Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (22)

Συνεχίζεται από:Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ  
 

ΤΟΥ ENRICO BERTI
     
     Όσον αφορά την δομή τής αναίρεσης, μπορούμε να διακρίνουμε δύο τύπους; την απευθείας αναίρεση και την έμμεση! Η πρώτη συνίσταται στην απαγωγή (εξαγωγή) από τις προϋποθέσεις οι οποίες προσφέρθηκαν από τον συνομιλητή, ενός συμπεράσματος το οποίο αντιφάσκει άμεσα την απάντηση που έδωσε στην πρώτη ερώτηση! Η δεύτερη όμως συνίσταται στην απόκτηση από τον συζητητή παραχωρήσεων οι οποίες αντιφάσκουν. Μία ή δύο συνέπειες οι οποίες προέρχονται από την απάντησή του στην πρώτη ερώτηση. Αυτός ο δεύτερος τύπος αναίρεσης, ο οποίος έχει την ίδια αξία, εξ'απόψεως λογικής, με τον προηγούμενο, χρησιμοποιήθηκε πιό συχνά από τον Σωκράτη. Αυτός μπορεί να τυποποιηθεί μέσω εκείνου που οι Στωϊκοί θα ονομάσουν έναν υποθετικό καταστροφικό συλλογισμό και οι σχολαστικοί modus ponendo tollens, δηλαδή εάν Π τότε Ρ, αλλά όχι Ρ, άρα ούτε Π.
          Ένα παράδειγμα απευθείας αναιρέσεως έχουμε στον Ευθύφρονα, όπου ο Σωκράτης, αφού είχε θέσει την βασική ερώτηση "τί είναι το άγιο;", και είχε δεχθεί την απάντηση "άγιο είναι αυτό που είναι αγαπητό στους Θεούς", τον αναγκάζει να συμφωνήσει ότι οι Θεοί μαλώνουν συχνά μεταξύ τους και ότι αυτό που είναι αγαπητό στους μέν μισείται από τους άλλους, συμπεραίνοντας από αυτές τις προϋποθέσεις ότι τα ίδια πράγματα μπορούν να είναι αγαπητά σε μερικούς Θεούς και να μήν είναι σε άλλους, άγια λοιπόν και μή-άγια! (Πλατ. Ευθύφρ. 6Ε-8Α). Ένα παράδειγμα εμμέσου αναιρέσεως έχουμε στον ίδιο διάλογο όπου ο Σωκράτης συμπεραίνει από την νέα απάντηση του Ευθύφρονος στην βασική ερώτηση, δηλαδή "άγιο είναι να μεριμνάς για τους Θεούς", στηριζόμενος στην αποδοχή ότι η μέριμνα για ένα πράγμα χρειάζεται για να τό κάνει καλύτερο, και στο συμπέρασμα ότι τότε άγιο είναι αυτό που χρησιμεύει να κάνει καλύτερους τους θεούς, το οποίο είναι φανερά άτοπο! (Πλατ. Ευθύφρ. 12Ε-13C).
          Αναιρέσεις του ενός ή του άλλου τύπου βρίσκονται σε όλους τους διαλόγους που ονομάζονται σωκρατικοί. Για παράδειγμα στον Χαρμίδη ο Σωκράτης αναιρεί την απάντηση στην βασική ερώτηση, σύμφωνα με την οποία η σοφία είναι μία κάποια ησυχία, ηρεμία, αναγκάζοντας τον Χαρμίδη να συμφωνήσει ότι η σοφία είναι ανάμεσα στα καλά πράγματα και τα καλά πράγματα είναι η εγρήγορση και η ταχύτης, από όπου συμπεραίνεται ότι η σοφία ακριβώς είναι ταχύτης και εγρήγορση (Πλατ. Χαρμ. 159 A-D).
          Στον Λάχη ο Σωκράτης αναιρεί την απάντηση σύμφωνα με την οποία το κουράγιο είναι να παραμείνουμε στην θέση μας στην μάχη, πείθοντας τελικώς τον Λάχη να δεχθεί ότι οι Σκύθες πολεμούν οπισθοχωρώντας, κάτι που συνεπάγεται ότι το κουράγιο είναι και η οπισθοχώρηση. Στον Ιππία μείζωνα αναιρεί την απάντηση σύμφωνα με την οποία η ωραιότης, η ομορφιά είναι μία όμορφη κόρη, μέσω τής παραδοχής ότι μία όμορφη κόρη είναι όμορφη συγκρινόμενη με μία κατσαρόλα, αλλά άσχημη συγκρινόμενη με μία θεά και συμπεραίνει ότι τελικώς είναι και όμορφη και άσχημη, ταυτοχρόνως. Στο 1ο βιβλίο της Πολιτείας αναιρεί την απάντηση ότι η δικαιοσύνη συνίσταται στην επιστροφή στους άλλους όσα τους ανήκουν και τους πρέπει, μέσω της παραδοχής ότι δέν είναι σωστό να επιστρέψεις το μαχαίρι του σε κάποιον ο οποίος είναι εκτός εαυτού.
          Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η αναίρεση λειτουργεί καθόσον ο Σωκράτης και οι συζητητές του, αναγνωρίζουν ότι αυτό που είναι αντιφατικό είναι αδύνατον να υποστηριχθεί. Αυτό προϋποθέτει την παραδοχή, έστω υπονοούμενη, της αρχής τής μή-αντιφάσεως, κάτι που διακρίνει ξεκάθαρα την διαλεκτική τού Σωκράτη από εκείνη του Πρωταγόρα. Ακόμη και ο Πρωταγόρας, όπως είδαμε, χρησιμοποιούσε τον διάλογο, μάλιστα δέ τον εγκαινίασε ο ίδιος - και χρησιμοποιούσε και την αναίρεση, την οποία είχε επινοήσει ο Ζήνων, αλλά η διαλεκτική του παρέμενε αδύναμη, ακριβώς διότι δέν βασιζόταν στην αρχή της μή-αντιφάσεως. Ο Σωκράτης μοιράζεται με τον Ζήνωνα την παραδοχή της αρχής της μή-αντιφάσεως, αλλά την εισάγει στον διάλογο, κερδίζοντας μ'αυτόν τον τρόπο την ομολογία τού συνομιλητού (την συμφωνία) γύρω από τα συμπεράσματα που προέκυψαν, δηλαδή την αναγνώριση από μέρους τού τελευταίου ότι αναιρέθηκε, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι μετά από κάθε αναίρεση ο συνομιλητής ψάχνει μία καινούργια απάντηση στην βασική ερώτηση, εγκαταλείποντας εκείνη που είχε αναιρεθεί ήδη.
          Γι'αυτό η σωκρατική διαλεκτική, χάρη σ'αυτήν την συνδυασμένη χρήση τού διαλόγου και της αναιρέσεως και χάρη στην αποδοχή τής αρχής της μή-αντιφάσεως, είναι μία επαρκής διαλεκτική. Μπορούμε να πούμε ότι μ'αυτή ο Σωκράτης φτάνει στην αλήθεια; Κάποιος το ισχυρίσθηκε, παρατηρώντας ότι οι προϋποθέσεις που προσφέροντο στον Σωκράτη από τους συνομιλητές του εκλαμβάνοντο από αυτόν σαν αυθεντικές αλήθειες (Βλαστός, Σωκρατικός έλεγχος). Άλλοι όμως διαφώνησαν, ότι δηλ. αυτές οι προϋποθέσεις είναι μόνον ψυχολογικά απαράβατες και γι'αυτό η επιχειρηματολογία την οποία αναπτύσσει ο Σωκράτης ξεκινώντας από αυτές χρειάζεται μόνον για να δοκιμάσει την συνέπεια του συνομιλητού του. Δέν υπάρχει αμφιβολία βεβαίως ότι η συνέπεια, παρότι για τον Σωκράτη έχει και μία πρακτική αξία, δηλαδή είναι βασικώς συνέπεια της ζωής, δέν είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την αλήθεια. Ακόμη και όταν ο Σωκράτης κατορθώνει να αποδείξει ότι ο συνομιλητής του είναι ασυνεπής με τον εαυτό του, δηλαδή αυτοαντιφάσκει, μ'αυτό δέν έχει ακόμη αποδείξει ποιά από τις δύο θέσεις που είναι αντιφατικές μεταξύ τους, και οι οποίες έχουν γίνει αποδεκτές από τον συνομιλητή του, είναι αληθινή και ποιά είναι ψευδής. Η εντύπωση που προκύπτει από την αρνητική κατάληξη των σωκρατικών διαλόγων είναι ότι για τον Σωκράτη, όλες οι απαντήσεις που προτάθηκαν από τους συνομιλητές του στην βασική ερώτηση, κρίθηκαν από αυτόν ανεπαρκείς, δηλαδή ψεύτικες, και επομένως οι αντίστοιχες αρνήσεις υπολογίζονται από αυτόν σαν αληθινές. Σε κάθε περίπτωση η θέση τού συνομιλητού είναι ψεύτικη εάν ληφθεί στο σύνολό της, δηλαδή όταν συμπεριληφθούν τόσο οι απαντήσεις στην βασική ερώτηση όσο και οι απαντήσεις οι δευτερεύουσες λόγω τής αντιφάσεως που είναι εσωτερική σ'αυτές. Αυτό το αποτέλεσμα όμως δέν είναι ακόμη αρκετό να μας δείξει ποιά είναι η αληθινή απάντηση, διότι φανερώνει μόνον την αλήθεια μίας αρνήσεως, όπως για παράδειγμα ότι η αγιότης δέν είναι να κάνουμε αυτό που είναι αγαπητό στους Θεούς, ή ότι το κουράγιο δέν είναι να στεκόμαστε σταθεροί απέναντι στους εχθρούς ή ότι η δικαιοσύνη δέν είναι η επιστροφή στον καθένα αυτό που τους πρέπει. Αυτός είναι εξάλλου και ο ανολοκλήρωτος χαρακτήρας τής σωκρατικής διαλεκτικής, θα μπορούσαμε να πούμε η αδυναμία του, η οποία πιστοποιείται απο μία διάσημη και μάλλον αδιευκρίνιστη μέχρι τώρα, μαρτυρία τού Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο ο Σωκράτης συλλογίζεσθαι εζήτει, δηλαδή, προσπαθούσε να επιχειρηματολογήσει στον διάλογο με τρόπο ολοκληρωμένο -και να το πάθος του για τους διαλόγους, για το οποίο μιλά ο Πλάτων και να η διαφορά του απο τον Πρωταγόρα ο οποίος δέν προσπαθούσε να ολοκληρώσει- και γι'αυτό ευλόγως ερευνούσε την ουσία, καθότι η ουσία είναι η αρχή των συλλογισμών.
          Για τον Σωκράτη λοιπόν, εάν πρίν δέν γνωρίζουμε τί είναι ένα πράγμα, δέν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτε άλλο γι'αυτό το πράγμα. Η αναίρεση, φανερώνοντας ότι αγνοείται η ουσία, δηλαδή ότι καμμία απάντηση στην βασική ερώτηση είναι κατάλληλη, δέν οδηγεί στην γνώση, αλλά μόνον στην γνώση ότι δέν γνωρίζουμε. Ο Λόγος γι'αυτό συνεχίζει ο Αριστοτέλης είναι ότι εκείνη την εποχή δέν υπήρχε ακόμη μία διαλεκτική ισχύς τέτοια, ώστε να μπορεί να ερευνά τα αντίθετα ακόμη και χωρίς την ουσία (και χωρίς του τι εστίν) και εάν η επιστήμη των αντιθέτων είναι η ίδια (Μεταφ 1078 b 23-27). Προφανώς ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι σ'έναν επόμενο χρόνο ανεκαλύφθη μία πιό δυνατή διαλεκτική από εκείνη που έθετε σε εφαρμογή ο Σωκράτης, ικανή να ερευνήσει τα αντίθετα χωρίς να γνωρίζει την ουσία, επειδή η επιστήμη των αντιθέτων είναι η ίδια (με την επιστήμη της ουσίας).
          Αυτή η τελευταία διαβεβαίωση μπορεί να ερμηνευθεί σαν να υπονοεί μία αντίθεση πλαισίων, δηλαδή αντικειμένων, για παράδειγμα την αντίθεση ανάμεσα στην υγεία και την ασθένεια, όπου η επιστήμη του ενός φέρει και την επιστήμη του άλλου. Η επίσης μπορεί να υπονοεί μία αντίθεση υποθέσεων, όπου σε μερικές περιπτώσεις όπως για παράδειγμα όταν δύο προτάσεις είναι αντιφατικές μεταξύ τους, η απόδειξη του ψεύδους τής μίας ισούται με την απόδειξη της αλήθειας της άλλης. Στον Σωκράτη έλειπε μία θεωρία τής αντιθέσεως και γενικώς της αντιφάσεως και γι'αυτό δέν ήταν σε θέση να γνωρίζει πότε το αρνητικό αποτέλεσμα των αναιρέσεων του μπορούσε να οδηγήσει σε μία γνώση της αλήθειας, δηλαδή ποιά πρόταση μπορούσε να θεωρηθεί αποδειγμένη μέσω της αναιρέσεως τής αρνήσεως της. Να γιατί η διαλεκτική του, παρά την επάρκειά της, ήταν μόνον καταστροφική! Χρησίμευε μόνον να ξεχωρίσει το ψεύδος, όχι την αλήθεια, οδηγούσε μόνον στην γνώση της άγνοιας, και όχι στην αληθινή γνώση. Στον νού τού Αριστοτέλη, η ισχυρή διαλεκτική η ικανή να φτάσει στην αλήθεια ακόμη και ανεξαρτήτως από την ουσία, πρέπει να φανερώθηκε μετά τον Σωκράτη, και μάλλον πρόκειται για την διαλεκτική του Πλάτωνος και σ'αυτή θα στρέψουμε την προσοχή μας!
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου