Μεταδιδακτορική έρευνα
Ειρήνης Α. Αρτέμη,
PhD & MA Θεολογίας
Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
Περίληψη: Ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242–1310) υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα, σημαντικός κληρικός, θεολόγος, λόγιος, φιλόσοφος, ιστορικός και μαθηματικός με δαψιλή εκκλησιαστική και πολιτική δράση και ευρύτατο σε έκταση και ποιότητα συγγραφικό έργο. Σημαντικό μέρος στον συγγραφικό κάματό του κατέχουν οι παραφράσεις. Αυτές γίνονται ένας από τους αγαπημένους του τρόπους συγγραφής. Μέσα από τις παραφράσεις του Διονυσίου Αρεοπαγίτη ή Ψευδο - Διονυσίου φαίνεται ότι ο Παχυμέρης είναι ένας μυστικός χριστιανός, πλήρης από θείο έρωτα. Η έφεσή του αυτή θα του επιτρέψει να δραπετεύσει από τον πλουραλισμό της ανθρώπινης σκέψεως και να κατορθώσει να πετύχει την ένωση με το Εν. Επίσης, ο σχολιασμός – Παράφραση των έργων του Ψευδο - Διονυσίου από τον Παχυμέρη δείχνει και την εκ μέρους του χριστιανική ανάγνωση της πλατωνικής και της νεοπλατωνικής παραδόσεως.
Το έργο που εξετάζεται σε αυτή την μελέτη είναι Παράφρασις Περί τῆς Μυστικῆς Θεολογίας τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη. Μέσα από τη συγκεκριμένη Παράφραση ο Παχυμέρης σχολιάζει και παραφράζει το έργο του Διονυσίου με κεκαλυμμένες αναφορές στο νεοπλατωνισμό και με έμμεσες ή άμεσες αναφορές στο έργο του Δαμάσκιου και κυρίως του Πρόκλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο βυζαντινός φιλόσοφος αποκλείει εξ αρχής μία απόλυτη –όχι όμως και σχετική– νομιναλιστική ανάγνωση και αναδεικνύει την σχέση συνάφειας της θείας ύπαρξης με την παραγόμενη πραγματικότητα.
Μέσα από την μελέτη αυτή επιχειρείται να παρουσιαστεί και υπό ποιούς όρους μπορεί να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό σύστημα Γνώσεως. Κατά βάση δηλαδή, αναλάβαμε να αναδείξουμε το αν ο Παχυμέρης μπορεί να εκληφθεί ως διανοητής, ο οποίος κινείται με αυστηρές επιστημολογικές αρχές. Η διερεύνηση της εν λόγω λεπτομέρειας έχει καίρια σημασία για την ιστορία της φιλοσοφίας και της θεολογίας, καθότι θα δοθούν ορισμένες απαντήσεις αναφορικά με το εάν είναι εφικτή ἡ συμπόρευση ανάμεσα στην πίστη και στον ορθό λόγο.
Μέσα από το συγκεκριμένο έργο υπογραμμίζεται ότι η θεία ουσία παραμένει διηνεκώς απρόσιτη και για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος ως πεπερασμένο έννουν όν οφείλει να αρθρώσει έναν μετριοπαθή λόγο έχοντας κατανοήσει πλήρως τα γνωστικά όριά του. Έτσι, μέσω της Μυστικής Θεολογίας τονίζει ο Παχυμέρης, ότι ο ανθρώπινος νους γνωρίζει το Θεό. Το κριτικό όργανο του νου δόθηκε, για να γνωρίσει επαρκώς την αλήθεια. Η μόνη όμως αυτοαλήθεια είναι ο Θεός. Άρα πρωταρχικό έργο του νου είναι η επίγνωση του Θεού, επίγνωση όμως ανάλογη με τη δυνατότητα που έχει ο πεπερασμένος άνθρωπος να γνωρίσει τον άπειρο σε μέγεθος Θεό. Αδυνατεί χωρίς την άνωθεν συνδρομή να κατανοήσει τον Θεό. Επιπλέον, όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τον πρώτο τύπο αγνωσίας, εξακολουθεί να µην έχει ξεφύγει τελείως από την πραγµατικότητα του σκότους – ένα γενικό χαρακτηριστικό της κτιστής φύσης του. Το ίδιο το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δηµιουργήθηκε εκ του µη όντος, και περιέχονται στη φύση του χαρακτηριστικά της κτιστότητας και της τρεπτότητας, τον διαφοροποιεί ουσιαστικά από το Δηµιουργό του. Έτσι, η βάση για κάθε ανθρώπινη έκφραση ή γνώση του Θεού, είναι η ενότητα που συνεπάγεται την οντολογική διάκριση µεταξύ της κτιστής και της άκτιστης φύσης.
Μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας η χρήση της πλατωνικής, της αριστοτελικής, της νεοπλατωνικής και εν γένει της μεταφυσικής φιλοσοφίας υπερβαίνει τα αυστηρά ανθρωποκεντρικά κριτήριά τους και ανάγονται σε μυστικά και ενορατικά πλαίσια για τη γνώση του Θεού και τον τρόπο μέθεξης του έλλογου ανθρώπινου δημιουργήματος στον Δημιουργό Του.
Τέλος, στο κείμενο του Παχυμέρη διαφαίνεται ένας χριστιανικός αριστοτελισμός και ένας χριστιανικός νεοπλατωνισμός, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το χριστιανικό δόγμα και ἡ διδασκαλία των πατέρων του Χριστιανισμού των προηγούμενων αιώνων. Άξιο μνείας είναι ότι μέσα από την Παράφραση σημαίνουσα θέση κατέχει η συμβολική θεολογία, η οποία αποτελεί τη βάση στο έργο του Παχυμέρη για την αναγωγή του πιστού στη γνώση του Θεού. Άλλωστε, η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων υπερβαίνει κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και υπερβαίνει κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα και που τα πάντα υπερβαίνει.
Το έργο που εξετάζεται σε αυτή την μελέτη είναι Παράφρασις Περί τῆς Μυστικῆς Θεολογίας τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη. Μέσα από τη συγκεκριμένη Παράφραση ο Παχυμέρης σχολιάζει και παραφράζει το έργο του Διονυσίου με κεκαλυμμένες αναφορές στο νεοπλατωνισμό και με έμμεσες ή άμεσες αναφορές στο έργο του Δαμάσκιου και κυρίως του Πρόκλου. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο βυζαντινός φιλόσοφος αποκλείει εξ αρχής μία απόλυτη –όχι όμως και σχετική– νομιναλιστική ανάγνωση και αναδεικνύει την σχέση συνάφειας της θείας ύπαρξης με την παραγόμενη πραγματικότητα.
Μέσα από την μελέτη αυτή επιχειρείται να παρουσιαστεί και υπό ποιούς όρους μπορεί να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό σύστημα Γνώσεως. Κατά βάση δηλαδή, αναλάβαμε να αναδείξουμε το αν ο Παχυμέρης μπορεί να εκληφθεί ως διανοητής, ο οποίος κινείται με αυστηρές επιστημολογικές αρχές. Η διερεύνηση της εν λόγω λεπτομέρειας έχει καίρια σημασία για την ιστορία της φιλοσοφίας και της θεολογίας, καθότι θα δοθούν ορισμένες απαντήσεις αναφορικά με το εάν είναι εφικτή ἡ συμπόρευση ανάμεσα στην πίστη και στον ορθό λόγο.
Μέσα από το συγκεκριμένο έργο υπογραμμίζεται ότι η θεία ουσία παραμένει διηνεκώς απρόσιτη και για τον λόγο αυτό ο άνθρωπος ως πεπερασμένο έννουν όν οφείλει να αρθρώσει έναν μετριοπαθή λόγο έχοντας κατανοήσει πλήρως τα γνωστικά όριά του. Έτσι, μέσω της Μυστικής Θεολογίας τονίζει ο Παχυμέρης, ότι ο ανθρώπινος νους γνωρίζει το Θεό. Το κριτικό όργανο του νου δόθηκε, για να γνωρίσει επαρκώς την αλήθεια. Η μόνη όμως αυτοαλήθεια είναι ο Θεός. Άρα πρωταρχικό έργο του νου είναι η επίγνωση του Θεού, επίγνωση όμως ανάλογη με τη δυνατότητα που έχει ο πεπερασμένος άνθρωπος να γνωρίσει τον άπειρο σε μέγεθος Θεό. Αδυνατεί χωρίς την άνωθεν συνδρομή να κατανοήσει τον Θεό. Επιπλέον, όταν ο άνθρωπος υπερβαίνει τον πρώτο τύπο αγνωσίας, εξακολουθεί να µην έχει ξεφύγει τελείως από την πραγµατικότητα του σκότους – ένα γενικό χαρακτηριστικό της κτιστής φύσης του. Το ίδιο το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δηµιουργήθηκε εκ του µη όντος, και περιέχονται στη φύση του χαρακτηριστικά της κτιστότητας και της τρεπτότητας, τον διαφοροποιεί ουσιαστικά από το Δηµιουργό του. Έτσι, η βάση για κάθε ανθρώπινη έκφραση ή γνώση του Θεού, είναι η ενότητα που συνεπάγεται την οντολογική διάκριση µεταξύ της κτιστής και της άκτιστης φύσης.
Μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας η χρήση της πλατωνικής, της αριστοτελικής, της νεοπλατωνικής και εν γένει της μεταφυσικής φιλοσοφίας υπερβαίνει τα αυστηρά ανθρωποκεντρικά κριτήριά τους και ανάγονται σε μυστικά και ενορατικά πλαίσια για τη γνώση του Θεού και τον τρόπο μέθεξης του έλλογου ανθρώπινου δημιουργήματος στον Δημιουργό Του.
Τέλος, στο κείμενο του Παχυμέρη διαφαίνεται ένας χριστιανικός αριστοτελισμός και ένας χριστιανικός νεοπλατωνισμός, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το χριστιανικό δόγμα και ἡ διδασκαλία των πατέρων του Χριστιανισμού των προηγούμενων αιώνων. Άξιο μνείας είναι ότι μέσα από την Παράφραση σημαίνουσα θέση κατέχει η συμβολική θεολογία, η οποία αποτελεί τη βάση στο έργο του Παχυμέρη για την αναγωγή του πιστού στη γνώση του Θεού. Άλλωστε, η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων υπερβαίνει κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και υπερβαίνει κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα και που τα πάντα υπερβαίνει.
Ευλογημένα Χριστούγεννα. Γιατί δημοσιεύθηκε 2 φορές; Πάντως άρχισα να τη διαβάζω και καταλαβαίνω μάλλον γιατί την ανάρτησες. Καλή συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμήν φίλε! Καί στά δικά μας, όπως λέν στά μοναστήρια. Σέ πολλούς είναι πιό εύκολο σέ συνέχειες. Μετά θά είναι μιά συνεχής ενθύμηση μέ τίς συνέχειες. Ενώ σέ μία ανάρτηση χάνεται. Καλή πρωτοχρονιά. Τό κακό μοιάζει ακαταμάχητο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα. Επί τη ευκαιρία να ενημερώσω πως είναι καλό να διαβαστεί το κείμενο της De Vogel που ανάρτησες παλιότερα και οι Νόμοι του Πλάτωνα. Ταιριάζει πολύ σε μια πιο διεξοδική ανάγνωση του κειμένου που παραθέτεις. Και η De Vogel λέει πολύ σημαντικά πράγματα για τον Ακινάτη. Προσωπικά μου έστρεψε την περιέργεια στον Αρεοπαγίτη. Έχω δρόμο ακόμα. Ευχαριστούμε για τα κείμενα. Παρακαλώ συνέχισε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα φίλε. Αν βρείς χρόνο διάβασε καί τό σχόλιό μας στό σημερινό κείμενο πού αναφέρεται στήν αντιμετώπιση τού Αρεοπαγίτη από τήν θεολογία τού '60
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα. Συνειδητοποιώ πως δεν μπήκε τυχαία. Είμαι απόφοιτος της Θεολογικής Θεσσσαλονίκης και αρκετά σημεία του κειμένου μου είναι γνώριμα. Για τον άγιο Συμεών θεωρώ εξαιρετικούς τους ύμνους του. Τώρα διαβάζω τους λόγους που ανάρτησες στο Scribd. Κανονικά στη σχολή θα έπρεπε να παρατούσαμε ως μορφή διδασκαλίας πολλά από αυτά που γεμίζαν το πρόγραμμα και να ασχολούμασταν με τα κείμενα αυτά. Δεν πειράζει. Έχουμε πολύ διάβασμα μπροστά μας και προσευχή φυσικά. Ευχαριστούμε και καλή συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφή