Συνέχεια από Σάββατο, 19 Μαΐου 2018
Α’ ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ
ΟΤΙ ΟΙ ΛΑΤΙΝΟΙ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΔΕΧΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΟΤΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΛΟΥΜΕ ΜΑΛΛΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΥΣ
8. Έτσι λοιπόν έχουν αυτά. Από τους πατέρες δε διδάχθηκαμε να συλλογιζόμαστε επί τέτοιων θεμάτων εμπράκτως και δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς ούτε τους Λατίνους γι’ αυτό. Θα μπορούσα να πω με βεβαιότητα ότι μήτε αποδεικτικώς συλλογίζονται αυτοί, όπως λέγεις εσύ, καθότι δεν χρησιμοποιούν τα αυτόπιστα λόγια ως αρχές και εξουσίες και δεν ακολουθούν καλώς τους θεοσόφους πατέρες, μήτε διαλεκτικώς, λόγω του ότι δεν κάνουν τους συλλογισμούς εκ των δικών μας προϋποθέσεων. Πολύ όμως απέχω από το να υποθέτω ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξις για οτιδήποτε από τα θεία και από τα ζητήματα στην ανώτατη Τριάδα, αλλά πάντα να θεωρώ και να ονομάζω διαλεκτικό τον περί αυτών συλλογισμό, ουδέποτε δε αποδεικτικό. Διότι και οι επιγραφές των πατερικών φωνών δεν επιτρέπουν να παραδεχθούμε τούτο, και αν κανείς αντισταθεί εριστικότερα και διαγράψει τις επιγραφές ως πλαστές, εμείς θα του δείξουμε ότι και αυτές οι φωνές μαρτυρούν τούτο, «εις Πατήρ, εις Υιός, έν Πνεύμα άγιον (υπάρχει)», ώστε τούτο είναι ηνωμένο με εκείνα κατά τέτοιον τρόπον, καθ’ όσον έχει την οικειότητα μονάς προς μονάδα· «και δεν είναι μόνον από εδώ», λέγει (ο Μ. Βασίλειος), «η της κοινωνίας απόδειξις»· και (θα του δείξουμε) που μεν, μετά την συλλογήν, αυτές οι φωνές βοούν ότι έχει αποδειχθή, που δε μεταξύ κείμενον, το αποδεικνύομεν, που δε και ζητείς τις επαγγελλόμενες αποδείξεις, είναι έτοιμος να τις παράσχει. Και τι μετά από αυτήν την επαγγελία συνεπάγεται; Και τα θεοπαράδοτα ή και θεόπνευστα και παν ό,τι είναι δυνατόν να ακολουθεί ταύτα και να συμπερασθή από αυτά. Διότι τί είναι Θεός, κανείς από τους καλώς φρονούντες δεν είπε ποτέ ούτε εζήτησε ούτε ενόησεν. Ότι δε υπάρχει Θεός και ότι εις είναι και ότι δεν είναι εν και ότι δεν υπερβαίνει την Τριάδα και πολλά άλλα σχετικά περί αυτόν, είναι δυνατόν να τα ερευνήσουμε και αποδείξουμε. Διότι αν δεν αποδειχθούν ταύτα, δεν είναι δυνατόν ούτε να μάθουμε τίποτε περί Θεού. Εάν δε μανθάνουμε και ζητούμε, και μάλιστα από τους καλώς γνωρίζοντες και επισταμένους, τότε άλλα εκ του Θεού γνωρίζονται, άλλα δε ζητούνται, μερικά δε και αποδεικνύονται, άλλα δε είναι εντελώς απερινόητα και ανεξερεύνητα· τρόπος γεννήσεως, εκπορεύσεως, τελείας και συγχρόνως αναποκαλύπτου προελεύσεως, αδιαιρέτου συγχρόνως και τελείας διαιρέσεως, και τα άλλα των οποίων γνώσιν έχουμε διά της πίστεως. Όπως δηλαδή η αίσθησις δεν χρειάζεται λογικήν απόδειξιν σε ζητήματα υποκείμενα στην αίσθησιν, έτσι ούτε η πίστις χρειάζεται απόδειξιν στα θέματα εκείνα. Μόλις είναι ίσον και πάντως καθόλου μικρότερο κακό το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει τα υπέρ νουν και να αποφαίνεται ότι «το γνωστόν του Θεού» δεν είναι τοιούτον, όπως και το ζητητόν και το αποδεικτικόν. Διότι είναι δυνατόν να στερείται κανείς όχι ολίγων εννοιών και αξιωμάτων, τα οποία προσφέροντα την επίγνωσιν υπεράνω αποδείξεως γίνονται αποδεικτικές αρχές στον γνωρίζοντα να τις χρησιμοποιήσει.
9. Διότι είναι γνωστόν και ομολογημένο από όλους ότι ο Θεός είναι τέλειος και όχι άλογος, καθ’ όσον αποδεικνύεται εις και όχι εν. Όταν λοιπόν εμείς λέγουμε ότι ο Θεός είναι τέλειος, ο τέλειος είναι εις, και όταν σκεπτόμεθα να συνδυάσουμε κατά τα άλλα συμφώνως με τους πατέρες, πως είναι εις ο τέλειος, εάν κανείς από αυτούς τους ανεπιστήμονες αποδεικτικούς αντιτίθετο λέγοντας ότι δεν υπάρχει απόδειξις επί των μοναδικών, θα ακούσει αμέσως από εμάς ότι γενικώς (επί των καθολικών) μεν δεν υπάρχει· πώς όμως δεν υπάρχει στα ειδικά (επί των μη καθόλου); Δεν είναι δε λιγότερο αψευδής απόδειξις, διότι είναι περισσότερο αναγκαία και επί των μοναδικών και ανεξαπάτητος αυτή η απόδειξις. Διότι επί μεν των καθολικών θα ήταν δυνατόν να συμβεί περισσότερο αυτή η απάτη, αφού η τοιαύτη απόδειξις επιδιώκεται διά της φαντασίας, καθ’ όσον όλα τα αντικείμενα είναι δυσνόητα και δυσκατάληπτα. Αλλ’ επίσης και επί εκείνων στα οποία το κοινό στοιχείο είναι ανώνυμο κατά τον ίδιον τρόπον θα ήταν δυνατό να υπάρξει απόδειξις και επί κάποιου είδους του καθόλου (των γενικών) και επί ενός εκάστου των μερικών εφαρμόζονται αποδείξεις, καθολικές βεβαίως όχι, διότι πώς είναι δυνατόν, αψευδείς δε και αναγκαίες. Πράγματι στους μεν Έλληνες η θεολογία είναι πιθανολογία, διότι και όλος ο δεκτός από αυτούς θεολογικός συλλογισμός είναι διαλεκτικός, ένδοξος από ένδοξους, με άλλα λόγια πιθανός από πιθανούς. Διότι τίποτε βέβαιον δεν γνωρίζουν περί Θεού ούτε ασφαλές, «αλλά εματαιώθησαν στους διαλογισμούς τους». Εμείς δε εκκινούμε (ορμώμεθα) στη θεολογία από πιθανολογούμενες αρχές, αλλά εμμένουμε σε αυτές αμεταπείστως, διότι είναι θεοδίδακτες. Πώς λοιπόν θα πούμε αυτόν τον συλλογισμόν όχι αποδεικτικόν, αλλά διαλεκτικόν; Και όμως, εάν κανείς από εκείνους οι οποίοι εισάγουν την διαλεκτικήν στα λεγόμενα περί Θεού, πράγμα το οποίο απαγορεύεται ρητώς από τους θεολόγους πατέρες, εάν λοιπόν κανείς από αυτούς αναλύσας τους καλώς συγκροτημένους συλλογισμούς, ελάχιστα θα βρει σε αυτούς το καθόλου· διότι και το προκείμενο θέμα είναι μοναδικόν και παν των προσόντων αυτού υφίσταται κυριολεκτικώς μόνον σε αυτόν. Διότι, λέγει «κανείς δεν είναι αγαθός, παρά μόνον ο εις Θεός», ο μόνος σοφός, ο μακάριος και μόνος δυνάστης, «ο μόνος έχων αθανασίαν, φώς οικών απρόσιτον». Κανένα από τα προσόντα του λοιπόν δεν δύναται να είναι επί πλέον αυτού, ώστε και αυτών έκαστον είναι μοναδικόν και παν ό,τι θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτά δεν είναι καθόλου (καθολικό). Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να συλλογισθούν χωρίς το καθόλου; Εάν δε λόγω της ιδιότητος του προκειμένου προχωρούντες δέχονται εν όλω τους οικείους συλλογισμούς, πολύ περισσότερον θα προβάλλουν την απόδειξιν λόγω της ιδιότητος του προκειμένου, καλώς πράττοντες. Αν δε πάλι λέγει κανείς, “η απόδειξις προέρχεται εκ των προτέρων, τίποτε δε είναι πρότερον Θεού”, θα πούμε προς αυτόν, “ώ βέλτιστε, δεν εξετάζουμε τα κατ’ αυτόν, αλλά κάτι από τα περί αυτόν”. Διότι το “εις και τρία” και το “εξ εκείνου μόνου” και το “είς εκείνον μόνον”, δεν δεικνύουν την φύσιν, αλλά δεικνύονται περί (γύρω από) αυτήν. Δεν υφίσταται λοιπόν ανάγκη να προϋπάρχει κάτι από εκείνα διά τα οποία είναι ταύτα, όπως ούτε αυτά τα περί Θεόν δεικνυόμενα προϋπάρχουν. Διότι και εκείνο το κάτι, ο,τιδήποτε και αν είναι, θεωρείται περί (γύρω από) την απερινόητον φύσιν, τόσον οι κοινότητες όσον και οι ιδιότητες, όπως η εκπόρευσις ή η γέννησις, και μάλιστα όχι θέσει αλλά φύσει, ο πλούτος ή η κίνησις ή η τελειότης, όπως λέγει και κάποιος από τους κορυφαίους θεολόγους· «μονάς μεν κινηθείσης δια τον πλούτον, δυάς δε υπερβαθείσης διά την ύλην και το είδος, από τα οποία είναι τα σώματα, τριάς δε ορισθείσης διά την τελειότητα». «Τούτο δεν είναι αιτιολογία θεότητος, αλλ' απόδειξις της περί αυτής ευσεβούς γνώμης».
10. Έπειτα, εσύ, πώς ζητείς το πρότερον (προηγούμενον) επί της αποδείξεως; Εάν μεν το ζητείς χρονικώς, τότε δεν θα παραδεχθείς καμία απόδειξιν ούτε του ουρανού και των κατ’ αυτόν σωμάτων και θαυμάτων, ούτε της γης και της θαλάσσης και των σε αυτές (πραγμάτων), ούτε του αέρος και των αεροπόρων, ούτε του αιθέρος και των μετεώρων. Διότι κοινές έννοιες και αξιώματα και όροι, προτάσεις και αποδείξεις και συλλογισμοί, διαιρέσεις και αναλύσεις, όλα αυτά είναι έπειτα από όλα εκείνα· διότι ταύτα είναι προϊόντα (διάνοιες) του τελευταίου κτισθέντος (του ανθρώπου). Εάν μεν λοιπόν έτσι ζητείς το πρότερον, θα διαλύσεις την επιστήμην ταύτην καθιστώντας αυτήν έξω από τα υπάρχοντα· εάν δε εκλάβεις κατ’ άλλον τρόπον το πρότερον, δεν νομίζω ότι θα στερηθείς λόγου και στα αποδεικνυόμενα περί Θεού, λαμβάνων υπ’ όψιν τούτο, ότι και τα στοιχεία διά των οποίων δεικνύονται είναι στα περί αυτόν, αλλά ούτε το αίτιον πάντως είναι κάτι περισσότερον από πρεσβύτερον εκείνου του οποίου αίτιον είναι. Ώστε και αν αυτά τα αίτια είναι ίσα με τα αιτιατά και αν δεν προϋφίστανται, τούτο δεν θα εμποδίσει την απόδειξιν. Είναι λοιπόν έτσι δυνατόν από τις κοινές έννοιες και τα αξιώματα σε μερικές πλευρές των θείων να συσταθούν οι αποδείξεις. Τί δε σημαίνουν τα παραδεδομένα από τον ίδιον τον ένα της θεαρχικής Τριάδος ο οποίος συνανεστράφη με εμάς θεανδρικώς; Τί δε τα παρ’ αυτού του αγίου Πνεύματος αποκεκαλυμμένα σε εμάς διά των λαλούν των εν αυτώ; Άραγε δεν θα τα δεχθούμε ως αυτόπιστες και αναπόδεικτες αρχές, και παν ό,τι θα ακολουθεί ταύτες και εκ τούτων αναγκαίως θα συμπεραίνετο και δεν θα τα χαρακτηρίσουμε θείες αποδείξεις;
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
8. Ταῦτα μέν δή ταύτῃ. Συλλογίζεσθαι δέ ἐπί τοῖς τοιούτοις ἔργῳ ὑπό τῶν πατέρων ἐδιδάχθημεν καί οὐδέ τούς Λατίνους γράψαιτ᾿ ἄν τις τούτου χάριν. Μήτε δ᾿ ἀποδεικτικῶς τούτους συλλογίζεσθαι, καθάπερ φῄς αὐτός, παρά τό μή τοῖς αὐτοπίστοις λογίοις ὡς ἀρχαῖς καί ἀξιώμασι χρῆσθαι καί τοῖς θεοσόφοις καλῶς ἕπεσθαι πατράσι, μήτε διαλεκτικῶς, διά τό μή ἐκ τῶν παρ᾿ ἡμῖν λημμάτων ποιεῖσθαι τούς συλλογισμούς, καί πάνυ γ᾿ ἄν φαίην. Μηδεμίαν δέ εἶναι ἀπόδειξιν ἐπ᾿ οὐδενός τῶν θείων καί τῶν ἐν τῇ ἀνωτάτω Τριάδι ζητουμένων, ἀλλά πάντα τόν περί αὐτῶν συλλογισμόν διαλεκτικόν οἴεσθαί τε καί καλεῖν, ἀποδεικτικόν δέ οὐδέποτε, πολλοῦ δέω τίθεσθαι. Αἵ τε γάρ ἐπιγραφαί τῶν πατρικῶν φωνῶν οὐκ ἐῶσι τοῦτο παραδέξασθαι, κἄν τις φιλονεικότερον ἐνιστῆται καί τάς ἐπιγραφάς ὡς παρεγγράπτους παραγράφηται, ἡμεῖς καί αὐτάς δείξομεν αὐτῷ τοῦτο μαρτυρούσας τάς φωνάς, «εἷς Πατήρ, εἷς Υἱός, ἕν Πνεῦμα ἅγιον», ὥστε κατά τοσοῦτον τοῦτο ἐκείνοις ἥνωται, καθόσον ἔχει μονάς πρός μονάδα τήν οἰκειότητα˙ «καί οὐκ ἐντεῦθεν» φησί «μόνον ἡ τῆς κοινωνίας ἀπόδειξις»˙ καί ποῦ μέν, μετά τό συναγαγεῖν, ἀποδέδεικται βοώσας, ποῦ δέ μεταξύ κείμενον, τό ἀποδείκνυμεν, ποῦ δέ καί ἐπαγγελλομένας ζητεῖς φησί τάς ἀποδείξεις, ἕτοιμος παρασχεῖν. Καί τί τό μετά τήν ἐπαγγελίαν ταύτην ἐπαγόμενον; Λόγιόν τι τῶν θεοπαραδότων ἤ καί θεοπνεύστων καί πᾶν ὅ,τι ἄν τούτοις ἔποιτο καί ἐκ τούτων συμπεραίνοιτο. Τί μέν γάρ ἐστι Θεός, οὐδείς πώποτε τῶν εὖ φρονούντων οὔτ᾿ εἶπεν οὔτ᾿ ἐζήτησεν, οὔτ᾿ ἐνενόησεν. Ὅτι δέ ἔστι καί ὅτι εἷς ἐστι καί ὅτι οὐχ ἕν ἐστι καί ὅτι τήν Τριάδα οὐχ ὑπερβέβηκε καί πολλ᾿ ἕτερα τῶν περί αὐτόν θεωρουμένων, ἔστι ζητῆσαί τε καί ἀποδεῖξαι. Εἰ γάρ μή ταῦτα, οὐδέ μαθεῖν ὅλως ἔστι τό περί Θεοῦ. Εἰ δέ μανθάνομεν καί ζητοῦμεν καί τοῦτο παρά τῶν εὖ εἰδότων καί ἐπισταμένων, τά μέν ἄρα τοῦ Θεοῦ γινώσκεται, τά δέ ζητεῖται, ἔστι δ᾿ ἅ καί ἀποδείκνυται, ἕτερα δέ εἰσιν ἀπερινόητα πάντῃ καί ἀνεξερεύνητα˙ τρόπος γεννήσεως, ἐκπορεύσεως, τελείας ἅμα καί ἀνεκφοιτήτου προελεύσεως, ἀδιαιρέτου τε ἅμα καί τελείας διαιρέσεως, καί τ᾿ ἄλλ᾿ ὧν διά πίστεως ἐπιστημόνως ἔχομεν. «Ὥς γάρ αἴσθησις ἐν τοῖς ὑπ᾿αἴσθησιν λογικῆς οὐ δεῖται δείξεως, οὕτως οὐδέ πίστις ἐν τοῖς τοιούτοις ἀποδείξεως. Μικροῦ δ᾿ ἴσον καί οὐδέν ἔλαττόν ἐστι κακόν, τά τε ὑπέρ νοῦν οἴεσθαι εἰδέναι καί «τό τοῦ Θεοῦ γνωστόν» μή τοιοῦτον ἀποφαίνεσθαι, ὡσαύτως καί τό ζητητόν ἤ ἀποδεκτόν. Ἔστι γάρ κοινῶν ἐννοιῶν καί ἀξιωμάτων ἀπορῆσαι οὐκ ὀλίγων, ἅ κρείττω ἤ κατά ἀπόδειξιν παρεχόμενα τήν ἐπιστήμην ἀποδεικτικαί τῷ ἐπισταμένῳ χρήσασθαι γίνονται ἀρχαί.
9. Πᾶσι γάρ ἐστιν ἐγνωσμένον τε καί ἀνωμολογημένον ὅτι ὁ Θεός τέλειός ἐστι καί οὐκ ἄλογος, ἐξ ὧν εἷς καί οὐχ ἕν ἀποδείκνυται. Λεγόντων οὖν ἡμῶν ὅτι ὁ Θεός τέλειος, ὁ τέλειος εἷς, καί τ᾿ ἄλλα συνείρειν διανοουμένων συμφώνως τοῖς πατράσιν, ὅπως εἷς ὁ τέλειος, εἴ τις τῶν ἀνεπιστημόνων τούτων ἀποδεικτικῶν προσίσταιτο λέγων ἐπί τῶν μοναδικῶν ἀπόδειξιν μή εἶναι, παρ᾿ ἡμῶν εὐθύς ἀκούσεται ὡς καθόλου μέν οὐκ ἔστι˙ πῶς γάρ ἐπί τῶν μή καθόλου; Ἀψευδής δέ οὐδέν ἧττον ἀπόδειξίς ἐστι, καί γάρ ἀναγκαία καί ἐπί τῶν μοναδικῶν καί ἀνεξαπάτητος μᾶλλον αὕτη ἡ ἀπόδειξις. Ἐπί γάρ τῶν καθόλου γένοιτ᾿ ἄν μᾶλλον ἡ ἀπάτη, διά τῆς φαντασίας θηρωμένης τῆς τοιαύτης ἀποδείξεως, δυσξυμβλήτων τε καί δυσπεριλήπτων ὄντων πάντων τῶν ὑποκειμένων. Οὐ μήν ἀλλά καί ἐφ᾿ ὧν τό κοινόν ἀνώνυμον, τόν αὐτόν τρόπον γένοιτ᾿ ἄν ἀπόδειξις καί ἐπί τινος εἴδους τοῦ καθόλου καί ἐφ᾿ ἑνός ἑκάστου γε τῶν μερικῶν ἀποδείξεις γίνονται, καθόλου μέν οὔ, πῶς γάρ; ἀψευδεῖς δέ καί ἀναγκαῖαι. Ἕλλησι μέν οὖν πιθανολογία ἡ θεολογία, διό καί διαλεκτικός ἅπας ὁ δοκῶν αὐτοῖς θεολογικός συλλογισμός, ἐξ ἐνδόξων ἔνδοξος, ταὐτόν δέ εἰπεῖν πιθανός ἐκ πιθανῶν. Οὐδέν γάρ ἴσασι περί Θεοῦ βέβαιον οὐδ᾿ ἀσφαλές, «ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν». Ἡμεῖς δέ οὐκ ἐξ ἐνδόξων ἐπί τό θεολογεῖν ὁρμώμεθα ἀρχῶν, ἀλλ᾿ ἀμεταπείστως περί ταύτας ἔχομεν, θεοδιδάκτους οὔσας. Πῶς οὖν οὐκ ἀποδεικτικόν, ἀλλά διαλεκτικόν τόν τοιοῦτον συλλογισμόν ἐροῦμεν; Καί μήν εἴ τις τῶν τήν διαλεκτικήν ἐν τοῖς περί Θεοῦ λεγομένοις εἰσαγόντων, ὅ παρά τῶν θεολόγων ρητῶς ἀπηγόρευται πατέρων, εἴ τις τοίνυν καί τούτων τούς εὖ ἔχοντας ἀναλύσειε συλλογισμούς, ἥκιστ᾿ ἐν τούτοις εὑρήσει τό καθόλου˙ τό τε γάρ προκείμενον μοναδικόν ἐστι καί πᾶν ὅ,τι τῶν αὐτῷ προσόντων μόνῳ κυρίως πρόσεστιν αὐτῷ. «Οὐδείς γάρ» φησίν «ἀγαθός, εἰ μή εἷς ὁ Θεός», ὁ μόνος σοφός, ὁ μακάριος καί μόνος δυνάστης, «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Οὐδέν οὖν τῶν ἑπομένων ἐπί πλέον εἴη ἄν αὐτοῦ, ὥστε καί αὐτῶν ἕκαστον μοναδικόν καί πᾶν ὅ,τι κατηγοροῖτο τούτων οὐ καθόλου. Πῶς οὖν συλλογίσαιντ᾿ ἄν ἄνευ τοῦ καθόλου; Εἰ δέ διά τήν τοῦ προκειμένου ἰδιότητα προάγοντες ἐν ὅλῳ τούς οἰκείους δέχονται συλλογισμούς, πολλῷ μᾶλλον διά τό μοναδικόν τοῦ προκειμένου τήν ἀπόδειξιν προσήσονται δίκαια ποιοῦντες. Ἄν δ᾿ αὖθις λέγῃ τις ‘ἡ ἀπόδειξις ἐκ τῶν προτέρων, οὐδέν δέ πρότερον Θεοῦ’, ‘οὐ τά κατ᾿ αὐτόν ἐξετάζομεν, ὦ βέλτιστε’, ἐροῦμεν πρός αὐτόν, ‘ἀλλά τί τῶν περί αὐτόν’. Τό γάρ ‘εἷς καί τρία’ καί τό ‘ἐξ ἐκείνου μόνου’, καί τό ‘εἰς ἐκεῖνον μόνον’, οὐ τήν φύσιν δείκνυσιν, ἀλλά περί αὐτήν ἐστι δεικνύμενα. Οὐκοῦν οὐδέ τι τῶν δι᾿ ἅ ταῦτα προϋπάρχειν ἀνάγκη τις τοῦ δεικνυμένου, καθάπερ οὐδ᾿ αὐτά προϋπάρχει τά περί Θεόν δεικνύμενα. Κἀκεῖνο γάρ, ὅ,τι ποτ᾿ ἄν ᾖ, περί τήν ἀπερινόητον ἐκείνη θεωρεῖται φύσιν, αἵ τε κοινότητες, αἵ τε ἰδιότητες, οἷον ἐκπόρευσις ἤ γέννησις, καί ταῦτ᾿ οὐ θέσει, ἀλλά φύσει, πλοῦτός τε ἤ κίνησις ἤ τελειότης, ὥσπερ καί τῶν ἄκρων θεολόγων τίς φησι, «μονάδος μέν κινηθείσης διά τό πλούσιον, δυάδος δέ ὑπερβαθείσης διά τήν ὕλην καί τό εἶδος, ἐξ ὧν τά σώματα, Τριάδος δέ ὁρισθείσης διά τό τέλειον». «Οὐκ αἰτιολογία τε τοῦτο ἐστι θεότητος, ἀλλ᾿ ἀπόδειξις τῆς περί αὐτῆς δόξης εὐσεβοῦς».
10. Ἔπειτα πῶς τό πρότερον, ᾦ οὗτος, ἐπί τῆς ἀποδείξεως ζητεῖς; Εἰ μέν χρόνῳ, λοιπόν οὐδέ οὐρανοῦ καί τῶν κατ᾿ αὐτόν σωμάτων καί θαυμάτων, οὐδέ γῆς καί θαλάττης καί τῶν ἐν αὐταῖς, οὐδ᾿ ἀέρος καί τῶν ἀεροπόρων, οὐδ᾿ αἰθέρος καί τῶν μετεώρων περιδέξῃ τινά ποτε ἀπόδειξιν. Μετά γάρ ταῦτα πάντα κοιναί τε ἔννοιαι καί ἀξιώματα καί ὅροι, προτάσεις τε καί ἀποδείξεις καί συλλογισμοί, διαιρέσεις τε καί ἀναλύσεις πᾶσαι˙ διανοίας γάρ ἐστι ταῦτα τοῦ ὕστατα κτισθέντος. Εἰ μέν οὖν οὕτω ζητεῖς τό πρότερον, λύσεις ἐκ μέσου τῶν ὄντων τήν ἐπιστήμην ταύτην ποιησάμενος˙ εἰ δ᾿ ἑτέρως τό πρότερον ἐκλήψῃ, οὐκ οἶμαί σε λόγου κἀν τοῖς περί θεοῦ δεικνυμένοις ἀπόρήσειν, ἐκεῖνο προσδιανοούμενον, ὅτι καί δι᾿ ὧν εἰσι δεικνύμενα ἐν τοῖς περί αὐτῶν εἰσιν, ἀλλ᾿ οὐδέ τό αἴτιον πάντως ἐπιπλέον ἤ πρεσβύτερον οὗ ἐστιν αἴτιον.Ὥστε κἄν ἐξισάζῃ τοῖς αἰτιατοῖς αὐτά τά αἴτια, κἄν μή προϋφεστηκότα ᾖ, οὐκ ἐμποδίσει τήν ἀπόδειξιν. Ἐκ μέν οὖν τῶν κοινῶν ἐννοιῶν τε καί ἀξιωμάτων οὕτως ἔστιν οὗ τῶν θείων ἔνι συνίστασθαι τάς ἀποδείξεις. Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἑνός τῆς θεαρχικῆς Τριάδος θεανδρικῶς ἡμῖν ὡμιληκότος παραδεδομένα; Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τῶν αὐτῷ λαλούντων ἡμῖν ἀποκεκαλυμμένα; Ἆρ᾿ οὐχ ὡς αὐτοπίστους καί ἀναποδείκτους δεξόμεθα ἀρχάς, καί πᾶν ὅ,τι ἄν τούτοις ἔποιτο καί ἐκ τούτων συμπεραίνοιτο οὐκ ἀποδείξεις θείας προσεροῦμεν;
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: O Aκίνδυνος αρνείται τό Τριαδικόν τού Θεού, καί τίς άκτιστες ενέργειες. Οπως όλοι οι αιρετικοί σέ ανατολή καί δύση μέχρι σήμερα. Επομένως αρνείται τήν Ενσάρκωση τού Υιού καί τά θαύματα, τήν Αγιότητα τών πιστών.
Ολοι οι αιρετικοί, άς τό σημειώσουμε, αρνούνται τά Μυστήρια τής Σωτηρίας παραδίδοντάς τα σέ ανθρώπινα χέρια, ταυτίζοντας τό Αγιο Πνεύμα μέ τίς κοινές άκτιστες ενέργειες τής Αγίας Τριάδος καί κατά συνέπειαν καταργώντας τήν Τριάδα, δηλ. τίς υποστάσεις ή ταυτίζοντας τίς εντολές τού Κυρίου μέ τούς κανόνες τής ιεραρχίας.
Υπήρξε μεγαλύτερος εχθρός τής ορθοδοξίας από τόν Βαρλαάμ.
Προσωποποιεί τό μαύρο φαρισαικό φίδι πού κρύβουμε στόν κόρφο μας. Τό οποίο προκρίνει έναν απομονωμένο καί άσχετο, ακίνητο θεό σάν τό νεοπλατωνικό Ενα ή τόν Αλλάχ τού Μωαμεθανισμού ή έναν δυνάμει καί ενεργεία θεό, τού Αριστοτέλη, όταν ταυτίζει τό Αγιο πνεύμα μέ τίς άκτιστες ενέργειες, μέ τήν ηθική πράξη.
Οπως γιά παράδειγμα: "Η Χάρις του Θεού είναι οι άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και είναι Θεός, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος." "Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παντοδύναμο ὅπως ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ, ἐμψυχώνει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ πλάσματα. Αὐτὸ δίνει στὰ ζῶα τὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους τὸ νοῦ καὶ στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἀνώτερη ζωή, τὴν πνευματική. Αὐτὸ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βοηθάει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν."
Αμέθυστος
9. Διότι είναι γνωστόν και ομολογημένο από όλους ότι ο Θεός είναι τέλειος και όχι άλογος, καθ’ όσον αποδεικνύεται εις και όχι εν. Όταν λοιπόν εμείς λέγουμε ότι ο Θεός είναι τέλειος, ο τέλειος είναι εις, και όταν σκεπτόμεθα να συνδυάσουμε κατά τα άλλα συμφώνως με τους πατέρες, πως είναι εις ο τέλειος, εάν κανείς από αυτούς τους ανεπιστήμονες αποδεικτικούς αντιτίθετο λέγοντας ότι δεν υπάρχει απόδειξις επί των μοναδικών, θα ακούσει αμέσως από εμάς ότι γενικώς (επί των καθολικών) μεν δεν υπάρχει· πώς όμως δεν υπάρχει στα ειδικά (επί των μη καθόλου); Δεν είναι δε λιγότερο αψευδής απόδειξις, διότι είναι περισσότερο αναγκαία και επί των μοναδικών και ανεξαπάτητος αυτή η απόδειξις. Διότι επί μεν των καθολικών θα ήταν δυνατόν να συμβεί περισσότερο αυτή η απάτη, αφού η τοιαύτη απόδειξις επιδιώκεται διά της φαντασίας, καθ’ όσον όλα τα αντικείμενα είναι δυσνόητα και δυσκατάληπτα. Αλλ’ επίσης και επί εκείνων στα οποία το κοινό στοιχείο είναι ανώνυμο κατά τον ίδιον τρόπον θα ήταν δυνατό να υπάρξει απόδειξις και επί κάποιου είδους του καθόλου (των γενικών) και επί ενός εκάστου των μερικών εφαρμόζονται αποδείξεις, καθολικές βεβαίως όχι, διότι πώς είναι δυνατόν, αψευδείς δε και αναγκαίες. Πράγματι στους μεν Έλληνες η θεολογία είναι πιθανολογία, διότι και όλος ο δεκτός από αυτούς θεολογικός συλλογισμός είναι διαλεκτικός, ένδοξος από ένδοξους, με άλλα λόγια πιθανός από πιθανούς. Διότι τίποτε βέβαιον δεν γνωρίζουν περί Θεού ούτε ασφαλές, «αλλά εματαιώθησαν στους διαλογισμούς τους». Εμείς δε εκκινούμε (ορμώμεθα) στη θεολογία από πιθανολογούμενες αρχές, αλλά εμμένουμε σε αυτές αμεταπείστως, διότι είναι θεοδίδακτες. Πώς λοιπόν θα πούμε αυτόν τον συλλογισμόν όχι αποδεικτικόν, αλλά διαλεκτικόν; Και όμως, εάν κανείς από εκείνους οι οποίοι εισάγουν την διαλεκτικήν στα λεγόμενα περί Θεού, πράγμα το οποίο απαγορεύεται ρητώς από τους θεολόγους πατέρες, εάν λοιπόν κανείς από αυτούς αναλύσας τους καλώς συγκροτημένους συλλογισμούς, ελάχιστα θα βρει σε αυτούς το καθόλου· διότι και το προκείμενο θέμα είναι μοναδικόν και παν των προσόντων αυτού υφίσταται κυριολεκτικώς μόνον σε αυτόν. Διότι, λέγει «κανείς δεν είναι αγαθός, παρά μόνον ο εις Θεός», ο μόνος σοφός, ο μακάριος και μόνος δυνάστης, «ο μόνος έχων αθανασίαν, φώς οικών απρόσιτον». Κανένα από τα προσόντα του λοιπόν δεν δύναται να είναι επί πλέον αυτού, ώστε και αυτών έκαστον είναι μοναδικόν και παν ό,τι θα μπορούσε να αποδοθεί σε αυτά δεν είναι καθόλου (καθολικό). Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να συλλογισθούν χωρίς το καθόλου; Εάν δε λόγω της ιδιότητος του προκειμένου προχωρούντες δέχονται εν όλω τους οικείους συλλογισμούς, πολύ περισσότερον θα προβάλλουν την απόδειξιν λόγω της ιδιότητος του προκειμένου, καλώς πράττοντες. Αν δε πάλι λέγει κανείς, “η απόδειξις προέρχεται εκ των προτέρων, τίποτε δε είναι πρότερον Θεού”, θα πούμε προς αυτόν, “ώ βέλτιστε, δεν εξετάζουμε τα κατ’ αυτόν, αλλά κάτι από τα περί αυτόν”. Διότι το “εις και τρία” και το “εξ εκείνου μόνου” και το “είς εκείνον μόνον”, δεν δεικνύουν την φύσιν, αλλά δεικνύονται περί (γύρω από) αυτήν. Δεν υφίσταται λοιπόν ανάγκη να προϋπάρχει κάτι από εκείνα διά τα οποία είναι ταύτα, όπως ούτε αυτά τα περί Θεόν δεικνυόμενα προϋπάρχουν. Διότι και εκείνο το κάτι, ο,τιδήποτε και αν είναι, θεωρείται περί (γύρω από) την απερινόητον φύσιν, τόσον οι κοινότητες όσον και οι ιδιότητες, όπως η εκπόρευσις ή η γέννησις, και μάλιστα όχι θέσει αλλά φύσει, ο πλούτος ή η κίνησις ή η τελειότης, όπως λέγει και κάποιος από τους κορυφαίους θεολόγους· «μονάς μεν κινηθείσης δια τον πλούτον, δυάς δε υπερβαθείσης διά την ύλην και το είδος, από τα οποία είναι τα σώματα, τριάς δε ορισθείσης διά την τελειότητα». «Τούτο δεν είναι αιτιολογία θεότητος, αλλ' απόδειξις της περί αυτής ευσεβούς γνώμης».
10. Έπειτα, εσύ, πώς ζητείς το πρότερον (προηγούμενον) επί της αποδείξεως; Εάν μεν το ζητείς χρονικώς, τότε δεν θα παραδεχθείς καμία απόδειξιν ούτε του ουρανού και των κατ’ αυτόν σωμάτων και θαυμάτων, ούτε της γης και της θαλάσσης και των σε αυτές (πραγμάτων), ούτε του αέρος και των αεροπόρων, ούτε του αιθέρος και των μετεώρων. Διότι κοινές έννοιες και αξιώματα και όροι, προτάσεις και αποδείξεις και συλλογισμοί, διαιρέσεις και αναλύσεις, όλα αυτά είναι έπειτα από όλα εκείνα· διότι ταύτα είναι προϊόντα (διάνοιες) του τελευταίου κτισθέντος (του ανθρώπου). Εάν μεν λοιπόν έτσι ζητείς το πρότερον, θα διαλύσεις την επιστήμην ταύτην καθιστώντας αυτήν έξω από τα υπάρχοντα· εάν δε εκλάβεις κατ’ άλλον τρόπον το πρότερον, δεν νομίζω ότι θα στερηθείς λόγου και στα αποδεικνυόμενα περί Θεού, λαμβάνων υπ’ όψιν τούτο, ότι και τα στοιχεία διά των οποίων δεικνύονται είναι στα περί αυτόν, αλλά ούτε το αίτιον πάντως είναι κάτι περισσότερον από πρεσβύτερον εκείνου του οποίου αίτιον είναι. Ώστε και αν αυτά τα αίτια είναι ίσα με τα αιτιατά και αν δεν προϋφίστανται, τούτο δεν θα εμποδίσει την απόδειξιν. Είναι λοιπόν έτσι δυνατόν από τις κοινές έννοιες και τα αξιώματα σε μερικές πλευρές των θείων να συσταθούν οι αποδείξεις. Τί δε σημαίνουν τα παραδεδομένα από τον ίδιον τον ένα της θεαρχικής Τριάδος ο οποίος συνανεστράφη με εμάς θεανδρικώς; Τί δε τα παρ’ αυτού του αγίου Πνεύματος αποκεκαλυμμένα σε εμάς διά των λαλούν των εν αυτώ; Άραγε δεν θα τα δεχθούμε ως αυτόπιστες και αναπόδεικτες αρχές, και παν ό,τι θα ακολουθεί ταύτες και εκ τούτων αναγκαίως θα συμπεραίνετο και δεν θα τα χαρακτηρίσουμε θείες αποδείξεις;
(Συνεχίζεται)
Αρχαίο κείμενο
8. Ταῦτα μέν δή ταύτῃ. Συλλογίζεσθαι δέ ἐπί τοῖς τοιούτοις ἔργῳ ὑπό τῶν πατέρων ἐδιδάχθημεν καί οὐδέ τούς Λατίνους γράψαιτ᾿ ἄν τις τούτου χάριν. Μήτε δ᾿ ἀποδεικτικῶς τούτους συλλογίζεσθαι, καθάπερ φῄς αὐτός, παρά τό μή τοῖς αὐτοπίστοις λογίοις ὡς ἀρχαῖς καί ἀξιώμασι χρῆσθαι καί τοῖς θεοσόφοις καλῶς ἕπεσθαι πατράσι, μήτε διαλεκτικῶς, διά τό μή ἐκ τῶν παρ᾿ ἡμῖν λημμάτων ποιεῖσθαι τούς συλλογισμούς, καί πάνυ γ᾿ ἄν φαίην. Μηδεμίαν δέ εἶναι ἀπόδειξιν ἐπ᾿ οὐδενός τῶν θείων καί τῶν ἐν τῇ ἀνωτάτω Τριάδι ζητουμένων, ἀλλά πάντα τόν περί αὐτῶν συλλογισμόν διαλεκτικόν οἴεσθαί τε καί καλεῖν, ἀποδεικτικόν δέ οὐδέποτε, πολλοῦ δέω τίθεσθαι. Αἵ τε γάρ ἐπιγραφαί τῶν πατρικῶν φωνῶν οὐκ ἐῶσι τοῦτο παραδέξασθαι, κἄν τις φιλονεικότερον ἐνιστῆται καί τάς ἐπιγραφάς ὡς παρεγγράπτους παραγράφηται, ἡμεῖς καί αὐτάς δείξομεν αὐτῷ τοῦτο μαρτυρούσας τάς φωνάς, «εἷς Πατήρ, εἷς Υἱός, ἕν Πνεῦμα ἅγιον», ὥστε κατά τοσοῦτον τοῦτο ἐκείνοις ἥνωται, καθόσον ἔχει μονάς πρός μονάδα τήν οἰκειότητα˙ «καί οὐκ ἐντεῦθεν» φησί «μόνον ἡ τῆς κοινωνίας ἀπόδειξις»˙ καί ποῦ μέν, μετά τό συναγαγεῖν, ἀποδέδεικται βοώσας, ποῦ δέ μεταξύ κείμενον, τό ἀποδείκνυμεν, ποῦ δέ καί ἐπαγγελλομένας ζητεῖς φησί τάς ἀποδείξεις, ἕτοιμος παρασχεῖν. Καί τί τό μετά τήν ἐπαγγελίαν ταύτην ἐπαγόμενον; Λόγιόν τι τῶν θεοπαραδότων ἤ καί θεοπνεύστων καί πᾶν ὅ,τι ἄν τούτοις ἔποιτο καί ἐκ τούτων συμπεραίνοιτο. Τί μέν γάρ ἐστι Θεός, οὐδείς πώποτε τῶν εὖ φρονούντων οὔτ᾿ εἶπεν οὔτ᾿ ἐζήτησεν, οὔτ᾿ ἐνενόησεν. Ὅτι δέ ἔστι καί ὅτι εἷς ἐστι καί ὅτι οὐχ ἕν ἐστι καί ὅτι τήν Τριάδα οὐχ ὑπερβέβηκε καί πολλ᾿ ἕτερα τῶν περί αὐτόν θεωρουμένων, ἔστι ζητῆσαί τε καί ἀποδεῖξαι. Εἰ γάρ μή ταῦτα, οὐδέ μαθεῖν ὅλως ἔστι τό περί Θεοῦ. Εἰ δέ μανθάνομεν καί ζητοῦμεν καί τοῦτο παρά τῶν εὖ εἰδότων καί ἐπισταμένων, τά μέν ἄρα τοῦ Θεοῦ γινώσκεται, τά δέ ζητεῖται, ἔστι δ᾿ ἅ καί ἀποδείκνυται, ἕτερα δέ εἰσιν ἀπερινόητα πάντῃ καί ἀνεξερεύνητα˙ τρόπος γεννήσεως, ἐκπορεύσεως, τελείας ἅμα καί ἀνεκφοιτήτου προελεύσεως, ἀδιαιρέτου τε ἅμα καί τελείας διαιρέσεως, καί τ᾿ ἄλλ᾿ ὧν διά πίστεως ἐπιστημόνως ἔχομεν. «Ὥς γάρ αἴσθησις ἐν τοῖς ὑπ᾿αἴσθησιν λογικῆς οὐ δεῖται δείξεως, οὕτως οὐδέ πίστις ἐν τοῖς τοιούτοις ἀποδείξεως. Μικροῦ δ᾿ ἴσον καί οὐδέν ἔλαττόν ἐστι κακόν, τά τε ὑπέρ νοῦν οἴεσθαι εἰδέναι καί «τό τοῦ Θεοῦ γνωστόν» μή τοιοῦτον ἀποφαίνεσθαι, ὡσαύτως καί τό ζητητόν ἤ ἀποδεκτόν. Ἔστι γάρ κοινῶν ἐννοιῶν καί ἀξιωμάτων ἀπορῆσαι οὐκ ὀλίγων, ἅ κρείττω ἤ κατά ἀπόδειξιν παρεχόμενα τήν ἐπιστήμην ἀποδεικτικαί τῷ ἐπισταμένῳ χρήσασθαι γίνονται ἀρχαί.
9. Πᾶσι γάρ ἐστιν ἐγνωσμένον τε καί ἀνωμολογημένον ὅτι ὁ Θεός τέλειός ἐστι καί οὐκ ἄλογος, ἐξ ὧν εἷς καί οὐχ ἕν ἀποδείκνυται. Λεγόντων οὖν ἡμῶν ὅτι ὁ Θεός τέλειος, ὁ τέλειος εἷς, καί τ᾿ ἄλλα συνείρειν διανοουμένων συμφώνως τοῖς πατράσιν, ὅπως εἷς ὁ τέλειος, εἴ τις τῶν ἀνεπιστημόνων τούτων ἀποδεικτικῶν προσίσταιτο λέγων ἐπί τῶν μοναδικῶν ἀπόδειξιν μή εἶναι, παρ᾿ ἡμῶν εὐθύς ἀκούσεται ὡς καθόλου μέν οὐκ ἔστι˙ πῶς γάρ ἐπί τῶν μή καθόλου; Ἀψευδής δέ οὐδέν ἧττον ἀπόδειξίς ἐστι, καί γάρ ἀναγκαία καί ἐπί τῶν μοναδικῶν καί ἀνεξαπάτητος μᾶλλον αὕτη ἡ ἀπόδειξις. Ἐπί γάρ τῶν καθόλου γένοιτ᾿ ἄν μᾶλλον ἡ ἀπάτη, διά τῆς φαντασίας θηρωμένης τῆς τοιαύτης ἀποδείξεως, δυσξυμβλήτων τε καί δυσπεριλήπτων ὄντων πάντων τῶν ὑποκειμένων. Οὐ μήν ἀλλά καί ἐφ᾿ ὧν τό κοινόν ἀνώνυμον, τόν αὐτόν τρόπον γένοιτ᾿ ἄν ἀπόδειξις καί ἐπί τινος εἴδους τοῦ καθόλου καί ἐφ᾿ ἑνός ἑκάστου γε τῶν μερικῶν ἀποδείξεις γίνονται, καθόλου μέν οὔ, πῶς γάρ; ἀψευδεῖς δέ καί ἀναγκαῖαι. Ἕλλησι μέν οὖν πιθανολογία ἡ θεολογία, διό καί διαλεκτικός ἅπας ὁ δοκῶν αὐτοῖς θεολογικός συλλογισμός, ἐξ ἐνδόξων ἔνδοξος, ταὐτόν δέ εἰπεῖν πιθανός ἐκ πιθανῶν. Οὐδέν γάρ ἴσασι περί Θεοῦ βέβαιον οὐδ᾿ ἀσφαλές, «ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν». Ἡμεῖς δέ οὐκ ἐξ ἐνδόξων ἐπί τό θεολογεῖν ὁρμώμεθα ἀρχῶν, ἀλλ᾿ ἀμεταπείστως περί ταύτας ἔχομεν, θεοδιδάκτους οὔσας. Πῶς οὖν οὐκ ἀποδεικτικόν, ἀλλά διαλεκτικόν τόν τοιοῦτον συλλογισμόν ἐροῦμεν; Καί μήν εἴ τις τῶν τήν διαλεκτικήν ἐν τοῖς περί Θεοῦ λεγομένοις εἰσαγόντων, ὅ παρά τῶν θεολόγων ρητῶς ἀπηγόρευται πατέρων, εἴ τις τοίνυν καί τούτων τούς εὖ ἔχοντας ἀναλύσειε συλλογισμούς, ἥκιστ᾿ ἐν τούτοις εὑρήσει τό καθόλου˙ τό τε γάρ προκείμενον μοναδικόν ἐστι καί πᾶν ὅ,τι τῶν αὐτῷ προσόντων μόνῳ κυρίως πρόσεστιν αὐτῷ. «Οὐδείς γάρ» φησίν «ἀγαθός, εἰ μή εἷς ὁ Θεός», ὁ μόνος σοφός, ὁ μακάριος καί μόνος δυνάστης, «ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». Οὐδέν οὖν τῶν ἑπομένων ἐπί πλέον εἴη ἄν αὐτοῦ, ὥστε καί αὐτῶν ἕκαστον μοναδικόν καί πᾶν ὅ,τι κατηγοροῖτο τούτων οὐ καθόλου. Πῶς οὖν συλλογίσαιντ᾿ ἄν ἄνευ τοῦ καθόλου; Εἰ δέ διά τήν τοῦ προκειμένου ἰδιότητα προάγοντες ἐν ὅλῳ τούς οἰκείους δέχονται συλλογισμούς, πολλῷ μᾶλλον διά τό μοναδικόν τοῦ προκειμένου τήν ἀπόδειξιν προσήσονται δίκαια ποιοῦντες. Ἄν δ᾿ αὖθις λέγῃ τις ‘ἡ ἀπόδειξις ἐκ τῶν προτέρων, οὐδέν δέ πρότερον Θεοῦ’, ‘οὐ τά κατ᾿ αὐτόν ἐξετάζομεν, ὦ βέλτιστε’, ἐροῦμεν πρός αὐτόν, ‘ἀλλά τί τῶν περί αὐτόν’. Τό γάρ ‘εἷς καί τρία’ καί τό ‘ἐξ ἐκείνου μόνου’, καί τό ‘εἰς ἐκεῖνον μόνον’, οὐ τήν φύσιν δείκνυσιν, ἀλλά περί αὐτήν ἐστι δεικνύμενα. Οὐκοῦν οὐδέ τι τῶν δι᾿ ἅ ταῦτα προϋπάρχειν ἀνάγκη τις τοῦ δεικνυμένου, καθάπερ οὐδ᾿ αὐτά προϋπάρχει τά περί Θεόν δεικνύμενα. Κἀκεῖνο γάρ, ὅ,τι ποτ᾿ ἄν ᾖ, περί τήν ἀπερινόητον ἐκείνη θεωρεῖται φύσιν, αἵ τε κοινότητες, αἵ τε ἰδιότητες, οἷον ἐκπόρευσις ἤ γέννησις, καί ταῦτ᾿ οὐ θέσει, ἀλλά φύσει, πλοῦτός τε ἤ κίνησις ἤ τελειότης, ὥσπερ καί τῶν ἄκρων θεολόγων τίς φησι, «μονάδος μέν κινηθείσης διά τό πλούσιον, δυάδος δέ ὑπερβαθείσης διά τήν ὕλην καί τό εἶδος, ἐξ ὧν τά σώματα, Τριάδος δέ ὁρισθείσης διά τό τέλειον». «Οὐκ αἰτιολογία τε τοῦτο ἐστι θεότητος, ἀλλ᾿ ἀπόδειξις τῆς περί αὐτῆς δόξης εὐσεβοῦς».
10. Ἔπειτα πῶς τό πρότερον, ᾦ οὗτος, ἐπί τῆς ἀποδείξεως ζητεῖς; Εἰ μέν χρόνῳ, λοιπόν οὐδέ οὐρανοῦ καί τῶν κατ᾿ αὐτόν σωμάτων καί θαυμάτων, οὐδέ γῆς καί θαλάττης καί τῶν ἐν αὐταῖς, οὐδ᾿ ἀέρος καί τῶν ἀεροπόρων, οὐδ᾿ αἰθέρος καί τῶν μετεώρων περιδέξῃ τινά ποτε ἀπόδειξιν. Μετά γάρ ταῦτα πάντα κοιναί τε ἔννοιαι καί ἀξιώματα καί ὅροι, προτάσεις τε καί ἀποδείξεις καί συλλογισμοί, διαιρέσεις τε καί ἀναλύσεις πᾶσαι˙ διανοίας γάρ ἐστι ταῦτα τοῦ ὕστατα κτισθέντος. Εἰ μέν οὖν οὕτω ζητεῖς τό πρότερον, λύσεις ἐκ μέσου τῶν ὄντων τήν ἐπιστήμην ταύτην ποιησάμενος˙ εἰ δ᾿ ἑτέρως τό πρότερον ἐκλήψῃ, οὐκ οἶμαί σε λόγου κἀν τοῖς περί θεοῦ δεικνυμένοις ἀπόρήσειν, ἐκεῖνο προσδιανοούμενον, ὅτι καί δι᾿ ὧν εἰσι δεικνύμενα ἐν τοῖς περί αὐτῶν εἰσιν, ἀλλ᾿ οὐδέ τό αἴτιον πάντως ἐπιπλέον ἤ πρεσβύτερον οὗ ἐστιν αἴτιον.Ὥστε κἄν ἐξισάζῃ τοῖς αἰτιατοῖς αὐτά τά αἴτια, κἄν μή προϋφεστηκότα ᾖ, οὐκ ἐμποδίσει τήν ἀπόδειξιν. Ἐκ μέν οὖν τῶν κοινῶν ἐννοιῶν τε καί ἀξιωμάτων οὕτως ἔστιν οὗ τῶν θείων ἔνι συνίστασθαι τάς ἀποδείξεις. Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἑνός τῆς θεαρχικῆς Τριάδος θεανδρικῶς ἡμῖν ὡμιληκότος παραδεδομένα; Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τῶν αὐτῷ λαλούντων ἡμῖν ἀποκεκαλυμμένα; Ἆρ᾿ οὐχ ὡς αὐτοπίστους καί ἀναποδείκτους δεξόμεθα ἀρχάς, καί πᾶν ὅ,τι ἄν τούτοις ἔποιτο καί ἐκ τούτων συμπεραίνοιτο οὐκ ἀποδείξεις θείας προσεροῦμεν;
Αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ: O Aκίνδυνος αρνείται τό Τριαδικόν τού Θεού, καί τίς άκτιστες ενέργειες. Οπως όλοι οι αιρετικοί σέ ανατολή καί δύση μέχρι σήμερα. Επομένως αρνείται τήν Ενσάρκωση τού Υιού καί τά θαύματα, τήν Αγιότητα τών πιστών.
Ολοι οι αιρετικοί, άς τό σημειώσουμε, αρνούνται τά Μυστήρια τής Σωτηρίας παραδίδοντάς τα σέ ανθρώπινα χέρια, ταυτίζοντας τό Αγιο Πνεύμα μέ τίς κοινές άκτιστες ενέργειες τής Αγίας Τριάδος καί κατά συνέπειαν καταργώντας τήν Τριάδα, δηλ. τίς υποστάσεις ή ταυτίζοντας τίς εντολές τού Κυρίου μέ τούς κανόνες τής ιεραρχίας.
Υπήρξε μεγαλύτερος εχθρός τής ορθοδοξίας από τόν Βαρλαάμ.
Προσωποποιεί τό μαύρο φαρισαικό φίδι πού κρύβουμε στόν κόρφο μας. Τό οποίο προκρίνει έναν απομονωμένο καί άσχετο, ακίνητο θεό σάν τό νεοπλατωνικό Ενα ή τόν Αλλάχ τού Μωαμεθανισμού ή έναν δυνάμει καί ενεργεία θεό, τού Αριστοτέλη, όταν ταυτίζει τό Αγιο πνεύμα μέ τίς άκτιστες ενέργειες, μέ τήν ηθική πράξη.
Οπως γιά παράδειγμα: "Η Χάρις του Θεού είναι οι άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και είναι Θεός, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος." "Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παντοδύναμο ὅπως ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ, ἐμψυχώνει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ πλάσματα. Αὐτὸ δίνει στὰ ζῶα τὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους τὸ νοῦ καὶ στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἀνώτερη ζωή, τὴν πνευματική. Αὐτὸ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βοηθάει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν."
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου