Συνέχεια απόΤετάρτη, 28 Ιουνίου 2017
Μια νέα
ερμηνεία του πλατωνισμού
Σ Υ Μ Π Ε Ρ
Α Σ Μ Α
Ολοκληρώνοντας αυτή την μακροσκελή μελέτη, απομένει να διατυπώσουμε,
με την μορφή συνοπτικών συμπερασμάτων, τα σημαντικότερα αποτελέσματα των
ερευνών μας. Τούτο σημαίνει να καθορίσουμε τη θέση μας, απέναντι στην
τοποθέτηση των εσωτεριστών, ή, κάτι
που είναι ταυτόσημο, σε ό,τι αφορά τα πέντε ακόλουθα ζητήματα:
–
την εγκυρότητα των αποδείξεων της ύπαρξης μιας εσωτερικής πλατωνικής
διδασκαλίας·
–
την φιλοσοφική εγγυρότητα του άγραφου δόγματος·
–
το νόημα της «συστηματοποίησης» όπως εφαρμόστηκε στην προφορική
διδασκαλία του Πλάτωνα·
–
την χρονολόγηση της Διάλεξης
Περί του Αγαθού και των Λόγων Περί
του Αγαθού·
–
την θέση του Πλάτωνα στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας.
Όπως επανειλημμένα αποδείξαμε ο ισχυρισμός
ότι ο Πλάτων ανέπτυξε και στη συνέχεια μετέδωσε μια εσωτερική διδασκαλία σε έναν μικρό αριθμό μαθητών του, είναι
απολύτως βάσιμος για πολλούς λόγους: πρώτον το επιχείρημα ότι ο όγκος του
συγγραφικού έργου του Πλάτωνα αποδεικνύει την υπεροχή του γραπτού του λόγου
έναντι του προφορικού αποτελεί κατά τη γνώμη μας ένα σόφισμα. Η σωστή
αντιμετώπιση του προβλήματα της σχέσης του γραπτού με τον προφορικό λόγο,
απαιτεί μια προσέγγιση μέσα από την ιστορική προοπτική. Είναι απολύτως γνωστό
ότι ο Πλάτων ανήκει σε έναν κόσμο όπου δεν κυριαρχούσε η γραφή. Ο συνήθης
τρόπος διάδοσης των έργων ενός συγγραφέα ήταν η δημόσια ανάγνωση των κειμένων
του. Υπάρχουν ανεξάντλητα παραδείγματα αυτής της πρακτικής. Και ο ίδιος ο
Πλάτων την εφάρμοζε συχνά όπως αποδεικνύουν αποσπάσματα των Διαλόγων (Φαίδρος, 288 a-b, Θεαίτητος, 143 a-b,
Παρμενίδης, 127 κ.τ.λ.).
Παρά το γεγονός ότι συνέγραψε έναν
εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό Διαλόγων, ο
Πλάτων τάχθηκε υπέρ της προφορικής παράδοσης της γνώσης, όπως το αποδεικνύουν
οι εσωτεριστές με μια σειρά από
ατράνταχτα επιχειρήματα, όπως: η θεωρία του διδάσκειν και διδάσκεσθαι μέσα από
τους ζωντανούς φιλοσοφικούς διδακτικούς διαλόγους, η αμφισβήτηση της
δυνατότητας γραπτής μετάδοσης του αληθούς, ο καθαρά προτρεπτικός και
υπομνηματικός χαρακτήρας του γραπτού λόγου, η άμεση ή έμμεση παραπομπή των Διαλόγων σε μια υπέρτερη αλήθεια που
αποσιωπάται σκόπιμα, οι συνειδητές
επιφυλάξεις των Διαλόγων σε κρίσιμα
θέματα κατά την διάρκεια της συζήτησης, και τέλος το πρόγραμμα εκπαίδευσης που
απευθύνεται στους μελλοντικούς φύλακες την πλατωνικής πολιτείας.
Επιπλέον μας φαίνεται ασυνεπές να εμπιστευθούμε
περισσότερο την γραπτή παράδοση, από την στιγμή που οι μαθητές που κράτησαν
σημειώσεις από τα άγραφα δόγματα, και
αυτοί που φρόντισαν να εξασφαλίσουν την μετάδοση των αυθεντικών κειμένων του
Πλάτωνα είναι τα ίδια πρόσωπα. Έτσι όπως προκύπτει από πηγές ομόφωνα αποδεκτές,
τα μέλη της Ακαδημίες είναι αυτά που ανέλαβαν κυρίως «να αναπαράγουν σε ακριβή
αντίγραφα τα έργα του Πλάτωνα, και των υπόλοιπων μελών της σχολής, και να τα
διαδώσουν στην Αθήνα και στον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσμο» ( H.
Alline, Η Ιστορία
του κειμένου του Πλάτωνα, Παρίσι, 1915). Εάν επομένως αμφισβητείτο η
ικανότητά τους, ασφαλώς ο Πλάτων δεν θα τους ανέθετε ένα τέτοιο έργο. Είναι
προφανές ότι κάθε άλλο παρά μέτριοι μαθητές ενός διάσημου διδασκάλου, όπως
αρέσκεται να υποστηρίζει ο H. Cherniss, υπήρξαν οι μαθητές και
ευφυείς συνεργάτες του Πλάτωνα.
Είναι γνωστό ότι την εποχή του Πλάτωνα
κυκλοφορούσαν αντίγραφα κάθε είδους και
αξίας, διότι δεν υπήρχαν πνευματικά δικαιώματα και ο καθένας μπορούσε να τα
αναπαράγει κατά βούληση. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι υπήρχαν κείμενα
αυθεντικά και έγκυρα, όπως και κείμενα πρόχειρα, γεμάτα από χονδροειδή
σφάλματα, καθώς και κείμενα που είχαν υποστεί αυθαίρετες διορθώσεις. Οι
παραποιήσεις αυτές δεν θα μπορούσαν παρά να επιδεινώνονται με το χρόνο, είτε εξ
αιτίας της ίδιας της χρήσης των κειμένων, είτε εξ αιτίας της προσθήκης
σημειώσεων των ιδιοκτητών τους ή αυτών στους οποίους τα δάνειζαν, είτε τέλος εξ
αιτίας της ανεύθυνης αναπαραγωγής τους. Όπως παρατηρεί ο H.
Alline, τα
κείμενα του Πλάτωνα δεν είχαν ακόμη οριστικοποιηθεί στους ελληνιστικούς
χρόνους, ενώ η ανάγνωση των κειμένων από πάπυρους επέτρεψε την αποκάλυψη ή την
υποψία ύπαρξης σφαλμάτων στα διατιθέμενα συγγράμματα. Δεδομένων επομένως των
προβλημάτων εγκυρότητας που τίθενται ως προς την μετάδοση του γραπτού έργου του
Πλάτωνα, κρίνουμε απολύτως καταχρηστική την τάση απολυτοποίησης των Διαλόγων,
σε βαθμό που να θεωρούνται η μοναδική οδός προσέγγισης της πλατωνικής σκέψης,
και επιπλέον επειδή είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο να αμφισβητηθεί η
ύπαρξη και η εγκυρότητα μιας παράδοσης που βασίζεται στα άγραφα δόγματα του Πλάτωνα: αφ’ ενός η παράδοση αυτή έχει
βεβαιωθεί, και αφ’ ετέρου βασίζεται σε μαρτυρίες που παρότι προέρχονται από
εντελώς διαφορετικές πηγές, ανεξάρτητες μεταξύ τους, συγκλίνουν μεταξύ τους ως
προς τα θεμελιώδη θεωρητικά τους στοιχεία.
Συνοψίζοντας, οι αντι-εσωτεριστές σφάλουν όταν αποκαλούν το άγραφο δόγμα «μύθο» ή
«καθαρή επινόηση». Θεωρούμε, όπως και οι εσωτεριστές,
ότι η προφορική διδασκαλία αποτελεί ένα «φιλολογικό γεγονός». Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις γίνεται σαφές
ότι αντιμετωπίζοντας την σχέση του γραπτού με το προφορικό έργο, όχι πλέον ως
προς το ιστορικό του πλαίσιο, ή τις προθέσεις του δημιουργού του, αλλά από την
σκοπιά όλων αυτών που προσπαθούν να κατακτήσουμε τον τίτλο του αληθινού ακροατή
του Πλάτωνα, ο πλέον δόκιμος όρος για να χαρακτηρίσουμε αυτή τη σχέση είναι η
«συμπληρωματικότητα». Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο R. Schaerer:
(Το Πλατωνικό ζήτημα) «ο Πλάτων βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο οδών
– στο σημείο που ένας υπαινικτικός, ακέραιος και πλήρης αστεϊσμός, συναντά μια
στιβαρή και ρητή έκφραση της σκέψης του Πλάτωνα με τις παραποιήσεις της – και
εκεί είναι που θα πρέπει να αναζητήσουμε τον φιλόσοφο».
Έτσι τώρα βρισκόμαστε στην κατάλληλη θέση
για να προσεγγίσουμε το ζήτημα της αξίας της προφορικής διδασκαλίας. Κατά τη
γνώμη μας η φιλοσοφική αξία του πλατωνικού μηνύματος που προοριζόταν για τον
στενό κύκλο των μαθητών, είναι αναμφισβήτητη. Χάρη στην φιλολογική και
φιλοσοφική ανάλυση των μαρτυριών, οι εσωτεριστές
απέδειξαν με απόλυτα πειστικό τρόπο ότι ο προφορικός πλατωνισμός είναι ένα δόγμα
εκπόρευσης, το οποίο μέσα από την αμοιβαία επίδραση των δύο αρχών – το Εν-Πέρας
και την αόριστη Δυάδα του Μέγιστου και του Ελάχιστου – γεννά κατ’ αρχήν του
ιδανικούς Αριθμούς και στη συνέχεια τις Ιδέες, και από τις Ιδέες – μέσα από μια
διαδικασία μαθηματικών προσδιορισμών – το ίδιο το αισθητό. Αυτή η «μαθηματικοποίηση»
της οντολογίας αποτελεί την απάντηση του Πλάτωνα στο κλασσικό φιλοσοφικό
πρόβλημα του Ενός και του Πολλαπλού.
Επιπλέον, η πυραμιδοειδής απεικόνιση του
σύμπαντος, την οποία σε καθένα από τα επίπεδά της, διασχίζει – οριζοντίως και
καθέτως – μια πανομοιότυπη αριθμο-γεωμετρική δομή, και της οποίας κάθε επίπεδο
περιλαμβάνει μια επιπλέον κατηγορική
«καινοτομία» κατά την λογικο-οντολογική τάξη, σε σχέση με το προηγούμενο
επίπεδο, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τις κομβικές έννοιες της
πλατωνικής φιλοσοφίας, όπως ο χωρισμός και η μετοχή.
Τέλος, ο ορισμός της αρετής ως ενδιάμεση και ως οριακή έννοια δεν θα ήταν δυνατό να
κατανοηθεί χωρίς την αναφορά σε μια μαθηματική δομή, και την διαλεκτική σχέση
των αρχών του Ενός και της αόριστης Δυάδας.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι κατά
πόσο η συνοχή και η ομοιογένεια της προφορικής πλατωνικής διδασκαλίας μας
οδηγεί στην συστηματοποίησή της, δεδομένου ότι «σύστημα» αποκαλούμε ό,τι
εμφανίζεται με την μορφή ενός συνεχούς λόγου, που εκφράζεται μέσα από ένα
ολοκληρωμένο και «πλήρες» κείμενο, του οποίου η επιχειρηματολογία, η λογική
δόμηση και η στιλιστική του αποτύπωση δημιουργούν την εντύπωση μιας στέρεης και
αμετάκλητης βεβαιότητας. Τρείς είναι κυρίως οι λόγοι που μας οδηγούν σε μια
αρνητική απάντηση, καθώς και στην αποδοχή για μία ακόμη φορά των απόψεων των εσωτεριστών.
Εάν αληθεύει ότι ο Πλάτων απέβλεπε στην
συστηματοποίηση της σύνολης πραγματικότητας, αληθεύει επίσης ότι δεν κατέληξε
σε μια απόλυτη και ολοκληρωτική συναγωγή συμπερασμάτων. Οι δυνατότητες
αλληλεπίδρασης των αρχών, όπως και αυτές της ιεράρχησης και διάρθρωσης του
Όντος είναι στην πραγματικότητα τόσο ποικίλες ώστε είναι αδύνατον για την
ανθρώπινη εμπειρία και τη γνώση να τις συλλάβει στις λεπτομέρειές τους. Παρ’
όλες τις «συστηματικές» του αναζητήσεις, ο φιλόσοφος δεν κατορθώνει ποτέ να
συλλάβει την απόλυτη καθαρότητα και ουσία της Αλήθειας, αλλά μονάχα μερικές
πλευρές της.
Εξ άλλου θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο
Πλάτων δεν καθιέρωσε μία αρχή για όλα τα πράγματα, αλλά δύο αντίθετες μεταξύ
τους. Τούτο σημαίνει ότι κατά την μείωση του πραγματικού στις αρχές, παραμένει
ένας αμετάκλητος δυαλισμός, ή μια «αντίφαση». Αν λοιπόν συστατικό στοιχείο της
συστηματικής σκέψης είναι η απουσία «αντίφασης», είναι αναγκαίο το σύστημα να
τοποθετείται πέρα από αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο λόγος.
Όλες οι ενδείξεις εξ άλλου οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι στους Λόγους Περί του
Αγαθού, ο Πλάτων χρησιμοποίησε την συνήθη μέθοδο του, δηλαδή την
διαλεκτική.
Στη βάση αυτών των δεδομένων, μας φαίνεται
επομένως ορθή η επιλογή των εσωτεριστών
να χαρακτηρίσουν την προφορική διδασκαλία «ανοιχτό σύστημα».
Σε σχέση με την χρονολογική κατάταξη της
δημόσιας Διάλεξης Περί του Αγαθού,
καθώς και την προφορικής διδασκαλίας, η άποψή μας διαφέρει από τις αποκλίνουσες
γνώμες των H.J. Krämer
και K. Gaiser, στον βαθμό που περιλαμβάνει στοιχεία και από
τις δύο.
Έτσι, θεωρούμε πειστικά τα επιχειρήματα
του H.J. Krämer που τοποθετούν
χρονικά την δημόσια Διάλεξη Περί του
Αγαθού πρίν από την συγγραφή της Πολιτείας. Διότι πράγματι αν λάβουμε υπόψη
το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που συνιστά ο Πλάτων στα βιβλία έξη και επτά του Διαλόγου θα ήταν εντελώς ακατανόητο να
πράξει κάτι αντίθετο με τις ίδιες του και τις παιδαγωγικές παραινέσεις του
εφαρμόζοντας μια εσφαλμένη μέθοδο διδασκαλίας, όπως σχολιάζει ο μουσικολόγος.
Επιπλέον, η επιμονή του Πλάτωνα στην αναγκαιότητα εφαρμογής της ορθής μεθόδου,
δηλαδή της διαλεκτικής τέχνης για την μετάδοση της γνώσης του Αληθούς, καθιστά
εύλογη την άποψη του H.J. Krämer
σύμφωνα με την οποία, η αποτυχία του φιλοσόφου κατά την δημόσια ομιλία του
οδήγησε τον Πλάτωνα στην επεξεργασία μιας θεωρίας του διδάσκειν και
διδάσκεσθαι. Αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι που μας εμποδίζουν να δεχτούμε την
θέση του K. Gaiser, σύμφωνα με την οποία θυμίζουμε, μόνο
ιδιαίτερης βαρύτητας γεγονότα θα ανάγκαζαν τον Πλάτωνα να παρουσιάσει με ένα
δογματικό ύφος και σε ένα ακατάλληλο κοινό τις πλέον προσφιλείς ιδέες του.
Αλλά η τοποθέτηση στην ίδια χρονική
περίοδο της Ακρόασις Περί του
Αγαθού με τους Διαλόγους της δεύτερης περιόδου, δεν μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επεξεργασία του άγραφου δόγματος του Πλάτωνα ανήκει
επίσης στην ίδια περίοδο. Πράγματι, ούτε η Ακρόασις
Περί του Αγαθού, ούτε η Πολιτεία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο Πλάτων
είχε ήδη συλλάβει την έννοια της Δυάδας ως δεύτερης αρχής υπερβαίνοντας δι’
αυτού του τρόπου την ελεατική προβληματική. Είναι σαφές ότι ο ιδανικός κόσμος
δεν θα μπορούσε να προκύψει χωρίς την Δυάδα. Υπάρχουν επίσης δύο μαρτυρίες που
επιβεβαιώνουν της γενετική θεωρία. Αφ’ ενός το απόσπασμα Μ 4, 1078b
9-12 των Μεταφυσικών, στο οποίο ο
Αριστοτέλης βεβαιώνει ρητά ότι το δόγμα των ιδανικών Αριθμών έπεται της θεωρίας
των Ιδεών, και αφ’ ετέρου το απόσπασμα 819d 6 του έβδομου
βιβλίου των Νόμων στο οποίο λέγεται ότι ο Αθηναίος ανακαλύπτει
με καθυστέρηση την αδυναμία προσμέτρησης ορισμένων συνεχών μεγεθών. Δεν
μπορούμε επομένως να αποκλείσουμε ότι η μαθηματικοποίηση της οντολογίας
εξελίχθηκε βαθμιαία. Γι’ αυτό και η διακριτικότερη τοποθέτηση του K.
Gaiser μας φαίνεται περισσότερο πειστική από τις
κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις του H.J. Krämer:
σύμφωνα με το K. Gaiser η
μαθηματικοποίηση της οντολογίας ανήκει σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο της
πλατωνικής φιλοσοφίας, παρότι οι πρώτες ενδείξεις της εμφανίζονται ήδη στην Πολιτεία.
Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει για μια
ακόμη φορά την υπεροχή στον Πλάτωνα της προφορικής διδασκαλίας, έναντι του
γραπτού έργου.
Ολοκληρώνοντας την μελέτη μας θα πρέπει να
αναφερθούμε εν συντομία στην θέση που κατέχει ο Πλάτων στην ιστορία της
ελληνικής φιλοσοφίας.
Κατ’ αρχήν, σε ότι αφορά τη σχέση του
Πλάτωνα με τους προκατόχους του, εκτός από την σωκρατική επιρροή που
διαφαίνεται όχι μόνο μέσα από τους Διαλόγους,
αλλά και από την ίδια την ονομασία των άγραφων
Διαλόγων, θα πρέπει να συνδέσουμε κυρίως την πλατωνική σκέψη με τους
προσωκρατικούς φιλοσόφους: διότι, παρότι περιλαμβάνει επιμέρους δογματικά
στοιχεία των ατομικών, των ελεατών και των πυθαγορείων φιλοσόφων, τα άγραφα
δόγματα παρουσιάζονται με την μορφή της «αιτιολόγησης», όπως την
αντιλαμβάνονταν οι προσωκρατικοί, δηλαδή σαν μια αναζήτηση των αιτίων, των
αρχών και των έσχατων στοιχείων του αληθούς.
Επιπλέον, τα ακαδημαϊκά «συστήματα» –
συμπεριλαμβανομένου και αυτού του Αριστοτέλη – δεν κατανοούνται χωρίς το καθαρά
πλατωνικό φιλοσοφικό υπόβαθρο από το οποίο έλκουν την καταγωγή τους. Εξ άλλου ο
συσχετισμός των κειμένων του βιβλίου ΙΙ των Ηθικών
Νικομαχείων με το άγραφο δόγμα του Πέρατος, που προσδιορίζει την Δυάδα της
Έλλειψης και της Υπερβολής, είναι αυτός που μας
επιτρέπει να αποδώσουμε το συγκεκριμένο νόημα στο αριστοτελικό δόγμα της
αρετής, που είναι ταυτόχρονα μεσότης
και ακρότης, αναδεικνύοντας τη
σημαντική πατρότητα των εννοιών.
Τέλος, η εικόνα του πλατωνισμού όπως
αποτυπώνεται στις μαρτυρίες, μας αποκαλύπτει τον ορίζοντα του νεοπλατωνισμού.
Διότι, εάν υποκαταστήσουμε το διάγραμμα που απεικονίζει την πλατωνική κλίμακα
του Όντος, υπάγοντας σε ένα ενιαίο γένος όντων τις
ανώτερες και τις επιμέρους Ιδέες, καταλήγουμε σε ένα διάγραμμα που αντιστοιχεί
απόλυτα στην ιεραρχία του σύμπαντος του Πλωτίνου.
Στο βαθμό που η προφορική διδασκαλία
αντιπροσωπεύει την απόπειρα του Πλάτωνα
να λύσει το κατ’ εξοχήν πρόβλημα της φιλοσοφίας, από την εποχή του Παρμενίδη
μέχρι τον Πλωτίνο, δηλαδή «πώς ερμηνεύεται δια των ελάχιστων δυνατόν αρχών η
πολλαπλότητα της δομής του αληθούς», γίνεται σαφές ότι ο πλατωνισμός δεν
συνιστά μια ρήξη, αλλά αντίθετα αποτελεί απόδειξη συνέχειας της ελληνικής
φιλοσοφικής παράδοσης.
Τ Ε Λ Ο Σ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου