Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (40)


ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
του Enrico Berti.
         
Μία ανάλογη θεωρία εκτίθεται από τον Αριστοτέλη στο V Βιβλίο τής Μεταφυσικής, όπου στις αντιθέσεις που αναφέραμε προστίθενται εκείνες ανάμεσα στο ταυτόσημο και το διαφορετικό, τα οποία αφορούν πάνω απ'όλα την κατηγορία τής ουσίας, το ίσο και το άνισο, που είναι το ταυτόσημο και το διαφορετικό στην κατηγορία της ποσότητος, όμοιο και ανόμοιο τα οποία ξαναπαράγουν την ίδια αντίθεση στην κατηγορία τής ποιότητος: Ο Αριστοτέλης επι πλέον αποσαφηνίζει ότι το "διαφορετικό" στο πλαίσιο τού ιδίου γένους ονομάζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια "διαφορετικό" και έτσι είναι διαφορετικά τα πράγματα τα οποία παρότι διαφορετικά έχουν κάτι ταυτόσημο, όπως για παράδειγμα έχουν κοινό γένος. Τα αντίθετα είναι λοιπόν διαφορετικά, μάλιστα δε είναι οι περισσότεροι διαφορετικοί όροι μεταξύ τους. (Μετ. V9 και 10)
          Ακόμη πιό διαυγής και συστηματική είναι τέλος η έκθεση τής ίδιας θεωρίας στο βιβλίο Χ, όπου λέγεται ότι ανάμεσα στο Ένα και τα πολλά υπάρχει αντίθεση εναντιότητος και ότι οι αντιθέσεις ταυτόν-διάφορον, ίσο-άνισο, όμοιο-ανόμοιο είναι άλλες τόσες εκφράσεις τής εναντιότητος ένα-πολλά στις διάφορες κατηγορίες. Επι πλέον προσδιορίζεται ότι ταυτόν και διάφορον δέν είναι το ένα η άρνηση τού άλλου, διότι και τά δύο είναι κατηγορήματα όλων των πραγμάτων που είναι και όχι εκείνων που δέν είναι (αυτό προϋποθέτει ότι πραγματικά αντιφατικά είναι μόνον το όν και το μή-όν). Διότι πράγματι, λέει ο Αριστοτέλης, όλα τα πράγματα που λέγονται ένα και όν, είναι το καθένα ταυτόν ή "διαφορετικό σε σχέση με κάθε άλλο", δηλαδή "είναι ένα ή μή-ένα σε σχέση με ένα άλλο", και γι'αυτό "κάθε τί που είναι, καθότι όν, είναι ή διαφορετικό ή ταυτόν" (Μετ. 1054 b 14-25). Με σχολαστικούς όρους και μοντέρνους, θα λέγαμε ότι το ταυτόν και το διάφορον είναι δύο υπερβατικά αντίθετα, καθότι υπερβαίνουν τις κατηγορίες και είναι αμφότερα εκτεταμένα στο όν καθότι όν.
          Πάντοτε στο ίδιο βιβλίο, επιπλέον ο Αριστοτέλης τακτοποιεί μεταξύ τους τούς τέσσερις τύπους τών ήδη γνωστών αντιθέτων, τών σχετικών, τών εναντίων, τής ελλείψεως και κτήσεως (κατοχής), βεβαιώσεως και αρνήσεως, σύμφωνα με έναν μειούμενο προσδιορισμό και με μία αυξανόμενη καθολικότητα. Τα σχετικά, είναι ενάντια τά οποία συνεπάγονται αμοιβαίως, τα ενάντια είναι μία περίπτωση ελλείψεως και κατοχής κατά την οποία καταλήγουν στην μέγιστη απόσταση, δηλαδή στην τέλεια διαφορά και η έλλειψη και η κατοχή είναι μία περίπτωση αντιφάσεως, δηλαδή μία αντίθεση χωρίς διαμεσολάβηση, αλλά στο πλαίσιο τού ίδιου γένους. Ένα παράδειγμα ελλείψεως και κατοχής είναι το ίσο και το άνισο, τα οποία ανήκουν στο γένος τής ποσότητος, ενώ ένα παράδειγμα αντιφατικών όρων είναι όμοιο και ανόμοιο, η αντίθεση των οποίων υπερβαίνει κάθε γένος και εξαντλεί τήν ολότητα (Μετ. 1055 a33- b17). Παρόλα αυτά, σε σχέση με την αντίθεση την αληθινά αντιφατική ανάμεσα στο είναι και το μή-είναι, η οποία -θα μπορούσαμε να πούμε- πάει πέραν τών κατηγοριών, διότι καλύπτει και το μή-είναι, το οποίο είναι προικισμένο με την σειρά του με τόσες σημασίες όσες έχει το είναι, όλες οι εσωτερικές αντιθέσεις στο είναι, καθότι επανέρχονται σ' εκείνη την θεμελιώδη ανάμεσα στο ένα και στα πολλά ή στο ταυτόν και το διάφορον, μπορούν να υπολογισθούν σαν αντιθέσεις ανάμεσα σε ενάντια ή ανάμεσα σε έλλειψη και κατοχή (κτήση).
          Η αντίθεση ανάμεσα σε προτάσεις ερευνάται στο "Περί ερμηνείας", όπου ορίζεται ο λόγος ή η πρόταση, σαν σχέση ονόματος και ρήματος. Διακρίνεται ο αποφαντικός λόγος, ικανός να είναι αληθινός ή ψευδής, απο εκείνον που δέν είναι ούτε αληθινός ούτε ψευδής (για παράδειγμα η προσευχή). Διακρίνονται οι αποφαντικοί λόγοι σύμφωνα με την ποιότητα, σε επιβεβαίωση και άρνηση. Ορίζεται η αντίφασις σαν επιβεβαίωσις και άρνησις τού ιδίου κατηγορουμένου σχετικά με το ίδιο υποκείμενο, ταυτόχρονα και κάτω απο την ίδια άποψη (οπτική γωνία) και διακρίνονται καθολικές προτάσεις, στις οποίες το υποκείμενο υπολογίζεται στην ολότητά του (για παράδειγμα "κάθε άνθρωπος είναι λευκός"), και ιδιαίτερες προτάσεις, στις οποίες το υποκείμενο υπολογίζεται σε ένα μέρος του (για παράδειγμα: "κάποιος άνθρωπος είναι λευκός") (Περί ερμ. 4-7). Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η διάκριση ανάμεσα σε αντιφατικές προτάσεις (ἀντικεῖσθαι ... ἀντιφατικῶς) και ενάντιες προτάσεις (ἐναντίως). Αντιτίθενται σαν ενάντιες οι προτάσεις, αντίστοιχα επιβεβαιωτικές και αρνητικές, όπου το υποκείμενο λαμβάνεται και στις δύο περιπτώσεις καθολικά, για παράδειγμα "κάθε άνθρωπος είναι λευκός" και "κάθε άνθρωπος δέν είναι λευκός" που σημαίνει "κανένας άνθρωπος δέν είναι λευκός". Αντιτίθενται όμως σαν αντιφατικές οι προτάσεις όπου το υποκείμενο τής βεβαίωσης είναι καθολικό και εκείνο τής αρνήσεως είναι ιδιαίτερο, για παράδειγμα "κάθε άνθρωπος είναι λευκός" και "κάποιος άνθρωπος δέν είναι λευκός" ή αντιστρόφως. Για την αντίφαση ισχύει η αρχή τής τρίτου (ή μέσου) αποκλείσεως (α.τ.τ.α.), δηλαδή είναι αναγκαίο η μία να είναι αληθινή και η άλλη ψευδής, ενώ για τις ενάντιες αυτό δέν ισχύει, με την έννοια πως δέν μπορούν να είναι και οι δύο αληθινές (λόγω της αρχής της μή-αντιφάσεως), αλλά μπορούν να είναι και οι δύο ψευδείς. Οι προτάσεις με ιδιαίτερο υποκείμενο, για παράδειγμα Σωκράτης, είναι αντιφατικές όταν τα αντίστοιχα κατηγορήματα είναι αντιφατικά, για παράδειγμα "υγιής" και "μή-υγιής", ενώ είναι ενάντιες όταν τα αντίστοιχα κατηγορήματα είναι ενάντια, για παράδειγμα "υγιής" και "άρρωστος".
          Οι ενάντιες προτάσεις είναι αντίθετες και επομένως ασυμβίβαστες μεταξύ τους, καθότι δημιουργούν μία αμοιβαία αντίφαση, η οποία παραβιάζει την αρχή της μή-αντιφάσεως και επομένως δέν είναι υποστηρίξιμες (για παράδειγμα "κάθε άνθρωπος είναι λευκός" και "κανένας άνθρωπος δέν είναι λευκός"), αλλά ταυτοχρόνως καθεμιά απο τις δύο είναι αντίθετη στην αντιφατική της μ'έναν τρόπο ώστε ανάμεσα σ'αυτή και αυτή την τελευταία ισχύει η αρχή τής τρίτου αποκλείσεως, δηλαδή αναγκαίως μία είναι αληθινή και η άλλη ψευδής (για παράδειγμα "κάθε άνθρωπος είναι λευκός" και "κάποιος άνθρωπος είναι λευκός"). Επειδή όμως η αντιφατική τής μιάς ανάμεσα στις δύο ενάντιες προτάσεις εξισούται με την αντιφατική τής άλλης (για παράδειγμα "κάποιος άνθρωπος είναι λευκός" ισούται με "κάποιος άνθρωπος δέν είναι λευκός") κάθε φορά που κατορθώνουν να αναιρέσουν και οι δύο τις ενάντιες μεταξύ τους προτάσεις, να δείξουν δηλαδή ότι είναι και οι δύο ψευδείς καθώς περιέχουν και οι δύο μία εσωτερική αντίφαση, θα έχει αποδειχθεί η αλήθεια τής αντιφατικής και στις δύο. Αυτή η παρατήρηση παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του γεγονότος ότι δέν είναι δύσκολο να αναιρεθούν οι προτάσεις οι ενάντιες μεταξύ τους, καθότι είναι καθολικές προτάσεις και είναι πολύ πιό εύκολο να αναιρεθεί μία καθολική πρόταση απο μία ιδιαίτερη πρόταση: για να αναιρεθεί μία καθολική πρόταση αρκεί να προσκομίσουμε ένα μόνο παράδειγμα ενάντιο ενώ για να αναιρεθεί μία ιδιαίτερη πρόταση αυτό δέν αρκεί.
          Ότι ο Αριστοτέλης, επεξεργαζόμενος αυτή την θεωρία σκεφτόταν εξ'αρχής την δυνατότητα να την χρησιμοποιήσει για να περάσει απο το επίπεδο τής απλής γνώμης σε εκείνο τής επιστήμης, ότι δηλαδή προσπαθούσε να ερευνήσει τα αντίθετα "ακόμη και ανεξαρτήτως τής ουσίας" και να καθορίσει σε ποιές περιπτώσεις "η επιστήμη των αντιθέτων είναι ίδια" δηλαδή η γνώση του ενός συνεπάγεται την απόδειξη τής αλήθειας του άλλου, αποδεικνύεται απο ένα απόσπασμα της νεανικής του πραγματείας, η οποία χάθηκε, Περί εναντίων, απο την οποία συμπεραίνεται ότι, αφού συζητούσε για τους διάφορους τύπους αντιθέσεως, αναρωτιόταν: "εάν κάποιος ο οποίος έχει απωθήσει ένα απο τα δύο αντίθετα δέν αγκαλιάζει αναγκαίως το άλλο, τότε υπάρχει κάτι στο μέσον ανάμεσά τους ή δέν υπάρχει με κανένα τρόπο;" Και συνέχιζε "αυτός λοιπόν ο οποίος απώθησε την αληθινή γνώμη δέν αγκαλιάζει αναγκαίως την λανθασμένη γνώμη ούτε αντίστροφα, αλλά μερικές φορές απο αυτή την γνώμη περνά ή στο να μήν σκέφτεται τίποτε απολύτως ή στην επιστήμη και στο μέσον ανάμεσα στην αληθινή ή την ψευδή γνώμη δέν υπάρχει τίποτε, παρά μόνον η άγνοια ή η επιστήμη". Η θέση η οποία προβάλλει εδώ φαίνεται να είναι ότι ανάμεσα σε δύο αντίθετες γνώμες (αυτές είναι οι αληθινές κι οι ψευδείς) δέν υπάρχει άλλη δυνατότης επιλογής, παρά μόνον υπάρχει η δυνατότης τού περάσματος απο κάθε μια απο τις δύο ή στην αναστολή τής κρίσεως ή στήν επιστήμη! Αυτές οι τελευταίες θέσεις δέν ανήκουν πλέον στο γένος τής γνώμης. Αυτό που είναι ενδιαφέρον όμως, είναι η αποδοχή τής δυνατότητος τού περάσματος απο την γνώμη στην επιστήμη μέσω τής συζητήσεως των αντιθέτων: πολύ πιθανόν η συνθήκη ώστε ένα τέτοιο πέρασμα να συμβεί και η αποφυγή τής παραμονής στην άγνοια, είναι η χρήση τής αρχής του τρίτου ή του μέσου αποκλείσεως, μία λειτουργία η οποία απαιτεί μία τεχνική προετοιμασία, δηλαδή τήν σίγουρη κατοχή τής διαλεκτικής μεθόδου.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου