Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (24)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Α)

2.3.2.4 Η αναλογία του νου και της όρασης, με σκοπό τη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στην ενέργεια του νου
Ο Βαρλαάμ υποστηρίζει ότι είναι μία και ενιαία η αλήθεια, στην οποία αναφέρονται τόσο οι άγιοι απόστολοι όσο και οι έξω σοφοί1. Αυτό τον οδηγεί αναπόφευκτα στην παραδοχή ότι και τα φιλοσοφικά μαθήματα οδηγούν με φυσικό τρόπο στην αλήθεια που έχει δοθεί από το Θεό στους αποστόλους2. Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Θωμάς Ακινάτης, στο Άρθρο Έξι της Summa Theologica, προσπαθώντας να απαντήσει στο πρόβλημα κατά πόσο υπάρχει μόνο μία αλήθεια, υποστήριξε ότι αφού η αλήθεια είναι το όνομα μίας απόλυτης τελειότητας, αποδίδεται τόσο στο Θεό όσο και στα όντα με βάση την αναλογία3. Σ’ αυτή την αναλογία ο Θεός είναι το πρωτεύον ανάλογο, ενώ η ανθρώπινη διάνοια αποτελεί δευτερεύον ανάλογο. Παρά το γεγονός ότι μία είναι η αλήθεια για το Θεό και για τα όντα, ωστόσο σε σχέση με το Θεό που είναι το πρωτεύον ανάλογο υπάρχει μόνο μία αλήθεια, ενώ σε σχέση με τα όντα που είναι δευτερεύοντα ανάλογα υπάρχουν πολλές αλήθειες4. Αντίθετα, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τους θεόπνευστους πατέρες, το είδος της αλήθειας είναι διπλό5. Το ένα είδος είναι τέλος της θεόπνευστης διδασκαλίας, ενώ το άλλο δεν είναι αναγκαίο ούτε σωτήριο και το επιδιώκει η έξω σοφία6. Το δεύτερο είδος ονομάζεται αλήθεια μόνο κατά διπλασιασμό του ονόματος. Δεν υπάρχει καμία αναλογία ανάμεσα στα δύο αυτά είδη αλήθειας7. Είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους8.
Η ενασχόληση με τη γνώση των όντων, την οποία προφέρει η έξω σοφία, μπορεί να είναι θεμιτή μόνο υπό κάποιες προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είναι παντελώς εσφαλμένο να την ταυτίζουμε με τη γνώση των όντων, την οποία έδωσε ο Θεός αμέσως στους προφήτες και στους αποστόλους9. Σε αντίθεση με την κοσμική σοφία, η προσπάθεια της θείας σοφίας τείνει στο να γνωρίσουμε το θέλημα του Θεού, το οποίο είναι αγαθό, τέλειο και ευάρεστο10. Εκείνος που αναζητεί το θείο θέλημα και έμαθε αυτό για το καθένα από τα όντα (δηλαδή για ποια αίτια δημιουργήθηκε από το δημιουργό των όλων, με σκοπό να το χρησιμοποιήσει σύμφωνα με το θείο θέλημα), αυτός είναι εκείνος που γνωρίζει τους αιτιώδεις λόγους των όντων και μπορεί να ονομαστεί αληθινός φιλόσοφος και τέλειος άνθρωπος11. Αντίθετα, όσοι ακολουθούν τα ελληνικά διδάγματα, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αγνοούν ότι άλλο είναι η ουσία του νου και άλλο η ενέργειά του ταυτίζοντάς τα μεταξύ τους εξαιτίας της ομωνυμίας12.
Για να φανερώσει την πλάνη αυτής της αντίληψης, ο αγ.Γρηγόριος Παλαμάς συγκρίνει τότε αναλογικά τη λειτουργία του νου και της όρασης, βασιζόμενος τόσο στην ομοιότητα όσο και στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσά τους. «Οὐ γὰρ δὴ τοῦτο λέληθεν αὐτούς, ὅτι οὐχ ὡς ἡ ὄψις τἄλλα μὲν ὁρᾷ τῶν ὁρατῶν, ἑαυτὴν δὲ οὐχ ὁρᾷ, οὕτω καὶ ὁ νοῦς, ἀλλ᾿ ἐνεργεῖ μὲν καὶ τἄλλα, ὧν ἄν δέοιτο περισκοπῶν, ὅ φησι κατ᾿ εὐθείαν κίνησιν τοῦ νοῦ Διονύσιος ὁ μέγας, εἰς ἑαυτὸν δ᾿ ἐπάνεισι καὶ ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτόν, ὅταν ἑαυτὸν ὁ νοῦς ὁρᾷ»13. Ο νους δεν είναι όπως η όραση η οποία ενώ βλέπει όλα τα ορατά, εντούτοις αδυνατεί να δει τον εαυτό της, αλλά ο ίδιος έχει την ικανότητα να επανέρχεται στον εαυτό του, να τον βλέπει και να ενεργεί καθ’ εαυτόν. Η αναλογία ανάμεσα στο νου και στην όραση βασίζεται τόσο στην ομοιότητα όσο και στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις δύο αυτές λειτουργίες. Η ομοιότητα ανάμεσα στο νου και στην όραση έγκειται στο ότι και τα δύο βλέπουν κάτι, ο μεν νους τα νοητά η δε όραση τα αισθητά. Η διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η όραση αδυνατεί από μόνη της να δει τον εαυτό της ενώ ο νους μπορεί από μόνος του να επανέλθει στον εαυτό του, να τον δει και να ενεργήσει καθεαυτόν.
Όσοι δεν αναγνωρίζουν αυτή τη διάκριση, υποπίπτουν στην πλάνη της ομωνυμίας: ταυτίζουν την ουσία με την ενέργεια του νου, όπως συμβαίνει με τη λειτουργία της όρασης, από την οποία ωστόσο λείπει παντελώς η γνώση του εαυτού της.
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στην ενέργεια του νου, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της κυκλικής επαναφοράς του νου στον εαυτό του και την παραμονή του μέσα σ’ αυτόν, πράγμα το οποίο αποτελεί την πιο ιδιαίτερη και ανώτερη ενέργεια που μπορεί να επιτελέσει ο νους14. Διότι, μετά την επίτευξη αυτής της επαναφοράς και παραμονής στον εαυτό του, ο νους μπορεί με τη θεία χάρη να υπερβεί τον εαυτό του και να συναντήσει τον ίδιο το Θεό15. Επιθυμώντας να απομακρύνει τον άνθρωπο από αυτή την οδό, ο πατέρας του ψεύδους προσπαθεί να τον ρίξει στις πλάνες του με τη «χρηστολογία»16. Η πλάνη της ομωνυμίας προκαλείται, κατά τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, από την ψευδή «χρηστολογία» του διαβόλου προς τον άνθρωπο. Μέγιστο επίτευγμα της δαιμονικής αυτής «χρηστολογίας» είναι η ταύτιση της φυσικής με την πνευματική αλήθεια, η οποία αφαιρεί από το νου τη δυνατότητα να υπερβεί τον εαυτό του διά της θείας χάριτος και να συναντήσει το Θεό. Χρησιμοποιώντας την αναλογία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταφέρνει να ξεσκεπάσει τη θεολογική πλάνη με τρόπο απλό και παραστατικό, αδειάζοντας έτσι εντελώς την ψεύτικη ισχύ της δαιμονικής «χρηστολογίας» προς τον άνθρωπο.

2.3.2.5 Η αναλογία ανάμεσα στην υλική τροφή και στους λόγους των όντων
Ο Βαρλαάμ, πιστεύει ότι η θεογνωσία επιτυγχάνεται διαμέσου των δικών μας, κτιστών ικανοτήτων. Θεωρεί ότι για να γνωρίσουμε το Θεό «εἰδέναι δεῖ τὸ ἔστι, τὸ τι ἐστι καὶ τὸ ἓν καὶ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν δύναμην τὸν ἕν τι εἰδότα καὶ ὂν καὶ ἀρχὴν καὶ δυνάμενον»17. Ανάμεσα σ’ αυτά θεωρεί ότι το σημαντικότερο είναι να γνωρίζουμε την ιεραρχία των όντων, της οποίας το τέλος είναι η γνώση των όντων18. Αυτό συμβαίνει διότι δεν αναγνωρίζει διπλό το είδος της αλήθειας, αλλά θεωρεί ότι η αλήθεια είναι ενιαία, τόσο για τα κτιστά όσο και για τα άκτιστα. Για να αποδείξει πόσο ανόητη είναι αυτή η θεωρία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί την εξής παρομοίωση: αυτός που πιστεύει ότι ο Θεός γνωρίζεται μόνο από τα όντα, ομοιάζει με εκείνον που ακούγοντας ότι το σώμα τρέφεται και συντηρείται μόνο από φαγώσιμα, υποστηρίζει πως όποιος θέλει να επιβιώσει δεν επιτρέπεται να μη φάει από κάποιο φαγώσιμο, ούτε να περάσει έστω και μία στιγμή κατά την οποία να σταματήσει να τρώει19. Προσπαθεί έτσι να πείσει τους ανθρώπους να θεωρούν ως αναγκαία για την επιβίωση την άχρηστη μανία για πολυτελή τραπέζια, ζώντας με το πάθος της γαστριμαργίας και χωρίς να επιθυμούν τίποτε υψηλότερο20. Αντίθετα εκείνος που ξέρει να τρέφεται σωστά, είναι αυτός που γνωρίζει ότι «τῷ διανοητικῷ τῆς ψυχῆς ὕλην ὁ Θεὸς ὑπέθετο τοὺς τῆς φύσεως λόγους, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὴν ὑψηλοτέραν γνῶσιν χειραγωγεῖν δυναμένους»21. Γι’ αυτό και εμείς, σημειώνει, λαμβάνουμε από αυτούς το ωφέλιμο και παραλείπουμε τα περιττά σε εκείνους που δεν μπορούν να δεχθούν την τελειότερη τροφή22. Με την παρομοίωση αυτή, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς συγκρίνει αναλογικά εκείνον που δε ξέρει να θρέφει το σώμα του σωστά με τις διάφορες υλικές τροφές (διότι τρώει ακατάπαυστα) με αυτόν που δε γνωρίζει να θρέφει την ψυχή του ορθά με τους λόγους των όντων (λαμβάνοντας όσα είναι ωφέλιμα και παραλείποντας όσα είναι περιττά). Αντιστρέφοντας την αναλογία καταλαβαίνουμε ότι εκείνος που ξέρει να θρέφει σωστά το σώμα του (τρώγοντας όσα είναι ωφέλιμα και απορρίπτοντας όσα είναι περιττά) ομοιάζει με αυτόν που γνωρίζει να θρέφει ορθά την ψυχή του με την τροφή που του προσφέρουν οι λόγοι των όντων, οδηγούμενος προς εκείνα που είναι υψηλότερα και ξεπερνούν τη φύση μας. Ανάλογα και η ψυχή που θέλει να αποκτήσει φυσική σοφία πρέπει να τραφεί σωστά από τη γνώση που της προσφέρουν οι λόγοι των όντων, χειραγωγούμενη προς την υψηλότερη γνώση, την οποία της προσφέρει η πνευματική σοφία. Βασιζόμενος σ’ αυτή την αναλογία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταφέρνει να περιγράψει παραστατικά το μέγεθος της πλάνης που διακατέχει τον αντίπαλό του, φανερώνοντας ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή μπορεί να αποκτήσει τη φυσική σοφία και να χειραγωγηθεί διαμέσου της προς την πνευματική σοφία.

2.3.2.6 Η «ψευδής» αναλογία ανάμεσα στη «φυσική» και στην «πνευματική» αλήθεια
Ο Βαρλαάμ, υποστηρίζει ότι ο Υιός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και θα κατοικήσει σε εκείνον που γνωρίζει τους λόγους της φύσεως του κόσμου, διότι αυτός γνωρίζει την αλήθεια23. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, εντοπίζει στη θεωρία αυτή μία πολύ μεγάλη αντίφαση: ότι εάν η αλήθεια γνωρίζεται διαμέσου των αισθητικών ή νοητικών ικανοτήτων της κτιστής φύσεως μας, τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η γνώση αυτή περιλαμβάνει και τα αντίθετα, με αποτέλεσμα εκείνος που γνωρίζει την αλήθεια να γνωρίζει και το ψεύδος24. Στην περίπτωση δηλαδή που η «φυσική» αλήθεια είναι ανάλογη με την «πνευματική» αλήθεια, αφού και οι δύο γνωρίζονται διαμέσου των λόγων της φύσεως, τότε πρέπει να παραδεχθούμε με βάση την αναλογία, ότι όπως στα κτιστά έτσι και στα άκτιστα η γνώση του ψεύδους αποτελεί συστατικό μέρος της αλήθειας τους. Αυτό όμως αποτελεί αντίφαση, διότι εάν εκείνος που έχει τη γνώση των όντων βρίσκεται μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτόν, τότε και το ψεύδος και ο πατέρας του ψεύδους έχει κατοικήσει μέσα σ’ Αυτόν, πράγμα το οποίο αποτελεί ξεκάθαρη πλάνη και ατόπημα25. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, καταφέρνει μέσα από τον εντοπισμό αυτής της αντίφασης, να αποδείξει ότι η γνώση των όντων δεν έχει καμία αναλογία με τη γνώση του Θεού και ότι αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Άλλο είναι η κτιστή αλήθεια και η γνώση που καταπιάνεται μ’ αυτήν κι εντελώς άλλο είναι η άκτιστη αλήθεια, η οποία οδηγεί στη γνώση του Θεού26. Κάθε προσπάθεια οντολογικής σύνδεσης των δύο αυτών αληθειών διαμέσου ομοιοτήτων ή αναλογιών, οδηγεί σε οικτρές πλάνες, ικανές να απομακρύνουν την ψυχή μας από την αληθινή πίστη στο Θεό.

2.3.2.7. Συμπεράσματα
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρηματολογώντας ενάντια στην εξομοίωση των δύο διαφορετικών αληθειών, αναιρεί ταυτόχρονα τόσο τη «βαρλααμική» όσο και τη σχολαστική αναλογία, των οποίων κοινό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι στηρίζονται στη μη διάκριση της ριζικής διαφοράς ανάμεσα στη «φυσική» και στην «πνευματική» αλήθεια27. Η ύπαρξη αναλογίας ανάμεσα στην κτιστή και στην άκτιστη αλήθεια, μπορεί να οδηγήσει σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, όχι μόνο στην πλάνη και στο σκότος, αλλά και στην απώλεια της ίδιας της ψυχής μας28. Η διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη της αλήθειας, αντίθετα, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εσωτερική μεταμόρφωση του ανθρώπου, από την άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εκείνος ο οποίος στηρίζεται στους δικούς του λογισμούς και στις έρευνες μέσω αυτών, θεωρώντας ότι η αλήθεια είναι κοινή για τα άκτιστα και τα κτιστά, νομίζει ότι η αλήθεια είναι δυνατό να ανευρεθεί με διαιρέσεις, συλλογισμούς και αναλύσεις, γι’ αυτό και δε μπορεί με κανένα τρόπο να γνωρίσει ή να πιστέψει τα του πνευματικού ανθρώπου29. Οι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, οδηγούνται σ’ αυτές τις πλάνες, επειδή δεν αναγνωρίζουν διπλό το είδος της αλήθειας30.
Η κατά φύση χρήση και κίνηση των δυνάμεων της ψυχής και του σώματος, προκαλεί αναμόρφωση της λογικής εικόνας31. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί ο άνθρωπος να κάνει σωστή χρήση της φυσικής σοφίας και της αλήθειας σχετικά με τον κόσμο τούτο, με σκοπό να οδηγηθεί διαμέσου της στην αποδοχή της αλήθειας του Θεού32. Ωστόσο, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ακόμη κι όταν κινείται κατά φύση ο άνθρωπος, δεν έχει φτάσει στην τέλεια ευπρέπεια της ουράνιας ευγένειάς του, αφού του λείπει η υπερφυσική ένωση με το υπέρλαμπρο φως του Θεού33.
Συμπερασματικά, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τους θεόπνευστους πατέρες, το είδος της αλήθειας είναι διπλό. Το ένα είδος είναι τέλος της θεόπνευστης διδασκαλίας, ενώ το άλλο δεν είναι αναγκαίο ούτε σωτήριο και το επιδιώκει η έξω σοφία. Το δεύτερο είδος ονομάζεται αλήθεια μόνο κατά διπλασιασμό του ονόματος. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αναλογία ανάμεσα στα δύο αυτά είδη αλήθειας, αλλά είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Ο συλλογισμός με βάση την αναλογία, ωστόσο, μπορεί να αποβεί χρήσιμος στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και στο πνευματικό, καθώς και τη σωστή χρήση της σοφίας προς δοξολογία του Θεού. Χρησιμοποιώντας την αναλογία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταφέρνει να περιγράψει παραστατικά το μέγεθος της πλάνης που διακατέχει όσους ενστερνίζονται τα λατινικά δόγματα, φανερώνοντας ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή μπορεί να αποκτήσει τη φυσική σοφία και να χειραγωγηθεί διαμέσου της προς την πνευματική σοφία. Επιπλέον, με βάση την αναλογία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς επιχειρεί να εξηγήσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην «ἐπιφαινομένη» και στη «διαφαινομένη» μετοχή στην άκτιστη σοφία του Θεού: ότι δηλαδή στη δεύτερη περίπτωση η άκτιστη σοφία καθιστά άκτιστους και τους μετέχοντες σ’ αυτήν, ενώ στην πρώτη περίπτωση όχι.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,5, ό.π., σελ. 469, «τὰ τῶν θεουργῶν λόγια καὶ ἡ ἐν τούτοις σοφία τῃ παρὰ τῶν ἔξω μαθημάτων φιλοσοφίᾳ πρὸς ἕνα σκοπὸν ὁρᾶτὴν τῆς ἀληθείας εὕρεσιν. Μία γὰρ ἡ διὰ πάντων ἀλήθεια»
2. Βλ. R. E. SINKEWICZ, The Solutions addressed to George Lapithes by Barlaam the Calabrian and their Philosophical Content, MS 43 (1981), σελ. 166-174.
3. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I, 6.
4. Για την παρουσία, γενικότερα, του Θωμά Ακινάτη στο Βυζάντιο, βλέπε Λ. ΜΠΕΝΑΚΗ, Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 2002, σελ. 633-646.
5. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,5, ό.π., σελ. 470, «διπλοῦν εἶναι τὸ εἶδος τῆς ἀληθείας».
6. Πρβλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ἔννοια τῆς Διπλῆς Γνώσεως κατὰ τὸν Γρηγόριον Παλαμᾶν, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, τομ. 7, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 121-130.
7. Ο G. PODSALSKY, στο έργο του Theologie und Philosophie in Byzanz, (Munchen 1977), θεωρεί ότι η θεολογία στο Βυζάντιο, δε μπορούσε να συμφωνήσει με τη φιλοσοφία, εξαιτίας της μη προηγμένης επιστημονικής της ανάπτυξης. Στην αναίρεση αυτών των απόψεων προέβη ο αείμνηστος Ν. Ματσούκας, στο περιοδικό Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, 66 (1983).
8. Πρβλ. π. Ν. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, Θεολογική Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 19.
9. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,7, ό.π., σελ. 471, «οὐ τοῦτο ἐστιν ἡ τῶν ὄντων γνῶσις καὶ ἡ σοφία, ἣν Θεὸς προφήταις καὶ ἀποστόλοις ἀμέσως δέδωκε».
10. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,8, ό.π., σελ. 472.
11. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,8, ό.π., σελ. 472, «οὗτος ἐστιν ὁ τοὺς αἰτιώδεις λόγους τῶν ὄντων εἰδώς».
12. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, ό.π., σελ. 398, «ἀγνοοῦσι ὅτι ἄλλο μὲν οὐσία νοῦ, ἄλλο δὲ ἐνέργεια…διὰ τῆς ὁμωνυμίας σοφιζόμενοι».
13. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, ό.π., σελ. 398.
14. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, σελ. 398, «τοῦτο δ᾿ αὖθις κυκλικήν εἶναι κίνησιν ὁ αὐτὸς αὐτοῦ φησιν. Αὕτη δ᾿ ἡ τοῦ νοῦ ἐστιν ἐνέργεια κρείττων καὶ ἰδιαιτάτη». Τη συγκέντρωση αυτή του νου πίσω στον εαυτό του μπορεί να την πετύχει κανείς αρχικά, χρησιμοποιώντας και κάποια τεχνάσματα, λ.χ. συγκρατώντας μέσα του για λίγο την αναπνοή. Βλ. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,2, 7, ό.π., σελ. 399, «μηχαναῖς τισι πρὸς ἑαυτὸν ἐπισυνάγειν νοῦν οὐκ ἀποτρέψειέ τις εὖ φρονῶν». Στόχος αυτών των τεχνασμάτων, κατά τον Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Ἡ Πνευματικὴ Ζωὴ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ,
ΠΘΣΓΠ, ό.π., σελ. 164, είναι απλά η διατήρηση και η εντατικοποίηση της αναφοράς του όλου ανθρώπου προς το Θεό. Δεν είναι μέθοδοι αυτοματισμού οι οποίες οδηγούν τον άνθρωπο σε μυστικές εμπειρίες, υποστηρίζει ο Γ. Α. ΓΑΛΙΤΗΣ, Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ΠΘΣΓΠ, ό.π., σελ. 183, αλλά στηρίγματα στην προσπάθεια του νου να επιστρέψει στο σώμα και στην καρδιά.
15. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,5, ό.π., σελ. 398, «δι᾿ ἧς καὶ ὑπὲρ ἑαυτὸν γινόμενος ἔσθ᾿ ὅτε τῷ Θεῷ συγγίνεται».
16. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,2,6, ό.π., σελ. 398, «Ταύτης οὖν ἀπάγειν ὁ τῆς πλάνης πατὴρ ἐπιθυμῶν ἀεὶ τὸν ἄνθρωπον καὶ πρὸς τὴν χωροῦσαν αὐτοῦ τὰς πλάνας ἄγειν, οὐδέπω καὶ τήμερον, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν, εὗρε συνεργὸν διὰ χρηστολογίας ἀγωνιζόμενον ἐφελκύσασθαι πρὸς ταύτην».
17. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,71, ό.π., σελ. 604.
18. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,73, ό.π., σελ. 606, «τῶν ἡμῖν ὑπὸ Θεοῦ δεδομένων ἱεραρχία τὸ κράτιστον· τέλος δὲ ταύτης ἡ γνῶσις τῶν ὄντων».
19. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,75, ό.π., σελ. 608, «ὅμοιόν τι ποιῶν, ὥσπερ ἄν εἴ τις ἀκούσας ἐκ τῶν ἐδωδίμων μόνων τρέφεσθαί τε καὶ συνίστασθαι τὸ σῶμα, δεῖν ἔλεγε μηδενὸς ἀπολελεῖφθαι τῶν ἐδωδίμων, εἴ τις τοῦ ζῆν ἐφίεται, μηδὲ διαλιμπάνειν σιτιζόμενον ὁσημέραι τε καὶ ὧραι».
20. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,75, ό.π., σελ. 608, «καὶ οὕτω τὴν περὶ τὰς πολυτελεῖς τραπέζας ἄχρηστον μανίαν καὶ τὸ τῆς γαστριμαργίας πάθος ὡς ἀναγκαιότατα τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἔπειθε δοξάζειν, μηδενὸς τῶν κρειττόνων ὀρεγομένους».
21. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,75, ό.π., σελ. 608.
22. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,75, ό.π., σελ. 608, «Ἡμεῖς οὖν τὸ αὔταρκες ἐκ τούτων ἀπολαμβάνοντες τὰ περιττὰ παραλείπομεν τοῖς μὴ χωροῦσιν τὴν τελεωτέραν τροφήν».
23. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,76, ό.π., σελ. 609, «Διὸ καὶ τὸν Υἱὸν μετὰ τοῦ Πατρὸς ἥκειν καὶ τὴν μονὴν ποιεῖσθαι ἐν ἐκείνῳ φασίν, ὅς τοὺς λόγους οἶδε τῆς τοῦ κόσμου φύσεως˙ γινώσκει γὰρ οὗτος τὸ ἀληθές».
24. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,76, ό.π., σελ. 609, «Οἶδα δὲ καὶ τῶν ἐναντίων τὴν αὐτὴν οὖσαν αἴσθησιν καὶ γνῶσιν καὶ ἐπιστήμην. Ὁ γοῦν εἰδὼς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ ψεῦδος ἐπίσταται».
25. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,76, ό.π., σελ. 609, «Εἰ γοῦν, κατά τους τοῦ φιλοσόφου λόγους, τὸ γινῶσκον ἐν τῷ γινοσκομένῳ ἐστήρικταὶ τε καὶ μένει καὶ διὰ τοῦτο κατ᾿ αὐτὸν ὁ τὴν γνῶσιν ἔχων τῶν ὄντων ἐν τῷ Θεῷ ἐστι καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ, οὐκοῦν καὶ τὸ ψεῦδος καὶ ὁ τοῦ ψεύδους Πατὴρ ἐν αὐτῷν πεποίηται τὴν μονήν».
26. Όπως αναφέρει ο καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 102. «στούς κύκλους τῶν σχολαστικῶν καθιερώθηκε τό ἀξίωμα περί διπλῆς ἀλήθειας: ὅ,τι εἶναι φιλοσοφικά ψευδές, μπορεῖ κάλλιστα νά εἶναι θεολογικά ἀληθές, καί τό ἀντίστροφο. Ἐδῶ ὅμως χρειάζεται πολλή προσοχή, γιά νά μή νομίσει κανείς πώς πρόκειται γιά τή διπλή μεθοδολογία τῶν ὀρθοδόξων πατέρων. Τό τελείως ἀντίθετο συμβαίνει. Γιατί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες λένε πώς ὅ,τι ἰσχύει ὡς ἀληθές καί ψευδές ἀναφέρεται κατ’ ἀποκλειστικότητα ἤ μονάχα στόν κτιστό κόσμο ἤ μονάχα στον ἄκτιστο. Ἡ σχολαστική ἄποψη ὅμως περί διπλῆς ἀλήθειας στηρίζεται ἀκριβῶς στήν ἑνιαία μεθοδολογία, καί τελικά εἶναι κατ’ ἀνάγκη θυσία τοῦ λογικοῦ, γιατί δέν μπορεῖ νά συλλάβει ὅλες τις ὑπὲρ λόγον ἀλήθειες ἤ τίς συλλαμβάνει ἐν μέρει. Ἁπλούστατα ἡ ἀλήθεια τῆς ἀποκάλυψης κεῖται σε μιά ἀνώτερη λογική βαθμίδα, ὁπότε τό λογικό δέν πρέπει νά σκανδαλίζεται, ἄν σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ἔχουμε σύγκρουση φιλοσοφικῆς καί θεολογικῆς ἀλήθειας».
27. Ο ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ μεταφέρει τη διάκριση ανάμεσα στις δύο αλήθειες (φυσική και πνευματική) στα πλαίσια της θεολογίας, αναγνωρίζοντας δύο οδούς γνώσεως του Θεού. Η θεωρία περί διπλής γνώσεως ανάγεται στον ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, ο οποίος διαχωρίζοντας ανάμεσα στις τέσσερις γνωστικές δυνάμεις (αἴσθησιν, ἐπιστήμην, νόησιν, δόξαν), θεωρούσε ότι οι δυνάμεις της πρώτης ομάδας παρέχουν εξακριβωμένη και αποδεδειγμένη γνώση (η αίσθηση εξαιτίας των προσληφθέντων αισθητών αντικειμένων, η επιστήμη εξαιτίας των πρώτων αρχών), ενώ οι δυνάμεις της δεύτερης ομάδας παρέχουν αναπόδεικτη και αμφίβολη γνώση. Οι τέσσερις δυνάμεις συνεπώς, μπορούν να περιοριστούν σε δύο, την επιστήμη και τη δόξα. Στην καθεμία υπεισέρχεται μία επιβεβαιωτική λειτουργία, η πίστη. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἀναλυτικὰ ὕστερα 1, 8. Τη θεωρία περί διπλής γνώσεως και της διπλής πίστεως αναπαράγει ο ΚΛΗΜΗΣ ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ (Στρωματεῖς 2, ΒΕΠ 7, σελ. 325). Ο ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ τις ονομάζει λόγο και πνευματική αίσθηση, καθ’ ἕξιν και κατ’ ἐνέργειαν, σχετική γνώση και αληθινή γνώση. Η πρώτη είναι νοητική και βοηθητική για τα ζητήματα του παρόντος βίου, ενώ η δεύτερη είναι επιστημονική, εξασφαλίζοντας στο μέλλον την αιώνιο ζωή (βλ. Κεφάλαια Διάφορα, 4, 31, P.G. 90, 1316 d, Κεφάλαια Θεολογικά, 1, 22). Σύμφωνα με τον καθ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, ο ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΣ εφαρμόζει εντός της θεολογίας τη μεταξύ αυτής και της φιλοσοφίας διάκριση του Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ. Υποστηρίζει μάλιστα ότι η καταφατική και η αποφατική οδός του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ δεν απέχουν πολύ από τη διάκριση αυτή. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ἔννοια τῆς Διπλῆς Γνώσεως κατὰ τὸν Γρηγόριον Παλαμᾶν, ό.π., σελ. 126.
28. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,76, ό.π., σελ. 609.
29. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,13, ό.π., σελ. 423.
30. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,14, ό.π., σελ. 424, «Διπλοῦν τὸ εἶδος τῆς ἀλήθειας». Το ένα είδος είναι αναγκαίο να το έχουμε και να το παρέχουμε, γιατί συνεργεί στη σωτηρία μας. Το άλλο είδος αλήθειας όμως, το οποίο αφορά τη γη, τον ουρανό και τα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, εάν δεν το γνωρίζουμε και πάλι τίποτα δε θα μας εμποδίσει να κατακτήσουμε τη μακαριότητα που μας υποσχέθηκε ο Κύριος (πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ὁμιλία εἰς Ψαλμ. 3, P.G. 29, 256bc, Πρὸς τοὺς νέους 2, P.G. 31, 565). Δεν υπάρχει κανενός είδους ομοιότητα ή αναλογία ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο είδη αλήθειας. Η πρώτη οδηγεί τον άνθρωπο στη θέωση, στην υιοθεσία, στην αποκάλυψη και απόλαυση των ουρανίων αγαθών, ενώ η δεύτερη συμπορεύεται πάντοτε με τον παρόντα αιώνα, ο οποίος κάποτε πρόκειται να καταργηθεί (Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,14, ό.π., σελ. 424).
31. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,15, ό.π., σελ. 425, «κατὰ φύσιν χρῆσις τε καὶ κίνησις αναμόρφωσιν ποιεῖται τῆς λογικῆς εἰκόνος».
32. Τα φυσικά δώρα του Θεού, σύμφωνα με τον ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ, δεν είναι ευκαταφρόνητα, διότι μπορούν να οδηγήσουν σε κάποια αμυδρή γνώση του Θεού. Αυτό συμβαίνει, σημειώνει ο Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, επειδή ο Θεός δεν είναι αφηρημένη ιδέα, αλλά προσωπικότητα η οποία έχει πολλαπλές εκδηλώσεις. Η γνώση που επιτυγχάνεται διά των φυσικών γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπου είναι αναπόδεικτος και περιορισμένη, γι’ αυτό μπορεί να κατορθωθεί σε κάποιο βαθμό από ανθρώπους ατελείς κατά το ήθος και την πνευματικήν εμπειρία. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ἔννοια τῆς Διπλῆς Γνώσεως κατὰ τὸν Γρηγόριον Παλαμᾶν, ό.π., σελ. 127-128.

33. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,15, ό.π., σελ. 425, «οὐ τοῦτό ἐστιν ἡ τελεία τῆς ἄνωθεν ἡμῖν εὐγενείας εὐπρέπεια καὶ ἡ πρὸς τὸ ὑπερφαὲς φῶς ὑπερφυὴς ἕνωσις». Όταν κινείται σύμφωνα με τη φύση του κανείς, μπορεί να μεταβαίνει από το ένα πράγμα στο άλλο, κάνοντας χρήση αναλογιών. Για να οδηγηθεί όμως στο υπέρλαμπρο εκείνο φως θα πρέπει να εγκαταλείψει σταδιακά, όλες τις κατά φύση λειτουργίες μία από τις οποίες είναι και η αναλογία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: