Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

P A U L F R I E D L Ȁ N D E R Π Λ Α Τ Ω Ν (6)

Συνέχεια από  Δευτέρα, 16 Φεβρουαρίου 2015

                  P A U L   F R I E D L Ȁ N D E R
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyter u. Co, Berlin 1964 )


Στον «Θεάγη» τού Πλάτωνα (128 Β) αντιπαρατίθεται ειρωνικά στη  ‘συντεχνία τών διδασκάλων τής σοφίας’ ο Σωκράτης: «Δεν γνωρίζω τίποτα απ’ αυτά τα υψηλού ενδιαφέροντος πράγματα – και πόσο θα το ήθελα!», λέει, «αλλά λέω πάντοτε αυτό, ότι δεν γνωρίζω γενικώς τίποτα, παρά μόνον ένα εντελώς μικρό αντικείμενο διδασκαλίας: την ουσία τού ερωτα». Ενώ μιλά εντελώς παρόμοια και σ’ ένα σημείο τού «Συμποσίου» (177 D) για τον εαυτό του λέγοντας πως «λέω για μένα (κι αυτό μπορεί να σημαίνη και σημαίνει, συγκρινόμενο με τον «Θεάγη»: συνηθίζω να λέω για μένα), ότι δεν γνωρίζω τίποτα άλλο παρά τη φύση τού έρωτα». Ανήκουν δε εδώ και τα λίγο πιο περιορισμένα μόνο λόγια στον «Λύση» (204 Β), ότι: «Δεν χρησιμεύω αλλιώς σε τίποτα. Μου έχει δοθή όμως κατά κάποιον τρόπο απ’ τον θεό αυτό, ότι είμαι γρήγορα σε θέση, να αναγνωρίσω κάποιον που αγαπά και αγαπιέται». Αν αναλογιστούμε τώρα αυτές τις εκφράσεις, όπου ‘συντήκονται’ υπέροχα o σωκρατικός ‘ερωτισμός’ (Erotik) με τη σωκρατική ‘άγνοια’ και τη σωκρατική ειρωνία, δεν μπορούμε παρά να πιστέψουμε, ότι διατήρησε εδώ ένα σταθερό εκφραστικό ‘σχήμα’, έναν «μόνιμο λόγο» τού ‘ιστορικού’ Σωκράτη ο Πλάτων. Κι αν θέλουμε όμως να το ‘αποφύγουμε’ αυτό – που δεν μπορεί και σίγουρα να αποδειχθή, καθώς σκεπάζει σχεδόν εντελώς στα δικά μας μάτια το πρωτότυπο η πλατωνική του ακριβώς μορφή - , φωτίζεται ωστόσο η ουσία τού πλατωνικού Σωκράτη εντελώς στα παραπάνω λόγια. Δεν χρειάζεται λοιπόν παρά να παρατηρήσουμε τώρα τον μεγάλο και μόνο ερωτικό (άνδρα… - Erotikos) τών πλατωνικών διαλόγων.
Στον διάλογο «Χαρμίδης», έχει γυρίσει το προηγούμενο μόλις βράδυ απ’ την εκστρατεία ο Σωκράτης. Και τα πρώτα του βήματα τον οδηγούν «στα συνηθισμένα σημεία συνάντησης» την επόμενη μέρα, σε μια παλαίστρα. Το πρώτο του λοιπόν ερώτημα, κι αφού διηγήθηκε βέβαια κατ’ αρχάς υποχρεωτικά τα της μάχης, είναι γι’ αυτό που είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα: τί γίνεται εδώ στην πατρίδα με τη «φιλοσοφία», κι αν εμφανίστηκαν νεαρά αγόρια, που να διακρίνονται για την ευφυία ή την ομορφιά τους. Κι όταν εισέρχεται ο ‘λατρευόμενος’ απ’ όλους Χαρμίδης, ομολογεί ο Σωκράτης, πως είναι (ο ίδιος…) «ένας λευκός κανόνας και γνώμωνας για τους ωραίους», πως δεν θα μπορούσε να ξεχωρίση (όπως το κάνει μόνον ο ‘ερυθρός’ κανόνας…) ανάμεσά τους, αλλά τού φαίνονται όλοι, όταν φτάνουν στη νεανική τους ηλικία, ωραίοι. Του φαίνεται βέβαια ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστος ως προς το ανάστημα και την ωραιότητά του ο Χαρμίδης, και αποφαίνεται ως ‘ειδήμων’, που καυχάται πως είναι στον «Λύση», ότι δεν είναι τόσο εκπληκτική η συγκίνηση που προκαλούν γενικά οι άνδρες. Τον οποίον Χαρμίδη τον κοίταζαν βέβαια, κατ’ αποκλειστικότητα, και τ’ αγόρια, και όλοι τον παρατηρούσαν σαν την εικόνα ενός θεού. 
Χωρίς να παραγνωρίσουμε και την ειρωνία – ότι μάς βεβαιώνει, πως δεν μπορεί (δήθεν…) να ξεχωρίση ο Σωκράτης! - , ένα φανερώνεται μέσα απ’ όλες τις συγκαλύψεις: ένας γεμάτος πάθος έρως τής ωραιότητας. Και θα πη αργότερα, πως ‘εισέρχεται’ μια ανάμνηση της αρχέγονης εικόνας τής ωραιότητας απ’ το ωραίο σώμα, μέσα απ’ τα μάτια στην ψυχή ο Πλάτων   (( Σημ. τ. μετ.: Ας θυμηθούμε εδώ το υπέροχο εκείνο δημοτικό ‘τραγούδι τής αγάπης’ που λέει: Εβγάτε αγόρια στον χορό / κορίτσια στο σεργιάνι /  πέστε και τραγουδήστε το / πώς πιάνεται η αγάπη· / από τα μάτια πιάνεται / στα χείλη κατεβαίνει  (το εξομολογείται ο ένας στον άλλον…) / κι από τα χείλη στην καρδιά / ριζώνει και δεν βγαίνει  )) . Είναι λοιπόν όλοι, τ’ αγόρια κι οι άνδρες κι ο ίδιος ο Σωκράτης, «σαν να τους βρήκε κάποιο ‘χτύπημα’ και να αποσβολώθηκαν». Και δεν έχει κανείς (μας…) το δικαίωμα να αποδυναμώση αυτά τα ισχυρά λόγια και να πη, πως απλώς παίζει εδώ ο Σωκράτης. Γιατί δεν υπολείπεται βέβαια στην αίσθηση της ζωντανής ωραιότητας απ’ τους άλλους ο ‘φιλόσοφός’ μας. Μόνο που διακρίνεται οπωσδήποτε απ’ αυτούς ως προς το ότι, ενώ παραμένουν όπως σε κάτι το έσχατο στη σωματική ομορφιά εκείνοι, επιθυμεί αντίθετα ακόμα «κάτι το ασήμαντο» αυτός, να είναι δηλ. και ψυχικά «καλοφτιαγμένος» οι Χαρμίδης. Κι όποτε αισθάνεται την απουσία ενός «ασήμαντου» πράγματος ο Σωκράτης, τότε πρόκειται πάντα για το πιο αποφασιστικό. Δεν απαξιώνεται με την ευγένεια της ψυχής η ευγένεια του σώματος, , αλλά ‘αποδίδουν’ ενωμένα τα δύο, την πλήρη κατ’ αρχάς μορφή. Οπότε επαναλαμβάνεται αμέσως, η ίδια ‘ένταση’ και κίνηση άλλη μια φορά: Έχει καθίσει δίπλα στον Σωκράτη ο Χαρμίδης και τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα αναμονή. «Είδα τότε, τί υπήρχε μέσα στο ένδυμά του, και ‘θερμάνθηκα’, και δεν βρισκόμουν πλέον στον εαυτό μου, και μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ήταν πράγματι πολύ σοφός στα ερωτικά πράγματα ο Κυδίας, που συμβούλευε μιλώντας για ένα ωραίο αγόρι έναν άλλον να προφυλάγεται, ώστε να μην προσέρχεται να λάβη το μερίδιό του στην τροφή υπό το βλέμμα τών λιονταριών αυτός, που ήταν ό ίδιος ένα ελάφι». Και πρέπει να τα εκλάβουμε εντελώς κυριολεκτικά αυτά – όπως το δείχνει και η επικεντρωμένη στη ‘συγκαλυμμένη’ γυμνότητα ματιά -, ακόμα κι αν θα επιθυμούσαμε να θεωρήσουμε ως την αρχή ενός χαμηλόφωνου αυτοχλευασμού τα δυνατά αυτά ποιητικά λόγια. Γιατί γίνεται σαφές κατόπιν, και μόλις αναπτύσσεται ο διάλογος, ότι ξεκινούν (πράγματι…) απ’ την ψυχή, τόσο για το σώμα όσο και για ολόκληρον τον άνθρωπο, το κακό και το καλό. Μένει λοιπόν στο επίπεδο της ψυχής και η συζήτηση που διεξάγεται, αφορώντας στη σωφροσύνη (Sophrosyne), το μέτρο και την ευπρέπεια της ωραίας ψυχής.
Στην αρχή τού «Πρωταγόρα» λέει πειραχτικά ο «σύντροφος», ότι ο Σωκράτης θα έρχεται βέβαια απ’ το ‘κυνήγι’ τής νεανικής ωραιότητας του Αλκιβιάδη, και ο Σωκράτης το αποδέχεται και παρουσιάζεται ως ‘ειδικός’ (ειδήμων…) στα ερωτικά. Συνέβη όμως κάτι το παράξενο: «Παρ’ όλο που ήταν παρών, δεν τον πρόσεχα, τον είχα μάλιστα, συχνά, εντελώς ξεχάσει» (λέει ο Σωκράτης…). Και ο ωραιότερος απ’ αυτόν (τον Αλκιβιάδη…), χάριν τού οποίου τον είχε ξεχάσει, είναι… ο Πρωταγόρας· γιατί είναι ωραίο το σοφό. Πρόκειται βέβαια για ένα αστείο, και το αστείο ‘παίζει’ παντού. Γι’ αυτό δεν είναι όμως και ο έρωτας, ακόμα κι ο αισθησιακός έρωτας για τον Αλκιβιάδη, παντελώς μια ‘μάσκα’. Είναι πραγματικός, και είναι το ‘σκαλοπάτι’, απ’ το οποίο και ανυψώνεται η φιλοσοφία (το ‘φιλοσοφείν’…), όπως ήταν και στον «Χαρμίδη» ένα σκαλοπάτι η ωραιότητα του νεανία, που απ’ αυτό ‘ανυψώνονταν’ η ψυχική του ωραιότητα και η ωραιότητα της ψυχής γενικώς. Έτσι ‘ανεβαίνει’ η κλίμακα (ώσπερ επαναβαθμοίς χρώμενον – 211 C) του έρωτα και της φιλοσοφίας ταυτόχρονα, στην οποίαν και ‘οδηγεί’ η Διοτίμα στο «Συμπόσιον», απ’ το ωραίο σώμα, για να ανέλθη αργότερα κατ’ αρχάς στην ωραιότητα της ψυχής, όπου και «αρκεί» βέβαια τότε  «και μια μικρή ακόμα ακμή τού σώματος» (210 Β). Αυτό είναι πλατωνικό και ελληνικό - ενώ υπεισέρχεται στη φράση τού Νίτσε: «Το πιο όμορφο σώμα – ένα πέπλο και μόνο, στο οποίο καλύπτεται με ντροπή – κάτι ακόμα πιο ωραίο», μ’ αυτή τη λεξούλα «μόνο», ένας ήχος από έναν εντελώς αλλοιώτικο κόσμο.
 Γίνεται δε οξύτερη στον διάλογο «Αλκιβιάδης» η αντίθεση ανάμεσα στον τρόπο που ερωτεύεται (που ‘αγαπά’…) ο Σωκράτης και σε κείνον που ερωτεύονται οι άλλοι. Οι πολλοί εραστές, που περιστοίχιζαν τον νεανία, τον εγκατέλειψαν όταν χάθηκε το άνθος τής νιότης του· όμως ο Σωκράτης, που τον περιτριγύρισε επί μακρόν, τον πλησιάζει τώρα για πρώτη φορά. Απ’ αυτήν την ‘παράξενη’ διαφορά ξεκινά ο διάλογος, και η ‘λύση’ δίνεται στο τέλος: ‘ερωτεύθηκαν’ μόνον το σώμα, ούτε καν λοιπόν «αυτόν τον ίδιον» οι ‘άλλοι’. Όμως ο Σωκράτης, που ‘αγαπά’ την ψυχή του, είναι και ο μοναδικός (αληθινός…) εραστής.  Αυτή είναι και η πιο ‘εννοιολογική’ εξήγηση που δίνει ο ίδιος ο Σωκράτης. Προέρχεται ωστόσο μόνον απ’ την αντίθεση προς τον συνηθισμένο αισθησιακό έρωτα των Πολλών αυτή η ‘απομόνωση’ του ‘ψυχικού’ έρωτα. Γιατί είναι συνολικά ανθρώπινος ο έρωτας του Σωκράτη. Και αισθανόμαστε ότι δεν λείπει ούτε κι εδώ η συγκίνηση των αισθήσεων, όταν αναφέρεται στην «ομορφιά και το ανάστημα» του νεανία, στην αρχή τού διαλόγου, ο Σωκράτης. Μπορούμε και να συμπληρώσουμε όμως, απ’ τον «Πρωταγόρα» και το «Συμπόσιο», αυτό που μόνον υποδηλώνεται εδώ. Δεν αποτελεί δε κατά κανέναν τρόπο, μόνο προσωπείο και κάλυμμα αυτό το αισθησιακό στοιχείο. Είναι (ασφαλώς…) ένα ‘κέλυφος’, αλλά ένα ‘αναπτυγμένο’ κέλυφος, χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχε ούτε ο πυρήνας. Είναι ‘βαθμίδα’, απ’ την οποία και προχωράς σε ανώτερη βαθμίδα, όμως αναγκαία βαθμίδα, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να φτάση κανείς υψηλότερα.
Mας διδάσκει ωστόσο και κάτι άλλο αυτή η συνάντηση (του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη…), πιο καθαρά απ’ οποιανδήποτε άλλη στα πλατωνικά έργα: αισθάνθηκε να τον «ενοχλή» η ‘σιωπηλή ματιά’ τού Σωκράτη ο Αλκιβιάδης. Πρόκειται για μια ‘χονδροειδή’  (‘αδρή’…)  λέξη, και διαισθάνεται κανείς την απροθυμία, και την περιέργεια επίσης, με την οποία προκαταλάμβανε σχεδόν την προσφώνηση του Σωκράτη.  Μεταβάλλεται όμως τελικά, κι αφού διεξήχθη ο πρώτος παιδαγωγικός διάλογος μπροστά μας, η σχέση τών δυό, κι ακούει δίκαια μέσα απ’ τα λόγια μιας ενθουσιώδους αφοσίωσης ο Σωκράτης, πως «διατράνωσε έναν έρωτα σαν τα φτερά τού πελαργού» ο έρωτάς του στον νεανία «και συντηρήθηκε τώρα ξανά και περαιτέρω απ’ αυτήν την ‘ανταπόδοση’ ο δικός του έρως». Εκεί που συναντά το σωστό ‘αντικείμενο’ το πάθος, θα του ‘απαντήση’ αναγκαία, επίσης ένα πάθος. Και βλέπουμε παντού στον Σωκράτη, ισχυρότερη ή ασθενέστερη (ανάλογα με την περίσταση…) εκείνη την προσελκύουσα δύναμη: όταν φτάνη στην παλαίστρα (Palӓstra), έρχονται αμέσως κοντά του τα νεαρά αγόρια, κάθονται μαζί του, και κοκκινίζουν όταν τα προσφωνή. Το ακούμε δε αυτό, ιδιαίτερα ισχυρά, απ’ το στόμα εκείνου τού νεανία στον διάλογο του «Θεάγη» (130 Ε): «Αισθανόμουν να ‘προχωρώ’ πολύ μακριά, όταν καθόμουν δίπλα σου και σε άγγιζα».
Μιλά για πρώτη φορά ο εραστής σε κείνον, που η όψη του τον συγκινεί από καιρό. Θα γίνη άραγες λόγος για το Εγώ και το Εσύ και γι’ αυτό που τους ώθησε τον έναν προς τον άλλον σ’ αυτήν την πρώτη τους συνομιλία; Ακούμε αντίθετα λόγους (λόγια…) για τη μάθηση, για την καλυτέρευση, για την πόλη και για τη δράση στην πόλη. Κι αντί να ‘δοξαστή’ απ’ τον εραστή, αισθάνεται να ελέγχεται, να ταπεινώνεται και να διαπαιδαγωγείται ο υπερφίαλος. Εμφανίζεται λοιπόν ως ο σωστός απέναντι στον λανθασμένο, που επιτελούν οι άλλοι, ο σωκρατικός ερωτικός διάλογος. «Έτσι πρέπει να συνομιλή μ’ αυτούς τούς οποίους αγαπά κανείς, αγαπητέ Ιπποθαλή», διαβάζουμε στον διάλογο «Λύσις» (210 Ε), «’χαμηλώνοντάς’ τους και ταπεινώνοντάς τους, κι όχι ‘φουσκώνοντάς’ τους και κάνοντάς τους να το πάρουν επάνω τους, όπως το κάνεις εσύ». Ο έλεγχος της ψυχής και η καθοδήγηση προς την αρετή (Arete) και την πόλη, αυτός είναι ο ερωτικός διάλογος για τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, που αγγίζουν εδώ βαθύτατα ο ένας τον άλλον και διαχωρίζονται ελάχιστα απ’ οπουδήποτε αλλού ανάμεσά τους. Και καθίσταται ένας γενικός νόμος στον πλατωνικό Σωκράτη ορατός, με τον οποίον μπορούμε να αναφερθούμε και στους πιο μεγάλους απ’ τους δικούς μας ‘ποιητές’: στον Hӧlderlin με τη φράση του «Ερωτευμένος δίνει ο θνητός άνθρωπος το καλύτερό του», στον Goethe που λέει πως «Γενικώς μαθαίνει μόνον απ’ αυτόν τον οποίον αγαπάει κανείς», και στον Nietzsche που λέει πως «Μόνον απ’ την αγάπη γεννιούνται οι πιο βαθειές θεωρίες». Και συμπληρώνονται θαυμάσια με την τριπλή συγχορδία τού Ernst Bertram στο βιβλίο του για τον Νίτσε αυτά τα λόγια: μας δείχνει αυτόν που διδάσκει ο Hӧlderlin, αυτόν που μαθαίνει ο Goethe, κι αυτόν που γεννιέται απ’ την ένωσή τους ο Nietzsche. Τα ‘ξαναβρίσκουμε’ όλα λοιπόν στον Πλάτωνα, θα μιλήσουμε όμως γι’ αυτήν την τρίτη ‘περίπτωση’, γι’ αυτόν τον ‘τρίτο’ τώρα.
Συνδέει δυό ανθρώπους ο Έρως, κι αν ονομάζονται Σωκράτης και Αλκιβιάδης αυτοί οι άνθρωποι, τότε θα φιλοσοφήσουν ο ένας μαζί με τον άλλον. Έτσι το είδαν αυτό οι άλλοι. Όμως ο Πλάτων είδε περισσότερα. Είδε εκτεταμένη σε μια νέα διάσταση τη δύναμη του μεγάλου ‘δαίμονα’ (Dӓmon): όχι μόνον διδάσκει αυτός που ‘αγαπά’ και διδάσκεται ο ‘αγαπώμενος’, αλλά  «προέρχονται» ακριβώς απ’ αυτόν τον έρωτα «οι πιο βαθειές θεωρίες». Και οδηγεί έτσι προς την Ιδέα (Idee) ο Έρως (Eros), κι είναι αυτή κατ’ αρχάς η πραγματική πλατωνική ‘μεταστροφή’.  Που μοιάζει να ερμηνεύη κι αυτή ακόμα τη μορφή τού Σωκράτη, οδηγώντας όμως σε βάθη, μπροστά στα οποία θα είχε σταθή ίσως με θαυμασμό ο ίδιος ο ιστορικός Σωκράτης.
                Απεικονίζεται κατ’ αρχάς στον διάλογο «Λύσις» αυτή η πραγματική πλατωνική ‘στροφή’, όπου και συζητά, με τη μορφή και στο πνευματικό επίπεδο του πρώιμου έργου του, εκείνα τα ερωτήματα ο Πλάτων, τα οποία και θα ‘αναβιβάση’ σε μιαν υψηλότερη κατόπιν θέση το «Συμπόσιό» του. Είναι βέβαια η «φιλία» το αντικείμενο αυτού του διαλόγου, θα γίνη όμως αργότερα σαφές ότι κρύβεται, δειλά και άτολμα τρόπον τινά ακόμα, ο πιο ισχυρός Έρως πίσω απ’ αυτήν τη λέξη, κάτι που μπορούμε να το πιθανολογήσουμε, μέσα από κάποιους υπαινιγμούς, από τώρα. Γιατί δεν είναι που διαπερνάται μόνον από ένα ερωτικό ‘άρωμα’ ολόκληρος ο ‘χώρος’ τού διαλόγου, υπάρχει και πάνω απ’ τις μορφές τών νεαρών και των αγοριών μια ερωτική λάμψη. Εδώ είναι που ‘παραδέχεται’, πως το μοναδικό του χάρισμα είναι να αναγνωρίζη γρήγορα τους εραστές και τους ερώμενους κι ο Σωκράτης (204 Β). Λέγοντας μάλιστα, πως από νέος ποθούσε ερωτικά την απόκτηση των φίλων (πρός τήν τών φίλων κτήσιν πάνυ ερωτικώς έχω – 211 Ε). Και τόσο λίγο διαχωρίζονται αυτά (η φιλία κι ο έρως…), ώστε πρώτα να λέγεται ότι επιθυμεί κάτι που του λείπει αυτός που επιθυμεί, και να συμπεραίνεται κατόπιν πως ‘εκτείνονται’ σ’ αυτό που τους είναι οικείο «ο έρως, η φιλία κι η επιθυμία» (τού οικείου ό τε έρως καί η φιλία καί η επιθυμία τυγχάνει ούσα – 221 Ε).  (( Σημ. τ. μετ.: Ας θυμηθούμε εδώ τί μάς ‘αποκαλύπτει’ ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκεί που ‘μιλά’ ο Χριστός και λέει σε όσους τον ακολουθούν, πως «Εγώ οικείος τυγχάνω προς σε…» και τα τόσα άλλα· «Τί πλέον θέλεις;»… )) .
Εξετάζεται λοιπόν η ‘φύση’ τής φιλίας σ’ αυτόν τον διάλογο και η συζήτηση κινείται κατ’ αρχάς γύρω απ’ τα ερωτήματα, αν μπορή να είναι μονόπλευρη ή πρέπη να είναι αμφίπλευρη η έλξη, κι αν συμφιλιώνεται με τον όμοιο ο όμοιος ή με τον διαφορετικόν ο διαφορετικός, που σημαίνει πως κινούνται (ακόμα…) στη μια διάσταση μεταξύ Εγώ και Εσύ τα ‘πράγματα’. Και μόνον προς το τέλος, κι αφού κινήθηκε διαλεκτικά και δίχως, φαινομενικά, αποτέλεσμα εδώ κι εκεί ο διάλογος, εφιστά την προσοχή στο ότι έφθασαν (τελικά…) στο πιο σημαντικό ο Σωκράτης. Υφίσταται προς χάριν κάποιου πράγματος η έλξη ή η ροπή, φανερώνεται ο «σκόπιμος (για να το πούμε με τη σύγχρονη σχολική γλώσσα) χαρακτήρας της», κι αυτός ο σκοπός, προς τον οποίον και κατευθύνεται, είναι κάτι το «αγαπητό» ή ένα «καλό (καγαθό…)». Και περισσότερο απ’ αυτό: καθώς διαθέτει ένα υψηλότερο, πάνω απ’ το ίδιο,  Καλό το κάθε Καλό, ‘γεννιέται’ μια κλίμακα, μέχρις ‘επάνω’ στο «ύψιστο αντικείμενο της ‘αγάπης’ (πρώτον φίλον – 219 D) ή σ’ αυτό, το οποίο αγαπάται, όχι προς χάριν ενός άλλου, αλλά για το ίδιο του το Είναι (τό τώ όντι φίλον – 220 Β). Και ‘ανέρχεται’ έτσι στη νέα διάσταση τού ‘Αυτό’ κανείς, και δείχνουν καθαρά , τόσο ο δρόμος τής κλίμακας όσο και ο ‘κανόνας’ ή ο τύπος τού ύψιστου και ευρισκόμενου στην Αλήθεια Έρωτα, ότι εκτείνεται στο ίδιο το Είδος (Eidos) η νέα αυτή διάσταση.
                ‘Φανερώνει’ ευθύς εξαρχής αυτή τη «σκοπιμότητα» του έρωτα ο σωκρατικός λόγος στο «Συμπόσιο»: είναι έρωτας προς κάτι. Και μοιάζει σαν να είναι αναγκαίος αυτός ο ‘συσχετισμός’ ή αυτή η ‘σχέση’, ώστε να ‘συμπαρασύρη’, πέρα απ’ τους εορταστικούς ύμνους, τον μύθο ή και τον ήχο (το ‘τραγούδισμα’…) των λέξεων, σε μια φιλοσοφική εννοιολόγηση τη διαμονική φύση. ‘Γεμίζει’ δε με περιεχόμενο αυτός ο ‘τύπος’, καθώς αναγνωρίζεται το Ωραίο και το Αγαθό και Τέλειο ως ο σκοπός εκείνης τής ‘κατεύθυνσης’ (προς κάτι…). Υπάρχει λοιπόν ευθύς εξαρχής η αντίληψη της διάστασης τού «Αυτό». Και σαν να είχε επιτευχθή έτσι μια εννοιολογική σαφήνεια, αφήνει να μιλήση, αναγγέλοντάς το (μάλιστα…) πανηγυρικά, την ‘προφήτιδα’ Διοτίμα για τον Έρωτα ο Σωκράτης. Ποθεί τη γέννηση στο Ωραίο, σωματικά εδώ, και ψυχικά ‘εκεί’ ο Έρως, και είναι πόθος αιωνιότητας αυτή η ‘γεννητική’ θέληση, καθ’ όσον επιθυμεί αληθινά να μετέχη «πάντα» στο Αγαθό ο Έρως   (( Σημ. τ. μετ.: Πρόκειται άρα για έναν ‘καινούργιο’ άνθρωπο, εφ’ όσον γεννιέται ‘κάπου εκεί’, στον ιδεατό κόσμο τής νόησης… )) . Υφίσταται δε γέννηση από ψυχή σε ψυχή, όταν συναντά μιαν ωραία ψυχή σ’ ένα ‘καλοφτιαγμένο’ σώμα αυτός που θέλει να γεννήση και είναι ισχυρός. Κι αυτό που γεννά είναι η «αρετή», που την τρέφουν τότε μαζί κι οι δυό ψυχές. Βλέπουμε, πώς περιέχει ασύγκριτα συνδεδεμένα (‘συσπειρωμένα’…) το Εγώ και το Εσύ και το Αυτό η γέννηση, και πώς διακρίνονται οι δυό διαστάσεις, για τις οποίες μιλήσαμε, εδώ. Ενώ επαναλαμβάνεται και σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο, ακόμα μια φορά η ίδια βασική σχέση: καθίσταται μια ‘κλίμακα’ η διπλή κίνηση προς τον ερώμενο και μαζί του προς την «αρετή», που αναβιβάζει στη θέα τών Ιδεών. Και ‘σπεύδει’  προς τη σωματική μεν ομορφιά όταν είναι νέος κανείς, για να ανέλθη από εκεί σκαλί-σκαλί, απ’ τα οποία δεν μπορεί κανένα να υπερπηδηθή, προς το «καθεαυτό» τελικά «και ομοιόμορφο προς τον εαυτό του και αιώνιο Όν» (αεί καθ’ αυτό μεθ’ αυτού μονοειδές αεί όν). Και εκπληρώνεται εκεί στον πιο υψηλό του βαθμό ο ερωτικός πόθος – προέρχονται απ’ τον έρωτα οι πιο βαθειές θεωρίες - , ενώ παραμένει προφανής, ακόμα και στη θέα τού καθεαυτού Ωραίου, η ‘αρχή’ και η ΄προέλευση’ απ’ τη συνάντηση του Εγώ με το Εσύ. ‘Υπάγεται’ δε όπως η αρχή, έτσι και ο σκοπός στον ίδιον μεγάλο ‘δαίμονα’ (τον Έρωτα…).
Ακόμα πιο ‘αναπόφευκτη’ εμφανίζεται η αναγκαία σύνδεση των δυό διαστάσεων, η ενότητα ερωτικής εμπειρίας και θέας τών Ιδεών, στον «Φαίδρο» μπροστά στα μάτια μας. Η στιγμή, όπου ανάβει η θέα τού Ωραίου τον Έρωτα, είναι σαν μια ακτίνα, που πέφτει απ’ το βασίλειο των Ιδεών στον δικό μας γιγνόμενο και παρερχόμενο κόσμο. Γιατί όποιος κοιτά τον Ωραίο, θυμάται την καθαρή ωραιότητα, που είδε ο κάθε άνθρωπος – γιατί δεν θα ήταν διαφορετικά άνθρωπος – , πριν την είσοδο σ’ αυτήν την ζωή, στον υπερουράνιο τόπο. Βλέπει όμως ωραίο τον άλλον, επειδή κοιτάζει ένα θεόμορφο πρόσωπο ή ένα σώμα, που φέρουν σε μιαν καλήν απομίμηση την πρωταρχική εικόνα της ωραιότητας (όταν θεοειδές πρόσωπον ίδη κάλλος εύ μεμιμημένον ή τινα σώματος ιδέαν – 251 Α). Και το δέος, που αισθάνεται, και η θεϊκή τιμή, που αποδίδει στον ερώμενον (έφριξε, είτα ως θεόν σέβεται), είναι όπως μια ματιά από άργυρο, όπου ζωντανεύουν αμφίδρομα ανάμνηση και απεικόνιση, και ελευθερώνεται ο δρόμος προς το βασίλειο των Ιδεών. Δεν είναι όμως παρά μόνον η αρχή. Και ‘χαράσσει’ η διαφορετική κάθε φορά ανθρώπινη ‘διάπλαση’, που συνεκομίσθη ακολουθώντας έναν θεό στο υπερουράνιο βασίλειο, που είναι δηλ. – επιχειρώντας να μη μιλήσουμε μυθικά – ατομικός νόμος που διαμορφώνει την ζωή, χαράσσει  διαφορετικούς από εκείνο το σημείο δρόμους, αναζητώντας το συγγενικό προς αυτήν τη ‘διάπλαση’ στον άλλον. Και συνειδητοποιεί έτσι με τον Έρωτα το ιδιαίτερο θεϊκό στοιχείο που κατοικεί σ’ αυτήν η ψυχή, τον δε φιλοσοφικό της και κυριαρχικό προσδιορισμό η ‘ανώτατη’ ψυχή, που βρέθηκε στην ακολουθία τού Δία. Η οποία και υποχρεώνεται να κοιτάξη, με τον Έρωτα (ερωτευμένη…), στον Δία και να διαμορφωθή σύμφωνα μ’ αυτόν. Και σημαίνει εδώ τον ανώτατο τρόπο τής θεϊκής ύπαρξης εν όψει τών αιωνίων μορφών ο «Δίας». Τον ανώτατο τρόπο· γιατί υπάρχει και σ’ αυτόν τον κόσμο μια ιεραρχία εντός τού θεϊκού, όπως στον «Παράδεισο» του Δάντη. Και προσδιορίζεται απ’ αυτήν την ιεραρχική δομή η ‘δομή’ τών ενθάδε ανθρώπων, και η δομή κάθε ανθρώπινης ερωτικής σχέσης. Το ότι ‘αγαπούν’ δηλ. φιλοσοφικοί άνθρωποι ο ένας τον άλλον και την Ιδέα, λειτουργεί σαν να κοιτάζη τρόπον τινά ο Δίας τις Ιδέες. Γιατί μπορούμε να εννοήσουμε μόνον απ’ τη μεριά τού Επέκεινα, το πώς μπορεί να οδηγήση άμεσα στο ‘φιλοσοφείν’ και στη φιλοσοφική διαπαιδαγώγηση του παρόμοια διαπλασμένου άλλου ο ανώτατος ερωτικός τρόπος, και το πώς συνιστά μάλιστα – προερχόμενος απ’ τον ανώτατο θεό – αληθινή παιδαγωγία προς αυτόν ο αληθινός Έρωτας. ‘Παρέχεται’ ταυτόχρονα, όταν συναντηθούν ερωτικά δυό άνθρωποι που ανήκουν στον Δία, δυό φιλοσοφικοί και κυριαρχικοί δηλ. άνθρωποι, και η καινούργια διάσταση, να κινηθούν προς την Ιδέα. 
               ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: