Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (15)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 22 Μαΐου 2015

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ

ΤΟΥ ENRICO BERTI.

          Ποιοί είναι οι φιλόσοφοι στους οποίους αναφερόμαστε; Αυτή την φορά εμφανίζεται το όνομα του Εμπεδοκλή στον οποίο η μείωση εξ' ολοκλήρου της γνώσεως σε αίσθηση και η ερμηνεία της αισθήσεως σαν αλλοίωση φαίνεται να ταιριάζει τελείως. Ο Αριστοτέλης αναφέρει μερικούς στίχους του Εμπεδοκλή, οι οποίοι φανερώνουν πώς για τον φιλόσοφο του Ακράγαντα, η αλλαγή των αισθήσεων συνεπιφέρει την αλλαγή τής σκέψης, ακόμη δέ και την αλλαγή τών ανθρώπων οι οποίοι διαθέτουν αισθήσεις και σκέψεις (Μεταφ. 1009 b 17). Αλλά δέν ικανοποιείται μ'αυτό ο Αριστοτέλης. Αναφέρει και τον Παρμενίδη, απο το δεύτερο μέρος του ποιήματος, όπου εκτίθεται η οδός της γνώμης, όπως και τον Αναξαγόρα, στον οποίον αποδίδει μία θεωρία της γνώσεως μάλλον αμφισβητήσιμη και αναφέρει ακόμη και τον Όμηρο (1009 b 17-31). Προηγουμένως είχε αναφερθεί στον Δημόκριτο, αποδίδοντας του και δικαίως, μία στάση ελάχιστης εμπιστοσύνης στις αισθήσεις, δηλαδή "διὸ Δημόκριτός γέ φησιν ἤτοι οὐθὲν εἶναι ἀληθὲς ἢ ἡμῖν γ' ἄδηλον (είτε τίποτε δεν είναι αληθές είτε είναι άδηλο σε εμάς)"  (1009b 11-12). Στην συνέχεια θα αναφερθεί ξανά στον Αναξαγόρα, αποδίδοντας του, σαν συνέπεια της δοξασίας του, την θέση σύμφωνα με την οποία όλα είναι ψευδή, με την ακόλουθη λογική: πάντα ψευδή, όταν γάρ μιχθή, ούτε αγαθόν ούτε ούκ αγαθόν το μίγμα, ώστ' ουδέν ειπείν αληθές. (1012 α 26-28).
          Αυτό που ενώνει όλους αυτούς τους στοχαστές, τόσο όταν δηλώνουν ότι όλες οι αισθήσεις είναι αληθινές, όπως στην περίπτωση του Εμπεδοκλή, του Παρμενίδη της γνώμης ή του Ομήρου, όσο και όταν δηλώνουν ότι όλες οι αισθήσεις είναι ψευδείς, όπως στην περίπτωση του Αναξαγόρα και του Δημόκριτου, είναι το γεγονός ότι αυτοί όλοι τους δέν διαθέτουν ένα κριτήριο για να διακρίνουν το αληθινό απο το ψευδές, και επομένως παραμένουν στην αοριστία, η οποία εμπλέκει ακριβώς την άρνηση τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, καθώς βασίζεται σε μία μονοσήμαντη εννοιολόγηση του Είναι. Ακόμη και οι υπολογισμοί τους τών θεωριών της γνώσεως, όπως και εκείνες της πραγματικότητος, τους ξαναοδηγούν σε παρόμοιες θέσεις με του Ηράκλειτου, στον οποίο ο Αριστοτέλης είχε αποδώσει όπως είδαμε, την θέση ότι τα πάντα είναι αληθινά και μαζί τα πάντα είναι ψευδή.
          3. Από μία ανάλογη θεωρία της γνώσεως ο Αριστοτέλης βλέπει ότι προέρχεται η τρίτη μεγάλη άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως, την οποία εξετάζει στην Μεταφ. IV, δηλαδή εκείνη του Πρωταγόρα. Μία πρώτη ξεκάθαρη νύξη σ'αυτόν τον στοχαστή τού αποδίδει την άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως σαν συνέπεια της γνωστής του δοξασίας σύμφωνα με την οποία όλες οι γνώμες είναι αληθινές. "Θα είναι το ίδιο πράγμα -παρατηρεί ο Αριστοτέλης- και μία τριήρης και ένας τείχος και ένας άνθρωπος, εάν όλων των πραγμάτων ένα καθορισμένο κατηγορούμενο είναι δυνατόν να το βεβαιώσουμε όσο και να το αρνηθούμε (εί κατά παντός τί ή καταφήσαι ή αποφήσαι ενδέχεται), όπως είναι αναγκασμένοι να παραδεχθούν οι υποστηρικτές της θεωρίας του Πρωταγόρα (Καθάπερ ανάγκη τοις τον Πρωταγόρου λέγουσι λόγον). Και πράγματι εάν κάποιος νομίζει (δοκεί) ότι ένας άνθρωπος δέν είναι μία τριήρης, είναι φανερό πως δέν είναι. Παρ'όλα αυτά όμως θα είναι και μία τριήρης, απο την στιγμή που η αντίφαση είναι αληθινή (είπερ η αντίφασις αληθής)." (Μεταφ . 1007 b 21-25). Η συνέπεια που συνάγεται είναι πως τα κατηγορήματα όλων των πραγμάτων μπορούν να βεβαιωθούν όσο και να απορριφθούν, δηλαδή συνεπάγεται η άρνηση τής αρχής τής μή-αντιφάσεως.
          Η αντίρρηση που απευθύνεται σε όλο αυτό, είναι γι' άλλη μια φορά η σύγχυση και η αταξία όλων με όλα, δηλαδή το πρωτογενές μείγμα του Αναξαγόρα, το οποίο αναφέρεται αμέσως μετά. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Πρωταγόρας δέν αρνιόταν καθαρά ή άμεσα, την αρχή της μή-αντιφάσεως, αλλά αυτή η άρνηση προερχόταν αναγκαίως από την δοξασία του: Είναι μία ανάλογη περίπτωση με εκείνην του Ηράκλειτου και των φυσικών τής πολλαπλότητος (Εμπεδοκλή, Αναξαγόρα, Δημόκριτου).
          Μάλιστα δέ, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, όχι μόνον απο την δοξασία τού Πρωταγόρα απορρέει η άρνηση τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, αλλά απο αυτή την τελευταία προέρχεται η πρώτη, σύμφωνα με μία σχέση αμοιβαίας εμπλοκής. Σε ένα χωρίο που ακολουθεί αμέσως μετά, αφού έχει μιλήσει για "την αχαλίνωτη λογοκοπία η οποία εμποδίζει να καθορίσουμε οποιοδήποτε πράγμα με την διάνοιά μας", δηλαδή για την θέση της τελευταίας ομάδος των αρνητών τής αρχής τής μή-αντιφάσεως, τους ελάττονες σοφιστές, οι οποίοι δηλώνουν ότι είναι οπαδοί του Ηράκλειτου, ο Αριστοτέλης συνεχίζει: "ακόμη και όσα λέει ο Πρωταγόρας βγαίνουν απο την ίδια δοξασία και είναι ανάγκη και οι δύο αυτές οι αντιλήψεις με τον ίδιο τρόπο να είναι ή να μήν είναι σωστές, γιατί ανίσως κάθε δοξασία και καθετί που εμφανίζουν οι αισθήσεις είναι αληθινό, είναι ανάγκη όλα στην ίδια στιγμή αλήθεια και ψεύδος να είναι, (είτε γάρ τα δοκούντα πάντα εστίν αληθή και τα φαινόμενα). Γιατί πολλοί έχουν δοξασίες αντίθετες μεταξύ τους, και νομίζουν ότι όσοι δέν έχουν την ίδια δοξασία με αυτούς ψεύδονται, ώστε αναγκαστικά συμπεραίνεται ότι το αυτό και είναι και δέν είναι. (ωστ' ανάγκη το αυτό είναι τε και μή είναι.) (Μεταφ. 1009 α 6-12).
          Η πεποίθηση από την οποία προέρχονται τόσο η δοξασία του Πρωταγόρα όσο και των σοφιστών, είναι φανερά εκείνη του Ηράκλειτου. Το δόγμα του Πρωταγόρα εδώ εκφράζεται καθαρά, είναι δηλαδή η διάσημη δήλωση ότι όλες οι γνώμες είναι αληθινές. Ποιά δοξασία όμως αποδίδεται στον Ηράκλειτο; Η ίδια η άρνηση της αρχής της μή-αντιφάσεως, δηλαδή η βεβαίωση "ότι το ίδιο πράγμα είναι και δέν είναι". Απο αυτή την τελευταία λοιπόν ο Αριστοτέλης συναντά ξανά την θέση του Πρωταγόρα: "και αν αυτό είναι σωστό, είναι ανάγκη τότε κάθε δοξασία να είναι αληθινή (ανάγκη τα δοκούντα είναι παντ' αληθή). Διότι όσοι είναι στην αλήθεια και όσοι είναι στο ψεύδος έχουν γνώμες αντίθετες μεταξύ τους, αλλά εάν τα πράγματα έχουν έτσι, όλοι θα είναι στην αλήθεια (αληθεύσουσι πάντες)". Η αντίρρηση του Αριστοτέλη στον Πρωταγόρα είναι ότι η δοξασία του καταστρέφεται απο μόνη της, διότι καθιστά αληθινή και την αντίθετη σ'αυτή γνώμη!
          Τέλος αναφέρεται στον Πρωταγόρα ένα τρίτο χωρίο, στο οποίο δέν ονομάζεται άμεσα, αλλά εμφανίζεται η δοξασία του. "Ομοίως δέ και η αλήθεια βασισμένη στα φαινόμενα, οδήγησε μερικούς φιλοσόφους να δηλώσουν ότι ό,τι φαίνεται είναι αληθινό (η περί τα φαινόμενα αλήθεια)" (1009 α38-b2). Και συνεχίζει παρουσιάζοντας μία σειρά επιχειρημάτων, τα οποία οδηγούν απο την διαφορετικότητα των αισθήσεων σε περισσότερα άτομα ή ακόμη και στο ίδιο άτομο στην πειθώ τής ισότητος όλων των γνωμών. Είναι η αισθητική θέση του Εμπεδοκλή, του Αναξαγόρα καί του Δημόκριτου, ίσως αδίκως αποδιδόμενη στους δύο τελευταίους. Για την ανασκευή της ο Αριστοτέλης απορρίπτει ακόμη και το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο Πλάτων στον Θεαίτητο, αναφέροντας τον μάλιστα ονομαστικά. (1010 b 12, Πλάτων Θεαίτητος 178 Β).
          Αυτό το γεγονός μας ξεκαθαρίζει και την καταγωγή της αριστοτελικής ερμηνείας τού Πρωταγόρα και της ανασκευής τής δοξασίας του που περιέχεται στην Μεταφ. ΙV. Πρώτος ο Πλάτων ερμήνευσε την διάσημη θέση του Πρωταγόρα, του ανθρώπου σαν μέτρο όλων των πραγμάτων, πρός την κατεύθυνση της σχετικότητος, λαμβάνοντας τον άνθρωπο με την έννοια του ατομικού υποκειμένου των αισθήσεων, και κατατάσσοντας επομένως τον Πρωταγόρα στους αισθητικούς. Όπως επίσης ο Πλάτων, πάντοτε στον Θεαίτητο, παρήγαγε πρώτος την σχετικότητα του Πρωταγόρα απο την θεωρία του Ηράκλειτου, περί του κοσμικού γίγνεσθαι (Πλάτων Θεαίτ. 151D- 152E, 161B-162B). Και ακόμη ο Πλάτων πάντοτε υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε ότι η δοξασία τού Πρωταγόρα καταστρέφει τον εαυτό της, διότι καθιστά αληθινή και την θέση που την αντιφάσκει.
          Μία σύνθεση αυτής της ερμηνείας, και της εκθέσεώς της που παρουσίασε ο Αριστοτέλης στην Μεταφ. IV, μάς παρουσιάζεται στην Μεταφ. XI, μ' έναν τόσο διαυγή τρόπο που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για την αυθεντικότητά της!
          "Παραπλήσιον δέ όσων είπαμε είναι και το λεχθέν απο τον Πρωταγόρα, διότι και εκείνος είπε, πάντων χρημάτων μέτρον είναι άνθρωπος, και δέν εννοούσε παρά αυτό που νομίζει ο καθένας (το δοκούν εκάστω) αυτό και παγίως είναι. Εάν συμβαίνει όμως αυτό το ίδιο πράγμα είναι και δέν είναι, είναι και κακό και αγαθό και είναι επίσης και όλα τα άλλα ζεύγη των αντιθέτων. Και αυτό συμβαίνει επειδή πολύ συχνά σε μερικούς ένα δεδομένο πράγμα φαίνεται καλόν, ενώ σε άλλους φαίνεται ακριβώς το αντίθετο, και μέτρον όλων των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό, το φαινόμενον εκάστου" (Μεταφ. 1062 b 12-19).

 ΣΧΟΛΙΟ: Όσοι θέλουν μπορούν νά παρατηρήσουν τήν συνάφεια τών εμπειριστών τής εποχής τού Κάντ μέ τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους. Μιά συνάφεια πού παρατήρησε καί εκμεταλλεύθηκε ο Χάιντεγκερ,  καί προσπάθησε μέ όλες του τίς δυνάμεις νά αναβαθμίσει τούς προσωκρατικούς αυτούς εις βάρος τού Πλάτωνος καί τού Αριστοτέλη. Διότι οι εμπειριστές τής Δύσεως συγγενεύουν μέ τούς προσωκρατικούς εάν από τούς τελευταίους αφαιρέσουμε τήν ουσία. Όπως καί ο Κάντ καί ο Χέγκελ  υποδύονται τήν θέση τού Πλάτωνος καί τού Αριστοτέλη χωρίς τόν δεύτερο πλού τού Σωκράτη. Η μοντέρνα φιλοσοφία λοιπόν είναι μιά κακή επανάληψη τής Προσωκρατικής φιλοσοφίας. Κακή διότι ο νοητός κόσμος τού δεύτερου πλού, είναι ο Νούς. Καί συνεπώς προσπαθούμε νά βρούμε τόν τρόπο τής ζωής μας, χωρίς τόν Νού, διά τής διανοίας. Σ' αυτή τήν ανόητη προσπάθεια συμμετείχε μέ όλες του τίς δυνάμεις καί ο Γιανναράς. Ο Ζηζιούλας υιοθέτησε τήν θεολογική λύση τού Αυγουστίνου. Ο οποίος πίστεψε πώς μέ τήν αγάπη ανακάλυψε τόν τρίτο πλού: ΑΓΑΠΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΘΕΣ. Καί κάνει ό,τι θέλει. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας δέν εγκατέλειψαν ποτέ τόν ΝΟΥ.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου