Τρίτη 3 Μαΐου 2016

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ (24)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ  
 

ΤΟΥ ENRICO BERTI
     
Αλλά η πιο εκτενής διαπραγμάτευση τών αντιθέτων η οποία περιέχεται στον Φαίδωνα συνδέεται με την θεωρία σύμφωνα με την οποία οι αισθητές πραγματικότητες έχουν καθορισμένους χαρακτήρες χάρις στην μετοχή τους στις ιδέες στις οποίες αυτοί οι χαρακτήρες βρίσκονται παραδειγματικά πραγματοποιημένοι. Αυτή η θεωρία καθιστά δυνατό ένα ίδιο πράγμα ή μιά αισθητή πραγματικότης, να διαθέτει ταυτοχρόνως αντίθετους χαρακτήρες, λόγω της ταυτόχρονης μετοχής σε αντίθετες ιδέες. Για παράδειγμα βεβαιώνει ο Πλάτων, ο Σιμμίας είναι μεγαλύτερος από τον Σωκράτη και μικρότερος από τον Φαίδωνα, δηλαδή διαθέτει ταυτοχρόνως δύο αντίθετους χαρακτήρες, το μεγάλο και το μικρό, όχι επειδή είναι καθαυτός μεγάλος και μικρός μαζί, αλλά επειδή σε σχέση με τον Σωκράτη μετέχει της ιδέας του μεγάλου και σε σχέση με τον Φαίδωνα μετέχει της ιδέας του μικρού. Αυτό που παραμένει όμως αποκλεισμένο είναι ότι το καθαυτό μεγάλο δηλαδή η ιδέα τού μεγάλου, μπορεί να είναι και μικρή ή ότι το καθαυτό μικρό, δηλαδή η ιδέα του μικρού μπορεί να είναι και μεγάλη, διότι κανένα από τα αντίθετα δεν μπορεί να ανεχθεί να γίνει ή να είναι το ίδιο τό αντίθετό του παραμένοντας ταυτόχρονα εκείνο που ήταν πριν.
Γι’ αυτόν τον σκοπό μπορούμε να παραβλέψουμε την διασταύρωση με την θεωρία των ιδεών, για να προσέξουμε ότι επιτρέπει στον Πλάτωνα απλώς την διάκριση τών διαφόρων απόψεων κάτω από τις οποίες το ίδιο πράγμα μπορεί να υπολογισθεί. Αυτό που μας δηλώνει πράγματι είναι ότι το ίδιο πράγμα μπορεί να έχει ταυτοχρόνως δύο ιδιότητες αντίθετες, εφόσον υπολογίζεται κάτω από διαφορετικές απόψεις, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Σιμμία, πότε σε σχέση με τον Σωκράτη και πότε σε σχέση με τον Φαίδωνα. Και ολοκληρώνεται τοιουτοτρόπως η θέση σύμφωνα με την οποία τα αντίθετα μπορούν και να ενωθούν στο ίδιο υποκείμενο, αλλά το μπορούν ή διαδοχικά ή κάτω από διαφορετικές πλευρές, αλλά όχι ταυτόχρονα και κάτω από την ίδια άποψη: υπάρχουν ήδη όλα τα στοιχεία της διατυπώσεως του Αριστοτέλη της αρχής της μη-αντιφάσεως. Και αυτή η θεωρία θα επανεξεταστεί, όπως θα δούμε, πάντοτε σε σχέση με την διαλεκτική, στην Πολιτεία.[Αυτή είναι καί η αναίρεσις τού συγκρητισμού, ο οποίος καθίσταται δυνατός λόγω τής λογικής μας ανοχής τής αντιφάσεως].

Σε αυτόν τον μεγάλο διάλογο ο Πλάτων διαπραγματεύεται λεπτομερώς την διαλεκτική στα δύο κεντρικά βιβλία το VI και το VII, πρώτα στο πλαίσιο της διάσημης εικόνος της κομμένης γραμμής σε τέσσερα μέρη, τα οποία αντιστοιχούν στους τέσσερις βαθμούς τής γνώσεως και στην συνέχεια στο πλαίσιο τής διαπραγματεύσεως σχετικά με την παιδεία των φιλοσόφων. Στο βιβλίο VI διακρίνει με ακρίβεια την διαλεκτική από τα μαθηματικά μέσω της διαφορετικής χρήσεως που κάνει κάθε μία από αυτές τις διδασκαλίες, τις υποθέσεις. Στα μαθηματικά, δηλώνει ο Πλάτων, η ψυχή είναι υποχρεωμένη να ερευνήσει ξεκινώντας από υποθέσεις (εξ’ υποθέσεων), αλλά χωρίς να προοδεύει προς μία αρχή, αλλά προς ένα συμπέρασμα! (ουκ επ’ αρχήν πορευομένη αλλ’ επί τελευτήν).
Στην διαλεκτική όμως προοδεύει ξεκινώντας από μία υπόθεση (εξ’ υποθέσεως ἰοῦσα) και διατρέχοντας την πορεία της (την μέθοδον ποιουμένη) μέχρις μιας ανυπόθετης αρχής (επ’ αρχήν ανυπόθετον) (Πολιτεία VI, 510B). Αμέσως μετά ο Πλάτων εξηγεί ότι οι μαθηματικοί λαμβάνουν σαν υποθέσεις τούς ορισμούς τού ίσου και του περιττού, της μορφής (του σχήματος), της γωνίας κ.τ.λ. χωρίς να υπολογίζουν (λόγον διδόναι), αλλά θεωρώντας τες αυτονόητες, και ξεκινώντας από αυτές απάγουν (απαγωγή) τις συνέπειες, φτάνοντας στα συμπεράσματα σε πλήρη συνάφεια με τις προϋποθέσεις (ομολογουμένως). Εδώ λοιπόν υπονοεί, να μην βάζουμε σε δοκιμασία τις υποθέσεις μέσω της αναιρέσεως, όπως είχε μιλήσει στον Φαίδωνα, αλλά τις απλές απαγωγές τών συνεπειών, που δεν έχει τίποτε διαλεκτικό και είναι μία ιδιαίτερη και συγκεκριμένη πρόοδος των μαθηματικών. Σε αυτά η αξία τών συνεπειών εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από την αξία τών προϋποθέσεων, αλλά επειδή αυτή δεν είναι αιτιολογημένη, ολόκληρη η πρόοδος μένει αδικαιολόγητη, διαθέτει δηλαδή μόνον την συνάφεια και συνοχή, όχι την αλήθεια.

Όταν όμως η συζήτηση φτάνει την διαλεκτική τέχνη (τή τού διαλέγεσθαι δυνάμει), υπολογίζει τις υποθέσεις όχι σαν αρχές αλλά σαν αληθινές και πραγματικές υποθέσεις, δηλαδή σαν «σημεία στήριξης και εκτίναξης» (επιβάσεις τε και ορμάς), μέχρις ότου φθάσει στο ανυπόθετο, δηλαδή επί την του παντός αρχή, και μόνον αφού το κατακτήσει (αψάμενος αυτής), συμπεραίνοντας τίς συνέπειες, κατέρχεται στο συμπέρασμα (επί τελευτήν καταβαίνη) (Πολιτεία 511Β). Εδώ υπονοεί να θέσουμε σε εξέταση τις υποθέσεις, δηλαδή να προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε, να βρούμε την λογική τους, και αυτή η λογική σε τελευταία ανάλυση, ο λόγος τους, δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνον από μια ανυπόθετη αρχή, από μία αρχή δηλαδή η οποία δεν έχει πια ανάγκη, με την σειρά της, μιας λογικής δικαιώσεως και θεμελιώσεως. Πολύ πιθανόν εδώ ο Πλάτων ονομάζει «ανυπόθετη αρχή» αυτό που στον Φαίδωνα είχε ονομάζει «κάτι επαρκές» και αναφέρεται -μέσα στο πλαίσιο της θεωρίας των ιδεών- στην ιδέα του αγαθού, για το οποίο είχε πει προηγουμένως ότι είναι η αιτία της ουσίας και της υπάρξεως όλων των άλλων ιδεών, και γι’ αυτό βρίσκεται επέκεινα όλων. Αλλά ούτε και εδώ όμως, ξεκαθαρίζει σε τι συνίσταται αυτή η πρόοδος τής επιστροφής και της ανόδου, η λεγόμενη «η οδός προς τα άνω», προς την αρχή, ενώ είναι σαφές ότι η κάθοδος από αυτή, η «οδός προς τα κάτω», είναι μία κανονική απαγωγή, όμοια με εκείνης των μαθηματικών, με την διαφορά ότι η αρχή της δεν είναι υποθετική, αλλά εξασφαλισμένη, και γι’ αυτό είναι ασφαλής και η αλήθεια του συμπεράσματος, δηλαδή έχουμε την αληθινή και πραγματική επιστήμη!

Πέραν όλων των ερμηνειών που έχουν δοθεί της «οδού προς τα άνω», οι οποίες κυμαίνονται από την ταύτισή της με την καθαρή έμπνευση, μέχρι την βαθμιαία γενίκευση (συναγωγή) και με εκείνη της γεωμετρικής προόδου της αναλύσεως, θεωρούμε αναγκαίο να προσέξουμε μία έκφραση ξεχασμένη μάλλον, η οποία δείχνει τον καθαρό διαλεκτικό χαρακτήρα της «οδού προς τα άνω». Βρίσκεται στην δεύτερη μεγάλη έκθεση της διαλεκτικής που περιέχεται στην Πολιτεία, στο βιβλίο VII, όπου ο Πλάτων όχι μόνον δηλώνει ότι η διαλεκτική μέθοδος αφού αναίρεσε τις υποθέσεις προχωρά επ’ αυτήν την αρχήν, με τον σκοπό να στερεωθεί (ίνα βεβαιώσηται), αλλά συμπληρώνει ότι η πρόοδος αυτή δεν κατορθώνει να γνωρίσει το καθαυτό αγαθό, δηλαδή την αρχή, εάν δεν κατορθώσει, «περνώντας μέσω όλων των αναιρέσεων» (δια πάντων ελέγχων διεξιών), όπως στην μάχη και προσπαθώντας να αναιρέσει όχι σύμφωνα με την γνώμη, αλλά σύμφωνα με την πραγματικότητα (μη κατά δόξαν αλλά κατ’ ουσίαν προθυμούμενος ελέγχειν), να ανοίξει τον δρόμο με ένα κατάλληλο επιχείρημα σε όλες αυτές τις αναιρέσεις (εν πάσι τούτοις απτώτι τω λόγω διαπορεύηται) [Πολιτεία VII 533C-534C].

Εδώ λοιπόν ο Πλάτων δεν μας δείχνει μόνον την πρόοδο τής διαλεκτικής στον έλεγχο, η οποία εφαρμοζόμενη στις υποθέσεις, τις καταστρέφει, δηλαδή τις μειώνει σε αντίφαση και επομένως επαναλαμβάνει τον ελεγκτικό χαρακτήρα της διαλεκτικής, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί από μερικούς, αλλά επαναλαμβάνει με ακρίβεια για δύο φορές ότι είναι αναγκαίο να ερμηνευθούν όλες οι αναιρέσεις (δια πάντων ελέγχων, εν πάσι τούτοις). Εδώ βρίσκεται το μυστικό τού εποικοδομητικού χαρακτήρος, όχι απλώς καταστροφικού, της διαλεκτικής, και επομένως η διαφορά, η πρόοδος, η ισχύς, -όπως λέει και ο Αριστοτέλης- της πλατωνικής διαλεκτικής σε σχέση με την σωκρατική. Μόνον λοιπόν, αφού έχουν αναιρεθεί όλες οι δυνατές υποθέσεις, σχετικά με μια καθορισμένη ερώτηση, έρχεται η βεβαιότης ότι εκείνη που παραμένει, δηλαδή αυτή που ανθίσταται στις αναιρέσεις, είναι αληθινή, δεν είναι δηλαδή μια απλή υπόθεση, αλλά μια αυθεντική αρχή, η ανυπόθετος αρχή ακριβώς. Αυτή η τελευταία λοιπόν, δεν αποκτάται ούτε με έμπνευση, ούτε με γενίκευση, ούτε με ανάλυση, αλλά μέσω της αναιρέσεως όλων των υποθέσεων που την αντιφάσκουν.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου