Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (29)

Συνέχεια από Πέμπτη, 17 Δεκεμβρίου  2015
                 
 PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                WalterdeGruyteru. Co, Berlin 1964 )
                            
                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΙΧ  /  ΜΥΘΟΣ    (συνέχεια)

  
Είδαμε τρεις βαθμίδες λοιπόν στη μυθική ποίηση του Πλάτωνα, που η μια παραπέμπει βέβαια στην άλλη, ή και ‘επεκτείνεται΄ακόμα σ’ αυτήν, είναι όμως και σαφώς διαχωρισμένες. ‘Αναμένει’ στην πρώτη βαθμίδα, στο περιθώριο του σωκρατικού κόσμου, και ζητά να ‘διεισδύση’ ο Μύθος. Και αυξάνοντας φαινομενικά ‘ανεύθυνα’, δείχνει πως υπάρχει κάτι – όπως στη μοίρα τής ψυχής και το ανθρώπινο πολιτικό γίγνεσθαι π.χ. –, που δεν το συμπεριλαμβάνει ή δεν το συμπεριλαμβάνει κατ’ αρχάς ο αυστηρός και ‘υπεύθυνος’ Λόγος (Logos). Δεν μπορεί να ‘επιτρέψη’ τίποτα απ’ όλ’ αυτά ο πλατωνικός Σωκράτης, μέχρι να εκφρασθή παντού η απορία (Aporie) (να φτάση σ’ ένα ‘αδιέξοδο’ ο λόγος…). Στη δεύτερη όμως βαθμίδα ‘κυριεύει’ ο ίδιος ο Σωκράτης τον μύθο. Κι εδώ εμφανίζονται οι δρόμοι που οδηγούν στο Είδος, ο δρόμος τού Έρωτα καταμεσίς αυτού τού βίου, κι ο δρόμος τού θανάτου τήςψυχής στα ‘σύνορα’ αυτής τής ύπαρξης, τους οποίους και εξακολουθεί να βαδίζη, αφού πορεύθηκε, όσο ήταν δυνατόν και αναγκαίο, στον δρόμο τήςγνώσης ο Σωκράτης. Μέχρι που μένει μόνο στον «Φαίδρο» πια, στην τρίτη βαθμίδα, φορέας τού μύθου ο ‘κατειλημμένος’ (ο ‘συγκινημένος’…) απ’ την ερωτική μανία (Mania) Σωκράτης. Για ν’ ακούη πια μόνον από ’κεί και πέρα τούς μύθους που αφηγούνται οι άλλοι. Και επιστρέφει ταυτόχρονα, οριστικά στη μέση τού αντίστοιχου έργου, ή και καταλαμβάνει όλο το έργο ο μύθος. Κάτι που συμβολίζει και τη μετατροπή τού περιεχομένου του. Γιατί δεν συνίσταται πια ένας δρόμος σ’ αυτόν, με σκοπό του το Είδος, αλλά διαμορφώνεται μέσα στον κόσμο, στην πόλη και στην αρχέγονη Αθήνα. Και αποτελεί έτσι, μυστικά ή και εκπεφρασμένα, το ‘φλέγον σημείο’ για τις ‘καμπές’ τών πλατωνικών μύθων το Είδος, όπως αποτελεί εξάλλου και το κεντρικό σημείο τής (σύνολης…) πλατωνικής φιλοσοφίας.
       Βλέπει λοιπόν κάτι το οποίο ανήκει στην παιδαγωγία (Pӓdagogie) τού ανθρώπινου γένους στον πλατωνικό μύθο ο Χέγκελ, το οποίο και δεν χρειάζεται πια, μόλις αυτό το γένος ‘αναπτυχθή’.Μπορούμε όμως να μιλήσουμε μόνο με μιαν πολύ περιορισμένη έννοια για ένα στάδιο παιδικότητας, απ’ το οποίο και θα είχε ήδη ‘ανέλθει’ και ο Αριστοτέλης, στον Πλάτωνα, με την έννοια δηλ. ότι ‘διαδέχεται’ μια οξύτερη εννοιολόγηση την πλατωνική ‘έννοια’. Μπορεί να ‘ξεπερασθή’ ως δημιουργός τόσο λίγο, όσο και οποιοσδήποτε δημιουργός με την εκλέπτυνση ή την επέκταση των τυπικών του ‘μέσων’. Αν αναβιβάσουμε βέβαια αντίθετα, με μιαν αγαπητή σε μας σήμερα ρομαντική υπερεκτίμηση – επειδή πρόκειται ακριβώς για τα ύψιστα πράγματα – στην ύψιστη εκφραστική δύναμη του Πλάτωνα τον μύθο, θα συναντήσουμε το λιγότερο, μιαν αντίφαση σ’ αυτόν τον ίδιον. Κατέχει τον απαραίτητό του τόπο στον μοναδικό, ανεπανάληπτο και αξεπέραστο κόσμο τού Πλάτωνα ο μύθος. Οι δε αλλαγές στη μορφή που εμφανίζεται, αποσαφηνίζουν το ‘γίγνεσθαι’ του Πλάτωνα, ή για να το πούμε πιο προσεχτικά και σωστά, το ‘γίγνεσθαι’ του πλατωνικού έργου. Αλλά κι όταν πρόκειται για μια ‘παιχνιδιάρικη’ προαναγγελία, κι όταν πρόκειται για την πορεία σε μιαν οδό, κι όταν πρόκειται για την ενσάρκωση τελικά τοώ Αιώνιου σ’ αυτόν τον κόσμο τής φύσης και της ιστορίας, υπάρχει παρ’ όλ’ αυτά σ’ όλες αυτές τις αλλαγές κάτι το Όμοιο. Είναι μια απάτη, αναμεμειγμένη στην αλήθεια ο μύθος (Πολιτεία ΙΙ 377 Α). Που εδράζεται, πολύ μακριά απ’ το να αποτελή μιαν ελεύθερη βούληση, βαθειά στη φύση τού ίδιου του Είναι, και στην ανθρώπινη γνώση αυτού τού Είναι. Γιατί ανήκει (μόνο…) στον Θεό η καθαρή αλήθεια: «Εντελώς αψευδές είναι μόνον το δαιμονικό και το θεϊκό» (Πολιτεία ΙΙ 382 Ε). Και φτάνουμε έτσι σε μιαν άποψη, απ’ την οποίαν και φαίνεται να συγγενεύη με την ειρωνία (Eironeia) ο μύθος, αποκαλύπτοντας και καλύπτοντάς την ταυτόχρονα, ενώ μπορούμε να διαισθανθούμε άλλη μια φορά εδώ, γιατί μπορεί να είναι, ή και πρέπει να είναι ένας ‘εφευρέτης’ μύθων ο ειρωνικός Σωκράτης, και γιατί είναι εμποτισμένος με ειρωνία ο μύθος, και γιατί έχει παντού σταθερή θέση στον πλατωνικό ειρωνικό διάλογο, εκεί όπου εισέρχεται μια ακτίνα τού Επέκεινα (Epekeina) κατ’ αρχάς, και ολοένα και περισσότερο η πληρότητα του κόσμου τών Ιδεών σ’ αυτήν εδώ την ζωή.
       Αυτός είναι και ο λόγος, γιατί αντηχεί πλέον σαν μακρινός και μόνον στους «Νόμους» τού Πλάτωνα ο μύθος. Είναι εξάλλου και το Είδοςοριακά και μόνον πια ορατό εδώ, όταν απαιτείται μια και μοναδική φορά απ’ τους Φύλακες στο τέλος τού γιγάντιου αυτού έργου, ότι πρέπει να είναι ικανοί «να δούν τη μια (και μοναδική…) Ιδέα» (ΧΙΙ 965 C).Και παρεμβάλλεται εκεί όπου αρχίζει στην πραγματικότητα η νομοθεσία, στο μέσον τών «Λόγων» (Logoi) ένας «Μύθος» (IV 713 Aκ.ε.): είναι η παλαιά ιστορία για τον χρυσούν αιώνα, όπου και θέτουν δαιμονικές δυνάμεις τον Κρόνο να κυριαρχή πάνω στους ανθρώπους. Αλλάζει όμως γρήγορα ο ‘τόνος’, και μαθαίνουμε, τί «λέει στ’ αλήθεια» αυτή η ιστορία. Άλλη μια φορά εμφανίζεται η λέξη ‘μύθος’ στο μεγάλο Επεισόδιο (Episode) του 10ου βιβλίου, για την αληθινή και τη λανθασμένη θεϊκή πίστη: «Χρειαζόμαστε τους μύθους για να γοητεύσουμε τις ψυχές» (903 Β). Ενώ γίνεται αντιληπτό και από πού προέρχετα η μυθική μορφή (904 Β): Όταν «το κοίταξε αυτό» ο δημιουργός βασιλιάς, «τότε και επινόησε…». Όπως «επινόησε» ήδη ο Προμηθέας στον μύθο τού «Πρωταγόρα», ενώ συναντάται συχνά η ίδια λέξη, «επινοώ», για τον μυθικό δημιουργό τού κόσμου στον «Τίμαιο».Γίνεται όμως και πάλι, αυτό που ονομάζεται για μια στιγμή «μύθος», αμέσως «λόγος» (903 Β 5), και θα μπορούσαμε να πούμε θεολογία ή και ‘κήρυγμα’. Κι αυτό που υπήρχε ως μυθική αφήγηση για την επιλογή τών νεκρών και την περιπλάνηση της ψυχής στον «Φαίδωνα», μετασχηματίζεται εδώ σε νόμους τής φύσης. Υπάρχει μια συσσώρευση φυσικο-επιστημονικών εννοιών, όπως η αλλαγή τόπου, εις ύψος και εις βάθος, απ’ το καλύτερο στο καλύτερο, κι απ’ το χειρότερο στο χειρότερο. Και μοιάζει σαν να διαβάζαμε τον Αναξαγόρα ή τον Εμπεδοκλή ή τον Δημόκριτο. Κι αν καταλαμβάνη το μυθικό όραμα σχεδόν όλον τον ‘χώρο’ στον «Τίμαιο», γίνεται αντιληπτός μόνο για κάποιες στιγμές ο μυθικός ήχος στους «Νόμους», σαν να μην ανήκε πράγματι καθόλου σ’ αυτές τις ‘περιοχές΄τού Σόλωνα. –
         Μιλά στο μεγάλο γράμμα στον Can Grande della Scala για την πολυσημία τής «Κωμωδίας» του ο Δάντης: quod  istius operis non est simplex sensus, immo dici potest polysemum. H μια έννοια είναι η «κατά γράμμα ερμηνεία», κι απέναντί της ισάξια η «αλληγορική» ή «μυστική», που λαμβάνει απ’ την πλευρά της διάφορες πάλι μορφές. Est ergo subjectum totius operis, literaliter tantum accepti, status animarum post mortem simpliciter sumptus. Nam de illo et circa illum operatur processus. Si vero accipiatur opus allegorice, subjectum est homo, prout merendo et demerendo per arbitrii libertatem Justitiae praemianti aut poenienti obnoxious est. Μας ‘προσκαλούν’ λοιπόν κι οι πλατωνικοί μύθοι, που ‘προ-ηχούν’ χαμηλόφωνα αλλά με σαφήνεια το μεγάλο ποίημα του Δάντη, ξανά και ξανά να κατανοηθούν είτε αλληγορικά είτε ηθικά είτε αναγωγικά. ‘Οπλίστηκε’ όμως πάντοτε ενάντια στο να μεθερμηνεύση, όπως ήταν ήδη τότε ‘αγαπητό’, τους παραδεδομένους για τους θεούς θρύλους ο Πλάτων. Και καθώς δεν θα ‘επεδίωκαν’ ποτέ να κατανοηθούν λογοτεχνικά απλώς οι δικοί του μύθοι, είναι και σε κάθε στιγμή ‘έτοιμοι’ να ανακαλέσουν ξανά εκείνες τις ‘πρωταρχικές’ και ‘εικονικές’ «μυστικές» ερμηνείες. Και διαφεύγει έτσι, όχι μόνον απ’ τον κίνδυνο ενός μεταφυσικού δογματισμού, αλλά κι απ’ την ίδια την ακαμψία κριτικών οριοθετήσεων, όπως διαφεύγει με την τέχνη του τού διαλόγου από μιαν ‘άκαμπτη’ γραφή, ή με την ειρωνία του από τη δογματική σοβαρότητα ο Πλάτων. Κατορθώνει λοιπόν να «διεγείρη ένα καταφανές νόημα απ’ τη μυστική ζωή», και όχι μόνον ως ένα ασαφές αίσθημα, ο μύθος. Καθώς οδηγείται σε ‘διαυγείς’ και στέρεους δρόμους η παραστατική φαντασία, και εκβάλλουν στον μύθο οι διαλεκτικά αποκτημένες γνώσεις και τα άμεσα εμπειρικά, ηθικά αιτήματα, κι ο μύθος πάλι σ’ αυτά. Multa namque per intellectum videmusλέει σε κείνην την επιστολή ο Δάντηςquibus signa vocalia desunt. Quod satis Plato insinuate in suis libris per assumptionem mataphorismorum. Multa enim per lumen intellectualle vidit, quae sermon proprio nequivit exprimere.  

( τέλος τού κεφαλαίου «Μύθος», και τέλος τού πρώτου μέρους – συνεχίζεται με το δεύτερο μέρος τού βιβλίου )
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου