Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Κάλλιστος Καταφυγιώτης: "Περί της ενώσεως με το Θεό και του θεωρητικού βίου - μέρος 1ο (κεφ. 23-36)"

Συνέχεια από: Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

23. Αν είναι ένας και συμπτυγμένος ο καθολικός έρωτας, κατά τη διδασκαλία των σοφών στα θεία, είναι φανερό ότι και το εραστό είναι ένα. Γιατί αν ήταν δύο τουλάχιστον τα εραστά, ή θα υπήρχαν δύο έρωτες, ή θα μοιραζόταν σε δύο ο ένας έρωτας και δε θα μπορούσε να ονομαστεί ένας και συμπτυγμένος. Τώρα όμως, αφού ο καθολικός έρωτας λέγεται πώς είναι ένας και συμπτυγμένος, είναι ευνόητο ότι ένα είναι και το εραστό. Αλλά βέβαια προϋπάρχει το εραστό από τον έρωτά του, και δεν υπάρχει τρόπος πριν θεωρήσει κανείς το εραστό, να δοκιμάσει τον έρωτά του. Και ο έρωτας είναι έντονη αγάπη, την οποία απαιτεί να έχομε προς το Θεό τόσο ο φυσικός, όσο και ο γραπτός νόμος του Θεού. Ο φυσικός νόμος δηλαδή, πείθει τελείως το νου που επιμελείται το αγαθό, να επιδιώκει το Ανώτερο, το οποίο είναι ο Θεός, ενώ ο γραπτός νόμος του Θεού λέει: «Να αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου με όλη την ψυχή σου και με όλη την καρδιά σου και με όλη τη διάνοιά σου. Ο Κύριος ο Θεός σου είναι ένας Κύριος». Άρα λοιπόν και το εραστό είναι Ένα, δηλαδή η τριαδική Μονάδα· Αυτή μάλιστα οφείλει να προϋπάρχει για το νου από τον προς Αυτήν έρωτά του. Άρα ο νους πρέπει να επιθυμεί ν' ανυψώνεται προς το υπερκόσμιο Ένα, ώστε με την εύρεση και τη θεωρία Του να αναλάμψει και ο έρωτάς του γι' Αυτό και να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει εκπληρωτής τόσο του φυσικού νόμου, όσο και της εντολής, αγαπώντας, όπως είπαμε, τον Κύριο το Θεό του. 

24. Είναι αδύνατο, όταν ο νους ανεβεί στο υπέρ νουν Ένα, να μη γίνει εραστής Του. Γιατί συναντά κάλλος άρρητο και ακατανόητο που πηγάζει από Αυτό, όπως από παντοκρατορική ρίζα. Οπότε ο νους, από τις θείες ελλάμψεις, μοιάζει με δίχτυ που κινδυνεύει να σχιστεί από το βάρος των πολλών ψαριών που έπιασε, κι εκπλήσσεται θεωρώντας το υπέρ νουν κάλλος και μεθά σαν από κρασί και σαν τρελός εξίσταται και κυριαρχείται από θαυμασμό που ξεπερνά κάθε σκέψη, μην μπορώντας να βλέπει κατάματα το υπέρκαλλο θέαμα του εξαίσιου κάλλους. Γι' αυτό και δένεται με τα δεσμά της αγάπης και φλέγεται από τη δίψα. Γιατί το υπέρ νουν Ένα είναι μοναδικό και από όλους κηρύσσεται ως πρωταρχικό αίτιο των πάντων, ως αρχή, ως τέλος, ως δύναμη συνεκτική του παντός. Αυτό είναι που από ξεχείλισμα καλλοποιού και αγαθοποιού δυνάμεως παρήγαγε τις ωραιότητες και τις αγαθότητες όλων των ωραίων και των αγαθών, ενώ το ίδιο στέκεται άπειρες φορές άπειρα πάνω από οποιαδήποτε καλλονή και αγαθότητα, επειδή είναι το υπερκόσμιο, ασύγκριτο Ένα. Είναι το μόνο εραστό από τη φύση Του πάνω από κάθε εραστό, επειδή είναι το μόνο απόλυτα Ωραίο και Αγαθό που είναι πάνω από κάθε ωραίο και αγαθό, και το μόνο κατά τη φύση και την τάξη αληθινά αγαπητό, ως αίτιο των πάντων. Είναι τόσο μέγα, όσο έχει ξεπεράσει όλα τα αγαπητά και εραστά χάρη στην υπερβολική καλλονή και αγαθότητα. Και είναι αληθινά υπερκόσμιο Ένα, ως το μόνο που υπάρχει αληθινά και παρέχει το είναι σε όλα τα όντα. Με τη βοήθεια του Πνεύματος λοιπόν, ας στραφούμε με το καλό, που λένε, στην εύρεση και τη γνώση του μοναδικού Ενός, από το οποίο πηγάζουν οι αρχές όλων και όπου καταλήγουν τα τέλη όλων. Και τότε οπωσδήποτε θα μας ανοιχτεί αυτόματα με τη χάρη του Χριστού η πύλη της θείας αγάπης και θα μπούμε στον τόπο αναπαύσεως του Κυρίου με ευφροσύνη και μεγάλη αγαλλίαση και θα γνωρίσομε βαθιά την απόλαυση του Ενός και θα γευθούμε τη θεία τρυφή, έχοντας γίνει κι εμείς ένα χωρίς να χωριζόμαστε ή να διαιρούμαστε σε πολλά, σύμφωνα με την παράκληση του Σωτήρα προς τον Πατέρα: «Να είναι ένα, όπως κι εμείς είμαστε ένα». Τότε λοιπόν θα είμαστε και ακριβείς τηρητές της εντολής που λέει: «Θα αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την ψυχή σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου», και θα φτάσομε στην τελειότητα, κατά το ανθρώπινο μέτρο, όσο είναι δυνατό. Γιατί η αγάπη είναι το τέλος του νόμου, από την οποία κρέμονται όχι μόνο όλος ο νόμος και οι Προφήτες, αλλά και όλοι όσοι τελειοποιήθηκαν κατά Θεόν με τη δύναμη του Χριστού. 

25. Σε κάθε τι που έχει στη φύση του να γίνεται ένα από το Πνεύμα, η διαίρεση αποτελεί μείωση. Γι' αυτό και ο νους, αν υφίσταται κάποια διαίρεση κατά την ενέργεια, βρίσκεται έξω από την κατά χάρη κατάσταση που του αρμόζει. Αυτό το παθαίνει επειδή βλέπει μερικά διάφορα· και όταν βλέπει προς διάφορα, δεν μπορεί να παραμείνει αδιαίρετος. Γιατί αν κάνει κάποιος αυτή την υπόθεση, δε θα μπορέσει να εξηγήσει πολύ εύκολα, χάρη σε τι ο νους της ησυχίας είναι διάφορος από το νου της συγχύσεως, και το νου των θεοφόρων θα τον θεωρήσει όμοιο με το νου εκείνων που ενοχλούνται από τα πάθη, πράγμα άτοπο. Αφού δηλαδή ο νους γίνεται κατά την ενέργειά του όμοιος μ' εκείνα που θεωρεί, κατ' ανάγκην όταν θεωρεί σύνθετα ποικίλλεται κι αυτός, κι όταν εκπίπτει από την απλότητα, δεν μπορεί να είναι αδιαίρετος. Ο διαιρεμένος όμως είναι κάθε άλλο παρά καθαρός από αμαρτία, οπότε και η ίδια η διαίρεση καθ' αυτήν θεωρείται αμαρτία από εκείνους που μπορούν να εμβαθύνουν σ' αυτά. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη η νοερή δύναμη του νου, με την ενατένιση προς το ανώτατο και υπερκόσμιο Ένα, να έχει γευθεί κατά τρόπο ενοειδή με τη νοερή αίσθηση το υπερφυσικό καλό, η κατάσταση της διαιρέσεως είναι τελείως έξω από τη χάρη. Πρέπει λοιπόν να κρατιόμαστε από το υπερκόσμιο Ένα και να ατενίζομε ολόψυχα σ' Αυτό και μόνο και μοναδικά, αν θέλομε να αποφύγομε τη διαίρεση και την ετερότητα. Ωστόσο δε θα μπορέσει ο νους να παραμείνει αδιαίρετος ούτε αν στραφεί προς κάτι που είναι ένα, αλλά κτιστό. Γιατί το κτιστό δεν μπορεί να λέγεται στην κυριολεξία απλό, αλλά είναι περιορισμένο και σύνθετο και πεπερασμένο, και γι' αυτό ούτε απλό ένα έχει δικαίωμα να ονομάζεται, ούτε απλή και μονοειδής είναι η ενέργεια του νου όταν ατενίζει σ' αυτό. Γιατί η ενατένιση του νου θα είναι περιορισμένη και πεπερασμένη και σύνθετη, όπως είναι και αυτό που θεωρεί, οπότε και θα εκπέσει από τη θεόμορφη χάρη που τον κάνει απλό και άναρχο, απεριόριστο και απέραντο, και θα βρεθεί έξω από το μυστικά και υπέρ νουν Ένα. Στερείται έτσι τη δόξα του, που είναι η ενοειδώς πραγματοποιούμενη απόλαυση της ιδιαιτερότητας και της αναρχότητας του αρχικού Ενός, η απεριοριστία, η απλότητα και η αμορφία. Και έτσι δεν κατορθώνει να «πάθει» την όραση του υπερφυσικού και πανάρρητου κάλλους. Πρέπει λοιπόν ο νους να ατενίζει και να τείνει ψηλά προς το άναρχο, το απλό και απεριόριστο και αληθινά Ένα. Και από Αυτό να επιθυμεί πολύ να καταφωτίζεται και να ενώνεται με την αρχισυναγωγική Μονάδα και για την ένωση αυτή να ενώνεται και με τον εαυτό του. Και έτσι όχι μόνο θα κερδίσει την αγάπη του Ανωτέρου επειδή έχει ομοιωθεί με Αυτό, όσο είναι δυνατό, κατά την αοριστία και την απλότητα και την έλλειψη μορφής και σχήματος, αλλά θα μπορέσει και αυτός ο ίδιος να αγαπήσει το υπέρκαλο και υπερφυσικό θείο κάλλος, επειδή ανυψώθηκε, όπως είπαμε, στην ομοίωση με Αυτό. αφού δηλαδή είναι συνηθισμένο να γεννιέται μία αμοιβαία αγαπητική διάθεση ανάμεσα στα όμοια, είναι φανερό ότι θα αγαπηθεί και θα ανταγαπήσει ο νους το Θεό. Γιατί το όμοιο είναι όμοιο με το όμοιο· και όπως η ομοιότητα μπορεί ν' αντιστραφεί, θα έχει οπωσδήποτε αντιστάθμισμα της αγάπης του την αγάπη του άλλου. Μεγαλύτερο γεγονός από αυτό μεταξύ Θεού και ψυχής δεν υπάρχει κανένα. 

26. Ο νους τότε υπερβαίνει τη φύση του, όταν φτάσει τελείως το υπέρ νουν και αφού γίνει άμορφος και ασχημάτιστος και γενικά όλος αδιαμόρφωτος κατά τρόπο ένθεο, άναρχος και άπειρος, και ξεπεράσει την ίδια του την ένωση, που λέει ο λόγος. Όσο έχει μαζί του τη διανοητική του δύναμη, ακόμη και αν αυτή ασχολείται με τα θεία και νοητά, λέμε ότι κινείται και ενεργεί φυσικά και είναι στα όρια της φύσεώς του. Το υπερφυσικό όμως είναι πολύ ανώτερο από το φυσικό και βρίσκεται πάρα πολύ ανώτερα. Πρέπει λοιπόν να επιθυμεί και να σπεύδει να φτάσει στο υπερφυσικό, το οποίο και είναι κατά πολύ καλύτερο, σύμφωνα με την εντολή που λέει να επιδιώκομε με ζήλο τα ανώτερα χαρίσματα. Αλλά είναι βέβαια φανερό ότι, αν ο νους βρίσκεται στο υπερφυσικό, βρίσκεται στο Θεό. Γιατί ο Θεός βέβαια είναι αληθινά έξω από ολόκληρη τη φύση, επειδή είναι το πρωταρχικό και απλό Ένα. Πρέπει λοιπόν ο νους να ανυψώνεται προς το πρωταρχικό και απλό Ένα και να σπεύδει να ατενίζει και να ανάγεται σ' Αυτό, ώστε, αφού ανεβεί στο υπερφυσικό Ένα ξεπερνώντας τη φυσική του ενέργεια, να γίνει τελειότερος από το να στέκεται στην κατά φύση κατάστασή του. 

27. Το καθένα από τα όντα χαίρεται και αναπαύεται φυσικά με τα ιδιαίτερα φυσικά του στοιχεία, τα οποία όλα προϋπάρχουν στο πρωταρχικό αίτιο κατά μία ενιαία αιτία. Τότε λοιπόν ο νους θα δοκιμάσει φυσικά αληθινές ευφρόσυνες και θα έχει όχι λίγη ηδονή και θα αναπαυθεί ολότελα, όταν ξεπεράσει κι εγκαταλείψει τα πάντα και αναθέσει τον εαυτό του στην ενική, αρχική και πρώτιστη εκείνη Αιτία και φτάσει με νοερή στροφή σ' Αυτή, από την οποία έχουν γίνει όλα και οι ιδιότητες όλων, και οι αρχές και τα μέσα και τα τέλη, και μέσα στην οποία υπάρχουν και κρατούνται τα πάντα και μέσω της οποίας οδηγείται στο σκοπό του το καθένα από εκείνα που δέχονται την τελειοποίηση, και χάρη στην οποία ευδαιμονούν όσα ευδαιμονούν. Από Αυτήν έχει δημιουργηθεί και ο ίδιος ο νους τέτοιος που είναι. Γιατί κατά κάποιο τρόπο ο νους επιστρέφει προς τον εαυτό του όταν επιστρέφει προς εκείνη, την Κυρία και Αιτία των πάντων, που είναι το αληθινό πρωτότυπό του. Κι επειδή το καθένα αγαπά φυσικά τον εαυτό του και αυτό πιο πολύ συμβαίνει με το νου, ως εικόνα υπέρκαλλη του ασύλληπτου κάλλους του υπέρ νουν Ενός, αυτός επιθυμεί υπερβολικά να ατενίζει επιστρέφοντας στο Αίτιό του, γιατί καθώς είπαμε, βλέποντας εκεί βλέπει και υπεραγαπά τον εαυτό του. Εξάλλου υπάρχει στο καθένα μια φυσική αγαπητική στοργή προς εκείνο από το οποίο προέρχεται, όπως και αντίστροφα κατέχει τους γεννήτορες έρωτας προς αυτά που γέννησαν. Γι' αυτό, από την επιστροφή προς το Ένα, το αίτιο των πάντων, πηγάζει άφθονα κάποια άρρητη ηδονή. Γιατί έτσι, όπως είπαμε, ο νους επιστρέφει και προς τον εαυτό του. Αφού εκεί προϋπάρχουν οι λόγοι όλων, επειδή είναι η αιτία τους, επομένως κι ο νους που και αυτός είναι ένα από όλα, ενυπάρχει στο πάνω από το νου Ένα, επειδή Αυτό είναι το αρχέτυπο αίτιό του. 

28. Όπως από το υπερούσιο Ον προήλθε κάθε ουσία, και κάθε φύση από το υπέρ τη φύση, και από το άχρονο και ασύνθετο προήλθαν τα έγχρονα και τα σύνθετα, και από το άκτιστο δημιουργήθηκαν τα κτιστά, έτσι και κάθε μορφή δημιουργήθηκε από το άμορφο, και από το υπερκόσμιο Ένα έγιναν τα πολλά ορώμενα. Εκείνος λοιπόν που δεν ασχολείται και δεν ατενίζει προς το άμορφο Ένα σαν να κρέμεται από αυτό, αλλά προς κάτι άλλο απ' όσα είναι κτιστά κι έχουν μορφή, αυτός έβαλε το ασυγκρίτως κατώτερο παραπάνω από το υπερκείμενο και ίσως να πλησιάζει τους ειδωλολάτρες. Γιατί εκείνο με το οποίο ασχολείται κανείς και στο οποίο ατενίζει, αυτό και επιθυμεί· κι ό,τι επιθυμεί, από αυτό έχει νικηθεί. Σ' εκείνο όμως από το οποίο έχει κανείς νικηθεί, σ' εκείνο και έχει υποδουλωθεί. Και πράγματι αυτός λατρεύει την κτίση αντί τον Κτίστη. Γιατί ο νους του κάθε ανθρώπου έχει υποδουλωθεί και λατρεύει και αγαπά εκείνο στο οποίο ατενίζει και με το οποίο ασχολείται. Αν λοιπόν η ασχολία και ενατένιση πέρα από το απλό και άμορφο Ένα προκαλεί τέτοιο ολίσθημα, ας είναι όλη η σπουδή και η επίγνωσή μας προς το άμορφο και απλό Ένα με νοερή στροφή και ανάταση, όπου βρίσκονται οι θησαυροί όλης της γνώσεως. Και όταν φτάσομε εκεί, άρχεται η ανάπαυση ή η παύση κάθε θεωρίας και η στάση της νοήσεως και η υπέρλογη σιγή και η ανεκδιήγητη αγαλλίαση μέσα σε μεγάλο θαυμασμό. 

29. Όλα τα όντα επιθυμούν το είναι, και η αιτία τού είναι των πάντων, βρίσκεται στο Ένα που είναι πάνω από το είναι. Επομένως όλα τα όντα, και μάλιστα τα λογικά, όταν κινούνται ορθά και όπως πρέπει, επιθυμώντας το είναι, επιθυμούν το πάνω από το είναι Ένα. Άρα ο νους που δεν ανυψώνεται προς το πάνω από το είναι Ένα κι ούτε το επιθυμεί, κινείται με τρόπο διάστροφο και σφαλερό και εκπίπτει από το αξίωμά του, το οποίο είναι η επίγνωση του πάνω από το είναι Ενός και η προς αυτό ιερότατη υπέρλογη ενοειδής ένωση και αγάπη. 

30. Τα αίτια έχουν πολύ περισσότερο τις καλλονές που έχουν τα αιτιατά τους. Αίτιο των πάντων γενικά είναι το υπερούσιο Ένα. Αν λοιπόν ο νους στραφεί σε κάποιο από τα μετά το υπερούσιο Ένα, νομίζοντάς το καλό ή με κάποιο τρόπο άξιο για νοερή έλξη, τότε φανερά ο σκοπός του απέτυχε, γιατί αγαπά βέβαια κάτι καλό, όμως από αγνωσία και ραθυμία δεν κινείται προς το πρώτο και κύριο υπερούσιο Ένα —με τη μετοχή του οποίου όλα τα καλά είναι καλά—, αλλά κινείται προς εκείνα που χάρη σε Αυτό μετέχουν στην καλλονή. Ο νους όμως που εξετάζει επιτυχώς, κατευθύνει την ανάβλεψη της διάνοιάς του προς το υπερούσιο Ένα, διακρίνοντας καθαρά ότι θα επιτύχει με περίσσεια εκείνο που ποθεί, γιατί με αυτή τη νοερή ενατένιση φτάνει στο αίτιο, και ότι κανένα άλλο έκτος από το υπερούσιο Ένα δεν μπορεί να του μεταδώσει κάτι από τα δικά του ή οποιοδήποτε άλλο καλό. Κι αν ακόμη νομίζει ότι υπάρχουν μερικά που έχουν τη δύναμη να του μεταδώσουν από τα δικά τους, κι αυτά όμως δεν είναι στη φύση τους να παραμένουν για πάντα μέσα στον εραστή νου. Τούτο είναι δοσμένο στο Άγιο Πνεύμα μόνο να το πράττει και να ενεργεί όπου θέλει και οπουδήποτε, επειδή έχει την κυριότητα και είναι φύση κυριαρχική και Πρόσωπο της τρισυπόστατης Μονάδας. Άρα λοιπόν ο νους πρέπει να στρέφεται προς το υπερούσιο Ένα, όπου υπάρχει όχι μόνο η πηγή κάθε αγαθού, αλλά και η αναφαίρετη διανομή των χαρισμάτων. 

31. Όλα τα όντα από τη φύση τους επιθυμούν το αγαθό. Το πραγματικό όμως αγαθό είναι ένα, αν και πολλά λέγονται αγαθά. Ολότελα αγαθό και ας πούμε παντέλειο δε θα βρεις κανένα μέσα στα πολλά, αλλά λεγόμενο μόνο κατά κάποια μετοχή αγαθού, μετέχοντας δηλαδή στο αγαθό του υπερουσίου αγαθού Ενός και μη έχοντάς το από τον εαυτό του. Γιατί μόνο εκείνο το υπερούσιο Ένα είναι ολότελα αγαθό και υπεράγαθο και πηγή κάθε αγαθότητας και μεταδοτικό των χαρισμάτων Του και στρέφει φυσικά προς τον εαυτό Του κάθε ουσία και ύπαρξη, κάθε έξη, δύναμη, κίνηση, ενέργεια, ιδιότητα και οποιαδήποτε καλλονή και αγαθότητα. Και γενικά, όλα τα όντα και όσα θεωρούμε γύρω από τα όντα, φανερώθηκαν δημιουργικά από εκεί, από το υπερούσιο Ένα. Γι' αυτό, ο νους που κατευθύνεται προς κάτι άλλο και όχι προς το υπερούσιο απλό Ένα, κινείται σφαλερά. Γιατί κινείται ίσως προς κάποιο αγαθό, όχι όμως προς το κυρίως και τελείως Αγαθό, το οποίο με το υπερβολικό αγαθοποιό ξεχείλισμά Του κάνει αγαθά και τελειοποιεί όσα έχουν ανάγκη να γίνουν αγαθά και να τελειωθούν. 

32. Ο νους των πολλών, καθώς από ανοησία βρίσκεται σε κατάσταση διαιρέσεως και διασπάσεως από πολλά, δε γνωρίζει το αγαθό, το απλώς Ένα, ούτε το ζητεί, ούτε ασχολείται με Αυτό. Γι' αυτούς λέει και το Πνεύμα μέσω του Δαβίδ: «Πολλοί ρωτούν, ποιος θα μας δείξει τα αγαθά;». Δε λένε «το αγαθό», και πολύ εύλογα, γιατί «μεριμνούν και τυρβάζουν» για πολλά, ενώ χρειάζεται ένα. Του Ενός αυτού η μερίδα είναι αγαθή, κατά τον άγιο λόγο του Θεού, αλλά ή την παρέβλεψαν από άγνοια ή τη ζημιώθηκαν από αμέλεια, κι ούτε καν διανοήθηκαν να ζητήσουν το πιο πολύτιμο απ' όλα. Εκείνοι όμως που είχαν οδηγό και παιδαγωγό το Δαβίδ και έκριναν πως έπρεπε ν' ακολουθήσουν τα ίχνη του, λένε: «Αποτυπώθηκε σ' εμάς το φως του προσώπου Σου, Κύριε», δηλαδή η γνώση Σου εικονίστηκε σ' εμάς όπως μέσα σε καθρέφτη. Έτσι λοιπόν, ο ακαλλιέργητος και πολύς λαός χαίρεται στα πολλά αγαθά. Και έτσι καταλάμπονται εκείνοι που ζουν πνευματικά, καθώς δέχονται υπερκόσμια το φωτισμό της γνώσεως για το ενιαίο και τέλειο Αγαθό. 

33. Όπως η ορμή του νερού είναι μεγαλύτερη αν χύνεται όλο μαζί κι όχι διαιρεμένο και χωρισμένο σε πολλά ρεύματα, Ετσι και η ενατένιση του νου και η κίνησή του και η επιθυμία του θα είναι δυνατότερη, αν προχωρεί όχι χωρισμένη σε πολλούς και ποικίλους τρόπους, αλλά ενοειδώς και χωρίς διαίρεση. Αυτό γίνεται με τρόπο φυσικό στην ανύψωση και ενατένιση και θεωρία προς το υπερκόσμιο και τέλειο Ένα. Γιατί πράγματι το υπερκόσμιο και απλούστατο Ένα έχει την ιδιότητα να συνάγει. Και όταν αξιωθεί ο νους να το θεωρεί, είναι εύλογα αδύνατο να μην πάρει σαν άλλη εικόνα την ίδια μορφή με Αυτό και να μη γίνει μονοειδής, απλός, άχρωμος, άμορφος, άποιος, αψηλάφητος, αόριστος, άπειρος, ασχημάτιστος, και γενικά είναι αδύνατο να μη γίνει υπερκόσμιο ένα, ακτινοβολώντας από τις ακτίνες του θείου και υπερκόσμιου έρωτα, έχοντας άποκαλυμμένη τη μυστική γνώση, στεφανωμένος με την απουσία λέξεων και εννοιών που ξεπερνά το λόγο και τη νόηση, και απολαμβάνοντας πνευματική αγαλλίαση και ουράνια ευφροσύνη. Φυσικά αλλοιώνεται προς το θειότερο και ενδύεται θεία μορφή, παίρνοντας δηλαδή πνευματικά τη μορφή του απλού και ασχηματιστου και άμορφου και Ενός και όλων όσα προαναφέραμε. Αν όμως δε γίνει αυτό και δεν «πάθει» αυτή τη θεία αλλοίωση, δεν ήρθε ακόμη σε επαφή και φαντασία του υπερκοσμίου Ενός. Γιατί ο Θεός είναι Ενάδα ενοποιός και Νους πέρα από νόηση. Και τότε ο νους Τον φαντάζεται υπερκόσμια, όταν μαζί με όσα είπαμε παραπάνω γίνει και ένα πάνω από κάθε νόηση, κι αυτό του συμβεί με τη φαντασία του Θεού. 

34. Η τριαδικότητα της υπερούσιας Θεότητας συνάχθηκε υπερφυσικά σε μοναδικότητα. Γιατί ο Θεός είναι Μονάδα τρισυπόστατη. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να γίνει η ψυχή τέλειο ομοίωμα του Θεού σαν εικόνα Του αν, ενώ είναι και αυτή τριμερής, δε γίνει υπερφυσικά ένα με τον εαυτό της. Λέω τριμερή την ψυχή όχι κατά τη διαίρεσή της σε λογιστικό, θυμικό και επιθυμητικό —δεν έγκειται σ' αυτό κυρίως το τριμερές της ψυχής. Γιατί δεν έχει μεγάλη οικειότητα η λογική ψυχή με την επιθυμία και το θυμό. Αυτά τα έχομε παραλάβει από το μη λογικό μέρος και υπάρχουν καταχρηστικά για την παρούσα ζωώδη βιοτή και είναι άλογα και σκοτεινά καθ' εαυτά, ενώ η ψυχή είναι λογική και η φύση της είναι γεμάτη από φώς νοερό. Πρέπει κυρίως να πούμε ότι στην ψυχή ανήκουν εκείνα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να ενεργήσει τα ιδιώματά της. Χωρίς θυμό όμως και χωρίς επιθυμία ενεργεί· και μάλιστα τότε ενεργεί αληθινά, όταν ενεργεί χωρίς αυτά. Δεν είναι λοιπόν πραγματικά αυτά μέρη της ψυχής, αλλά όπως είπα είναι δυνάμεις της ζωώδους και γήινης καταστάσεως που υφίστανται παράλληλα με αυτή. Γιατί η λογική ψυχή που βλέπει νοερά τα άνω και φαντάζεται τα νοητά και ανυψώνεται πάνω από τον εαυτό της και αναπηδάει ας πούμε προς τα άνω, απορρίπτει μακριά σαν μάταιη φλυαρία την επιθυμία και το θυμό, αφού δεν εχει που να τα μεταχειριστεί εκεί, όπου κυριαρχεί η απλότητα και το άμορφο και ασχημάτιστο, το άχρωμο και αδιαμόρφωτο και όλα τα άλλα, όσα απαιτούν νου ελεύθερο κι ολότελα απλό. Τριμερής είναι η ψυχή όχι ασύμφωνα με την απλότητά της, επειδή είναι νους και χρησιμοποιεί το λόγο και το πνεύμα, τα ολότελα ιδιαίτερα στοιχεία της που λιγότερο από κάθε άλλο φθείρουν την απλότητά της. Όπως και το τριαδικό της εναρχικής Θεότητας, της οποίας όμοια εικόνα αποτελεί η ψυχή, δεν είναι εμπόδιο στο ενιαίο Της και στην απλότητά Της, αλλά και απλό, υπερούσιο Ένα ακριβώς είναι η Θεότητα, και παρ' όλα αυτά ασφαλώς είναι Τριάδα. Όταν λοιπόν αυτά που είναι η ψυχή, δηλαδή ο νους (γιατί είναι νους, και νους στο σύνολό της η ψυχή), ο λόγος και το πνεύμα, γίνουν με τρόπο υπερφυσικό ένα, μας δίνουν την καθ' αυτό ομοίωση με την τρισυπόστατη μία Θεότητα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά μόνο από την ανάβλεψη και τη θεωρία της υπερφυσικής τριαδικής Μονάδας. Γιατί Αυτή είναι που δημιούργησε τέτοια και την ψυχή και πεσμένη την επαναφέρει σ' αυτή την κατάσταση. Χωρίς την ενατένιση και τη θεωρία προς Αυτή, είναι αδύνατο να γίνει τούτο στην ψυχή. Αν όμως αυτό δεν γίνει και δεν επανέλθει η θεία ομοίωση, θα είμαστε ελλιπείς. Αυτά λέγονται για το θεωρητικό μέρος και την αλήθεια, τα οποία μάλιστα είναι πιο άξια επιδιώξεως και χωρίς τα οποία δεν είναι δυνατό να προχωρήσομε στην κατάσταση της απάθειας. Γιατί όπως πρέπει να είμαστε με την πράξη στο αγαθό, προκειμένου να είμαστε μεταξύ των απαθών, έτσι πρέπει να είμαστε με τη θεωρία στην αλήθεια, προκειμένου να είμαστε θεοειδείς, λατρεύοντας το Θεό των όλων και επιθυμώντας να γίνομε και να είμαστε θέσει θεοί με τη θεμιτή ομοιότητα του Αρχετύπου. Αφού βέβαια είναι ανάγκη να γίνομε ένα για την ομοίωση με το υπερκόσμιο πρωτότυπο Ένα, κι αυτό μπορεί να μας το προξενήσει η ανάβλεψη προς αυτό το υπερκόσμιο Ένα και η θεωρία και η ανάταση και η νοερή στροφή κι η αμετακίνητη ενατένιση προς αυτό το Ένα. Πρέπει επομένως με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να ατενίζομε προς το πάνω από κάθε διάνοια υπερκόσμιο Ένα και από Αυτό να εξαρτούμε ολόκληρο τον εαυτό μας με κάθε επιμέλεια, με όλη την καρδιά και την ψυχή μας· να τρέφομε μέσα μας τον έρωτα του υπεραπλού, υπερκοσμίου Ενός και Μόνου, ώστε αυτός ο έρωτας να γίνει τα άγια φτερά της προς Αυτό νοερής ανωφορίας μας. Κι έτσι πάντοτε, μέσα σε μια άμορφη ενοειδή κατάσταση, σαν σε αέρα, θα είμαστε μαζί με τον Κύριο, τον πραγματικά Ένα, και θα υμνούμε την Τριάδα τριαδικά, νοερά δηλαδή, λογικά και πνευματικά, και προς Αυτήν θα μένομε, όπως είναι επόμενο, εκστατικοί και έκπληκτοι και διά μέσου της ενώσεως με τον εαυτό μας θα ενωνόμαστε ενοειδώς με το Ένα, με τρόπο που ξεπερνά κάθε ένωση. 

35. Η αισθητή μονάδα είναι η αρχή κάθε πλήθους που μπορεί να αριθμηθεί. Και η υπερκόσμια Μονάδα είναι η αρχή κάθε δρωμένου και νοουμένου πλήθους και κάθε όντος. Όπως λοιπόν κάθε αριθμός έχει την αρχή του από τη μονάδα, έτσι και το οποιοδήποτε ον προέρχεται με οποιοδήποτε τρόπο από το υπερκόσμιο Ένα, σύμφωνα με μια αιτία είτε φυσική είτε δημιουργική. Αλλά η θέση της αριθμητής μονάδας, αφού είναι αισθητή, είναι σύμφωνη με τη φύση της: αφού είναι η αρχή όλων όσα αριθμούνται, η αίσθηση όταν αριθμεί τη θέτει πρώτη. Όμως στο υπερκόσμιο Ένα, επειδή είναι υπέρ νουν, παρατηρείται το αντίθετο. ενώ είναι Μονάδα που προϋπάρχει από όλα, ο νους τη θέτει ύστερα από όλα. Γιατί κανένας νους δεν έχει μπορέσει να θέσει ως αρχή το υπερκόσμιο Ένα και από Αυτό να προχωρήσει στα πολλά, αλλά αντίθετα, από τα πολλά ανεβαίνει και συνάγεται προς Εκείνο. Στην προηγούμενη περίπτωση είναι αναγκαίο το αριθμητό ένα, για να προχωρήσει η αίσθηση στα πολλά, διαφορετικά δεν είναι δυνατό να αριθμεί ή να προχωρεί όπως θέλει. Εδώ όμως είναι αναγκαία στο νου τα πολλά, για την ανάβαση μέσω αυτών προς το υπερκόσμιο Ένα και τη σύμπτυξη κατά κάποιο τρόπο του εαυτού του, γιατί από πουθενά αλλού δεν μπορεί να ανεβεί όπως θέλει στη φαντασία του υπερκοσμίου Ενός. Έτσι λοιπόν ο νους, χρησιμοποιώντας οικεία τάξη και πορεία, κάνει αρχή από τα πολλά και καταλήγει στο υπερκόσμιο και κορυφαιότατο Ένα. Επειδή το σύμφωνο με την αίσθηση αριθμητό ένα είναι ευνόητο και ευκαθόριστο, η αίσθηση το βάζει και στη θέση πρώτο, όπως απαιτεί η φύση του. Η Μονάδα όμως που αναζητεί ο νους, επειδή είναι υπερκόσμια και υπερφυσική και διαφεύγει τη νόηση, είναι πολύ μακριά και από τη φυσική Της θέση, ώστε να αρχίσει από έκείνην ο νους, αλλά μάλλον, ως υπερφυσική, τη βρίσκει υπερφυσικά όχι ως αρχή αλλά ως τέλος, μετά τη διέλευσή του από τα πολλά και την ας πούμε αρίθμησή τους. Γιατί, αφού ο νους έχει ως φυσική ικανότητά του το νοείν, το υπερκόσμιο όμως Ένα είναι ακατάληπτο καθ' εαυτό και απρόσιτο, η δραστηριότητα του νου κλίνει προς τα πολλά και ακουσίως ακόμη, επειδή ο νους μήτε μπορεί να πάψει να νοεί, μήτε έχει τη δύναμη να συλλάβει το κορυφαίο και υπερκόσμιο Ένα. Κοιτώντας λοιπόν ο νους στα πολλά, στο καθένα από όλα αυτά τα πολλά ενορά κάτι νοητό, όχι τι είναι στην ουσία του, αλλά ότι είναι γνώρισμα κάποιου Ενός. Έπειτα, συγκεντρώνοντας από κάθε ορατό το νοητό στοιχείο που προβάλλεται και βλέποντάς τα μεταξύ τους ως ομόλογα κι όχι συγκρουόμενα και ότι όλα είναι όπως τα άνθη μιας ρίζας και ενός βλαστού, προχωρεί στη συνέχεια από τα πολλά στο κορυφαιότατο Ένα, από το οποίο προέρχονται τα πολλά και τα πάντα, και κατά φυσικό τρόπο ανεβαίνει από τα φυσικά όντα στην υπερφυσική τάξη, καθρεφτίζοντας μέσα του το υπερφυσικό και υπερούσιο Ένα, όσο βέβαια γίνεται να βλέπεται ενοειδώς το υπερφυσικό από τα φυσικά. Τότε λοιπόν, όταν ο νους ανείπωτα θεωρήσει την πηγαία ανάβλυση και πρόξενο όλων των αγαθών και των ωραίων κι αφού απολαύσει το υπερούσιο Ένα, δεν επιστρέφει πια με τη θέλησή του προς τα πολλά, αν και είναι καλά και μετέχουν στο αγαθό. Επειδή δηλαδή ο νους εκ φύσεως αγαπά υπερβολικά το καλό, δεν απομακρύνεται θέλοντας από το πάνω απ' όλα, εκτός αν αυτό του συμβεί από κάποιο περιστατικό. Αλλά επειδή κάθε ον συμπεριφέρεται διαφορετικά και η νοερή όρασή του είναι διαφορετική και με διάφορους τρόπους ανυψώνεται δια μέσου των όντων προς το υπερκόσμιο και υπερφυσικό Ένα, πρέπει, όπως νομίζω, να εκθέσω μεθοδικά ενα σύντομο τρόπο για την άνοδο από τα πολλά στο υπερούσιο και υπερφυσικό Ένα. Έτσι ώστε, ανεβαίνοντας ο νους σταδιακά, να εκτελεί την κίνησή του ασφαλέστατα και να αντιληφθεί σε τι η κίνηση του αυτή είναι ελλιπής, ή αν πραγματικά είναι σ' αυτό που πρέπει να είναι και πόσο αυτό το απολαμβάνει και ποιο είναι αυτό που τον κάνει να αστοχεί και τον απομακρύνει από εκείνη την καλλονή και την ανάβαση και το θείο συμπόσιο· και πώς πάλι θα γίνει να επιστρέψει κανείς εκεί από όπου εξέπεσε. από αυτό μάλιστα θα μάθει και την ομίχλη των παθών και τη διαύγεια της καθαρής καρδιάς, θα δει σαν μέσα σε καθρέφτη ποια είναι η επίγνωση της αλήθειας, θα μετάσχει στα επουράνια θεάματα, θα αισθανθεί τη θεία αίσθηση, δε θα του διαφύγει η πνευματική πρόοδός του ή ίσως η οπισθοδρόμησή του, θα αποκτήσει τη γνώση πολλών αξιοθαύμαστων και θα κατανοήσει ποιος είναι ο σκοπός της ησυχίας και του εγκλεισμού. Λέμε λοιπόν τα εξής:


Όλα τα όντα διαιρούνται σε αισθητά κτιστά, νοητά κτιστά, νοητά άκτιστα και στο άκτιστο, υπερούσιο και υπέρ νουν Ένα. Καθώς το μάτι της ψυχής, δηλαδή ο νους, στρέφεται σ' αυτά και τα παρατηρεί με προσοχή και προτιμά την ησυχία κατά την άσκηση, από την πρέπουσα μοναστική πράξη ανυψώνεται, σαν να ανεβαίνει κάποια βαθμίδα, στη θεωρία και την απασχόληση με το όντως Όν και στο να απολαμβάνει τα ουράνια και να περιστρέφεται στις ακτίνες της αλήθειας και να αγάλλεται και να πλουτεί στο άπειρο με τα αιώνια και να νιώθει θαυμαστή ηδονή και γλυκύτητα. Ίσως ακόμη, με τη συνεργεία της χάρης, με την πάροδο του καιρού και με τη σταθεροποίηση της κατοχής του νοερού φωτός, και να αρπάζεται από τη γη και να γίνεται αναίσθητος ως προς τα γήινα χάρη στην κατοχή του υπέρνοου και τη φαντασία του ασύγκριτα ανωτέρου από κάθε καλό. Αυτή η ιερή κλίμακα διαιρείται σε πέντε βαθμίδες* κι ανεβαίνει έτσι στον άκρο σκοπό· δεν έχει όμως τοπική απόσταση η μία βαθμίδα από την άλλη, αλλά η διαφορά και η απόσταση της μιας από την άλλη είναι τάξη κάποιας ποιότητας ή ιδιαιτερότητας. Να τι εννοώ: Όντα είναι και τα αισθητά κτιστά και τα νοητά κτιστά, αλλά τα δεύτερα είναι πολύ ανώτερα από τα πρώτα, όσο διαφέρει και είναι καλύτερος ο νους από την αίσθηση. Επίσης είναι κατά πολύ ανώτερα τα άκτιστα νοητά από τα νοητά κτιστά, ενώ και τα δύο είδη ανήκουν εξακριβωμένα στα όντα. Ωστόσο τα άκτιστα νοητά όντα είναι κατώτερα από το υπέρ νουν Άκτιστο. Και από αυτά είναι βέβαια φανερό ότι το να στέκεται ο νους στο υπέρτατο Όν, αφού περάσει από την πράξη, και το να βρεθεί σ' εκείνη την απόκρυφη υπέρτατη Κορυφή, την υψηλότερη απ' όλα τα αισθητά και τα νοητά, αυτό είναι η ανώτερη ενατένιση και θεωρία του, όπως αντίθετα η κατώτερη είναι η προς τα αισθητά κτιστά, η ακόμη περισσότερο, η βαθμίδα του πρακτικού. Αφού λοιπόν ο νους αγαπά εκ φύσεως το καλό, πρέπει να επιθυμεί με κάθε τρόπο το ανώτερο, όχι μόνο για να το απολαύσει, αλλά και για να «πάθει» εύλογα την ανώτερη και υπέρλογη αλλοίωση, μια και, όπως είπαμε, ο νους αλλοιώνεται ανάλογα με ό,τι βλέπει και απολαμβάνει. Πλην όμως, η μεταβλητότητα που έχει συμπλεχθεί στη φύση του νου, δε θα τελειώσει ποτέ όσο συνεχίζεται το σήμερα και, όπως λέει κάποιος, έως ότου φύγουν οι σκιές, δηλαδή έως ότου αναχωρήσομε από την παρούσα ζωή, η οποία μας δείχνει σκιωδώς, σαν μέσα σε καθρέφτη και με αινίγματα την αλήθεια. Πρέπει λοιπόν, όταν μεταπίπτομε από τη θεωρία και ενατένιση του υπέρ νουν ακτίστου Ενός, να βρίσκομε τρόπο να στεκόμαστε όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα νοητά άκτιστα, για να γίνει το γρηγορότερο η επάνοδός μας στο άκτιστο υπέρ νουν Ένα. Κι όταν πέσει πιο πυκνή ομίχλη και σκοτίζει τη νόηση και περιλούει με ακηδία το νου σχετικά με τη θεωρία, τότε ας στρεφόμαστε στις προσευχές του πρακτικού με ταπεινή καρδιά. Και αφού με τη δύναμη της προσευχής και τα δάκρυα υποχωρήσει το σκότος, ας βάλομε ως υπόβαθρο πάλι τα αισθητά κτιστά, ενώ θα κατοικεί από πριν νοερό φως μέσα στην καρδιά με ενυπόστατη πνευματική ενέργεια και ο νους θα κατέχει ήδη με πολλή γνώση τη δύναμη της πρακτικής, με την οποία ανεβαίνει εκ φύσεως, όπως σε μιά κορυφή η σκοπιά, και θεωρεί εκείνα που για τους πολλούς είναι όχι μόνο αθέατα, αλλά και αζήτητα και ακατανόητα, και χωρίς την οποία κανείς δε θα δει ούτε τον εαυτό του, ούτε πολύ περισσότερο το Θεό. Δεν είναι λοιπόν μακριά από το σκοπό μας να πούμε τώρα επιτροχάδην γι' αυτή την πρακτική. 

36. Η ψυχή έχει ανάγκη της πρακτικής για τρία στοιχεία μέσα της, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό, και για τρία εξωτερικά, την έφεση της δόξας, της ηδονής και της αποκτήσεως περισσοτέρων. Βλέποντας η ψυχή με βαθιά γνώση τον τρόπο που έζησε ο Χριστός ως άνθρωπος, γιατρεύει με τη χάρη του Κυρίου Ιησού αυτές τις δύο τριάδες μέσω των τεσσάρων γενικών αρετών της, δηλαδή της φρονήσεως, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας, και επιτρέπει στο νου της να ανυψώνεται ανεμπόδιστα και να παρατηρεί προσεκτικά τα θεία και να θεωρεί το Θεό. Όταν δηλαδή ο Κύριος Ιησούς οδηγήθηκε από το Πνεύμα στην έρημο για να νικήσει το διάβολο, το επιθυμητικό το θεράπευσε με τη νηστεία, το λογιστικό με αγρυπνία και ήσυχη προσευχή, το θυμικό με αντιλογία στο διάβολο. Επίσης, θεράπευσε τη φιληδονία με το να μη ζητήσει, αν και πεινούσε, να γίνουν οι πέτρες ψωμιά, όπως του έλεγε ο διάβολος· τη φιλοδοξία, με το να μη ριχτεί κάτω από το πτερύγιο του Ναού, για να δοξαστεί από τον όχλο, επειδή δε θα πάθαινε τίποτε· τη φιλαργυρία, με το να μην πεισθεί να προσκυνήσει το διάβολο με την υπόσχεση ότι θα λάβει τον πλούτο όλων των βασιλείων, αλλά με αντίρρηση του θυμοειδούς φρόνιμη και δίκαιη, σώφρονα και ανδρεία, απέκρουσε το σατανά, διδάσκοντας με αυτά κι εμάς τον τρόπο νίκης σε όλες τις εφόδους του εναντίον μας. Αυτό ακριβώς μπορεί να το δει και να το καταλάβει κανείς και στη σταύρωση του Σωτήρα. Προσεύχεται δηλαδή τότε ο Σωτήρας, αφού απομακρύνθηκε από τους μαθητές Του; Αυτό είναι θεραπεία του λογιστικού. Είναι σε εγρήγορση και αγρυπνεί και υποφέρει από δίψα πάνω στο σταυρό; Αυτό είναι φάρμακο του επιθυμητι-κού. Δεν αντιλέγει, δε φιλονεικεί, δε φωνάζει, παρ' όλο που τον κατηγορούν, και προσεύχεται για χάρη των διωκτών Του; Αυτό προξενεί την ευταξία του θυμικού- να αντιμετωπίζει δηλαδή το σατανά με αντίρρηση, τους ανθρώπους όμως που τον κακοποιούν, επειδή και αυτοί παρασύρονται στο κακό από το σατανά, να τους φέρεται με σιωπή και μακροθυμία και να τους αμείβει με προσευχή για χάρη τους. Τον φτύνουν, δέχεται ράπισμα, υπομένει ειρωνίες και εμπαιγμό; Αυτό είναι θεραπεία της φιλοδοξίας. Ποτίζεται ξύδι και χολή, σταυρώνεται και κεντρίζεται με τη λόγχη; Αυτό είναι θεραπεία της φιληδονίας. Καρφώνεται στο σταυρό γυμνός, σε ύπαιθρο τόπο, άστεγος, περιφρονημένος από όλους, σαν κάποιος φτωχός και άπορος; Αυτό είναι κατάργηση της φιλάργυρης διαθέσεως. Άρα ο Σωτήρας έχει δείξει δύο φορές τη θεραπεία των εσωτερικών και των εξωτερικών παθών. Μια φορά όταν άρχισε τη σωματική εμφάνισή Του στον κόσμο και άλλη μία όταν έμελλε ν' αναχωρήσει από τον κόσμο. Γι' αυτό, όποιος βλέπει προς Αυτόν και τη διδασκαλία Του και το σταυρό Του και τον μιμείται κατά το δυνατόν φρόνιμα και δίκαια, με σωφροσύνη και ανδρεία, όπως Εκείνος, θα καταργήσει μεν την ενέργεια αυτών των παθών προς το κακό, και με αυτά όλα τα άλλα, θα χρησιμοποιήσει δε ορθά και αυτά και τα αλλά και θα είναι αληθινά πρακτικός άνθρωπος, κατάλληλος να θεωρεί και ν' ανυψώνεται προς το Θεό με τη νοερή ενατένιση. Κι έτσι αφού κάνει αρχή ο νους από τα πολλά αισθητά κτιστά και κατανοήσει το καλό αποτέλεσμα της καλλιέργειάς τους κι αφού κατόπιν νοήσει τα κτιστά νοητά και προχωρήσει στα νοητά άκτιστα, θα έχει ήδη περάσει τέσσερις βαθμίδες της κλίμακας. 'Ύστερα από αυτά ακολουθεί η θεία και υπέρλογη αφωνία και σιγή και έκπληξη και γενικά η ενατένιση και η θεωρία του υπερκοσμίου Ενός και η πάνω από τη νόηση ένωση, η κορύφωση της ησυχίας, το άκρο και τέλειο επιθυμητό, όσο είναι εφικτό στην παρούσα ζωή, το πέρας της αλήθειας, η απόλαυση του καρπού της πίστεως, η διαυγής έλλαμψη της δόξας που ελπίζομε, το θεμέλιο της αγάπης, το αλφάδι του νου, η στάση της αεικινησίας του και η ακατανόητη παύση και η ενοειδής κατάστασή του, η πρόγευση της εργασίας της μέλλουσας ζωής, η αιτία της πνευματικής χαράς, το ταμείο της ειρήνης, το σβήσιμο των σαρκικών φρονημάτων, η αποστροφή αυτού του κόσμου και η σφοδρή αφοσίωση στον μέλλοντα, ο χωρισμός από τη ζωή της εμπάθειας, η συνάφεια με την απάθεια, η χαρά και η αγαλλίαση της ψυχής και η συναγωγή, η ανάπαυση και η φρουρά των κινήσεων και των δυνάμεών της· και γενικά, η θεία γνώση και η απάθεια. Πρέπει λοιπόν να εξετάζομε προσεκτικά, αν ποτέ ο νους αιχμαλωτιστεί από δική του οκνηρία ή από εξωτερικό περιστατικό, πώς θα τον επαναφέρομε στο αγαθό της θεωρίας, απομακρύνοντας το πάθος που στέκεται εμπόδιο και τον βγάζει από τον σκοπό του, και πόσο απέχει από το άκρο επιθυμητό και γιατί. Κι ακόμη, αν η θεωρητική του ενέργεια έχει στραφεί στα αισθητά κτιστά ή στα κτιστά νοητά ή στα νοητά άκτιστα· η μήπως με μάταιους λογισμούς ή από κάποια ανάγκη αποχωρίζεται από την επιδίωξή του, το μοναδικό πραγματικά και υπερκόσμιο Ένα, το πάνω από κάθε άλλο ένα. Και να του αφαιρούμε τα μεταξύ εμπόδια, για να επιστρέψει πάλι ενιαία, όπως απαιτεί αυτή η βαθμίδα, στη θεωρία και την ενατένιση του υπερκοσμίου Ενός. Όταν ο νους βρίσκεται κάπου έξω από το υπερκόσμιο, άκτιστο και υπέρ νουν Ένα, τότε είναι σε διαίρεση κι όχι στο κυρίως καλό, κι αν ακόμη κινείται στο καλό, αφού το κορυφαίο καλό είναι το υπέρ νουν, υπερούσιο, άκτιστο και απλό Ένα, και Αυτό είναι το πραγματικό άκρο αντικείμενο πέρας του νου. Όταν λοιπόν ο νους κινείται υγιώς, ανεβαίνει αυτού με όσα προείπαμε και ζει την ένωσή του με το Θεό, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια. Ας επιδιώκομε λοιπόν με ολη μας τη δύναμη το Άπειρο κι ας ερευνούμε το Υπέρ νουν κι ας θεωρούμε το άμορφο Ένα κι ας καταλάβομε εξ εφόδου το Ακατάληπτο, για να επιτύχομε την ενιαία κληρονομιά του Ενός, του άκρου Θεού, με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και του ζωοποιού Πνεύματος, με την έλλαμψη των οποίων γινόμαστε άξιοι για τη χάρη της θεωρίας και θέσει θεοί που θεουργηθήκαμε με τη δωρεά του Θεού. 


Συνεχίζεται
 paterikakeimena

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου