Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (4)

 Συνέχεια από Τετάρτη, 30 Μαΐου 2018

Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ


ΟΤΙ ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΟΥΜΕ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥΣ

11. Πάλι  όταν ο μεγαλοφυέστατος θεοφάντωρ Διονύσιος θεολογεί ότι «μόνη πηγή της υπερουσίου θεότητος (είναι) ο Πατήρ» και ότι «πηγαία θεότης (είναι) ο Πατήρ, ο δε Υιός και το Πνεύμα της θεογόνου θεότητος (είναι) ωσάν άνθη και υπερούσια φώτα», εάν κανείς το υπερούσιον Πνεύμα πει ότι είναι φύσει εκ του Θεού, το δε φύσει όν εκ του Θεού ότι πηγάζεται εκ του Θεού, δηλαδή ότι έχει εκ της πηγαίας θεότητος το είναι, πηγαία δε θεότης είναι μόνος ο Πατήρ, έπειτα συμπεραίνει ότι το Πνεύμα είναι εκ μόνου του Πατρός, ποιος λόγος υπάρχει να νομίζουμε ότι ο συλλογισμός αυτός δεν είναι ευσεβής και αποδεικτικός και αναμφίλεκτος; Δεν είναι αληθείς αυτές οι προτάσεις; Τα αντίθετα (αντικείμενα) προς αυτές δεν είναι ψευδή; Δεν έχουν πάντοτε κατ’ αυτόν τον τρόπο; Δεν είναι πρώτες και άμεσες και γνωριμώτερες; Δεν είναι οικείες προς το προκείμενον; Δεν έχουν μέσα τους (εν εαυτοίς) την αιτίαν του συμπεράσματος; Δεν καταλήγουν σε αυτόπιστον και αναπόδεικτον και αρχικωτάτην (αρχοειδεστάτην) αρχήν; Τί δε συμβαίνει όταν τεκμηριώδεις εκ των υστέρων, για εμάς δε εκ των προτέρων, καθιστούμε τις αποδείξεις; 
Πώς θα πειθόμεθα στον λέγοντα ότι ούτε έτσι δεν είναι δυνατόν να αποδείξουμε κάτι από τα θεία; «Διότι πρέπει», λέγει (ο Βαρλαάμ), «να είναι ομογενή και τεκμήρια δι' εκείνα των οποίων είναι τεκμήρια, με τον Θεόν δε ουδέν ομογενές (δεν υπάρχει τίποτε ομογενές)». Πώς λοιπόν το να μην λάμπει η σελήνη είναι ομογενές και το να λάμπουν οι πλειάδες, διά των οποίων συμπεραίνουμε ότι η μεν σελήνη περιφέρεται εγγύτερα προς εμάς, οι δε πλειάδες στηρίζονται μακρότερα; Διότι ταύτα είναι γνωρίσματα τόπου, αυτές δε είναι ουσίες· τα μέσα δε διά των οποίων δεικνύονται σε αυτές εκείνα είναι πάλιν ενέργεια και πάθος, και δεν ανήκουν μάλλον εις τον αστέρα παρά εις τον ατενίζοντα. Αλλ’ ούτε η κωνοειδής σκιά του φωτιζομένου είναι κάτι ομογενές, διά της οποίας δεικνύεται κάτι μεγαλύτερο του φωτιζομένου, ούτε ο φωτισμός είναι ομογενής με την σφαίραν. Εάν δε είναι ομογενή κατ’ άλλον τρόπον, διότι η απόσταση (το πόσο απέχει) και η στιλπνότης και το μη υπάρχειν εφ’ εκατέρου και τα άλλα τα παραπλήσια με αυτά, παρατηρούνται περί (γύρω από) το αυτό, και εκεί καλώς θα θεωρείτο περί (γύρω από) το αυτό τόσον το δεικνυόμενον όσον και το δι’ ου εκείνο δείκνυται.

12.Γνωρίζουν οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν δια τεκμηρίου της εγγινομένης εν εαυτοίς ιεράς φωτοφανείας ότι υπάρχει Θεός και ωσάν φώς είναι, μάλλον δε πηγή φωτός νοερού καί αΰλου. Διότι και ευγνωμονούν (χάριν ίσασιν) όχι στους εαυτούς τους, αλλά στον φωτίζοντα, όπως ούτε στον αέρα οφείλεται χάρις που φωτίζεται αισθητώς, καθ’ όσον η λαμπρότης δεν είναι αυτού αλλά του φωτίζοντος ήλιου, του δε αέρος μόνον η διαφάνεια είναι χαρισμένη, όπως και στους θεοφόρους πατέρες το δια καθαρότητα καρδίας δεικτικόν της νοεράς ελλάμψεως. Δύνανται και οι μη αναβάντες σε τέτοιον βαθμό θεωρίας από την πρόνοιαν δια τα πάντα να συνορούν τον κοινόν προνοητήν, από τους αγαθοποιουμένους την αυτοαγαθότητα, από τους ζωοποιουμένους την αυτοζωήν, από τους σοφιζομένους την αυτοσοφίαν και γενικώς από τα πάντα τον όντα τα πάντα και τον υπερβαίνοντα και υπερβάλλοντα πάντα, την πολυώνυμον εκείνην και ακατονόμαστον υπερούσιον ουσίαν . Τί λοιπόν; Όλα αυτά δεν θεωρούνται αΰλως περί (γύρω από) το εν εκείνο, ο,τιδήποτε είναι εκείνο; Τί δέ; Δια τούτων ως τεκμηρίων δεν γίνεται αψευδής απόδειξη ότι υπάρχει κάποιος προαγωγεύς και προνοητής προάναρχος απάντων, παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, υπερφυής; Εγώ βεβαίως έτσι νομίζω και πολύ μάλιστα και δεν νομίζω ότι δεν έχω τίποτε να αντείπω. Ούτω λοιπόν και εμείς ομοίως, αφού είναι θεολογημένο επί του συμβόλου της πίστεως περί του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και ο μεν πρώτος κηρύττεται ότι εγεννήθη εκ του Πατρός, το δε δεύτερον ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός, συνάγουμε ότι εφαρμόζεται σε αμφότερα το εκ μόνου του Πατρός, δεικνύοντες εκ των ύστερον ομοίως θεολογημένων τα προαιωνίως υπάρχοντα κατά τούτο ομοίως.

13. Αλλ’ όμως, αν και τόσα σου έχουμε γράψει περί τούτου, δεν θα διαφωνήσουμε πολύ είτε απλώς δείξιν είτε απόδειξιν λέγει κάποιος του τοιούτους λόγους· αρκεί μόνον να δέχεται την φανερουμένην δι’ αυτών δυνατωτέρα από φώς αλήθεια. Ένεκα σου δε συνηγορήσαμε υπέρ της αποδείξεως, σαν να κάμαμε απολογία υπέρ αυτής. Διότι, ενώ επαίνεσες υπερβολικώς δι’ επιστολής τους (αποδεικτικούς περί Αγίου Πνεύματος) λόγους μου Κατά Λατίνων, υποπτευθείς εγώ την αν και μη σαφώς αλλά πάντως υφέρπουσαν μέμψιν κατά της επιγραφής, την οποίαν απέρριψα ωσάν να μη ανεφέρετο προς τον επαινέτην. Για να καταστήσω λοιπόν και σε αξιόχρεων κριτήν τούτου του ονόματος, θα παραθέσω τις διαφορές του αποδεικτικού και διαλεκτικού συλλογισμού. Δικόν σου δε καθήκον είναι να σκέπτεσαι και να κρίνεις δικαίως σε ποιον μάλλον ανήκουν οι στοχαζόμενοι περί των θείων δογμάτων, και μάλιστα όταν εκθέτουμε την ευσεβή και απλανή περί Θεού γνώμη μας. Ο μεν αποδεικτικός λοιπόν αναφέρεται στο αναγκαίον και αεί όν και αληθές όν και πάντοτε ωσαύτως έχον (κατ’ αυτόν τον τρόπον ευρισκόμενον), ο δε διαλεκτικός αναφέρεται στο ενδεχόμενον και πιθανόν και εκ φύσεως έχον διαφορετική εκάστοτε μορφή και άλλοτε μεν υπάρχον άλλοτε δε μη υπάρχον, και κάποτε μεν αληθές κάποτε δε όχι. Πού λοιπόν θα τοποθετήσεις τα θεία; Δεν είναι σαφές και στους μη σοφούς; Και ο μεν αποδεικτικός φροντίζει δια την αλήθειαν και ενεργών κατ’ επιστήμην (επίγνωσιν) δεν έχει ανάγκην να λάβει οποιονδήποτε εκ των δύο μερών της αντιφάσεως, ο δε διαλεκτικός φροντίζει μόνον να πείσει και χρησιμοποιών τον διάλογον χωρίς όρια αναγκάζεται να λαμβάνει όσα του επιτρέπει ο συνομιλητής, ακόμη και αν δεν είναι πειστικά. Διά τούτο εκείνος (ο αποδεικτικός) μεν κρατεί αμεταπείστως και αμεταθέτως (αμετατρέπτως) την αποδεδειγμένην έννοιαν, ο δε διαλεκτικός είναι ευπερίτρεπτος και μάλιστα ενίοτε αυτός περιτρέπει εαυτόν εκουσίως. Σε ποιον θα δώσουμε το ευσεβές; Άραγε στον εδραίον, τον αμετακίνητον, τον μη φοβούμενον διά τίποτε κατά τον απόστολον, ή σε εκείνον ο οποίος και μόνος του σαλεύεται; Και ο μεν πρώτος αποδεικνύει από αληθή και πάντοτε οικεία στο προκείμενο, ο δε δεύτερος εκκινεί από πιθανολογούμενα, τα οποία δεν είναι οπωσδήποτε αληθινά, αλλ’ ενίοτε και από εντελώς ψευδή, πάντως δε αλλότριων και προς το προκείμενον. Ποιόν από αυτούς θα πιστεύσεις όταν σου δεικνύει περί των θείων;  Ή και συ μαζί με τον επί Κύρου Ζοροβάβελ θα αποφανθείς με θάρρος ότι κρατείς την αλήθειαν όλων; Και ο μεν πρώτος εργάζεται με βάση αίτια (εξ αιτίων) όχι μόνον του συμπεράσματος, αλλά και του πράγματος, διό και το συναγόμενον είναι πάντοτε αναγκαίον και αψευδές, ο δε διαλεκτικός με βάση αίτια του πράγματος μεν ποτέ, του δε συμπεράσματος όχι πάντοτε, αλλ’ ενίοτε ούτε αυτού, διό (γι’ αυτό) και το συναγόμενον είναι απλή δόξα, αλλ’ όχι εξ ανάγκης αψευδές. Τί συμβαίνει λοιπόν ως προς τα θεία; Την αψευδήν εύρεσιν του πράγματος ζητούμε ή να συζητούμε προς δόξαν (επίδειξιν); Εάν δε θα έλεγε κάποιος ότι δεν υπάρχει αίτιον επί Θεού, διότι αυτός είναι ο αίτιος πάντων, θα αποκριθούμε ότι, “περί μεν την θείαν φύσιν δεν είναι δυνατή η διερεύνησις, άρα ούτε απόδειξις, επειδή δεν υπάρχει ούτε αίτιον αυτής”. Από τo ότι είναι μία η φύσις, μη επιδεχόμενη καμία εντελώς διαφορά καθ' αυτήν, και ότι διαιρείται, αν και όχι καθ’ εαυτήν, διό και εις την διαίρεσιν μένει αδιαίρετος, και ότι και εις το διαιρετόν έχει μίαν και αδιαίρετον την αρχήν, γι’ αυτό και εις είναι Θεός, και ότι είναι δημιουργός και ότι είναι προνοητής και ότι είναι συνοχεύς και όσα άλλα είναι όμοια με αυτά, καθίσταται δυνατόν, όταν ζητούμε τις αιτίες όπως χρειάζεται, οι οποίες θα είναι επίσης και αυτές των περί τον Θεόν, να επιτύχουμε την εύρεσιν, φθάσαντες δε συν Θεώ, να μην παραμένουμε πλέον με απορίες ήτοι διαλεκτικώς, αλλά να γνωρίζουμε αποδεικτικώς και να μετοχετεύωμε την θείαν επιστήμην δια λόγου προς άλλους. Εάν δε δεν φθάσουμε, τους μεν ασθενούντες  στην πίστιν πολύ ολίγον είναι δυνατόν να τους θεραπεύσουμε με την δύναμιν των λόγων, αυτοί δε διά της πίστεως επιστημόνως έχομεν. Διότι δεν πιστεύουμε το παν με αποδείξεις ούτε νομίζουμε ότι πρέπει να τεχνογραφείται το μυστήριον της πίστεως, ούτε εμείς, ούτε οι προ ημών δια λόγου συνηγορήσαντες υπέρ του λόγου της αληθείας, αλλά και αν δείχνουμε του λόγου της αληθείας το ισχυρόν, και εις τους έχοντας κάποιαν χωλότητα ως προς αυτόν παρέχουμε αφορμή επανορθώσεως, και εις τους ορθοτομούντες τούτον παρέχουμε θεμέλιο ασφαλείας.

14. Αυτός δε ο οποίος μετέφερε σε εσάς εκείνους τους λόγους για τα ζητήματα ταύτα (τους αποδεικτικούς λόγους περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος), ο καθ’ όλα καλός και αγαθός και κατά την διαγωγήν υπέρ πάντα θεοφιλής και δια τούτο προσφιλής σε εμάς Ιωσήφ (Καλόθετος), σπεύδων να επιστρέψει προς τα εκεί, τους άρπαξε σχεδόν προχειρογραμμένους από εμάς, ωσάν αρτιγέννητα παιδιά, τα οποία δεν έλαβαν την προσήκουσα επιμέλεια. Αλλ’ επειδή έχουν συνταχθή προς απόδειξιν αληθείας, αλλ’ όχι προς επίδειξιν κάλλους, δι’ αυτό νομίζω ότι επαινούνται και από την σοφίαν σου. Εκείνο όμως πρέπει να λάβεις υπ’ όψιν, ότι εμείς ποθήσαντες προ από πολλού χρόνου την ύψιστη σοφίαν, μάλλον δε προσελκυσθέντες από την ύψίστην φιλανθρωπίαν προς τον πόθον της, αφήσαντες παν είδος λόγων και την μελέτην των, είμεθα αφοσιωμένοι σε αυτήν διά βίου, και υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γνωρίζουν τούτο μαζί με εμάς και θα το επιβεβαιώσουν πολλοί πλησίον σας· και συ δε ο ίδιος δεν αγνοείς όσα έχω να πείθω τον εαυτόν μου. Όλα δε τα άλλα εγκατελείφθησαν από εμάς εξ ανάγκης, επειδή τα της σοφίας εκείνης έχουν την φύσιν να συνίστανται στην απόκτησιν των πάντων και την λήθην των πάντων, όπως και το θείον νοείται σε κάποιαν υπεροχήν κατά την αφαίρεσιν των πάντων. Αλλ’ εκείνης της σοφίας το τέλος δεν είναι ίσον με τούτο· διότι εδώ ο νους διανοείται τα ανόμοια προς τον Θεόν, εκεί δε ο νους δέχεται νοερώς εμπράκτως τις θείες εμφάσεις, όταν είναι και πάντοτε γίνεται έσοπτρον ακηλίδωτον του Θεού. Αν δε εμείς έχουμε σχεδόν τελείως λησμονήσει τις περί τους λόγους επιστήμες, μολονότι οσάκις παρουσιάζεται ανάγκη να επιληφθούμε κάποιες από αυτές, όχι εκουσίως, δοκιμάζουμε κατά το δυνατόν, διά τούτο απαρνηθήκαμε τις αττικές εκείνες χάριτες και το λίαν έντεχνον της εκφράσεως, από την αληθινήν δε σοφίαν δεν αποκτήσαμεν τίποτε ή κάτι ολίγον αποκτήσαμεν, αλλά τρέχουμε ωσάν εις οσμήν μύρου, χωρίς να έχουμε κάπως στα χέρια μας το ίδιον το μύρον.

Εκείνος δε ο οποίος έθεσεν σε εμάς τον πόθον τούτον από υπερβολή φιλανθρωπίας, είθε κατά τους οικτιρμούς του και τέλος ατέλεστον να παράσχει την αρχήν της μελλούσης αμβροσίας. Τούτο να ευχηθείς και σύ μαζί με εμάς και εμείς επευχόμεθα στην αρετήν σου, και ο Θεός είθε να είναι από άνω επίκουρος και επήκοος.

Τέλος της Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ επιστολής

Αμέθυστος

Αρχαίο κείμενο
11. Αὐτίκα Διονυσίου τοῦ μεγαλοφυεστάτου θεοφάντος θεολογοῦντος ὅτι «μόνη πηγή τῆς ὑπερουσίου θεότητος ὁ Πατήρ», καί ἔστι «πηγαία θεότης ὁ Πατήρ, ὁ δέ Υἱός καί τό Πνεῦμα τῆς θεογόνου θεότητος οἷον ἄνθη καί ὑπερούσια φῶτα», εἴ τις τό ὑπερούσιον Πνεῦμα φύσει ἐρεῖ ἐκ τοῦ Θεοῦ, τό δέ φύσει ὄν ἐκ τοῦ Θεοῦ πηγάζεσθαι ἐκ τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν ἐκ τῆς πηγαίας θεότητος τό εἶναι ἔχειν, πηγαία δέ θεότης μόνος ὁ Πατήρ, εἶτα συμπεραίνει ὡς ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐστι τό Πνεῦμα, τίς λόγος μή οὐκ εὐσεβῶς ἅμα καί ἀποδεικτικῶς καί ἀναμφιλέκτως ἔχειν οἴεσθαι τοῦτον τόν συλλογισμόν; Οὐκ ἀληθείς εῖσιν αὗται αἱ προτάσσεις; Οὐ τά ἀντικείμενα αὐταῖς εἰσι ψευδῆ; Οὐκ ἀεί ὡσαύτως ἔχουσιν; Οὐ πρῶται καί ἄμεσοι καί γνωριμώτεραι; Οὐκ οἰκεῖαί εἰσι τῷ προκειμένῳ; Οὐ τήν αἰτίαν ἐν ἑαυτοῖς ἔχουσι τοῦ συμπεράσματος; Οὐκ εἰς αὐτόπιστον καί ἀναπόδεικτον καί ἀρχοειδεστάτην καταλήγουσιν ἀρχήν; Τί δέ ὅταν τεκμηριώδεις ἐκ τῶν ὑστέρων, ἡμῖν δέ προτέρων, τοῦ ὅτι ποιώμεθα τάς ἀποδείξεις; Πῶς ἄν πεισθείημεν τῷ λέγοντι ὡς οὐδέ οὕτως ἔνι τι τῶν θείων ἀποδεῖξαι; «Δεῖ γάρ» φησίν «εἶναι ὁμογενῆ καί τεκμήρια ὧν ἐστι τεκμήρια, Θεῷ δέ οὐδέν ὁμογενές». Πῶς οὖν τό μή στίλβειν τῇ σελήνῃ ἐστίν ὁμογενές ἤ τό στίλβειν ταῖς πλειάσι, δι᾿ ὧν τήν μέν ἐγγύτερον ἡμῖν πλανᾶσθαι, τάς δέ πορρωτέρω ἐστηρίχθαι τεκμαιρόμεθα; Τόπου μέν γάρ ταῦτα, αἱ δέ εἰσιν οὐσίαι˙ δι᾿ ὧν ἐκεῖνα ταύταις δείκνυται, ταῦτ δ᾿ αὖθίς ἐστιν ἐνέργεια ἤ πάθος, καί οὐ τοῦ ἀστέρος μᾶλλον ἤ τοῦ ἀτενίζοντος. Ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἡ κωνοειδής σκιά τῷ φωτίζοντι ὁμογενές, δι᾿ ἧς μεῖζον τοῦ φωτιζομένου δείκνυται, οὐδέ ὁ φωτισμός τῇ σφαίρᾳ ἐστίν ὁμογενής˙ εἰ δ᾿ ἕτερον τρόπον εἰσίν ὁμογενῆ, ὅτι περί τό αὐτό θεωρεῖται τό πόρρω καί τό στίλβειν καί τό μή ἐφ᾿ ἑκατέρου καί τά ἄλλα τούτοις γε παραπλησίως, κἀκεῖ θεωροῖτο ἄν περί τό αὐτό καλῶς τό τε δεικνύμενον καί δι᾿ οὗ ἐκεῖνο δείκνυται.

12. Ἴσασιν οἱ κεκαθαρμένοι τήν καρδίαν διά τεκμηρίου τῆς ἐγγινομένης ἐν ἑαυτοῖς ἱερᾶς φωτοφανείας  ὅτι ἔστι Θεός καί οἷον φῶς ἐστι, μᾶλλον δέ πηγή φωτός νοεροῦ τε καί ἀΰλου. Διό καί χάριν ἴσασιν οὐχ ἑαυτοῖς, ἀλλά τῷ φωτίζοντι, ὥσπερ οὐδέ τῷ ἀέρι χάρις αἰσθητῶς πεφωτισμένῳ, οὐ γάρ ἡ λαμπρότης ἐστίν αὐτοῦ, ἀλλά τοῦ φωτίζοντος ἡλίου, τοῦ δ᾿ ἀέρος μόνον τό διαφανές ἐπίχαρι, ὡς καί τοῖς θεοφόροις τό διά καθαρότητα καρδίας δεικτικόν τῆς νοερᾶς ἐλλάμψεως. Δύνανται καί οἱ μή πρός τοῦτο θεωρίας ἀναβεβηκότες ἐκ τῆς περί πάντα προμηθείας τόν κοινόν προμηθέα συνορᾶν, ἐκ τῶν ἀγαθυνομένων τήν αὐτοαγαθότητα, ἐκ τῶν ζωοποιουμένων τήν αὐτοζωήν, ἐκ τῶν σοφιζομένων τήν αὐτοσοφίαν καί ἁπλῶς ἐκ πάντων τόν τά πάντα ὄντα καί ὑπεξῃρημένον καί ὑπερανιδρυμένον πάντων, τήν πολυώνυμον ἐκείνην καί ἀκατανόμαστον ὑπερούσιον οὐσίαν. Τί οὖν, οὐ ταῦτα πάντα περί ἕν ἐκεῖνο ἀΰλως θεωρεῖται, ὅ,τι ποτέ ἐστιν ἐκεῖνο; Τί δέ, οὐ διά τούτων οἷα τεκμηρίων ἀψευδής γίνεται ἀπόδειξις ὅτι ἔστι τις προαγωγεύς καί προμηθεύς προάναρχον ἁπάντων, παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, ὑπερφυής; Ἐγώ μέν οἶμαι καί πάνυ γε οἴομαι καί οὐδ᾿ ἄν οἶμαι ἔχειν ἀντειπεῖν. Οὕτω τοίνυν καί ἡμεῖς ὁμοίως, τεθεολογημένον ἐπί τοῦ τῆς πίστεως συμβόλου περί τε τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί τοῦ μέν γεγεννῆσθαι ἐκ τοῦ Πατρός κηρυττομένου, τοῦ δέ ἐκπορεύεσθαι ἐκ τοῦ Πατρός, ἀμφοτέροις τό ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐφαρμόζεσθαι συνάγομεν, ἐκ τῶν ὕστερον ὁμοίως τεθεολογημένων τά προαιωνίως κατά τοῦθ᾿ ὁμοίως ὑπάρχοντα δεικνύντες.

13. Οὐ μήν ἀλλ᾿ εἰ καί τοσαῦτα περί τούτου σοι γεγράφαμεν, ἀλλ᾿ οὐ πάνυ διοισόμεθα εἴθ᾿ ἁπλῶς δεῖξιν εἴτε ἀπόδειξιν τούς τοιούτους λόγους λέγει τις˙ μόνον στεργέτω τήν δι᾿ αὐτῶν φωτός τρανότερον ἐκφαινομένην ἀλήθειαν˙ σοῦ δ᾿ ἕνεκα συνηγορήσαμεν τῇ ἀποδείξει, οἷον ἀπολογίαν ὑπέρ ταύτης ποιησάμενοι˙ τούς γάρ ἐμούς κατά Λατίνων διά γραμμάτων λίαν ἐπανοῦντος λόγους, ὑπειδόμενος τήν εἰ καί μή κατά λόγον ὅμως ὑφέρπουσαν μέμψιν τῇ ἐπιγραφῇ, ὡς ἄν μή πρός τόν ἐπαινέτην ἀναφέροιτο ἀπετριψάμην. Ἵν᾿ οὖν καί σέ κριτήν ἀξιόχρεων τούτου τοῦ ὀνόματος ποιήσωμαι παραθήσομαι τάς διαφοράς τοῦ τε ἀποδεικτικοῦ καί διαλεκτικοῦ συλλογισμοῦ. Σόν δ᾿ ἔστι σκοπεῖν καί ἀδεκάστως κρίνειν τίνι μᾶλλον προσήκουσιν οἱ περί θείων δογμάτων συντιθέμενοι, καί μάλισθ᾿ ὅταν τήν ἡμῶν αὐτῶν εὐσεβῆ καί ἀκλινῆ περί Θεοῦ δόξαν ἐκτιθώμεθα. Ὁ μέν οὖν περί τό ἀναγκαῖον καί ἀεί ὄν καί ἀληθές ὄν καί ἀεί ὡσαύτως ἔχον, ὁ δέ διαλεκτικός περί τό ἔνδοξον καί πιθανόν καί πεφυκός ἄλλοτε ἄλλως ἔχειν καί νῦν μέν ὄν, νῦν δ᾿ οὐκ ὄν, καί  ποτέ μέν ἀληθές, ποτέ δέ μή. Ποῦ ποτ᾿ ἄρα τά θεῖα δεχομένη, καί ὅτι διαιρεῖται, κἄν μή καθ᾿ ἑαυτήν, διό καί ἐν τῇ διαιρέσει μένει ἀδιαίρετος, καί ὅτι κἀν τῷ διαιρετῷ μίαν καί ἀδιαίρετον ἔχει τήν ἀρχήν, διό κἀν τούτῳ  εἷς Θεός, καί ὅτι δημιουργός καί ὅτι προνοητής καί ὅτι συνοχεύς καί τ᾿ ἄλλα ὅσα τούτοις ὅμοια, ἔστιν ὡς δέον εἶναι ζητοῦντας τάς αἰτίας, αἵ καί αὗται τῶν περί Θεοῦ ἄν εἶεν, ἐφικέσθαι τῆς εὑρέσεως, σύν Θεῷ δ᾿ ἐφικομένους, οὐ διαπορητικῶς ἔτ᾿ ἔχειν ἤτοι διαλεκτικῶς, ἀλλ᾿ ἀποδεικτικῶς ἐπίστασθαι καί πρός ἑτέρους τήν θείαν διά λόγου μετοχετεύειν ἐπιστήμην. Εἰ δέ μή ἐφικοίμεθα, τούς μέν τῇ πίστει ἀσθενοῦντας δυνάμει λόγων ἥκιστ᾿ ἔχομεν ἐπιρρωννύειν, αὐτοί δέ διά τῆς πίστεως ἐπιστημόνως ἔχομεν. Οὐ γάρ ἀποδείξεσι τό πᾶν πιστεύομεν, οὐδέ τό μυστήριον δεῖν οἰόμεθα τεχνογραφεῖσθαι τῆς πίστεως, οὔθ᾿ ἡμεῖς, οὔθ᾿ οἱ πρό ἡμῶν διά λόγου τῷ λόγῳ τῆς ἀληθείας συνηγορήσαντες, ἀλλά κἀν τούτῳ δείκνυμεν τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας τό ἰσχυρόν καί τοῖς κατά τι τούτου χωλεύουσιν ἐπανορθώσεως παρέχομεν ἀφορμήν καί τοῖς ὀρθοτομοῦσι τοῦτον ἀσφαλείας ὑπόθεσιν.

14. Ὁ δέ διακομίσας ὑμῖν τούς ἐπί τούτοις λόγους ἐκείνους, τά πάντα καλός κἀγαθός καί τήν πολιτείαν  εἴπερ τις θεοφιλής καί ἡμῖν διά τοῦτο προσφιλής Ἰωσήφ, ἐπί τήν ἐπάνοδον σπεύδων, αὐτοσχεδίους σχεδόν ἥρπασε παρ᾿ ἡμῶν, οἷον ἀρτιτόκους παῖδας, μή τυχόντας τῆς προσηκούσης φροντίδος. Ἀλλ᾿ ἐπεί πρός ἀληθείας ἀπόδειξιν, ἀλλ᾿ οὐ κάλλους ἐπίδειξιν ἐξενηνόχαται, παρά τοῦτ᾿ οἶμαι καί παρά τῆς σῆς ἐπαινοῦνται σοφίας. Ἐκεῖνό γε μήν ἐπί νοῦν σε λαβεῖν, ὡς ἡμεῖς ἐκ πολλοῦ τήν ἀνωτάτω σοφίαν ποθήσαντες, μᾶλλον δέ πρός τόν αὐτῆς πόθον παρά τῆς ἀνωτάτω φιλανθρωπίας ἐφελκυσθέντες, παντοίου λόγων εἴδους καί τῆς κατ᾿ αὐτά μελέτης ἀφέμενοι, ταύτῃ προσανέχομεν διά βίου, καί τοῦτ᾿ εἰσίν οἵ συνίσασιν ἡμῖν καί συμμαρτυρήσουσι παρ᾿ ὑμῖν πολλοί˙ καί σύ δέ αὐτός οὐκ ἀνεπιγνώμων ὅσα ἐμαυτόν ἔχω πείθειν. Παρεῖται δέ ἡμῖν τ᾿ ἄλλ᾿ ἅπαντα ἐξ ἀνάγκης, ἐπειδήπερ ἐν τῇ πάντων ἀποκτήσει καί καί τῇ πάντων ἐπιλήσει τά κατ᾿ ἐκείνην τήν σοφίαν συνίστασθαι πέφυκεν, ὥσπερ κἀν τῇ πάντων ἀφαιρέσει ἐν ὑπεροχῇ τινι τό θεῖον νοεῖται. Ἀλλ᾿ οὐκ ἴσον τούτῳ τῆς σοφίας ἐκείνης τό τέλος˙ ἐντεῦθεν μέν γάρ τά ἀπεμφαίνοντα τῷ Θεῷ διανοεῖται ὁ νοῦς, ἐκεῖ δ᾿ ἔργῳ τάς θείας  ἐμφάσεις νοερῶς ὁ νοῦς δέχεται, ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον Θεοῦ καί ὤν καί ἀεί γινόμενος. Κἄν ἡμεῖς τῶν μέν περί λόγους ἐπιστημῶν ἐπιλελήσμεθα σχεδόν παντάπασιν, εἰ καί χρείας ἐπειγούσης οὐχ ἑκόντες εἶναί τινα τούτων ἀναλαμβάνειν ὡς ἐνόν πειρώμεθα, διό καί τάς ἀττικάς ἐκεῖνας χάριτας καί τό λίαν ἔντεχνον τῆς ἐξαγγελίας ἀπειπάμεθα, τῆς δέ ἀληθινῆς σοφίας οὐδέν ἤ μικρόν κατειλήφαμεν, ἀλλ᾿ οἷον εἰς ὀσμήν μύρου τρέχομεν, αὐτό τό μύρον οὐκ ἐν χερσίν ἔχοντές πω.


Ὁ δέ τόν πόθον τοῦτον ἡμῖν ὑπερβολῇ φιλανθρωπίας ἐνθείς καί τέλος ἀτέλεστον διά τούς οἰκτιρμούς αὐτοῦ παράσχοι τῆς μελλούσης ἀμβροσίας ἀρχήν. Τοῦτο καί αὐτός ἡμῖν σύνευξαι καί ἡμεῖς ἐπευχόμεθά σου τῇ ἀρετῇ καί θεός ἄνωθεν ἐπίκουρος καί ἐπήκουος εἴη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου