Συνεχίζεται από: Δευτέρα, 21 Μαρτίου 2016
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ
ΤΟΥ ENRICO BERTI
2. Για να αξιολογήσουμε την θεωρία
του Πλάτωνος σχετικά με την διαλεκτική και την αντίφαση θα στηριχθούμε κυρίως
στους διαλόγους, και για την ακρίβεια σε εκείνους οι οποίοι χρονολογικώς
υπολογίζονται σαν ύστεροι στους σωκρατικούς διαλόγους. Ο πρώτος και ίσως ο
αρχαιότερος είναι ο Μένων, στον οποίο βλέπουμε να εμφανίζεται, ίσως για πρώτη
φορά, ο όρος διαλεκτική σε σύνδεση μάλιστα με την σωκρατική μέθοδο της
αναιρέσεως. Εδώ ο Πλάτων διακρίνει τον τρόπο τού διαλέγεσθαι και του ελέγχειν
που είναι ακριβώς των σοφιστών, οι οποίοι ορίζονται σαν «γνώστες, εριστικοί και
αγωνιστικοί», από εκείνον που χρησιμοποιείται ανάμεσα σε φίλους και ο οποίος
ορίζεται σαν διαλεκτικώτερος. Αυτός ο τελευταίος συνίσταται, γι’ αυτόν που
απαντά, στο να δίνει αληθινές απαντήσεις και γι’ αυτόν που ερωτά, στο να
αναλαμβάνει σαν προϋποθέσεις μόνον αυτό που ο συνομιλητής έχει ακριβώς
παραχωρήσει (προσομολογή). Έτσι
προσλαμβάνεται πλήρως η σωκρατική διαλεκτική.
Στον Πλάτωνα όμως αυτή η πρακτική
γίνεται μια πραγματική και αληθινή “τέχνη” (η περί τους λόγους τέχνη), ακόμη δε
περισσότερο μια “μέθοδος” (η διαλεκτική μέθοδος, η μέθοδος των λόγων), όχι
δηλαδή με την μοντέρνα σημασία του όρου, δηλαδή με την καρτεσιανή σημασία, ενός
συνόλου κανόνων οι οποίοι έχουν καθορισθεί προκαταρκτικώς από την πραγματική
έρευνα, αλλά με την σημασία μιάς οδού, δηλαδή της πραγματικής διαδρομής ή
προόδου της έρευνας. Αυτή η “μέθοδος”
ταυτίζεται χωρίς άλλο με την ίδια την φιλοσοφία από τον Πλάτωνα, τόσο όταν
βεβαιώνει ότι ο νομοθέτης ή οποιοσδήποτε εφαρμόζει ένα καινούργιο γλωσσικό
ιδίωμα πρέπει να ρωτήσει τον “διαλεκτικό” εάν ενήργησε σωστά (Κρατύλος 390 D), όσο και όταν λέει ότι ο
μαθηματικός πρέπει να εμπιστευθεί στον διαλεκτικό την χρήση των δικών του
ανακαλύψεων (Ευθύφρων 290 C),
όσο και όταν, τέλος δηλώνει ότι η διαλεκτική είναι η κορυφή ή η πέτρα της
κορυφής ή το κλειδί (θριγκός) που ανοίγει όλες τις επιστήμες. Η διαλεκτική
λοιπόν δεν είναι πλέον μόνον καταστροφική, όπως στον Σωκράτη, αλλά οικοδομεί,
είναι ικανή να φτάσει στην αλήθεια, είναι η υπέρτατη επιστήμη, μάλιστα δε είναι
ο μοναδικός λόγος που αξίζει το όνομα της επιστήμης (Πολιτεία VII, 533 Ε).
Πώς αναπτύσσεται και πως προοδεύει η
διαλεκτική; Σε μια πρώτη ομάδα διαλόγων, δηλαδή στον Μένωνα, στον Φαίδωνα, την
Πολιτεία και στον Παρμενίδη, έρχεται σε σχέση με τις υποθέσεις, δηλαδή είναι
ταυτισμένη με την έρευνα που ξεκινά από μία υπόθεση (εξ’ υποθέσεως σκοπείσθαι).
Στον Μένωνα λέγεται πράγματι ότι, όταν δεν γνωρίζεται η ουσία ενός πράγματος,
για παράδειγμα ο ορισμός της αρετής, και παρ’ όλα αυτά θέλουμε να γνωρίσουμε
μία της ποιότητα, για παράδειγμα εάν η αρετή διδάσκεται ή όχι, πρέπει να
διατυπώσουμε μία υπόθεση, όπως να δεχθούμε ότι η αρετή δεν διδάσκεται, και να
δούμε ποιες συνέπειες απορρέουν. Να ξεκινήσουμε από μία υπόθεση λοιπόν σημαίνει
να προσλάβουμε μία θέση τής οποίας δεν γνωρίζουμε ακόμη την αξία και να
συμπεράνουμε τις συνέπειες σαν να είναι αληθινή: αυτονόητα βέβαια ο τύπος των συνεπειών
που θα προκύψουν θα μας δώσει τις ενδείξεις σχετικά με την αξία της.
Αυτό ξεκαθαρίζει ιδιαιτέρως στον
Φαίδωνα: εδώ ο Σωκράτης ο οποίος είναι τώρα πλέον η φωνή του Πλάτωνος,
διηγείται ότι, αμέσως μετά την καταφυγή του στους διαλόγους, μετά την απογοήτευσή
του την οποία δοκίμασε από το βιβλίο τού Αναξαγόρα, άρχισε να εφαρμόζει μία
μέθοδο συζητήσεως καί έρευνας η οποία συνίστατο στήν υιοθέτηση νέων υποθέσεων κάθε φορά
(υποθέμενος εκάστοτε λόγον) και στον υπολογισμό αληθινών
τών πραγμάτων, δηλαδή των προτάσεων που συμφωνούσαν με αυτόν τον λόγο
και ψευδών εκείνων που δεν συμφωνούσαν
(Φαίδων 99Ε). Αμέσως μετά εξηγεί ότι για να βρεθεί η αιτία, δηλαδή ο λόγος, από
κάτι τι, πρέπει να διατυπωθεί μία υπόθεση και επομένως πρέπει να εξετάσουμε
(σκέψαιο) τις συνέπειες που προκύπτουν από αυτή (τα απ’ εκείνης ορμηθέντα), για
να δούμε εάν συμφωνούν ή διαφωνούν ανάμεσά τους (αλλήλοις συμφωνεί ή διαφωνεί).
Όταν στην συνέχεια είναι ανάγκη να εξηγήσουμε (διδόναι λόγον) και την
διατυπωμένη υπόθεση, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή να
διατυπώσουμε μια άλλη υπόθεση, η οποία να στέκεται πιο ψηλά (άνωθεν), δηλαδή να
είναι πιο καθολική, μέχρις ότου φτάσουμε σε κάτι ικανό, επαρκές (επί τι
ικανόν). Όποιος πράττει με αυτόν τον τρόπο, συμπεραίνει ο Πλάτων, δεν
συγχύζεται με τους αντιλογικούς, δηλαδή με τους Σοφιστές, οι οποίοι θέτουν στην
συζήτηση ταυτοχρόνως την αρχή και τις συνέπειες που εξάγονται, αλλά
συμπεριφέρεται σαν αυτόν που αποτελεί μέρος των φιλοσόφων.
Η ανάπτυξη που διαγράψαμε συνίσταται
κυρίως από δύο επεμβάσεις: από την απαγωγή τών συμπερασμάτων μιας υποθέσεως και
την μείωση αυτής σε μία υπόθεση ανώτερη από την οποία αυτή συμπεραίνεται. Η
πρώτη πράξη επαναλαμβάνει την αναίρεση του Σωκράτη, διότι είναι προφανές ότι
όταν οι συνέπειες που συμπεραίνονται από μία υπόθεση διαφωνούν μεταξύ τους,
δηλαδή αντιφάσκουν μεταξύ τους, η υπόθεση πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη
(αρνητικό συμπέρασμα). Όταν όμως τα συμπεράσματα δεν διαφωνούν μεταξύ τους,
αυτό δεν σημαίνει ότι η υπόθεση από την οποία προέρχονται είναι αληθινή, αλλά
μόνον ότι αυτή είναι δυνατή, δεν οδηγεί σε αντίφαση. Για να δούμε αν είναι
αληθινή, πρέπει να δυνάμεθα να την απάγουμε (συμπεράνουμε) από μία ανώτερη
υπόθεση, τής οποίας η αξία είναι επαρκής, δηλαδή είναι εξασφαλισμένη και
επομένως μπορεί να εκληφθεί σαν αυθεντική «αρχή». Ο Φαίδων δεν λέει πώς
μπορούμε να εξασφαλίσουμε την επάρκεια, δηλαδή την αξία αυτής της αρχής. Πάντως
όμως ο διάλογος αυτός υπαινίσσεται καθαρά την αναγκαιότητα συγχωνεύσεως της
αρνητικής αναπτύξεως, δηλαδή της καταστροφικής, που έθεσε σε εφαρμογή ο
Σωκράτης, με μία θετική, εποικοδομητική, ικανής να οδηγήσει στήν αλήθεια.
Ένα βήμα παραπάνω στην διασάφηση
αυτής τής προόδου έχουμε με την Πολιτεία. Πριν υπολογίσουμε όμως αυτόν τον
διάλογο, ας μείνουμε στο γεγονός, ότι και ο Πλάτων θεωρεί, όπως και ο Σωκράτης,
αποφασιστικής σημασίας την αναίρεση διότι δέχεται το αστήρικτο τής αντιφάσεως και
επομένως την αξία τής μη-αντιφάσεως. Και ακριβώς στον Φαίδωνα μπορούμε να
βρούμε μια πρώτη διατύπωση αυτής της αρχής, μέσα στο πλαίσιο μιας γενικής
θεωρίας των αντιθέτων. Έτσι μια πρώτη νύξη είναι η διάσημη παρατήρηση του
Σωκράτη γύρω από την ηδονή και την οδύνη, δύο ενάντια, τα οποία δεν θέλουν να
βρεθούν μαζί στον άνθρωπο (άμα), αλλά όμως, εάν κάποιος αναγκαστεί να
ακολουθήσει το ένα από αυτά, να πού θα βρεθεί υποχρεωμένος να πάρει και το
άλλο, σαν να είναι κολλημένα σε μία κεφαλή, παρά το ότι είναι δύο (Φαίδων 60
Β). Εδώ λοιπόν υπονοείται ότι είναι αδύνατον δύο ενάντιες βεβαιώσεις να
συμφύονται ταυτόχρονα (άμα) στο ίδιο υποκείμενο, δηλαδή αυτό που θα διατυπώσει
ο Αριστοτέλης σαν αρχή της μη-αντιφάσεως. Ταυτόχρονα όμως δηλώνεται και η
αμοιβαιότης των, παρά το ότι δεν υπάρχουν σε ακολουθία, ανάμεσα σε δύο ενάντια. Ισως μια ανάμνηση της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου.
Ένα δεύτερο σημείο βρίσκεται στην
διαβεβαίωση ότι τα ενάντια γεννώνται πάντοτε από τα ενάντια, όπως π.χ. το ωραίο
από το άσχημο, το δίκαιο από το άδικο, το μεγάλο από το μικρό, το δυνατό από το
αδύναμο, το γρήγορο από το αργό κτλ. Το πέρασμα από το ένα στο άλλο
παρουσιάζεται από τον Πλάτωνα σαν μια διαμεσολαβητική πρόοδος (μεταξύ), το
οποίο, όπως για παράδειγμα στο πέρασμα από το μικρό στο μεγάλο είναι η αύξηση,
στο πέρασμα από το κρύο στη ζέστη είναι η θέρμανση κτλ (Φαίδων 101Β-103Α). Ακόμη
και αυτή η θεωρία, η οποία κατάγεται από τους προσωκρατικούς, προϋποθέτει ότι
τα ενάντια δεν μπορούν να συνυπάρξουν ταυτόχρονα στο ίδιο υποκείμενο, αλλά
διαδέχονται το ένα το άλλο στον χρόνο, παρότι δεν δείχνει την αναγκαιότητα του
υποστρώματος, στο οποίο θα επιμείνει ο Αριστοτέλης.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου