Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Θωμάς Ακινάτης - Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας (ε)

Συνέχεια από:Πέμπτη, 22 Ιανουαρίου 2015

Θωμάς Ακινάτης ε 

Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας
Gerhard Krüger

V.
ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ, Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΙΡΕΣΗ

Δεν πρέπει να τα ξεχνάμε αυτά όταν μας περνά από το μυαλό η χριστιανική καχυποψία του Λούθηρου, και ίσως ακόμη περισσότερο η από πλευράς του Καντ νομιμοποιημένη μοντέρνα αμφιβολία (ο Καντ έχει καταρρίψει τις αποδείξεις του σχολαστικισμού περί Θεού, στην «Κριτική του καθαρού λόγου»).
Ο Θωμάς φυσικά δεν θεωρούσε πως μπορούσε μέσω κάποιας μαθηματικής απόδειξης να εξαναγκάσει τον μοντέρνο σκεπτικιστή να παραδεχθεί την ύπαρξη του Θεού. Για την μοντέρνα σκέψη αποκλείεται εξ αρχής η δυνατότητα απόδειξης της ύπαρξης τού Θεού, γιατί η μοντέρνα σκέψη, βάσει του τρόπου του Descartes, αρχίζει με την αμφισβήτηση κάθε πράγματος που βρίσκεται εκτός συνειδήσεως Ο μοντέρνος σκεπτικιστής, όταν πρόκειται για τέτοια πράγματα, κάνει πως ό,τι βρίσκεται εκτός της αμφισβητούσας σκέψης του, είναι αβέβαιο. Συμπεριφέρεται με τρόπο που δηλώνει πως δεν μπορεί να δεχθεί την πραγματικότητα του κόσμου και της ζωής του στην σωματικότητα και την κοινότητα, με την ίδια εμπιστοσύνη που δέχεται την σκεπτόμενη συνείδησή του. Ως σκεπτόμενος βγαίνει από την πλήρη ανθρώπινη ζωή, και τοποθετείται απέναντι σε ολόκληρο τον κόσμο, λες και όταν σκέφτεται δεν είναι ένα ον εντός αυτού του κόσμου, ένα περιορισμένο ον μεταξύ άλλων. Αυτή είναι μια δύναμη, όταν κάποιος θέλει να σταθεί ελεύθερα απέναντι στον κόσμο, με σκοπό να τον κυριεύσει. Η σκεπτικιστική πνευματική έξοδος από τον κόσμο κατέστησε δυνατή την μοντέρνα κυριαρχία επί της φύσεως δια μέσου του πνεύματος (και με τον τρόπο αυτό την τεχνολογική κυριαρχία επί της φύσεως). Προφανώς όμως παραγνωρίζονται τα όρια αυτής της κυριαρχίας και έχουν απατηλή εντύπωση περί τού εσωτερικού ουσιαστικού δεσμού τής ανθρώπινης σκέψης με το σώμα και την κοινότητα, όσοι θεωρούν πως μέσα στην σκέψη μπορούν να επιτύχουν την απόλυτη ελευθερία. Η σύγχρονη φιλοσοφία επιστρέφει πάλι στην αντίληψη πως και το πνεύμα του ανθρώπου (για το σώμα είναι αυτονόητο) είναι ένα πεπερασμένο ον εντός του κόσμου, κάτι χρονικό, εξαρτώμενο και αδύναμο, όπως όλα τα χρονικά πράγματα του κόσμου. Ο μοντέρνος διαφωτισμός σύγχυσε την πεπερασμένη ελευθερία του ανθρώπινου πνεύματος με την άπειρη ελευθερία του Θεού. Ο Θωμάς όμως θεωρεί πως ο άνθρωπος με όλη την φύση του-πνευματική και σωματική-είναι ένα χρονικό ον μεταξύ άλλων. Βλέπει πως όλα τα χρονικά, πεπερασμένα πράγματα  είναι προσωρινά και τυχαία, όχι αιώνια και αναγκαία. Θεωρεί πως η τυχαία αυτή ύπαρξη είναι μια εξαρτημένη ύπαρξη, που πρέπει να έχει μια αιτία όταν εμφανίζεται. Συμπεραίνει πως μια ολόκληρη σειρά αιτιών θα ήταν άκυρη, και δε θα πραγματοποιόντουσαν καν, εάν το ένα τυχαίο ον είχε ως αιτία ένα άλλο τυχαίο ον, και όχι ένα που είναι η έσχατη δυνατή αιτία, γιατί από την φύση δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο, παρά να υπάρχει: αυτό το «αναγκαίο ον» το ονομάζει Θεό. Ενώ κάθε άλλη ύπαρξη μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει, ο Θεός υπάρχει γιατί αυτή είναι η ουσία του: ένας μη υπαρκτός Θεός είναι ένας Θεός που είναι αδύνατο να υπάρχει. Η ουσία του Θεού-εάν υπάρχει Θεός-συνίσταται στο ότι ο Θεός είναι. «Εγώ ειμί ο ον» (Έξοδος, 3,14). Είναι περίεργο: αυτό ακριβώς που οδηγεί τον σύγχρονο άνθρωπο στο να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Θεού-η θεώρηση της αναγκαίας συσχέτισης των αιτιών και αποτελεσμάτων μέσα στον κόσμο-αυτό είναι για τον Θωμά η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Εμείς στεκόμαστε ελεύθεροι απέναντι του κόσμου, και παρατηρούμε κατ’ αρχάς την καθαρή, χωρίς ζωή και πνεύμα ύλη, που στην περίπτωση αυτή η αποστασιοποίηση είναι πιο εύκολη. Κατόπιν προσπαθούμε να συμπεριλάβουμε τους ζωντανούς οργανισμούς-και στον βαθμό που είναι δυνατό-και τον άνθρωπο στην ερμηνεία μας για τον κόσμο. Η εξήγηση της καθαρής ύλης δεν οδηγεί στον Θεό. Ο Θωμάς απεναντίας ορίζει τον παρατηρητή από την αρχή μέσα στον κόσμο. Ως θεμέλιο βάζει ακέραιη την πληρότητα τού στην εμπειρία προσβάσιμου κόσμου-σώμα, ζωντανοί οργανισμοί, άνθρωπος-και συμπεραίνει βάσει αυτού του δεδομένου την ύπαρξη μιας κατάλληλης αιτίας, ενός είναι, το οποίο είναι σε θέση να δημιουργήσει καλομελετημένα όντα και σκεπτόμενους ανθρώπους. «Αιτία» (Ursache) δεν σημαίνει ένα γυμνό, τυφλά ενεργόν «πράγμα» (Sache). Η έννοια της αιτίας κατά τους σχολαστικούς, δεν αποκλείει μια ζωτική και πνευματική ενέργεια, το αντίθετο: κάθε ενέργεια έχει ένα λόγο και πρόθεση (S.c.g.III,2), και Θεός είναι η «πρώτη» αιτία (Ursache), όχι μόνο με την έννοια ότι είναι αρχή μιας σειράς, αλλά και με την έννοια της αιτιότητος (Ursächlichkeit). Ο Θεός είναι η πιο αληθινή, πιο ευγενής αιτία, εκείνη που έχει τον πιο συγκεκριμένο και καθαρό χαρακτήρα του ενεργούντος υποστρώματος (Grund).
Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε αυτό το δεδομένο, όταν ασχολούμαστε με την χριστιανικά θεμελιωμένη αμφισβήτηση της φυσικής θεολογίας. Όχι μόνο ο Λούθηρος και ο Καλβίνος, αλλά και μερικοί καθολικοί που αποδέχονταν τον Αυγουστίνο, όπως ο Πασκάλ, επιτέθηκαν στην θεολογία αυτή, γιατί επινοεί ένα Θεό βάσει ανθρώπινων εννοιών, οι οποίες αποκτήθηκαν με την μελέτη του κόσμου. Και ο Πασκάλ απέρριπτε αυτόν τον επινοημένο «Θεό των φιλοσόφων», που ήταν αντίθετος προς τον ζωντανό Θεό της Βίβλου, στον οποίο δεν μπορεί να διεισδύσει καμιά ανθρώπινη σκέψη, εάν Αυτός με την ελεύθερη αγαθότητα του δεν μας φανερωθεί από μόνος του. Το ότι ο Θεός δεν μπορεί να γνωρισθεί μελετώντας τον κόσμο, από τον πεπερασμένο, αμαρτωλό άνθρωπο, αλλά μόνο με την συγκαταβατική αποκάλυψη του Θεού. Η αντίρρηση αυτή είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα των μεταρρυθμιστών κατά της χριστιανικής φιλοσοφίας του Θωμά. Πρέπει να παραδεχθούμε όμως ότι Θωμάς είδε αυτόν τον κίνδυνο. Του ήταν σαφές πως ο υπερβατικός χαρακτήρας της ύπαρξης του Θεού είναι απροσπέλαστος στις πεπερασμένες έννοιες, πράγμα που εξέφρασε ανοικτά: «Η θεϊκή ουσία υπερβαίνει με το απροσμέτρητο χαρακτήρα της,  κάθε μορφή που η διάνοια μας μπορεί να συλλάβει. Και έτσι δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε, γνωρίζοντας τι είναι, αλλά έχουμε μια κάποια γνώση περί Αυτού, μόνο όταν γνωρίσουμε τι δεν είναι. (S.c.g.I,14)» Η γνώση του Θεού-ακόμα και η προαναφερθείσα γνώση του Θεού ως του όντως υπαρκτού-είναι περισσότερο μια γνώση ότι ο κόσμος είναι δημιουργημένος, παρά η γνώση της ουσίας του Δημιουργού. Κανένα πλάσμα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως τον Θεό. Πλήρως γνωρίζει μόνο ο Ίδιος τον εαυτό του. Όταν γίνονται θετικές δηλώσεις περί Θεού και των ιδιοτήτων του, όταν δηλαδή αναφερόμαστε στο Θεό με έννοιες που αφορούν τα κτίσματα, όπως λογική, θέληση, ζωή, αγαθότητα, μακαριότητα, όταν αναφερόμαστε στην ύπαρξη του Θεού-ξεκινώντας από την γήινη έννοια της ύπαρξης-τότε αναφερόμαστε σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που αφορά σε εμάς, επισημαίνει ο Θωμάς. Αυτό που ονομάζουμε είναι, λογική, θέληση, καλοσύνη, αγάπη, ακόμα και οργή, ισχύει για τον Θεό με μια εντελώς διαφορετική σημασία, ώστε να αποκλείεται κάθε μείωση του Θεού στην γήινη σκέψη και αντίληψη μας. Ισχυρίζεται απλώς πως οι έννοιες αυτές δεν είναι ακατάλληλες για τον Θεό, αλλά ανταποκρίνονται σε μια άλλη πραγματικότητα, της ουσίας του Θεού. Η έννοια της θέλησης δεν είναι μια έννοια είδους ή γένους, στην οποία έννοια η θεϊκή και η ανθρώπινη θέληση μπορεί να υπαχθεί ως ισάξια περίπτωση. Εκφράζει απλώς μια αναλογία «Analogie», στην οποία η θεϊκή θέληση δεν είναι μια περίπτωση μεταξύ άλλων, αλλά το πραγματικά πρώτο και καθοριστικό. Δεν πρέπει να κατανοηθεί ο Θεός με μέτρο το ανθρώπινο, αλλά ο άνθρωπος με μέτρο το θεϊκό. Για τον λόγο αυτό δεν επιτρέπεται να θεωρήσουμε πως οι ιδιότητες του Θεού υπερέχουν από εκείνες του ανθρώπου ή άλλων πλασμάτων, μόνο στον βαθμό. Είναι εντελώς διαφορετικού είδους. Σύμφωνα με αυτά, η θέληση του Θεού δεν μπορεί να θεωρηθεί ανθρώπινη θέληση υψηλού βαθμού, αλλά η ανθρώπινη θέληση να θεωρηθεί ως πεπερασμένη εικόνα της θεϊκής. Κατ’ ακρίβειαν, η αναλογία μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν σημαίνει ούτε αυτό: όταν μιλούμε περί είναι, λογικής ή θέλησης του Θεού, δεν αντιλαμβανόμαστε αυτές τις πραγματικότητες ως πρωταρχικές και θετικά καθοριστικές. Εννοούμε το εξής: οι πραγματικότητες στις οποίες αναφερόμαστε, και οι οποίες υπερβαίνουν τον ορίζοντα της σκέψης μας, έχουν μεταξύ τους μια αντίστοιχη σχέση (στον δικό τους ύψιστο βαθμό), όπως το είναι, η λογική και η θέληση σε μας. Έχει λοιπόν νόημα να διακρίνουμε τα ίδια στον Θεό και να σκεφτόμαστε θεολογικά με τις έννοιες αυτές. Όταν λέμε ότι η ανθρώπινη λογική φέρεται προς όλον τον άνθρωπο όπως το τιμόνι προς το πλοίο, δεν σημαίνει πως υπάρχει ομοιότητα ουσίας μεταξύ λογικής και τιμονιού, ανθρώπου και πλοίου. Κάποιος που γνωρίζει μόνο πλοία και τιμόνια, δε θα μπορούσε από την ομοιότητα δυο σχέσεων να αποκτήσει κάποια θετική έννοια περί λογικής και ανθρώπου. Και όμως θα μπορούσε να πει κάτι σωστό περί της ανθρώπινης ζωής, που είναι γι’ αυτόν ακατάληπτη. Με τον τρόπο αυτό, ο Θωμάς θέλησε να αποκλείσει κάθε εξανθρώπιση και εκκοσμίκευση του Θεού. Η απόφαση για την προσπάθεια αυτή βασίζεται στην θεμελιώδη αντίληψη περί ανθρώπου, κτιστότητας, αμαρτίας και φθαρτότητας.


ΣΧΟΛΙΟ: Η μοναδική πηγή τής νεο-ορθοδοξίας καί τού Ζηζιούλα.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου