεταφυσική, τίθεται το ερώτημα περί «έκτακτης καθοδήγησης» από τον Θεό. «Αυτός ο διαχωρισμός της καθοδήγησης σε συνηθισμένη και έκτακτη είναι πολύ φυσικός, και ταιριαστός στην φύση των πραγμάτων». «Στην περίπτωση της έκτακτης καθοδήγησης, πρέπει να υποθέτουμε πάντα ένα θαύμα». Η δυνατότητα αυτή είναι παρούσα μόλις παραδεχθούμε την παντοδυναμία. Όλα τα γεγονότα είναι τότε «στιγμές της θεϊκής αιώνιας απόφασης». Ο Καντ δεν έχει να αντιτάξει τίποτα  ενάντια στην ακραία συνέπεια πως το θαύμα περιλαμβάνει την έννοια του Θεού. Η συγγένεια του με τον Διαφωτισμό, τον οποίο παρακολουθεί κριτικά, εκφράζεται στο γεγονός, ότι αρνείται για μας την αναγνωρισιμότητα των θαυμάτων-όπως και των πραγμάτων καθ’εαυτά. «Είναι λοιπόν αλαζονεία, να θεωρούμε σκοπό του Θεού ιδιαίτερες περιστάσεις ή πράξεις, όπως για παράδειγμα την τύχη στο λαχείο ή κάποιο ατύχημα να το αποδίδουμε στην θεία καθοδήγηση», λέει ειρωνικά. Θέλει να ανιχνεύσει την θεία καθοδήγηση στην «γενική φύση», δηλαδή σε εκείνο το πραγματικό, το οποίο μπορεί ταυτόχρονα να κατανοηθεί με τις πεπερασμένες δυνατότητες9.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου