ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
VIII. Η «ουτοπική» δυναμική τής τεχνικής προόδου
και η ‘υπερβολή’ τής ευθύνης.
Το ηθικά σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ως «ουτοπικό» (utopisch) χαρακτήρα τής πράξης μας υπό τούς όρους τής σύγχρονης τεχνικής, ή ως ουτοπικές τουλάχιστον κινητήριες δυνάμεις της (drift – τάσεις, συμπαρασυρμοί…) – είτε επιδρούν στη μη ανθρώπινη ή και ανθρώπινη φύση, είτε είναι σχεδιασμένη ή και απρογραμμάτιστη η «ουτοπία» στο τέλος τού δρόμου. Με το είδος και το μέγεθος της χιονοστιβάδας τών ενεργειών της, μας οδηγεί η τεχνολογική ισχύς σε σκοπούς, για τους οποίους επιφυλασσόμασταν προηγουμένως ως προς την ουτοπία τους. Για να το εκφράσουμε διαφορετικά: έχει μετατρέψει η τεχνολογική ισχύς σε συναγωνιζόμενα σχεδιαγράμματα εκτελέσιμων ‘πλάνων’ αυτά που ήταν δοκιμαστικά και ίσως και διαφωτιστικά ‘παιχνίδια’ θεωρητικής λογικής, και πρέπει να διαλέγουμε πλέον ανάμεσα σε ακρότητες μακρινών και ως επί το πλείστον άγνωστων επιδράσεων. Το ένα, που μπορούμε πράγματι να γνωρίζουμε για όλ’ αυτά, είναι ο ‘εξτρεμισμός’ τους καθεαυτός: ότι αφορούν στη γενική κατάσταση τής φύσεως στον πλανήτη μας, αλλά και στο είδος τών δημιουργημάτων ή τών πλασμάτων που πρέπει ή δεν πρέπει να τον κατοικούν. Το αναπόφευκτα «ουτοπικό» μέτρο τής σύγχρονης τεχνολογίας οδηγεί στην ολοένα και μεγαλύτερη ‘συστολή’ (περιορισμό…) τής ‘σωτήριας’ και ‘θεραπευτικής’ και ‘ωφέλιμης’ απόστασης ανάμεσα στις καθημερινές και τις τελικές ‘υποθέσεις’ μας, ανάμεσα στις αφορμές για συνηθισμένη ευφυία και τις αφορμές για φωτισμένη σοφία. Καθώς ζούμε σήμερα μόνιμα στη σκιά ενός αθέλητου, ενυπάρχοντος και αυτόματου (automatisch) ουτοπισμού, ‘αντιπαρατιθέμεθα’ μόνιμα με τελικές προοπτικές, που η θετική τους επιλογή απαιτεί ύψιστη σοφία – μιαν απίστευτη γενικά για τον άνθρωπο κατάσταση, που δεν διαθέτει αυτήν τη σοφία, αλλά και για τον σύγχρονον ιδιαιτέρως άνθρωπο, που αρνείται μάλιστα και την αντικειμενικήν ύπαρξη μιας τέτοιας σοφίας, την ύπαρξη δηλ. απολύτου αξίας και αντικειμενικής αλήθειας. Χρειαζόμαστε πράγματι τότε ακριβώς περισσότερο τη σοφία, όταν πιστεύουμε το ελάχιστο σ’ αυτήν.
Αν απαιτή λοιπόν μια νέα ηθική πιο ‘εκτεταμένης’ ευθύνης, αντίστοιχη με το βεληνεκές τής ισχύος μας, η σύγχρονη (η ΄μοντέρνα’…) ‘φύση’ τής πράξης μας, τότε απαιτεί και μια ‘σύγχρονη’, στο όνομα ακριβώς εκείνης τής ευθύνης, ταπεινοφροσύνη – μια ταπεινοφροσύνη, όχι λόγω τής ασημαντότητάς μας όπως προηγουμένως, αλλά λόγω τού υπερβολικού μεγέθους τής ισχύος μας, η οποία ταπεινοφροσύνη μπορεί και να προβλέψη μιαν υπερβολή τής δυνάμεώς μας να ξεπεράση και τα δικά της όρια, και μπορεί επίσης να αξιολογήση και να κρίνη συνολικά την ισχύ μας. Εν όψει τού εσχατολογικού τρόπον τινά δυναμικού τών τεχνικών μας ενεργειών, καθίσταται η άγνοια για τις τελικές συνέπειες ένας καθεαυτώ λόγος για υπεύθυνη αυτοσυγκράτηση και επιφύλαξη – ως το δεύτερο καλύτερο μέτρο μετά απ’ την ίδιαν τη σοφία.
Aξίζει ωστόσο να αναφερθή και μια περαιτέρω άποψη της απαραίτητης για ένα μακρινό μέλλον νέας ηθικής και της ‘απολογίας’ μας μπροστά σ’ αυτό το μέλλον: η αμφιβολία για την επάρκεια της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, να ανταποκριθή με τις κανονικές της αρχές και διαδικασίες στις καινούργιες απαιτήσεις. Γιατί ‘ακούγονται’ σύμφωνα μ’ αυτές τις αρχές και διαδικασίες μόνον τα παρόντα συμφέροντα και αποκτούν τη βαρύτητά τους και υποχρεώνουν να τους δοθή σημασία. Σ’ αυτά λογοδοτούν οι δημόσιες εξουσίες, κι αυτός είναι ο τρόπος, που λαμβάνεται συγκεκριμένα υπ’ όψιν ο σεβασμός τών δικαιωμάτων (διαφορετικά απ’ ό,τι συμβαίνει με την ‘αφηρημένη’ αναγνώρισή τους). Το «μέλλον» δεν αντιπροσωπεύεται όμως σε κανέναν οργανισμό, και δεν υπολογίζεται ποτέ και το δικό του ‘βάρος’ (( Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε… )) . Αυτό που «δεν υπάρχει» δεν έχει και κανέναν να το υποστηρίζη παρασκηνιακά, κανένα Lobby, και είναι ανίσχυροι αυτοί που δεν έχουν ακόμα γεννηθή. Η οφειλόμενη σ’ αυτούς ‘απολογία’ δεν εκπροσωπείται προς το παρόν από καμμιά πολιτική ‘κίνηση’ στα σύγχρονα κέντρα απόφασης, κι όταν θα μπορούν να την αναζητήσουν, δεν θά ’μαστε πλέον, εμείς οι υπόχρεοι, εκεί.
Eδώ εγείρεται οξύτατο το παλαιό ερώτημα για τη δύναμη των σοφών ή για τη δύναμη των ιδεών (Ideen) στο πολιτικό ‘σώμα’, όταν δεν ‘συμμαχούν’ (βέβαια…) με τη φιλαυτία. Ποια είναι η δύναμη που πρέπει να ‘εκπροσωπή’ το μέλλον στο παρόν; Είναι ένα ερώτημα για την πολιτική φιλοσοφία, για το οποίο έχω κι εγώ τις δικές μου, χιμαιρικές (chimärische) ίσως, και σίγουρα μη δημοφιλείς ιδέες. Ιδέες που μπορούν προς το παρόν να ‘ησυχάζουν’. Γιατί πριν να καταστή πρακτικά σοβαρό εκείνο το ερώτημα ‘διεκπεραίωσής’ τους (να μπορούν να πραγματοποιηθούν δηλ. εκείνες οι ιδέες…), πρέπει να βρη τη θεωρία της (Theorie) η νέα ηθική (Ethik), πάνω στην οποία θα μπορούν να θεμελιωθούν ‘εντολές’ και απαγορεύσεις, ένα σύστημα από το «τί πρέπει» και «τί δεν πρέπει» να κάνη κανείς. Που σημαίνει πως, πριν απ’ το ερώτημα μιας ‘βίαιας’ εκτέλεσης ή μιας δύναμης επιρροής, υφίσταται το ερώτημα, από ποιαν κρίση ή από ποια γνώση τών αξιών πρέπει να εκπροσωπείται το μέλλον στο παρόν;
ΙΧ. Το ηθικό κενό
Και είναι εδώ που μένω ‘άναυδος’, και όπου μένουμε όλοι ‘άναυδοι’. Γιατί ακριβώς η ίδια ‘κίνηση’, που έθεσε στην κατοχή μας εκείνες τις δυνάμεις, που πρέπει να ρυθμιστούν τώρα μέσα από ‘κανόνες’ – η ‘κίνηση’ της σύγχρονης γνώσης με τη μορφή τής φυσικής επιστήμης -, απάλειψε, ως απαραίτητο ‘συμπλήρωμά’ της, τις βάσεις εκείνες, απ’ τις οποίες και θα μπορούσαν να εξαχθούν ‘κανόνες’, καταστρέφοντας μάλιστα και την απλήν ιδέα τού κανόνα καθεαυτού. Ευτυχώς όμως όχι και το ‘αίσθημα’ ή την αίσθηση για κανόνα, και για συγκεκριμένους μάλιστα κανόνες· ένα ‘αίσθημα’ που «αμφιβάλλει» ωστόσο για τον εαυτό του, όταν του ‘αντιλέγη’, ή αρνείται πάντως σε κάθε περίπτωση να το ‘επικυρώση’, η νομιζόμενη γνώση. Ενώ είναι σε μεγάλον βαθμό δύσκολη και η θέση του απέναντι στις ‘ξεκάθαρες’ απαιτήσεις τής απληστίας και του φόβου. Πρέπει μάλιστα να ΄ντρέπεται΄κιόλας τώρα, ως ‘ανυπόστατο’ μπροστά στην ‘ανώτερη γνώση’, για τον εαυτό του. Μια γνώση που ‘εξουδετέρωσε’ κατ’ αρχάς αξιολογικά τη φύση, και μετά και τον άνθρωπο. Και τώρα ‘τρέμουμε’ μέσα στη γυμνότητα ενός μηδενισμού, όπου συμπορεύονται η πιο μεγάλη ‘δύναμη’ με το πιο μεγάλο κενό, η μέγιστη δυνατότητα με την ελάχιστη γνώση: για ποιον λόγο τα κάνουμε όλα αυτά; Πρόκειται για το ερώτημα, αν μπορούμε να έχουμε καν, δίχως την αποκατάσταση της ‘κατηγορίας’ (Kategorie) τού ιερού ή τής αγιότητας, που καταστράφηκε μέχρι τις ρίζες με τον επιστημονικό ‘διαφωτισμό’, μιαν ηθική, που να μπορή να χαλιναγωγήση τις ακραίες δυνάμεις, τις οποίες και διαθέτουμε σήμερα και είμαστε σχεδόν εξαναγκασμένοι να τις επιδιώκουμε, να τις ‘αποκτούμε’ και να τις εξασκούμε διαρκώς. Και μπορεί να είναι ο φόβος συχνά το καλύτερο υποκατάστατο πραγματικής αρετής και σοφίας, μπροστά στις άμεσα απειλητικές για εμάς τούς ίδιους πια συνέπειες· αλλά δεν μας βοηθά αυτό το ‘μέσον’ απέναντι στις μακρινές προοπτικές, για τις οποίες και πρόκειται κυρίως εδώ, τη στιγμή μάλιστα που όλα φαίνονται ‘μικρά’ και ‘αθώα’ ακόμα καθώς ‘αρχίζουν’. Μόνον η ‘συστολή’ μπροστά στην παράβαση μιας ‘αγιότητας’ ή ‘ιερότητας’ είναι ανεξάρτητη απ’ τους υπολογισμούς τού φόβου και την (ψευδή…) ‘παρηγοριά’ τής άγνοιας των μελλοντικών συνεπειών. Όμως μια θρησκεία, που δεν υπάρχει και δεν υφίσταται, δεν μπορεί και να απαλλάξη απ’ την ‘εργασία’ της την ηθική· κι ενώ μπορούμε να πούμε, ότι είτε προσδιορίζει είτε δεν προσδιορίζει τον άνθρωπο η θρησκεία, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ηθική. Η οποία και πρέπει να υπάρχη, πρέπει να υφίσταται, επειδή οι άνθρωποι πράττουν, και η ηθική υπάρχει για να ‘τακτοποιή’ τις πράξεις και να ρυθμίζη τη δύναμη. Γι’ αυτό και πρέπει τόσο ‘περισσότερο’ να υπάρχη, όσο είναι μεγαλύτερες οι δυνάμεις τής πράξης, που ‘καλείται’ να ρυθμίση· κι όπως πρέπει να αντιστοιχή στο μέγεθος, έτσι πρέπει να αντιστοιχή και στο είδος αυτού που πρέπει να ‘τακτοποιηθή’ η αρχή τής τάξης (Ordnungsprinzip). Aπαιτούν άρα νέους κανόνες τής ηθικής, και ίσως και μιαν εντελώς νέα ηθική οι νέες δυνατότητες τής πράξης. Ειπώθηκε (κάποτε…) πως «δεν πρέπει να φονεύσης», επειδή έχει τη δύναμη να φονεύση, και πολύ συχνά την αφορμή ή και την τάση γι’ αυτό ο άνθρωπος – επειδή υπάρχει πράγματι δηλ. ο φόνος. Και εμφανίζεται μόνον υπό την πίεση πραγματικών ‘συνηθειών’, ή και γενικά τής πραγματικότητας ότι ήδη πράττεται κάτι και δεν χρειάζεται να ‘προσφερθή’ κατ’ αρχάς (ως δυνατότητα…), η ηθική ως ρυθμιστής τέτοιων ‘πράξεων’, καθοδηγούμενη απ’ το καλό και επιτρεπτό. Μια τέτοια ‘πίεση’ προκύπτει τώρα απ’ τις ‘καινούργιες’ τεχνολογικές δυνατότητες του ανθρώπου και την εξάσκησή τους… Κι αν είναι πράγματι τόσο ‘καινούργιες’ στη φύση τους, όπως βεβαιώνεται εδώ, αυτές οι δυνατότητες, και έχη πράγματι αναιρεθή λόγω τών δυνητικών συνεπειών τους η ηθική ουδετερότητα, για την οποίαν και ‘χαιρόταν’ προηγουμένως η τεχνική συναναστροφή με την ύλη, τότε σημαίνει αυτή η ‘πίεση’ την αναζήτηση μιας νέας ηθικής, που να μπορή να αναλάβη την καθοδήγησή τους, πρωτίστως όμως μιας ηθικής που να μπορή να βεβαιώση η ίδια θεωρητικά ότι ισχύει πράγματι εκείνη η πίεση. Εμείς επαληθεύσαμε ήδη στα προηγούμενα τις προϋποθέσεις, ότι υφίσταται δηλ. όντως μια καινοφανής (‘μοντέρνα’…) ως προς τα αντικείμενα και τα ‘μέτρα και σταθμά’ της συλλογική-σωρευτική-τεχνολογική πράξη, που δεν είναι πια ως προς τις, ανεξάρτητες από κάθε άμεση σκοπιμότητα, επιδράσεις της ουδέτερη. Μ’ αυτό ξεκινά ωστόσο απλώς η πραγματική μας ‘αποστολή’, το να αναζητήσουμε δηλ. και την απάντηση.
( συνεχίζεται, με το 2ο κεφάλαιο του βιβλίου: «Θεμελιακές και μεθοδικές ερωτήσεις» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου