Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Ο Pannenberg ξανά παρατήρησε πως ο Μπάρτ φτάνει να εννοεί την ιδέα του Θεού σαν ένα προϊόν της καθαρής υποκειμενικότητος της ατομικής πράξεως της πίστεως. Η απόφαση της πίστεως γίνεται σ’ αυτόν η μοναδική βάση μιάς θεολογίας η οποία ενδιαφέρεται να σκεφτεί τον Θεό, ξεκινώντας από τον Θεό. Παρότι στην αρχή επέμενε τόσο πάνω στην Kυριότητα του Θεού, ο Μπάρτ έφτασε να βασίσει αυτή την Kυριότητα πάνω στην απόφαση της πίστεως.
Βαδίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, παρέμεινε φυλακισμένος ενός υποκειμενισμού δεμένου στην απόφαση της πίστεως και στην αντίθεση ανάμεσα στην θεολογία και σε κάθε εμπειρία του ανθρώπου και του κόσμου που δεν “ερμηνεύεται” θεολογικά. Τόσο πολύ μάλιστα που η ιδέα της Κυριότητος του Θεού πρέπει αναγκαίως να κατευθυνθεί τελικώς προς την ετερονομία.
Ο Μπάρτ λοιπόν ξεκινά και αυτός από την ίδια προϋπόθεση του Hegel. Ο θεός υποκείμενο σαν αρχή κατανοήσεως της Τριάδος! Παρόλα αυτά δεν διαθέτει την ίδια συνέπεια με τον Hegel καθώς στο τέλος βασίζει το Τριαδικό του δόγμα στην απόφαση της πίστεως και μ’ αυτόν τον τρόπο δυναμώνει εκείνον τον υποκειμενισμό και τον ανθρωποκεντρισμό τον οποίο θα ήθελε να κριτικάρει στην μοντέρνα προτεσταντική θεολογία.
Ο Μπάρτ δεν δικαιολόγησε και δεν κατόρθωσε να βασίσει την θεολογία τής αποκαλύψεως και επομένως το Τριαδικό του δόγμα μ’ ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι αναγκαία προϋπόθεση από την αρχή η «ιδεαλιστική» προοπτική. «Ο χαρακτήρας της θεολογίας του Μπάρτ απαιτούσε ακριβώς να αποφευχθούν δικαιολογίες αυτού του τύπου» επιμένει ο Pannenberg. Ενώ ο Bonhoffer κατηγόρησε τον Μπάρτ για «θετικισμό της αποκαλύψεως» (Offenbarung spositivismus). Για τον Μπάρτ επιμένει ο Pannenberg, η προσέγγιση στον Θεό και στον Λόγο Του είναι δυνατά μόνο σαν μια αβάσιμη θέση της πίστεως και επομένως της Θεολογίας. Εάν όμως η θεολογία είναι δυνατή μόνο σαν συγκεκριμένη υπακοή της πίστεως στην θετικότητα της αποκαλύψεως, τότε δεν υπάρχει κανένα περιθώριο στον υποκειμενισμό στην θεολογία καθώς έχουμε να κάνουμε με την μέγιστη επιδείνωση.
Τί έχουμε να πούμε για τις κατηγορίες του Pannenberg γύρω από τον υποβόσκοντα ιδεαλισμό της θεολογίας του Μπάρτ; Είναι αλήθεια πως ο πιο προσεκτικός βιογράφος του Μπάρτ, ο Eberhard Bush στέκεται πολύ συχνά στις Εγελιανές προϋποθέσεις του Μπάρτ. Στην πραγματικότητα δεν ελευθερώθηκε ποτέ του από την παληά θέση της Persona Dei. Μιλά συνεχώς για τον «προσωπικό θεό», για τον θεό υποκείμενο και «Eγώ»: ο Λόγος –δηλώνει– είναι η αποκάλυψη και η αυτοεπικοινωνία ενός άλλου, ενός προσώπου που μας πλησιάζει και εάν αυτό το πρόσωπο είναι ο θεός, τότε είναι η έκφραση της Κυριότητός Του, όχι της δυνάμεώς Του, αλλά της Κυριότητός Του πάνω μας. Δεν μπορούμε λοιπόν να αρνηθούμε πως η συνήθεια του Μπαρτ να βλέπει τον θεό σαν απόλυτο υποκείμενο (πίσω από το πεπερασμένο υποκείμενο) είναι “ιδεαλιστική” τόσο που μια “αντικειμενοποίησή” του πρέπει να φανεί σαν “το” κατεξοχήν θρησκευτικό έγκλημα, και αυτό, ισχύει ακόμη και για την μεταφορά του Τριαδικού δόγματος στα προλεγόμενα τής Δογματικής του, όπου αναπτύσσεται, στο Φως της Κυριότητος της αποκαλυπτικής πράξεως του θεού και των διαστάσεών του σαν αποκαλυπτόμενος, αποκάλυψη, αποκεκαλυμένο.
Παραμένει όμως σαν γεγονός η πρόθεση του Μπαρτ να αντιπροσωπεύσει, μέσα στο προτεσταντικό φαινόμενο, «την πραγματιστική, αντικειμενική θέση, απέναντι στις υπερβατικές ή στις πρακτικές απαιτήσεις της θεωρητικής νοήσεως, που ανέπτυσσε η φιλελεύθερη θεολογία του νεοπροτεσταντισμού του Σλαϊερμάχερ». Και ο Von Balthassar προσθέτει: τα ιδεαλιστικά ίχνη δεν εκμηδενίζουν στον Μπαρτ την θέληση η οποία με αποφασιστικότητα θέλει να προσφέρει ένα δόγμα γύρω από τον θεό εκφρασμένο αντικειμενικά και να μην υπολογίσει με κανέναν τρόπο τον θεό σαν μια προέκταση του υποκειμένου (προς το εσωτερικό) με την έννοια του Ιδεαλισμού, αλλά να δει στον θεό έναν αληθινό συνομιλητή. Αυτό το πράγμα το βλέπουμε ξεκάθαρα από την στιγμή που ο Μπαρτ απομακρύνεται από τον καθαρό ενεργητισμό του Romerbrief και μεταπηδά στην “αναλογία” δηλαδή σε μια καθαρή σχέση ανάμεσα στον θεό και το Δημιούργημά Του, καθώς είναι σχέση ανάμεσα σε Είναι και σε απόλυτο υποκείμενο, Είναι και σχετικό υποκείμενο. Ο Bouillard ισχυρίζεται λοιπόν πως το Τριαδικό δόγμα του Μπαρτ, τελικώς δεν διαφέρει και πολύ από το καθολικό δόγμα. Από τα πρώτα του έργα αλλά και στην Εκκλησιαστική Δογματική, είναι πάντοτε παρούσα η υποκειμενικότης, ιδεαλιστικής καταγωγής. Ακόμη και όταν προσπαθεί να βασίσει τον στοχασμό του πάνω στην «Μόνιμη (immanent) Τριάδα» παρατηρεί ο Moltmann, ξετυλίγεται σαν «υπερβατική υποκειμενικότης εκφρασμένη Τριαδικώς».
Εάν επιθυμούσαμε λοιπόν να παρακολουθήσουμε την μακρινή αρχή αυτού που κρατά στα χέρια του ο Μπαρτ, θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην ψυχολογική ανάλυση του Αυγουστίνου και περνώντας δια του Cogito του Καρτέσιου, την κριτική της ουσίας και την μείωση της Persona σε αυτοσυνειδησία, του Locke, να φτάσουμε στην υποκειμενικότητα που εμφανίζεται σαν θεωρία, μετά τον Kant, στον Γερμανικό Ιδεαλισμό. Ο Μπαρτ συνέλαβε πως ο ακραίος ανθρωποκεντρισμός, έκρυβε μέσα του τον Αθεϊσμό! Ας θυμηθούμε την ερμηνεία που δίνει στον Φώϋερμπαχ. Κατά τον Μπάρτ, ο Φώϋερμπαχ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να εξάγει τις έσχατες συνέπειες της κακής θεολογίας των συγχρόνων του.
Η ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ.
Κατανοεί επίσης με σαφήνεια πως εάν η αγάπη του θεού δεν είναι καθ’ εαυτή οντολογική Αρχή, δεν μπορεί να είναι Σωτήρια για μας. Αλλά και πάλι μιλά για Dei loquentis Persona, και όπως ίσως θυμόμαστε, ο Hegel πολέμησε τον Θεό-Ουσία για να τον αντικαταστήσει με τον Θεό-Πνεύμα, υποκείμενο, και μ’ αυτή την έννοια Persona.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της Εκκλησιαστικής Δογματικής μπορούμε να επιβεβαιώσουμε πως ο Μπαρτ δεν πολυασχολήθηκε με το πρόβλημα εάν και πως οι Τρεις της Τριάδος είναι τρία υποκείμενα ή «ΕΓΩ» και δεν πολυασχολείται ούτε με το πρόβλημα πως ο θεός, εφόσον είναι Τριάδα, μπορεί να είναι και ένα υποκείμενο, «ΕΓΩ» ή πρόσωπο. Τα θεωρεί δεδομένα. Τον ενδιαφέρει μάλλον να προσκολληθεί στην πίστη της αρχαίας Εκκλησίας αλλά δεν τον πολυενδιαφέρει το γεγονός πως το δόγμα χρησιμοποίησε τον όρο Persona (και οι αντίστοιχοι Ελληνικοί όροι υπόστασις και πρόσωπον) για τους Τρεις της Τριάδος, όχι για να εκφράσουν την μοναδική τους Φύση ή Ουσία. Έτσι πέφτει χωρίς να το καταλαβαίνει, στον ορισμό του Hegel, που αυτοαναπτύσσεται στις διαφορετικές στιγμές της αυτοαποκάλυψής του σαν πνεύμα, απόλυτο υποκείμενο, και μ’ αυτή την έννοια μια μοναδική Persona.
Βεβαίως δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο στον Μπαρτ να μεταφέρει τον θεό και την δομή τής προσωπικότητος, όπως την υποστήριξε και ο Hegel, σαν δομικό άνοιγμα στο άλλο από αυτό. Ο Μπαρτ δεν περπάτησε καθόλου στον θεολογικό περσοναλισμό! Ανέπτυξε την έννοια τής αυτοαποκαλύψεως μέχρι να προκηρύξει την Κυριότητα του θεού, του θεού Λόγου. Έτσι το Όραμα της «αμεταβλήτου Τριάδος» φαίνεται να προσδίδει στην αποκάλυψη έναν χαρακτήρα απομονώσεως, “υπερβατικό” σαν να ήταν ένα novum (νέο) κλειστό στον εαυτό του». Σ’ αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν πιo σπουδαίο για τον Μπάρτ να συνδέσει την αυτοαποκάλυψη με την Κυριότητα του Θεού, παρά να της δώσει μια Τριαδική ανάπτυξη. Η αυτοαποκάλυψη του θεού, δεν σημαίνει ένα περσοναλιστικό άνοιγμα του θεού, ανάλογο με την διανθρώπινη σχέση Εγώ-Εσύ, όσο την επιβεβαίωση της θεότητος του θεού. Μήπως αυτό δεν ενδιέφερε τον Μπάρτ πάνω απ’ όλα;
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου