ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΘΕΜΕΛΙΑΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Ι. Ιδανική και πραγματική γνώση στη «μελλοντική ηθική»
1. Το επείγον τού ερωτήματος περί ‘αρχής’
Δυό είναι τα ερωτήματα που τίθενται ξεκινώντας τήν θεωρητική μας εργασία: Ποιες είναι οι βάσεις, τα θεμέλια μιας ηθικής, όπως την απαιτεί η καινούργια πράξη; Και ποια είναι η προοπτική, ότι η πειθαρχία την οποίαν απαιτεί αυτή η ηθική, θα ‘επιβληθή’ στις πρακτικές υποθέσεις τών ανθρώπων; Το πρώτο ερώτημα ανήκει στη διδασκαλία τών αρχών τής ηθικής, το δεύτερο στη διδασκαλία τής χρήσης τους – και στην περίπτωσή μας, που αφορά στη δημόσια πράξη, στην πολιτική θεωρία. Είναι δε τόσο ισχυρότερο εδώ το πολιτικο-πρακτικό ερώτημα, καθ’ όσον πρόκειται για το ‘μακρυνό’ Καλό ή Αναγκαιότητα, για το οποίο και μπορούμε ακόμα πιο δύσκολα να αποφανθούμε, πώς μπορεί (άραγες…) να επηρεάση η ενδεχόμενη γνώση τών λίγων την πράξη τών πολλών. Ακριβώς όμως προς χάριν αυτής τής επίδρασης, στην οποίαν και αναφέρονται τελικά όλα, πρέπει να προφυλαχθούν κατ’ αρχάς οι ίδιοι οι συνήγοροί της από κάθε υποψία αυθαιρεσίας, που σημαίνει πως δεν πρέπει να αφεθούμε στο συναίσθημα, αλλά να βασιστούμε θεωρητικά σε μια και συνετήν αρχή. ( Ή ότι πρέπει η πίστη, στην οποίαν και βασίζεται τελικά, με όλες τις απαιτήσεις της, η αξιολογική μας γνώση, να είναι μια «καλώς διανοηθείσα» πίστη.) Γι’ αυτό και το επείγον τών βασικών ερωτημάτων, των οποίων η καλύτερη δυνατή απάντηση είναι, παραβλέποντας το θεωρητικό ενδιαφέρον, πρακτικά σημαντική προς χάριν τής αυθεντίας, που μπορούν να την επιβεβαιώσουν στη διαμάχη τών απόψεων οι ίδιες (και μόνον…) οι συνέπειές της, και για την οποίαν (‘αυθεντία’…) δεν επαρκεί το απλώς εύλογο ή και η συναισθηματική προφάνεια μιας πρότασης που λέει, ότι οφείλουμε να ενδιαφερόμαστε μέσα απ’ την καρδιά μας για το μέλλον τής ανθρωπότητας και του πλανήτη. Το ερώτημα «γιατί άραγες;» μπορεί να τεθή ακόμα κι εδώ με απόλυτη ελευθερία και καθόλου επιπόλαια, κι αν μένουμε (παρ’ όλ’ αυτά…) ‘χρεωμένοι’ ως προς μιαν (έστω και ατελή) απάντηση, είναι τότε περιορισμένο και το δικαίωμά μας να μιλήσουμε για μιαν υποχρεωτικήν ηθική, βασιζόμενοι το πολύ-πολύ στην πειστική δύναμη του συναισθήματός μας. Η οποία και θα είναι τόσο λιγότερο επαρκής, όσο περισσότερο θα προχωρούμε απ’ τη βασική – και ελάχιστα αμφισβητούμενη ή και εκούσια αποδεκτή – βασική πρόταση, ότι πρέπει γενικώς να υπάρχη ένα μέλλον (πρόταση για την οποία δεν φαίνεται να χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη πειθώ, παρ’ όλο που πρόκειται βέβαια για τη σοβαρώτερη απ’ όλες τις ‘αρχές’), στις πιο ειδικές προτάσεις για ένα ‘συγκεκριμένο’ μέλλον – προτάσεις που προκαλούν, με όλο και μεγαλύτερο ‘δικαίωμα’, ερωτήσεις τού τύπου «γιατί; και πού βασίζεται ακριβώς αυτή η προτίμηση; και οποιαδήποτε προτίμηση; αλλά και κάθε γενικώς διαπίστωση;». Μια εφικτή αλήθεια, ως αντικείμενο φιλοσοφικής γνώσης, μας χρειάζεται άρα εδώ πριν απ’ όλα.
2. Επιστήμη δεδομένων για τις απώτερες επιδράσεις τής τεχνικής δράσης
‘Ζητείται’ όμως αμέσως κατόπιν μια άλλη αλήθεια, που είναι υπόθεση επιστημονικής γνώσης, μια αλήθεια δηλ. όσον αφορά στη συναγόμενη μελλοντική κατάσταση τού ανθρώπου και του κόσμου, κατάσταση που οφείλουμε να υποτάξουμε στην κρίση εκείνης τής πρώτης και φιλοσοφικής αλήθειας, και απ’ την οποίαν θα κριθούν τότε αναδρομικά και οι παρούσες μας πράξεις, που ‘οδηγούν’ σίγουρα ή και πιθανώς ή και ως απλή δυνατότητα σε κείνην την ‘κατάσταση’. Αυτή η (θεωρητική πάντως ακόμα) πραγματική και ενδεχόμενη γνώση τών ‘δεδομένων’ κινείται ανάμεσα στην ιδανική γνώση τής ηθικής διδασκαλίας τών αρχών και την πρακτική γνώση τής πολιτικής εφαρμογής, η οποία και μπορεί να ‘επιχειρήση’ μ’ αυτά κατ’ αρχάς τα υποθετικά ευρήματα για τα αναμενόμενα, και είτε να τα προωθήση είτε να τα αποτρέψη. Πρέπει να διαμορφωθή άρα μια επιστήμη ‘προβλέψεων’ ή ‘προγνώσεων’ και μια «συγκριτική μελλοντολογία».
3. Η συμβολή αυτής τής επιστήμης στη γνώση τών αρχών: ‘ευρετική’ (Heuristik)
τού φόβου (ή: αναζητώντας ή ανακαλύπτοντας τον φόβο…)
Δεν χωρίζεται ωστόσο κατά κανέναν τρόπο αυτό το συνδετικό και συγκεκριμένο ενδιάμεσο ‘μέλος’ απ’ το βασικό ‘μέρος’· χρησιμοποιείται δε μάλλον ήδη ‘ευρετικά’ (heuristisch) μέσα σ’ αυτό (( ‘Ισως: για να αναζητήσουμε ή να ανακαλύψουμε κάτι… )) . Όπως δεν θα γνωρίζαμε δηλ. για την αγιότητα της ζωής, αν δεν υπήρχε ο φόνος, και δεν έφερνε στο φως η εντολή «Ου φονεύσεις» αυτήν την αγιότητα· ούτε για την αξία τής ειλικρίνειας, αν δεν υπήρχε το ψέμμα, ούτε για την ελευθερία, αν δεν υπήρχε η ανελευθερία, κ.ο.κ. – έτσι μας βοηθά κι εδώ, στην περίπτωση μιας αναζητούμενης ηθικής τής ‘μακρινής ευθύνης’, που δεν έχει φανερώσει ακόμα κάποια ‘παράβαση’ στην τωρινή μας πραγματικότητα (( ; )) , η προβλεπόμενη κατ’ αρχάς παραμόρφωση του ανθρώπου στο να διαφυλάξουμε την έννοια του ανθρώπου, ‘μεταχειριζόμενοι’ ακριβώς αυτήν την απειλή για να εξασφαλίσουμε, τρομάζοντας μπροστά της, μιαν αληθινή ανθρώπινη εικόνα. Όσο δεν γνωρίζουμε τον κίνδυνο, δεν γνωρίζουμε και τί πρέπει να προστατεύσουμε και γιατί: η δε γνώση προκύπτει απ’ το ότι είναι όλα, ενάντια σε κάθε λογική και μέθοδο, ενώπιόν μας. Κάτι που μας διδάσκει, μέσα απ’ την προπορευόμενη της γνώσης ‘εξέγερση’ του αισθήματος, να βλέπουμε την αξία, της οποίας η απαξίωση τόσο μάς προσβάλλει. Γνωρίζουμε κατ’ αρχάς τί ‘παίζεται’, όταν γνωρίζουμε ότι όντως κάτι ‘παίζεται’.
Γιατί έτσι μάς ορίσθηκε κάποτε: να είναι για μας απείρως ευκολώτερη η γνώση τού κακού (malum) απ’ τη γνώση τού καλού (bonum)· η οποία γνώση τού κακού είναι πιο άμεση, πιο επιτακτική, πολύ λιγότερο εκτεθειμένη στις διαφορετικές απόψεις, και προπάντων ‘ανεπιτήδευτη’, ‘φυσική’: η απλή παρουσία τού κακού μάς την επιβάλλει, ενώ το καλό μπορεί να μην το αντιληφθούμε, και μπορεί να παραμείνη, αν δεν σκεφτούμε (όπου και πρέπει να υπάρχη κάποια ιδιαίτερη αφορμή), άγνωστο. Δεν έχουμε καμμιάν αβεβαιότητα για το κακό, όταν το βιώνουμε· ενώ για το καλό βεβαιωνόμαστε συνήθως μέσα από έναν ‘παράδρομο’ του κακού. Και είναι αμφίβολο, αν θα είχε υμνήσει ποτέ κανείς την υγεία, χωρίς να έχει δη τουλάχιστον την ασθένεια, ή την εντιμότητα χωρίς να έχη δη την αχρειότητα, ή και την ειρήνη, χωρίς να γνωρίζη την αθλιότητα του πολέμου. Γνωρίζουμε δηλ. πολύ καλύτερα αυτό που δεν θέλουμε απ’ αυτό που θέλουμε. Γι’ αυτό και πρέπει να ‘συμβουλεύεται’ (να λαμβάνη υπ’ όψιν της…) πρώτα τούς φόβους μας και μετά τις επιθυμίες μας, ώστε να εξακριβώνη τις πραγματικές μας ‘εκτιμήσεις’, η ηθική φιλοσοφία (σ.σ. 1, στο τέλος τής ανάρτησης…)· και παρ’ όλο που δεν είναι αναγκαίως το πιο ‘φοβερό’ αυτό που φοβόμαστε περισσότερο, κι ακόμα λιγότερο το ύψιστο αγαθό το αντίθετό του (το οποίο ύψιστο αγαθό μπορεί να είναι μάλλον εντελώς ελεύθερο απ’ την αντίθεση προς ένα κακό) – παρ’ όλο που δεν αποτελεί άρα, σίγουρα, την τελευταία λέξη στην αναζήτηση του καλού η ‘ευρετική’ (Heuristik) τού φόβου, παραμένει ωστόσο ένας υψίστης σημασίας πρώτος λόγος, που πρέπει στο έπακρο να τον αξιοποιούμε σ’ ένα πεδίο, όπου διαθέτουμε τόσες λίγες ανεπιτήδευτες και ‘φυσικές’ λέξεις.
4. Το «πρώτο χρέος» τής ‘μελλοντικής’ ηθικής: η δημιουργία μιας ‘ιδέας’ ή μιας
‘παράστασης’ των μελλοντικών επιδράσεων
Εκεί που δεν διαθέτουμε μάλιστα ως ‘φυσικόν’ αυτόν τον λόγο (τού φόβου…), έχουμε υποχρέωση να τον αναζητήσουμε, γιατί είναι κι εκεί απαραίτητο να μας καθοδηγήση ο φόβος. Κι αυτή είναι η περίπτωση στην αναζητούμενη εκ μέρους μας «μελλοντική ηθική», όπου δεν υπάρχει ακόμα η εμπειρία τού ‘φοβερού’ και ίσως και καμμιά αναλογία στις παρελθούσες ή και παρούσες εμπειρίες. Εκεί πρέπει να αναλάβη λοιπόν το ‘ιδεατό’ κακό τον ρόλο τού εμπειρικού κακού, μια ‘ιδέα’ που δεν συνίσταται όμως αφ’ εαυτής, αλλά πρέπει εσκεμμένα να δημιουργηθή: καθίσταται άρα η ίδια η προνοητική δημιουργία αυτής τής ‘ιδέας’ μια πρώτη, και εισαγωγική τρόπον τινά υποχρέωση της αναζητούμενης εδώ ηθικής.
(σ.σ. 1: Κάτι που έχει προσεχθή ελάχιστα, απ’ όσο γνωρίζω, στην ηθική φιλοσοφία. Η οποία και έχει τείνει, αναζητώντας την έννοια του Καλού, που την αφορά, να ‘συμβουλεύεται’ και να λαμβάνη υπ’ όψιν της την επιθυμία μας – με τη σωκρατική βέβαια προϋπόθεση, ότι πρέπει να είναι ακριβώς το Άριστο αυτό που πιο πολύ επιθυμούμε -, ενώ θα μας έδειχνε παρ’ όλ’ αυτά καλύτερα τον δρόμο ο φόβος μας. Ο πλατωνικός «Έρως» - “Eros”, ή η «όρεξη» - “appetitus” τού Αυγουστίνου, που είναι απ’ τη φύση τους ένα ‘καλό’ και οδηγούν τελικά στο όντως Καλό, είναι παραδείγματα αυτής της αναφοράς στήν επιθυμία. Κάτι που μπορεί να είναι ασφαλώς για μιαν εντελώς γνωρίζουσα, και συνειδητή πέρ’ απ’ αυτό επιθυμία, τελικά σωστό. Πώς μαθαίνουμε όμως να γνωρίζουμε την επιθυμία μας; Προσέχοντας (απλώς…) στις προβαλλόμενες επιθυμίες; Ασφαλώς όχι. Αυτό που επιθυμώ π.χ. περισσότερο απ’ τα εξής δύο: να μου αρέση το καθημερινό γεύμα, ή να παραμείνη υγιές το παιδί μου, αυτό δεν μπορώ καθόλου να το ‘συμπεράνω’ απ’ τη δύναμη της εκάστοτε επιθυμίας – όπου η μια με πληροφορεί καθημερινά, ενώ η άλλη δεν χρειάζεται καν να με πληροφορήση – και τη σύγκρισή τους. Αν πρέπη όμως να φοβάμαι για την υγεία τού παιδιού μου, επειδή υπάρχει ξαφνικά ένας λόγος γι’ αυτό, τότε το γνωρίζω)
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου