Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (36)

Συνέχεια από Παρασκευή, 11 Μαρτίου 2016
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyteru. Co, Berlin1964 )

                                                 ΔΕΥΤΕΡΟΜΕΡΟΣ
                                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ  XV
                       Ο ΠΛΑΤΩΝ ΩΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΟΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΟΣ

                                                             Ι.
  
   Υπάρχει ο μύθος για τις μοίρες τών ανθρωπίνων ψυχών, ένα εκτενές και καθόλου απλό ‘δημιούργημα’, στο τέλος τού «Φαίδωνα». Συνενώνονται δε δυό ‘σειρές’ ιδεών εδώ: κοσμολογική, ‘φυσιολογική’ και γεωγραφική η μια, μυθική και εσχατολογική η άλλη. Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία, ότι είναι η εσχατολογία (Eschatologie) ο σκοπός τού όλου, ενώ δεν αποτελούν παρά υπόβαθρο, όσα κι αν σημαίνουν για τον ερευνητή Πλάτωνα, οι φυσικο-επιστημονικές σκέψεις. Ας συγκρίνουμε τα ‘ποιήματα’ για το Επέκεινα στον «Γοργία» και την «Πολιτεία». Εμφανίζεται λοιπόν ως πρότυπο της δίκαιης, της ‘ρυθμισμένης’ δηλ. ζωής ο Κόσμος (Kosmos) στον «Γοργία». Είναι όμως εντελώς ξεχωριστός ακόμα απ’ αυτό το σύμβολο ο μύθος τού επέκεινα: το δικαστήριο για τους νεκρούς στο λιβάδι (στον λειμώνα…) στο τρίστρατο και οι δυό τόποι για τους καλούς και για τους καταδικασμένους, τα νησιά τών Μακάρων κι ο Τάρταρος – καθαρά μυθικό λοιπόν τοπίο, χωρίς καμμιάν προσπάθεια να ‘θεμελιωθή’ μια επιστημονική εικόνα τής γης ή τού κόσμου. Προσπάθεια που την επιχειρεί αντίθετα ο «Φαίδων», και μάλιστα τόσο διεξοδικά, ώστε να επιδρούν στο τέλος σχεδόν ως μια ‘προσθήκη’ το δικαστήριο των νεκρών κι οι μοίρες τών ψυχών, όταν κοιτά κανείς καθαρά από έξω την κατανομή τών μαζών. Eνώ παρουσιάζει στο τέλος τής  «Πολιτείας» του, στο ‘αδράχτι’ με τα οκτώ αλληλοπεριχωρούμενα δακτυλίδια που γυρίζουν γύρω απ’ τον άξονα της γης, μιαν ακριβέστατη εικόνα τού σύμπαντος, πριν να εμφανιστούν μπροστά στις θεές τής μοίρας οι ψυχές, ο Πλάτων. Μας δείχνει αυτή λοιπόν ήδη η σύγκριση, ότι συνένωσε πρώτος την κοσμολογία με την εσχατολογία ο ίδιος ο αρχαίος φιλόσοφος. – Και δεν χρειάζεται παρά να ξεχωρίσουμε τα διάφορα εντός τού τελικού ποιήματος του «Φαίδωνα» στοιχεία.
      Ούτε το μέγεθος ούτε η κατασκευή, η ποιότητα της γης δεν αντιστοιχούν στη διαδεδομένη στους ‘ειδικούς’ άποψη, ξεκινά να λέη ο Σωκράτης. ‘Ηρεμεί’ ως σφαίρα στο κέντρο τού διαστήματος εξαιτίας τής ίδιας της τής ισορροπίας και της συμμετρικής παντού μορφής τής ουράνιας σφαίρας η γη. Πρόκειται για τη θεωρία, που τη ‘θέλει’ ακριβώς παρμενίδεια η παράδοση, κι αν παραβλέψουμε τη σφαιρική μορφή, τη θεωρία ήδη τού Αναξαγόρα. Ονομάζεται δε «πολύ μεγάλη», όχι τόσο σε σχέση προς το σύμπαν – δεν αναφέρεται τουλάχιστον καθόλου κάτι τέτοιο – όσο σε σχέση προς τον χώρο που καταλαμβάνουμε εμείς οι άνθρωποι σ’αυτήν η υδρόγειος σφαίρα, «απ’ τη Φάσι μέχρι τις στήλες τού Ηρακλέους», απ’ την ανατολική μέχρι τη δυτική εσχατιά τής Οικουμένης μας (Oikumene). Έναν τόσο μικρόν χώρο ‘αξιώνουν’ οι γνωστές σε μας χώρες πάνω στη μεγάλη σφαίρα, ώστε να κατοικούμε, «όπως οι βάτραχοι ή τα μυρμήγκια γύρω από ένα τέλμα», γύρω απ’ την εσωτερική θάλασσα.
      Είναι όμως μόνο μια απ’ τις πολλές κατοικίες, που είναι διαμοιρασμένες ως ‘λάκκοι’ ή κοιλότητες (κοίλα) σε όλη την υδρόγειο σφαίρα, η δική μας κατοικία. Όπου και συγκεντρώνονται νερό, ομίχλη και αέρας, ενώ ‘υψώνεται’ στον καθαρόν αιθέρα «η πραγματική γη» (αυτή η γη), η επιφάνεια δηλ. της σφαίρας εκεί όπου δεν υπάρχουν αυτές οι κοιλότητες. Παριστάνονται με ακρίβεια δε όλα αυτά και γίνονται μάλιστα με σχέδια ταχύτατα σαφή. Στο έδαφος των ‘βυθισμάτων’ μαζεύτηκε το νερό, κι απ’ αυτό προεξέχει η ‘γη’ που πάνω της κατοικούμε, με ρεύματα αέρα ολόγυρά της, ενώ είναι η ύψιστη βαθμίδα «η πραγματική γη», περιτριγυρισμένη στα πόδια της από θάλασσα αέρα, όπως η κατοικία μας από θάλασσα νερού, και ανυψούμενη στον αιθέρα, όπως η κατοικία μας στον πυκνότερον αέρα. Μας μαθαίνει δε το πόσο παραστατικά γίνεται όλο αυτό αντιληπτό, το εξής ίσως περισσότερο απ’ όλα χαρακτηριστικό:  Έχει και η «πραγματική γη», εντελώς αντίστοιχα προς τη δική μας κατοικία, τα νησιά της, «που περιβρέχονται απ’ τον αέρα και βρίσκονται κοντά στην ξηρά» (111 Α). Και μας δείχνει μια ματιά στον πίνακα … , γιατί δεν μπορούσαν να νοηθούν μακριά απ’ την ξηρά, να ανυψώνονται δηλ. απ’ το κέντρο τής κοιλότητας.
      Aυτό  που παρακολουθήσαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα καθαρά φυσικοεπιστημονικό μόρφωμα σκέψης, χωρίς τίποτα το αυθεντικά πλατωνικό στον εαυτό του και που θα μπορούσε να το έχει επινοήσει ο οποιοσδήποτε φυσικός. Σύντομα όμως αισθανόμαστε στη λάμψη τής περιγραφής τον ιδιαίτερον τρόπο τού Πλάτωνα (110 Β). Αν μπορούσε να δη κάποιος από απόσταση τη γη, θα του φαινόταν σαν μια πολύχρωμη σφαίρα. Γιατί λάμπει με τα πιο θεσπέσια και πιο καθαρά χρώματα η πραγματική επιφάνεια, που μπροστά τους δεν είναι παρά σαν ‘δοκιμές’ τα χρώματα των ζωγράφων μας, ενώ φαίνονται ακόμα και τα θολά «κοιλώματα», καθώς τα βλέπουμε μαζί με κείνους τούς πολύχρωμους τόπους, σαν χρωματιστές κηλίδες. Υπάρχουν τα πιο όμορφα φυτά εκεί επάνω και εξαίρετα πετρώματα, που τα υπολείμματά τους γνωρίζουμε εδώ σε μας ως πολύτιμους λίθους, και χρυσό και ασήμι. Κατοικούν και ζωντανά όντα σ’ αυτόν τον υψηλότερον κόσμο, και μάλιστα άνθρωποι προικισμένοι με τόσο λεπτότερες αισθήσεις και καθαρώτερη σκέψη από εμάς εδώ κάτω, καθ’ όσον κινούνται μέσα σ’ ένα καθαρώτερο ακριβώς στοιχείο. Βασιλεύει η αιώνια άνοιξη σ’ αυτούς, έτσι ώστε να τους έχη ορισθή μόνιμη υγεία και μια πολύ μακρότερη απ’ τη δική μας ζωή. Και κατοικούν οι θεοί και συναναστρέφονται ανάμεσά τους. – Πρόκειται για χαρακτηριστικά, που προέρχονται απ’ την εικόνα τών Μακαρίων Νήσων ή τού Παραδείσου.
       Γνήσιο όμως και πραγματικό πλατωνικό φρόνημα διαποτίζει ήδη κι αυτά που προηγούνται (109 C): Ο κόσμος μας στο βάθος τού σπηλαίου δεν είναι παρά μια θολή ανταύγεια των ‘μεγαλείων’ εκεί επάνω. Κι όμως δεν γνωρίζουμε, παράξενα γελασμένοι, την κατάστασή μας. Πιστεύουμε πως κατοικούμε στην επιφάνεια της γης και δεν αντιλαμβανόμαστε, ότι ζούμε στην πραγματικότητα στον πυθμένα μιας βαθειάς κοιλότητας. Φανταζόμαστε πως βλέπουμε τον ουρανό από πάνω μας και τ’ αστέρια, όπως πράγματι είναι· βλέπουμε ωστόσο μόνο το ανώτερο σύνορο του αέρα απέναντι στον αιθέρα, και το φως φτάνει εξασθενημένο μέσα απ’ τη δική μας θολή ατμόσφαιρα σε μας. Αν μπορούσαμε να αναδυθούμε όμως πάνω απ’ την επιφάνεια του δικού μας αέρα στον αιθέρα (Aether), θα αντιλαμβανόμασταν τότε για πρώτη φορά την πλάνη μας και θα είχαμε τον αληθινόν ουρανό και το αληθινό φως από πάνω μας, και την αληθινή γη τριγύρω μας.
       Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίση, πόσο κοντά είμαστε εδώ στο κέντρο τής πλατωνικής ποίησης και φιλοσοφίας. Ο μύθος τής ψυχής στον «Φαίδρο», κι ο μύθος τού σπηλαίου στην «Πολιτεία», παρουσιάζουν ο καθένας με τον τρόπο του, τις πιο συγγενικές εσωτερικά εικόνες και ακριβείς αντιστοιχίες, μέχρι και στη διατύπωση. Κι όταν παρατηρούμε την έκφραση στον «Φαίδωνα», μας παραπέμπουν διατυπώσεις όπως «η ίδια η γη», «η αληθινή γη» κι «ο αληθινός ουρανός» (αυτή η γή, η ως αληθώς γή, ο αληθώς ουρανός, τό αληθινόν φώς), όλες τους στο πιο ιδιαίτερο στοιχείο τού Πλάτωνα. Η μεταφυσική αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο τών Ιδεών και τον κόσμο τών φαινομένων ‘κατεβιβάσθη’ εδώ μέχρι τη γη και αντανακλάται στην αξιακή αντίθεση της «αληθινής γης» προς τη δική μας Οικουμένη (Oikumene) στον βυθό τής κοιλότητας. Αυτή η αξιακή λοιπόν αντίθεση, και μαζί της ολόκληρη η φαντασιακή περιγραφή τής «αληθινής γης», αλλά κι αυτή η ίδια η ονομασία, είναι όλα ιδιαίτερη πλατωνική δημιουργία και ανήκουν σε μιαν άλλην οπωσδήποτε σφαίρα απ’ τη γεωφυσική (Geophysik), με την οποίαν και ξεκίνησε ο Σωκράτης να μιλά.
      Αν αποσπάσουμε εκείνο το ‘στρώμα’, που επεξέτεινε η γεμάτη απ’ τις Ιδέες φαντασία τού Πλάτωνα, δεν απομένει παρά μια κλεισμένη στον εαυτό της κοσμολογική εικόνα: η γη να ‘αναπαύεται’ ως μια μεγάλη σφαίρα στο κέντρο τού διαστήματος· και πολλές καταβυθίσεις στη γήινη σφαίρα, που μια απ’ αυτές είναι η Οικουμένη μας. Ακόμα κι η κατανομή τών στοιχείων, σύμφωνα με την οποία συγκεντρώνονται σε κείνες τις κοιλότητες το νερό κι ο αέρας, ενώ εξέχει στον αιθέρα ο πραγματικός φλοιός τής γης, ταιριάζει απολύτως σ’ αυτό το σύνολο. Aνάγεται  ωστόσο, όπως είπαμε ήδη, στον Παρμενίδη η ‘σφαιρική’ θεωρία, μαζί και η θεμελίωση Αυτού-που-αιωρείται-στο μέσον. Αλλά για τις ‘κοιλότητες’ δεν υπάρχει πουθενά καμμιά παράδοση, κι αναρωτιόμαστε βέβαια, αν τις παρέλαβε από κάπου ο Πλάτων και τις ‘χρωμάτισε’ κατόπιν με τη δική του φαντασία, ή αν τις εφεύρε, για να ‘αποκτήση’ ένα πραγματικό υπόβαθρο εκείνη η μυθική του αντίθεση. Δεν είναι παρ’ όλ’ αυτά το ερώτημα της προέλευσης το ουσιαστικό κατ’ αρχάς σημείο, αλλά το βασικό είναι η συνειδητοποίηση του πώς ανήκει σε δυό διαφορετικές περιοχές τής σκέψης η εικόνα τού κόσμου, καθ’ όσον την παρατηρήσαμε μέχρι τώρα, πώς διακρίνονται σαφώς το γεωφυσικό υπόστρωμα και το μυθικο-μεταφυσικό επίστρωμα αναμεταξύ τους, και πώς ‘περνά’ αποφασιστικά στην πλευρά τής φυσικής επιστήμης η διδασκαλία για τις ‘κοιλότητες’.
       Αν οδηγήθηκε μέχρι τώρα απ’ τη σκέψη και μόνον η έρευνά μας, μοιάζει να ενισχύουν ωστόσο η συγγραφική μορφή και έκφραση το συμπέρασμά μας. Και πρέπει να προσέξουμε, με πόσην έμφαση επιμένει απ’ την αρχή, και με καινούργιες ολοένα αποστροφές, στον επιστημονικό χαρακτήρα αυτού που θέλει να μας παρουσιάση ο Πλάτων. Όπου αντιτίθεται κατ’ αρχάς (108 C) η θεωρία τού Σωκράτη για το σχήμα και τη μορφή τής γης σε ό,τι διδάσκουν μέχρι τότε οι ‘ειδήμονες’ (οι περί γής ειωθότες λέγειν). Ενώ έχει «πεισθή» (πέπεισμαι) από κάποιον άλλον κι ο ίδιος ο Σωκράτης. Έχει ακούσει όμως κι ο Σιμμίας διάφορες απόψεις για τη γη. Και θέλει να γνωρίση τώρα και την «πεποίθηση» του Σωκράτη (ά σε πείθει). Δεν είναι δύσκολο να παρουσιάσω αυτό το δεδομένο (ά γ’ έστιν), απαντά ο Σωκράτης· το να αποδείξω βέβαια ότι είναι πράγματι έτσι, αυτό θα ήταν μια απίστευτα δύσκολη και περιεκτική ‘αποστολή’. Θα περιγράψη όμως σύμφωνα με την «πεποίθησή» του την εικόνα τής γης. Και ξεκινά με τα λόγια «είμαι πεπεισμένος» εκείνην την κοσμολογικο-φυσική περιγραφή. Είναι όμως εντελώς διαφορετικά τα πράγματα αργότερα, εκεί όπου περιγράφει την «αληθινή γη» (110 Β), κι όπου επισημαίνει μια ενδιάμεση παρατήρηση του συνομιλητή του σαφώς το καινούργιο ‘κεφάλαιο’. Μιλά για έναν «μύθο» που θέλει να αφηγηθή, αντιπαραθέτοντας έτσι με κάθε έμφαση αυτό το ‘μετεμπειρικό’ (metempirisch) πεδίο στη γεωφυσική περιγραφή τής αρχής. Θα πρέπη να παραδεχτούμε ωστόσο, πως δεν ξεχωρίζουν τόσο ξεκάθαρα τα διάφορα μέρη αναμεταξύ τους, καθώς και όλα συνδέονται στο πνεύμα τού Πλάτωνα. Γιατί και πριν να εμφανιστή, ως οριακό σημείο, η λέξη «μύθος» και ξεκινήση η περιγραφή τής ανώτερης γης, έχει μεταφερθή στο γήινο επίπεδο η αντίθεση είναι και φαίνεσθαι, που δεν μπορεί να κατανοηθή παρά απ’ την Ιδέα κι από καμμιά βέβαια φυσική. Ακόμα κι αν είναι όμως ρευστή η μετάβαση, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε αυτό που δηλώνει ο ίδιος ο Πλάτων, ότι ο ένας πόλος τού μορφώματός του είναι επιστημονικός (με τη δική μας έννοια), κι ο άλλος μυθικός. Ενώ μάς καθιστά με σαφήνεια γνωστό, το πού τελειώνει επίσης ο μύθος. Γιατί αφού μάς άφησε να διασθανθούμε όλην τη μακαριότητα όσων κατοικούν σε κείνην την αληθινή γη (111 Cκαί τήν άλλην ευδαιμονίαν τούτων ακόλουθον είναι), επιστρέφει εμφανώς στο σημείο στο οποίο και είχε φθάσει η φυσικο-επιστημονική απεικόνιση.
       Ενώ είχε απλώς τονίσει προηγουμένως ο Σωκράτης (109 Β), ότι είναι πολυάριθμοι και διαφορετικής μορφής και μεγέθους οι (διάφοροι…) «τόποι», καθιστά τώρα εναργείς αυτές τις διαφορές. Είναι δηλ. βαθύτερες και έχουν ένα πιο εκτεταμένο άνοιγμα απ’ ό,τι η δική μας Οικουμένη κάποιες κοιλότητες, ενώ βαθύτερες μεν, με πιο στενό όμως άνοιγμα κάποιες άλλες, και λιγότερο βαθειές και μαλακότερα κεκλιμένες προς τα κάτω κάποιες τρίτες. Και μπορούν έτσι να κατανοηθούν ποικίλες ακόμα μορφές κοιλοτήτων. Οι οποίες και συνδέονται με ποικίλους υπόγειους τρόπους αναμεταξύ τους, όπου και κυλά ζεστό και κρύο νερό στα διάφορα αυτά ‘κανάλια’, αλλά και ρεύματα λάσπης διαφόρων ειδών και ισχυρά ρεύματα φωτιάς. Η δε κίνηση σ’ αυτές τις φλέβες ρυθμίζεται απ’ το μεγάλο κεντρικό ‘ντεπόζιτο’, τον Τάρταρο. Που είναι κι ο ίδιος μια τέτοια «κοιλότητα», με τη διαφορά ότι διατρέχει αυτός ολόκληρη τη γήινη σφαίρα. Κι ανάλογα με το προς τα πού κινείται ισχυρότερα ξεκινώντας απ’ το κέντρο τής γης η «αιώρα» αυτής τής υδάτινης μάζας, γεμίζουν άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί με περισσότερο νερό τα υπόγεια ‘κανάλια’. Ανάμεσα δε στα πολυάριθμα και διαφορετικά ρεύματα που ‘γεμίζουν’ τη γη, είναι τα πιο σημαντικά ο Ωκεανός, και κατόπιν τα εξής τρία: ο Αχέρων, ο Πυριφλεγέθων κι ο Κόκυτος.
      Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε τώρα με κάθε λεπτομέρεια τη διαδρομή αυτών τών υπόγειων ρευμάτων: την πηγή τους απ’ τον Τάρταρο, στον οποίον και επιστρέφουν μετά, ή τούς ελιγμούς τους στο εσωτερικό τής γης, όπως πλησιάζουν π.χ. εντελώς κοντά, σ’ ένα σημείο ο καθένας, την Αχερουσία Λίμνη ο Κόκυτος κι ο Πυριφλεγέθων, χωρίς να ανακατεύεται ωστόσο με τα νερά της το δικό τους νερό. Γιατί ένα μας ενδιαφέρει: να αναγνωρίσουμε ότι για έναν μόνο σκοπό επινοήθηκαν και περιγράφηκαν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, για να προετοιμάσουν και να καταστήσουν δυνατή τη μοίρα ή τις τύχες τών διαφόρων ψυχικών ‘τάξεων’. Υπάρχει λοιπόν για τους «μέτριους» η Αχερουσία Λίμνη, για να λάβουν εκεί έπαινο και τιμωρία. Ενώ ‘ταξιδεύουν’ στον Κόκυτο και τον Πυριφλεγέθωνα οι βαρείς, αλλά θεραπευόμενοι ακόμα εγκληματίες. Και τους οδηγεί σε κείνα τα σημεία, όπου πλησιάζει πολύ κοντά στην Αχερουσία Λίμνη ο κάθε ποταμός, το ρεύμα και πρέπει να ζητήσουν από εκεί τη συγχώρηση εκείνων στους οποίους και αμάρτησαν, και που κατοικούν σε κείνην τη λίμνη, και κοπιάζουν να συγχωρεθούν, ώστε να μπορέσουν να μεταβούν στη λίμνη και να απελευθερωθούν απ’ το ρεύμα. Μπορούμε δε να παρακολουθήσουμε μέχρι τις λεπτομέρειες, το πώς δεν προέρχεται από φυσικο-επιστημονικές ας πούμε διαδρομές τής σκέψης η περιγραφή τών υπογείων ρευμάτων, αλλά στοχεύει εντελώς στο να παράσχη μιαν τοπογραφική βάση για την εικόνα τού Επέκεινα που αμέσως ακολουθεί.
     Δεν είναι ωστόσο τα μοναδικά στο είδος τους ρεύματα τα τέσσερα ρεύματα που προαναφέραμε, αλλά τα πιο αξιοπρόσεχτα μάλλον ανάμεσα σε αναρίθμητα παρόμοια ρεύματα. Χωρίς να έχουν την παραμικρή σχέση με την εσχατολογία (Eschatologie) αυτές οι υπόγειες διαδρομές, όπου και κυλά νερό, λάσπη και φωτιά, και τα οποία γεμίζουν περισσότερο ή λιγότερο απ’ το μεγάλο ‘ντεπόζιτο’ στο κέντρο τής γης. Χρησιμεύουν βέβαια στην πλατωνική συνάφεια, στο να ενταχθούν σε μιαν περαιτέρω κατηγορία φαινομένων αυτά τα υπόγεια ρεύματα, ώστε να μην καταστούν απίστευτα και ακατανόητα μέσα από μιαν πιθανή απομόνωσή τους. Διαθέτουν όμως και ένα πολύ ευρύτερο νόημα καθ’ εαυτά. Παρέχουν δηλ. μια λεπτομερειακή θεωρία περί πηγής και ποταμού, παλίρροιας και αμπώτιδος, πλημμυρίδας και ξηρασίας, εκρήξεως λάσπης και λάβας, ανέμου και άλλων γεωφυσικών λειτουργιών. Απομακρύνεται δε τόσο όσο είναι μόνο δυνατόν από θεολογικούς και εσχατολογικούς συνειρμούς όλο αυτό, κι όπως αμφισβητεί εμπεριστατωμένα ακόμα κι ο Αριστοτέλης στη «Μετεωρολογία» του (ΙΙ 2, 355 b 32) τη (σχετική…) διδασκαλία, έτσι πέφτει και για μας αποφασιστικά το βάρος στη φυσικο-επιστημονική πλευρά τής πλατωνικής σκέψης.
      Συναρτάται λοιπόν αυτή η γεωφυσική, και απελευθερωμένη από κάθε θεολογία διδασκαλία, πολύ ουσιαστικά με την προαναφερθείσα θεωρία τών «κοιλοτήτων», τις οποίες και απαιτεί ακριβώς ως προϋποθέσεις. Γιατί συνδέονται κατ’ αρχάς αναμεταξύ τους με τα ‘κανάλια’ οι κοιλότητες, τα οποία και διαπερνούν τούς τοίχους και τα προχώματα που έχουν ‘απομείνει’ τρόπον τινά ανάμεσα στις κοιλότητες, έτσι ώστε να υφίστανται ως δρόμοι τα κανάλια ανάμεσά τους. Και είναι δεύτερον ο ίδιος ο Τάρταρος, ο μεγάλος ρυθμιστής, απ’ τον οποίον ξεκινούν και στον οποίον τελειώνουν τελικά όλα τα κανάλια, μια κοιλότητα ανάμεσα στις άλλες, έστω η μεγαλύτερη και η μοναδική που εκτείνεται σ’ ολόκληρη τη γήινη σφαίρα, έτσι ώστε να συνδέονται οι κοιλότητες, και μαζί τους κι ο Τάρταρος, με όλα τα κανάλια.
       Aν  αποδεικνύη λοιπόν μια καθαρά ‘αντικειμενική’ ανάλυση τη συνάφεια των δυό θεωριών, επιβεβαιώνεται αυτό κατά τον καλύτερον τρόπο μόλις κατευθυνθή ξανά στη σχηματική-παραστατική πλευρά η ματιά μας. Αφού μάς φανέρωσε τη φανταστική εικόνα τής «πραγματικής γης» (110 Β – 111 C), επιστρέφει σαφώς στους «τόπους μέσα στις κοιλότητες» ολόγυρα στη γήινη σφαίρα ο συγγραφέας, περιγράφοντας ακριβέστερα τώρα τη διαφορετική μορφή τους, την οποίαν και είχε μόλις ‘θίξει’ ως μια γενική  διαφορετικότητα προηγουμένως. Και το κάνει αυτό, για να μπορέση να επισυνάψη τώρα τη φυσική θεωρία, ώστε να αντιληφθούμε καθαρά μέσα απ’ την όλη σύνθεση  ως ‘καθεαυτόν’ τον «μύθο» τής «αληθινής γης», και να ‘ταιριάξουν’ με την όλη σύνθεση σε μιαν ενότητα εκείνοι οι δυό φυσικο-επιστημονικοί ‘συνειρμοί’.
       Χρειάζεται ωστόσο μιαν μικρήν ακόμα επισκόπηση, συγκρίνοντάς τον με τον αντίστοιχο μύθο τού «Γοργία», ο εσχατολογικός μύθος. Γνωρίζει στον «Γοργία» μόνο δυό τάξεις ψυχών, τους αμαρτωλούς και τους δίκαιους ο Πλάτων, και δυό αντίστοιχους τόπους για τη μετά θάνατον ζωή τους, τον Τάρταρο (Tartaros) και τις μακάριες νήσους. Στον «Φαίδωνα» γίνονται ωστόσο τέσσερις οι τάξεις, και διαμορφώνεται αντίστοιχα και η τοπογραφία (Topographie) τού Επέκεινα. Αναγνωρίζουμε ωστόσο δίχως ιδιαίτερο κόπο προσεγγίζοντας το θέμα, την οδό που μας φέρνει απ’ την παλαιότερη και απλούστερη, στη νεώτερη και ‘πλουσιώτερη’ άποψη. Παραμένουν λοιπόν σε μιαν ενότητα εδώ οι μακάριοι, μόνο που υποδηλώνεται μια ιδιαίτερη θέση για τους φιλοσόφους στον «Φαίδωνα». Ως προς τους αμαρτωλούς, εμφανίζονται όμως εδώ τρεις ομάδες: οι ‘μέτριοι’, οι ανίατοι εγκληματίες και εκείνοι που μπορούν να θεραπευτούν. Κατοικούν ωστόσο κάτω απ’ τη γη και οι τρεις αυτές ομάδες, όλοι μαζί απέναντι στους αγαθούς, που περνούν μόνον αυτοί πάνω στην «πραγματική γη» τη μακάρια ζωή τους. Και για να καταστήση αντάξιά τους την κατοικία τους, διακόσμησε με όλα τα χρώματα εκείνην την «πραγματική γη» η φαντασία τού Πλάτωνα, φαντασία που πήγασε απ’ τις ιδέες για τον παράδεισο του λαού του, αλλά και τον δικό του παραστατικώτατο κόσμο τών Ιδεών.
        Ξεχωρίσαμε προηγουμένως απ’ τη γεωφυσική του βάση, τη θεωρία τών κοιλοτήτων, τον μεταφυσικό μύθο, και ξεχωρίσαμε κατόπιν απ’ τη γεωφυσική της βάση, τη θεωρία τών ‘φλεβών’  (( φλέβα νερού…)) , και την εσχατολογία. ‘Συναντήθηκαν’ οι φυσικές θεωρίες, κι αναγνωρίζουμε, πώς εισέρχονται κι ο μύθος με την εσχατολογία ο ένας μέσα στην άλλη, και πώς προετοιμάζει την εσχατολογία ο μύθος. Μπορούμε να διακρίνουμε δίκαια λοιπόν, εύκολα σχηματίζοντάς το, σε τέσσερα μέρη το σύνολο οικοδόμημα της πλατωνικής ‘δημιουργίας’. Κατανοώντας φυσικο-επιστημονικά τα μέρη 1 και 3, μυθικο-εσχατολογικά δε τα μέρη 2 και 4.

         ( συνεχίζεται, με το δεύτερο μέρος τού ιδίου κεφαλαίου )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου