Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Θωμάς Ακινάτης - Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας (στ)

Συνέχεια από:Παρασκευή, 30 Ιανουαρίου 2015
Θωμάς Ακινάτης στ
Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας
 Gerhard Krüger
VI.
ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ, Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΙΡΕΣΗΑυτή η τοποθέτηση είναι θέμα της χριστιανικής θεολογίας. Η θεολογία τού Λούθηρου στηρίζεται στην πεποίθηση πως η αρχικώς καλή κτίση έχει διαφθαρεί ανεπανόρθωτα, τόσο πολύ, ώστε ο άνθρωπος δεν μπορεί να αναδομηθεί ούτε με την πίστη στον Χριστό. Μπορεί απλώς να σωθεί από την αιώνια καταστροφή. Για τον Λούθηρο, στην ζωή αυτή -στην άλλη είναι διαφορετικά τα πράγματα- δεν υπάρχει κάποια ανθρώπινη αρετή, ούτε πριν ούτε εντός του Χριστιανισμού, η οποία να μην είναι ενώπιον του Θεού υπερηφάνεια ή απελπισία. Ούτε η πίστη δίνει την δυνατότητα για ανθρώπινα έργα τα οποία να είναι καλά ενώπιον του Θεού. Ο Θωμάς αντιθέτως αποδέχεται την ανθρώπινη αρετή, έστω και αν είναι ατελής. Προσλαμβάνει την φιλοσοφική ηθική τού Αριστοτέλη, συμπληρωμένη από τους στωικούς, επειδή θεωρεί πως η τάση των πλασμάτων προς ορθή χρήση τών δυνάμεών τους δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Η ηθική αυτή διδάσκει πως η αρετή, είναι ένα «Habitus», δηλαδή μια συνειδητή στάση, την οποία πρέπει να αποκτήσει ο άνθρωπος ως αντίβαρο στα πάθη. Είναι μια, μέσω άσκησης, αποκτηθείσα ευκολία για εκείνες τις πράξεις, που αντιστοιχούν στην λογική και την αληθινή ουσία του ανθρώπου. Ο Θωμάς αιτιολογεί την αναγκαιότητα της πίστης με την πεποίθηση πως η ανθρώπινη φύση κατέληξε σε μια τρομερή αταξία κάτω από την υπερδύναμη του κακού. Η χάρη θεραπεύει αυτή την ασθένεια. Η χάρη επίσης ανυψώνει τον άνθρωπο εκ νέου σε μια υπερφυσική κοινωνία με τον Θεό, όπως ήταν εξ’ αρχής και η οποία δεν είναι δεδομένη για την ανθρωπότητα (I.2.q.109,9). Ο άνθρωπος ως άνθρωπος, ακόμα και στην κατάσταση τελειότητος έχει μόνο μια ασθενή, αποσπασματική θεογνωσία, η οποία ξεκινώντας από τα αισθητά πράγματα αυτού του κόσμου, ανιχνεύει τον Δημιουργό δια της έρευνας και αναζήτησης (de ver.q18,2). Ο άνθρωπος ως άνθρωπος δεν μπορεί να πάει παρά πέρα με την μάθηση της σοφίας, με την φιλοσοφία. Για τον λόγο αυτό η φυσική αρετή δεν μπορεί να οδηγήσει στην μακαριότητα, η οποία είναι η άμεση θέα του Θεού (I.2.q.9,5). Η «θέα αυτή που καθιστά κάποιον μακάριο», είναι ένα δώρο τής επέκεινα, της ουράνιας ζωής. Στην γη όμως ο άνθρωπος προετοιμάζεται πάνω στη γη με την εξύψωση σε ένα υπερφυσικό επίπεδο ζωής, στην ζωή της πίστης, ελπίδας και αγάπης. Ο Λούθηρος και ο Θωμάς συμφωνούν στο ότι η χριστιανική αυτή ζωή είναι ένα δώρο της χάριτος, το οποίο δεν μπορεί να κερδίσει κάποιος με την αξία του. Ο Λούθηρος όμως θεωρεί πως το δώρο αυτό είναι πολύ μεγάλο, ώστε να γίνει κτήμα του διεφθαρμένου ανθρώπου, και θεωρεί πως την από τον Χριστό χαρισμένη δικαιοσύνη, πάνω στην γη την παίρνει απλώς δανεικά, και πότε πότε πρέπει να του δίδεται εκ νέου. Ο Θωμάς από την άλλη είναι πιο αισιόδοξος, καθώς διδάσκει πως: «η χάρη μάς καθιστά μετόχους τής θείας φύσεως» (β’ επιστ. Πέτρου, α,4), εφόσον το «σκότος» στο οποίο βρίσκονταν οι αμαρτωλοί, γίνεται «φως» (προς Εφεσίους ε’, 8), και επειδή ο Θεός δεν φροντίζει λιγότερο για το υπερφυσικό από ότι για το φυσικό, προσδίδει στην ανθρώπινη ψυχή με την χάρη μια νέα υπερφυσική ιδιότητα (I.2.q110,3 u.2). Η ιδιότητα αυτή εκφράζεται στο ότι ο άνθρωπος με την μορφή της πίστης, ελπίδας, αγάπης, αποκτά νέες, δικές του τοποθετήσεις, τις «θεολογικές αρετές», χάριν στις οποίες κάνει υπερφυσικά καλά έργα με θέληση και ευκολία -έργα χριστιανικής αγάπης- που στο τέλος επιτρέπουν να ειπωθεί πως ο άνθρωπος αξίζει την μακαριότητα. Τον όρο κατόρθωμα που χρησιμοποιεί ο Θωμάς, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εννοεί πως ο άνθρωπος μπορεί με την δική του δύναμη να πάει στον παράδεισο. Ο Θωμάς το απορρίπτει ρητώς (I.2.q.109, 5.q.114,1-2). Σε αντίθεση με τους θεολόγους της εποχής του Λούθηρου και αργότερα η ιησουιτική θεολογία, ο Θωμάς επιμένει πως όσον αφορά στην σωτηρία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει βήμα χωρίς την χάρη του: «οι θεολογικές αρετές», σε αντίθεση με τις φυσικές αρετές, τις οποίες πρέπει μόνοι να «αποκτήσουμε», είναι «δοσμένες». Οι δυνάμεις της υπερφυσικής ζωής είναι καθαρά δώρα. Ο Θωμάς θέλει να πει ό,τι και ο Αυγουστίνος, στα έργα του οποίου δεν λείπει η έννοια του κατορθώματος: ανταμείβοντας ο Θεός τα κατορθώματα των ελεημένων επισφραγίζει απλώς τα δώρα του. Κατ’ ακρίβειαν, δεν είναι ο άνθρωπος που «αξίζει» να τελειωθεί δια του δώρου της μακαριότητας, αλλά η από τον Θεό ενεργούμενη υπερφυσική ζωή. Ο άνθρωπος απλώς διάγει μια τέτοια ζωή, η οποία του δόθηκε. «Ένα κατόρθωμα του ανθρώπου ενώπιον του Θεού μπορεί να λάβει χώρα μόνο υπό την κυριαρχία τού Θεού. Όταν ο άνθρωπος δηλαδή λαμβάνει ως μισθό εκείνο, για το οποίο ο Θεός του έδωσε την δύναμη» (S. Th.1.2.q.114.1,c). Είναι αναπόφευκτο ο άνθρωπος να αποκτά μισθό, αφού ο Θεός ενεργεί σε κάθε πράγμα βάσει της ουσίας του. Το «λογικό πλάσμα» έχει δημιουργηθεί έτσι από τον Θεό, ώστε διαφορετικά από τα πράγματα της φύσεως, πράττει δια της ελεύθερης απόφασης του. «Η πράξη του έχει χαρακτήρα κατορθώματος, πράγμα που δεν ισχύει για άλλα πλάσματα» (στο ίδιο σημείο). Η Σύνοδος του Τριέντο εκφράζεται εντελώς θωμιστικά: «είναι μακράν, ένας Χριστιανός να στηρίζεται στον εαυτό του ή να δοξάζεται για τον εαυτό του, και όχι για τον Κύριο, που η αγαθότητα του ενώπιον όλων των ανθρώπων είναι τόσο μεγάλη, ώστε να θέλει, το δώρο του να είναι κατόρθωμα των ανθρώπων (Sess.6,c,16)». Δεν μπορούμε να πούμε πως ο Θωμάς εκτιμά το έλεος λιγότερο από ότι ο Λούθηρος. Αλλά το αντιλαμβάνεται διαφορετικά: όχι μόνο ως η ελεήμων κρίση του Θεού για τον αμαρτωλό, όχι μόνο ως η πάντα νέα συγχώρεση των νέων αμαρτιών, αλλά ως μια ανύψωση της ουσίας του ανθρώπου, που ξεπερνά την θεραπεία της ασθένειας. Ανύψωση σε μια ζωή αγάπης, που παρά τις πιθανές πτώσεις στην αμαρτία, που απαιτούν μετάνοια, είναι σαφώς παρούσα, και στην περίπτωση της τελείωσης επιτυγχάνει την πραγματική αγιότητα.
Από εδώ γίνεται κατανοητή και η εκτίμηση των μυστηρίων και της Εκκλησίας των ιερέων που τα παρέχει: αν το έλεος είναι μια ιδιότητα «εσωτερική» του ανθρώπου, τότε η παροχή της στον άνθρωπο δεν λαμβάνει χώρα μόνο δια μέσου του λόγου του κηρύγματος, ο ήχος του οποίου εξαφανίζεται στην στιγμή, αλλά και μέσω ορατών πραγμάτων, τα οποία με την σωματικότητα τους αντιστοιχούν στην σωματική-ψυχική ουσία του ανθρώπου, και εν μέρει στην από την αμαρτία προερχόμενη συνήθεια του (3.q.61,1). Ο άνθρωπος «ενσωματώνεται» στόν ενσαρκωμένο δια των μυστηρίων (3.q.62,1c). Τα μυστήρια «ενεργούν» την χάρη,  και προς τον σκοπό αυτό πρέπει να την «εμπεριέχουν» (στο ίδιο σημείο). Εμπεριέχουν την χάρη όχι με τρόπο μιας υπερφυσικής ενέργειας, σαν ήταν μια φυσική δύναμη, αλλά: «σαν μια δύναμη που αντιστοιχεί σε ένα εργαλείο, που είναι μια δύναμη ρέουσα και ατελής σε σχέση με την φυσική του ύπαρξη» (3.q.62,3), επειδή , παρόμοια με την κίνηση μεταξύ των πραγμάτων, «έχει μια ύπαρξη που μεταβαίνει από το ένα στο άλλο» (στο ίδιο σημείο, a.4,c). Τα μυστήρια έχουν την δύναμη ενός εργαλείου, όπως το μαχαίρι έχει την δύναμη να κόβει: την «έχει» εφόσον το χρησιμοποιεί ο κύριος του εργαλείου. Με τον τρόπο αυτό την «έχει» πραγματικά. Τα μυστήρια κατά την «έγχυση» του ελέους στην ψυχή είναι τα σκεύη του Θεού, που ως τέτοια «εμπεριέχουν» το έλεος. Ο Θεός βάζει μέσα σε αυτά την σωτηρία. Αυτό ισχύει στον ύψιστο βαθμό για το μυστήριο το Σώματος και Αίματος του Χριστού: όταν ο Θωμάς προσκυνά στην όστια την πολύτιμη τροφή της πνευματικής ζωής, με την γνώμη πως εκεί είναι παρόν ο Κύριος, τότε εκφράζεται στην στάση του αυτή η ίδια βεβαιότητα, που τον παρακίνησε να δει μέσα στον κόσμο άμεσα την δημιουργία του Θεού, ακόμα και μετά την πτώση στην αμαρτία. Θεωρεί πως ο Χριστός εκπληρώνει την αγάπη Του, με το να μένει σωματικά με τους δικούς Του, ακόμα και μετά τον θάνατο (3.q.75,1c). Η ενότητα της ελπίδας στην αγαθότητα του Θεού εντός της δημιουργίας και της σωτηρίας, εισέρχεται σε ένα λαμπρό φως, όταν ο Θωμάς αιτιολογεί την εγγύτητα του Χριστού στα μυστήρια, μεταξύ άλλων και με μια πρόταση του Αριστοτέλη, πως είναι ίδιον της φιλίας, οι φίλοι να έχουν μια κοινή ζωή. «Εφόσον η χάρη δεν αναιρεί την φύση, αλλά την τελειοποιεί, η φυσική λογική πρέπει να υπηρετεί την πίστη, όπως και η φυσική τάση της θέλησης υπακούει στην αγάπη. Για τον λόγο αυτό λέει ο Απόστολος: «καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ»(β Κορινθίους, 10,5)» (1.q.1, 8, ad 2).
Ο δομινικανός Θωμάς και ο αυγουστινιανός Λούθηρος -και οι δυο ταπεινοί μοναχοί- πιστεύουν από κοινού πως ο άνθρωπος είναι χαμένος χωρίς το έλεος του Θεού. Και όμως ο ένας αποδέχεται με μια αβίαστη πεποίθηση το έλεος αυτό, όπως τα φυσικά δώρα που έδωσε ο Θεός κατά την δημιουργία, ως μια δύναμη που του δίδει μια αγία ζωή και του επιτρέπει να είναι άξιος της μακαριότητας της αιώνιας ζωής. Ο άλλος όμως όξυνε την συνείδηση του για κάθε μυστική φαρισαϊκή αυτοδικαίωση και αυταπάτη, η οποία σίγουρα καραδοκεί πάνω στον δρόμο αυτό - και απελπίζεται για τον άνθρωπο. Ο Θωμάς θωρούσε πως ο πιστός, ως μέλος του σώματος τού Χριστού, πρέπει να γίνει ένας χειροπιαστά νέος άνθρωπος, αφού ο Χριστός θυσιάζεται καθημερινά εκ νέου και προσφέρεται ως τροφή. Ο Λούθηρος είδε στην ενότητα με τον Χριστό μια υπεροψία, και στην μυστική επανάληψη της θυσίας του σταυρού δια του ιερέως, μια προσβολή της μοναδικής, πραγματικής θυσίας πάνω στον Γολγοθά. Είναι μια διαμάχη για το ίδιο πράγμα, για την σωτηρία εν Χριστώ! Δεν μπορεί να το σκεφτεί κανείς χωρίς να παραξενεύεται. Και εμένα μου φαίνεται πως δεν μπορεί κανείς να μετέχει σε αυτήν χωρίς να θυμηθεί τον λόγο από το κατά Ιωάννη  Ευαγγέλιο (10,16), όπου ο Ιησούς λέει: «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν».

                                                TEΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: