Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (4)

ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ
Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.


Συνέχεια από:  Σάββατο, 29 Ιουλίου 2017


15.  Αρά οι πρόνοιες και ενέργειες και μεταδόσεις του Θεού, οι ουσιώσεις, οι ζωώσεις, οι σοφοποιήσεις και τα παραπλήσια με αυτά είναι άκτιστες πρόνοιες και αγαθότητες του Θεού, και αυτές είναι αυτός ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν˙ διότι κατ' εκείνην είναι αμέριστος και αμέθεκτος, εφ’ όσον είναι τελείως απολελυμένος από όλα, ώστε κάνεις ποτέ από τους κατά την ευσέβεια επιγνώμονες της ακρίβειας να μην επιχειρήσει να εννοήσει ή να εκφράσει τον Θεόν, να επιχειρούν δε πάντοτε όλοι οι ιεροφάντες να νοούν και λέγουν περί της προνοίας και αγαθότητος αυτού, κατά την οποίαν είναι αίτιος όλων των όντων, διότι αυτή είναι απεργαστική των έξωθεν όντων˙ επειδή δε υπάρχει αυτή, έλαβε ύπαρξιν η παραγωγή και υπόστασις των όλων. Διότι η θεία πρόνοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά στροφή του Θεού προς τα υποδεέστερα και αγαθή θέλησις. Και αυτή υπήρξε προ των πάντων, ως κοινή πρόνοια των μελλόντων, και εξ αίτιας αυτής όλα παρήχθησαν στον καιρόν τους ως από δημιουργική θέληση και ενέργεια, και εν αυτή συνεκροτήθη το παν ως εις συνεκτική φρουρά και περιληπτική εστία του παντός. Δια ταύτα λοιπόν η μία πρόνοια και αγαθότης, δια την οποία ο Θεός επιμελείται των υποδεεστέρων, δεν είναι μία μόνον, αλλά και πολλές πρόνοιες και αγαθότητες λέγονται από τους θεολόγους.

16.  Βεβαίως λόγω της μεγάλης υπερβολής και αγαθότητος ο παραγωγός και κοσμήτωρ του παντός κατέστησε αυτό και πολυειδές, θελήσας άλλα μεν να είναι απλώς, άλλα δε πλην της υπάρξεως (του είναι) να έχουν και ζωήν, και άλλα μεν να κατέχουν την νοερά τούτη ζωή, άλλα δε μόνον την κατ' αίσθησιν, και μερικά να έχουν τούτη μικτή και από τα δύο είδη˙ και εκ των λαβόντων από αυτόν την λογική και νοερά ζωή ορισμένα διά της εθελούσιας κλίσεως προς αυτόν να επιτυγχάνουν την προς αυτόν ένωσιν και έτσι να ζουν θείως και υπερφυώς καταξιωμένα της θεουργού χάριτος και ενέργειας αυτού˙ διότι η θέλησις αυτού αποτελεί γένεσιν για τα όντα, είτε παραγόμενα από το μη όν είτε βελτιούμενα, και τούτο κατά διάφορο τρόπο. Εξ αιτίας αυτής της επί τα όντα διαφοράς του θείου θελήματος η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότης, ή με άλλα λόγια η λόγω αγαθότητος στροφή του θεού προς τα υποδεέστερα, είναι και λέγονται πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, μεριζόμενες αμερίστως στα μεριστά και διαφοροποιούμενες, έτσι ώστε κατά τα ανωτέρω λεχθέντα άλλη μεν να ονομάζεται προγνωστική δύναμις του Θεού, άλλη δε δημιουργική και συνεκτική, από αυτές δε πάλι, κατά τον μέγαν Διονύσιον να ονομάζονται άλλες ουσιώσεις, άλλες ζωώσεις, άλλες σοφοποιήσεις. Έκαστη δε αυτών είναι κοινή του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ώστε καθ’ εκάστην αγαθή και θείαν θέλησιν δι’ ημάς ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα να είναι η ουσιοποιός και ζωοποιός και σοφοποιός ενέργεια και δύναμις.

17.  Θα ακούσεις δε από τους ίδιους πατέρες να διδάσκουν ότι οι ενέργειες αυτές είναι και αΐδιες νοήσεις και κινήσεις. Έτσι, αφού ο μέγας Διονύσιος είπε «ότι ο Θεός κινείται κατά το ότι φέρει εις ουσίαν και συνέχει τα πάντα, και ότι ευθεία μεν κίνησις αυτού είναι η απαρέγκλιτος πρόοδος των ενεργειών, ελικοειδής δε η σταθερά πρόοδος και η γόνιμος στάσις, κυκλική δε η επιστροφή των όντων προς αυτόν», ο θείος Μάξιμος λέγει, «κίνησις του Θεού είναι η βούλησις αυτού προς γένεσιν των όντων και οι εις πάντα πρόοδοι της πρόνοιας αυτού». Πώς λοιπόν οι προς τα όντα κινήσεις δεν θα είναι της ουσίας ούτε περί την ουσία, αλλά θα είναι ουσία, και μάλιστα ενώ είναι πολλές; Όταν δε ο μέγας θεολόγος γράφει προς τον Τίτο, διευκρινίζοντας ποιος είναι ο οίκος της σοφίας και τα εντός αυτού, λέγει ότι το περιφερές και ανοικτό του σε αυτήν κρατήρος είναι η άναρχος και ατελεύτητος των όλων πρόνοια, ο θείος πάλι Μάξιμος λέγει, «άναρχο είπε την πρόνοια των όλων, διότι τα όντα όλα είναι στις αΐδιες νοήσεις του Θεού, τις οποίες ο Παύλος ονόμασε και προορισμούς. Κατά τις αΐδιες αυτές του Θεού νοήσεις προετυπώνοντο τα μέλλοντα να παραχθούν και σε αυτές προϋπήρχε η πρόνοια του Θεού ανάρχως˙ διότι ίδιον της προνοίας του Θεού ήταν το να θέλει να παραγάγει την μέλλουσα κτίσιν, για να απολαύει της προνοητικής αγαθότητας αυτού». Πώς λοιπόν οι πολλές νοήσεις και οι κατ' αυτές τύποι των μελλόντων, η πρόνοια περί τούτων και η σχετική με αυτή βούλησις, δεν είναι της θείας ουσίας αλλ’ είναι αυτά ουσία, και μάλιστα όταν δι’ αυτών παρατηρείται σχέσις προς τα όντα του κατ' ουσία εντελώς ασχέτου;

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου