Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (28)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

Συνέχεια από Σάββατο,19 Μαΐου2018
                                                          VΙ
Η ΟΡΦΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ. ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

16. ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ. ΛΙΤΗ (ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ), ΠΡΟΣΧΑΡΗ (ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΑ) Ή ΙΔΙΟΦΥΗΣ (ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ);

1. Η λιτή Φύση

«Ο Jacques Monod επέλεξε τη λογική. Και μάλιστα την καθαρή λογική. Δεν του αρκούσε όμως το ότι, απόλυτα λογικός ο ίδιος, έπρεπε το ίδιο να ισχύει και για τη φύση. Να λειτουργεί δηλαδή σύμφωνα με αυστηρούς κανόνες. Να παραμένει πιστή στην πρώτη «λύση» που θα ανακάλυπτε σε κάθε «πρόβλημα». Να τη χρησιμοποιεί μετά σε όλη της την έκταση. Για όλες τις περιπτώσεις. Για όλες τις ζωντανές υπάρξεις. Τελικά, για τον Jacques η φυσική επιλογή αποτυπώνονταν σε κάθε οργανισμό, σε κάθε κύτταρο, σε κάθε μόριο, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Σε βαθμό που να αγγίζει μιαν τέτοια τελειότητα, που δεν θα διέφερε από αυτήν που άλλοι αναγνωρίζουν ως σημείο της θείας θελήσεως. Ο Jacques απέδιδε στη φύση καρτεσιανό πνεύμα και λεπτότητα. Γι’ αυτό προτιμούσε τις απόλυτες λύσεις. Από την πλευρά μου δεν πίστεψα ποτέ ότι ο κόσμος είναι τόσο αυστηρά απόλυτος, τόσο λογικός. Δεν με ξάφνιαζε ούτε η λεπτότητά του ούτε η τελειότητά του, αλλά ο τρόπος που υπάρχει. Το ότι υπάρχει έτσι όπως είναι και όχι διαφορετικά. Τη φύση την έβλεπα σαν μια αρκετά υπάκουη κόρη. Μεγαλόψυχη, αλλά λίγο ‘ακάθαρτη’. Λίγο ακατάστατη, λίγο πρόχειρη. Που κάνει ό,τι μπορεί με ό,τι διαθέτει».
     Το κείμενο αυτό του Francois Jacob αποδεικνύει ότι ήδη από τον 20ον αιώνα, και ασφαλώς τον 21ο , όταν οι επιστήμονες ανακοινώνουν στο ευρύ κοινό τις ανακαλύψεις τους, χρησιμοποιούν συνήθως την αλληγορία μιας προσωποποιημένης φύσης, που διαθέτει τον δικό της χαρακτήρα, ή τις δικές τις συνήθειες, ή έστω μιαν ιδιαίτερη συμπεριφορά. Στα πλαίσια των μεθόδων αποκάλυψης των μυστικών τής φύσεως που ερευνούμε εδώ, εκτιμήσεις αυτού του είδους μάς επιτρέπουν να ορίσουμε τη μέθοδο δράσης, τη μέθοδο της φύσης.
    Μελετώντας την εξέλιξη του όρου φύσις είχαμε διακρίνει αυτό το είδος συμπεριφοράς της φύσεως ήδη από την Αρχαιότητα, και συγκεκριμένα στο ιπποκράτειο Corpus και στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η φύση ενεργεί ορθολογικά, ή τουλάχιστον ότι όλα συμβαίνουν σαν να ενεργεί με λογική και περίσκεψη: «Η φύση φαίνεται ότι προβλέπει αυτά που μπορούν να συμβούν». 
     Σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση, βασική αρχή για την κατανόηση των φαινομένων τής φύσεως, και κυρίως τής ζωντανής φύσεως, είναι το ότι οι ενέργειές της έχουν πάντοτε έναν σκοπό, ότι δεν αποδέχεται το ανολοκλήρωτο, το ημιτελές, το απροσδιόριστο, τόσο στους οργανισμούς που παράγει όσο και στην ακολουθία των όντων που μας αποκαλύπτει. Χαρακτηριστικό των ζωντανών υπάρξεων είναι η πληρότητα και η τελειότητα. Επομένως η φύση δεν ενεργεί ποτέ μάταια: αφ’ ενός δεν δημιουργεί τίποτε το περιττό· αφ’ ετέρου δεν πράττει τίποτε χωρίς να υπάρχει λόγος. Η αρχή αυτή χρησιμοποιείται συχνά για να αιτιολογήσει την παρουσία ή την απουσία μιας ιδιότητας ή ενός οργάνου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φύση είναι μια καλή «νοικοκυρά», που εξοικονομεί ό,τι και όσο μπορεί. Γνωρίζει πώς να αποφεύγει την υπερβολή ή την έλλειψη, το πρώιμο και το όψιμο. Φροντίζει ώστε ένα όργανο να μπορεί να εξυπηρετεί διάφορες ανάγκες. Για παράδειγμα, η γλώσσα εξυπηρετεί ταυτόχρονα τη γεύση, που είναι αναγκαία για το ζην, και την ευγλωττία, που είναι χρήσιμη στο ευ ζην. Ή ακόμη το στόμα, που χρησιμεύει στη λήψη της τροφής αλλά και στην αναπνοή. «Σαν ένας συνετός άνθρωπος», λέει ο Αριστοτέλης, «η Φύση προσφέρει ένα όργανο σε όποιον είναι σε θέση να το χρησιμοποιήσει· πραγματοποιεί τη βέλτιστη χρήση των προσφερομένων δυνατοτήτων· «σαν μια προνοητική οικονόμος», δεν απορρίπτει τίποτε που μπορεί να είναι χρήσιμο· αξιοποιεί τα υπολείμματα, «για να κατασκευάσει κόκκαλα, τένοντες, τρίχωμα, οπλές», και να αντισταθμίσει μιαν υπερβολή με μιαν έλλειψη, ή το αντίστροφο. Διότι δεν μπορεί να σπαταλήσει την υπερβολή σε άχρηστες ενέργειες. Για παράδειγμα, την εποχή του θηλασμού παύουν να ισχύουν οι συνήθεις κανόνες και συνήθως αποτρέπεται η σύλληψη. Αν υπάρξει σύλληψη, το γάλα διακόπτεται, διότι η φύση δεν έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει ταυτόχρονα δύο λειτουργίες.
     Οι απόψεις του Αριστοτέλη επικράτησαν κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Αλλά τον 17ον αιώνα ο Robert Boyle, αναφερόμενος σε αρκετές παρόμοιες διαπιστώσεις, υποστήριξε ότι πρόκειται απλώς για αλληγορικές εκδοχές, όπως η δήλωση που λέει ότι ένας νόμος απαγορεύει κάποιες πράξεις. Όπως και ο νόμος, η φύση δεν είναι ένα ενεργό υποκείμενο. Ο Robert Boyle έχει δίκαιο. Δεν θα μπορούσαμε όμως να θεωρήσουμε, ότι αυτό το είδος των υποδείξεων, είτε πρόκειται για τη φύση είτε για τον νόμο, μας επιτρέπει να διακρίνουμε κάποιο πρότυπο που διέπει τόσο τις φυσικές διαδικασίες όσο και τις ανθρώπινες ενέργειες;
     Οι θεωρίες του Αριστοτέλη αναφέρονται τελικά όλες στην αρχή της οικονομίας, που εκφράζει το ιδανικό μιας απόλυτα λογικής πράξης, η οποία θέτει σε ακριβή αντιστοιχία τα μέσα  και τους σκοπούς. Η αρχή της οικονομίας θα επηρεάσει σημαντικά τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις περί των ενεργειών της φύσεως μέχρι και τον 20ον  αιώνα. Θα διεισδύσει μάλιστα κατά τον 17ο και τον 18ον αιώνα στη μηχανική φυσική προσλαμβάνοντας τη μορφή τής ελάχιστης δράσης, κατά την οποία η βέλτιστη δράση τής φύσεως είναι αυτή που απαιτεί την ελάχιστη δαπάνη. Οι Fermat, Leibnitz, Maupertuis, και τον 20ον αιώνα ο Hamilton, πρότειναν διάφορες διατυπώσεις αυτής της αρχής. Ο Maupertuis τη διατυπώνει ως εξής: «Όταν στη Φύση πραγματοποιούνται αλλαγές, η ενέργεια που δαπανάται είναι πάντοτε η ελάχιστη δυνατή». Οι απόψεις του Maupertuis προκάλεσαν μιαν έντονη αντιπαράθεση, στην οποία πήραν μέρος ο Βολταίρος, που τις αντέκρουσε με σφοδρότητα, και ο Euler, που τις υποστήριξε με σθένος. Αλλά ο Maupertuis είχε υπογραμμίσει τη μεταφυσική  διάσταση αυτής της αρχής: ο Δημιουργός κάνει χρήση της δυνάμεώς του πάντοτε με τον σοφώτερο τρόπο, δηλαδή κατ’ οικονομίαν. Εδώ όμως εγείρεται μια ουσιαστική αντίρρηση: είτε πρόκειται για τον Θεό είτε για τη Φύση, γιατί θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι οι δυνάμεις τους είναι περιορισμένες, ότι δηλαδή υπόκεινται σε φειδωλή χρήση;
    Η αρχή της οικονομίας συνεπάγεται επίσης την αρχή την συνέχειας: ούτε υπερβολές (επομένως χωρίς άχρηστες επαναλήψεις), ούτε ελλείψεις (επομένως ασυνέχειες). Έτσι η Φύση ανέρχεται χωρίς εμφανή συνέχεια από τα άψυχα στα έμψυχα όντα, διαμέσου των φυτών, αλλά με έναν τόσο συνεχή τρόπο, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί το σύνορο που διαχωρίζει τις διαφορετικές ομάδες, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να προσδιοριστεί σε ποιαν ομάδα ανήκει το κάθε ον. Ο Leibnitz διατυπώνει ως εξής αυτήν την αρχή της συνέχειας:
      «Τίποτε δεν συμβαίνει ξαφνικά, και ένα από τα σημαντικότερα και τα πλέον ασφαλή αξιώματά μου είναι ότι η φύση δεν αφήνει ποτέ κενά: αυτός είναι ο νόμος της συνέχειας στον οποίο αναφέρθηκα στην πρώτη έκδοση του “Νέα από την Πολιτεία των γραμμάτων” και αυτός είναι ο σημαντικότερος νόμος στη φυσική».
     Ο Πλάτων είχε ήδη τονίσει την αναγκαιότητα ύπαρξης “συνδετικών δεσμών” ανάμεσα στα διαφορετικά στάδια εξέλιξης. Αυτή η αρχή τής συνέχειας και της πληρότητας, μαζί με την ιδέα της «αλυσίδας των όντων» που τη συνοδεύει, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της φιλοσοφίας και της βιολογίας μέχρι τον 18ον αιώνα, όπως αποδεικνύει και ο Arthur O. Lovejoy.
     Σύμφωνα με την προοπτική του Αριστοτέλη, η ζωή των ειδών εξαρτάται από μια σειρά λειτουργιών: τροφή, μετακίνηση, αναπαραγωγή, άμυνα, όσφρηση κ.ο.κ.  Για να εξασφαλίσει αυτές τις λειτουργίες, κάθε είδος πρέπει να είναι εξοπλισμένο με τα απαραίτητα μέσα. Η φύση κατανέμει σε κάθε είδος αυτά τα μέσα σε αναλογίες που επιτρέπουν στη συνολική προσφορά της να παραμένει πάντοτε ίδια. Εάν περιορίσει η εξαλείψει τα μέσα για την ολοκλήρωση κάποιας λειτουργιάς, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει τα μέσα κάποιας άλλης. Αυτή η αρχή της αναπλήρωσης μπορεί να ονομαστεί επίσης αρχή της ισορροπίας, η ακόμη αρχή της ολοκλήρωσης, με την έννοια ότι κάθε είδος θα πρέπει να διαθέτει το σύνολο των απαραίτητων μέσων για την άσκηση των ζωτικών λειτουργιών του, και θα πρέπει επίσης να παράγει αυτάρκεις οργανισμούς.
     «Τα ζώα στα οποία η φύση δεν έδωσε κέρατα, λέει ο Αριστοτέλης, τους παρέχει άλλα μέσα προστασίας, όπως στα άλογα την ταχύτητα ή το μέγεθος στις καμήλες.
     Ό,τι η φύση αφαιρεί σε δόντια το προσφέρει σε κέρατα, και η τροφή η οποία προορίζεται γι’ αυτά τα δόντια χρησιμοποιείται για να αναπτυχθούν τα κέρατα»
     Είναι ενδιαφέρον  ότι ο Πλωτίνος επανέρχεται σ’ αυτήν τη διαπίστωση λέγοντας ότι, όταν το ζώο δεν διαθέτει άλλα μέσα επιβίωσης, εμφανίζονται σε αναπλήρωση τα νύχια, οι άρπαγες, τα αιχμηρά δόντια. Αλλά αυτή η αναπλήρωση στον Πλωτίνο τοποθετείται ήδη στο επίπεδο της Ιδέας τού κάθε είδους. Οι ιδανικές Μορφές, τα πρότυπα των διαφόρων ειδών, υφίστανται τελικά μιαν υποβάθμιση σε σχέση με την ιδανική Μορφή, το ιδανικό Πρότυπο του καθαυτό Ζώντος, διότι εξειδικεύονται, και αυτή η υποβάθμιση έχει ως συνέπεια κάποιου είδους ανεπάρκεια που θα πρέπει να αναπληρωθεί, έτσι ώστε οι υπερβολές και οι ελλείψεις να εξισορροπήσουν.
     Η αρχή της αναπλήρωσης που καθιέρωσε ο Αριστοτέλης απορρέει από την αντινομία, την οποία ο Πλάτων διακρίνει στον Τίμαιο, ανάμεσα στη ροπή που έχει η φύση να εξασφαλίζει το βέλτιστο όφελος και την υλική αναγκαιότητα που την εμποδίζει. Η οικονομία είναι τελικά σημείο μιας κάποιας αδυναμίας, ενός είδος ανέχειας, που προκαλείται από την αντίσταση της ύλης. Και επομένως η Φύση αναζητά την καλύτερη λύση ανάμεσα σ’ αυτές που της εξασφαλίζουν οι συνθήκες. Ανάμεσα στις διάφορες δυνατότητες που τις προσφέρονται επιλέγει τη βέλτιστη.
     Η αρχή της αναπλήρωσης ήταν ακόμη παρούσα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αναφερόμενος στη ‘ζωολογική φιλοσοφία’ του Geoffroy Saint-Hilaire, ο Γκαίτε λέει ότι η Φύση διαθέτει έναν συγκεκριμένο προϋπολογισμό: μπορεί να κατανέμει κατά βούληση τις επιμέρους δαπάνες, αλλά δεν υπερβαίνει τη συνολική δαπάνη. Εάν αυξήσει τις δαπάνες της σε έναν τομέα, θα πρέπει να τις περιορίσει σε κάποιον άλλον. Ο απόλυτος αριστοτελισμός! Η αντίληψη αυτή ανταποκρίνεται εξ άλλου στην ιδέα περί εξισορρόπησης των οργάνων, στην οποίαν αναφέρεται ο Geoffroy Saint-Hilaire περιγράφοντας τις δομές ενός ενιαίου σχεδίου που θα περιελάμβανε όλα τα ζώα.
     Η προοπτική της αποτύπωσης ενός ενιαίου σχεδίου διαφαίνεται ήδη τον 18ον αιώνα στις μελέτες των Buffon, Maupertuis, Robinet και Bonnet. Ένα αρχικό πρότυπο θα μπορούσε να αποτελέσει το μοντέλο ολόκληρης της φυσικής εξέλιξης, εξασφαλίζοντας την απόλυτη συνέχεια ανάμεσα σε όλα τα βασίλεια της φύσης, όπως υποστηρίζει ο Jean Batiste Robinet:
     «Η πέτρα, η δρυς, το άλογο, ο πίθηκος, ο άνθρωπος, αποτελούν  παραλλαγές της εξέλιξης ενός προτύπου που άρχισε να σχηματίζεται από τα πλέον απλά στοιχεία».
     Είναι προφανές ότι η αρχή της οικονομίας, στην προοπτική της ύπαρξης πολλαπλών παραλλαγών  του ιδίου θέματος, μπορεί να επιβιώσει στον βαθμό που η φύση θα παραμείνει πιστή σε ένα θεμελιώδες πρότυπο.
     Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε επίσης ότι, όταν η φύση ανακαλύψει μια συνταγή, ένα επιτυχημένο μοντέλο, παραμένει πιστή στην εφαρμογή του. Εκτιμήσεις αυτού του είδους χρησιμοποιεί μερικές φορές και η σύγχρονη βιολογία. Όπως γράφει ο François Jacob:
     «Πέρα από την ποικιλία των μορφών και τη διαφοροποίηση των επιδόσεων, όλοι ο οργανισμοί χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα για τη δημιουργία παρόμοιων αντιδράσεων. Είναι επομένως αναγκαίο να παραδεχτούμε ότι η φύση, όταν ανακαλύψει στην εξελικτική της πορεία μιαν επιτυχημένη συνταγή, θα συνεχίσει να την εφαρμώζει».
     Παρόμοιες θεωρίες ανέπτυξαν και αστρονόμοι, όπως ο Michel Cassé:
     «Η φύση μοιάζει να ακολουθεί κάποια πρότυπα που επαναλαμβάνει παντού και αδιάκοπα, κάποιους διαχρονικούς κανόνες που εφαρμόζει καθολικά. Επαναλαμβάνεται χωρίς διακοπή μέχρις ότου επιτευχθούν οι στόχοι της».
    Όλες αυτές οι θεωρίες, που αποτελούν παραλλαγές της αριστοτελικής αρχής της οικονομίας, προϋποθέτουν ότι στη φύση επικρατεί μια λογική τάξη, ένα είδος νομιμότητας. Στα Σημειωματάριά του ο Wittgenstein αναφέρει: «Το μέγα ερώτημα γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα όσα έχω γράψει είναι το εξής: μπορούμε να προϋποθέσουμε την ύπαρξη μιας τάξης στον κόσμο, και αν ναι, σε τί ακριβώς συνίσταται;». Και αναφερόμενος ακριβώς σε όλες αυτές τις θεωρίες της αρχής τής οικονομίας, προσθέτει: « Όλες οι θεωρίες, όπως η θεωρία του επαρκούς λόγου, της συνέχειας και της ελάχιστης δαπάνης στη φύση κ. τ. λ., όλες αυτές οι προτάσεις αποτελούν προϋπόθεση έμπνευσης ενδεχομένων θεωριών της επιστήμης». Ή ακόμη: «Πριν ακόμη γίνει γνωστή αυτή η αρχή, υπήρχε το προαίσθημα ότι θα έπρεπε να έχει υπάρξει ένας “νόμος της ελάχιστης δράσης”. (Εδώ, όπως πάντοτε, η προϋπόθεση της βεβαιότητας αναδεικνύεται σαν μια καθαρά λογική συνέπεια)». Όλες αυτές οι αρχές, όπως βεβαιώνει ο Καντ, «δεν υποδηλώνουν αυτό που συμβαίνει, αλλά το πώς πρέπει να κρίνουμε». Εκφράζουν μια λογική αναγκαιότητα.
2. Η πρόσχαρη Φύση
     Μήπως θα ήταν όμως λογικό να υποθέσουμε, ότι η συνετή και οικονόμος νοικοκυρά του Αριστοτέλη γίνεται κάπως πρόσχαρη και ιδιόμορφη όταν επιτρέπει, όπως είδαμε, διαφορετικές παραλλαγές του θέματος που διαλέγει; Αυτό φαίνεται να υπονοεί και ο Diderot:
     «Φαίνεται ότι στη φύση αρέσει η παραλλαγή ενός μηχανισμού με μια ποικιλία από διαφορετικές επιμέρους μορφές. Ποτέ δεν εγκαταλείπει ένα δημιούργημά της πριν πολλαπλασιάσει τα είδη του σε όλες τις πιθανές εκδοχές. […] Είναι όπως μια γυναίκα που της αρέσει να παραλλάσσει τους ρόλους της, και μέσα από διαφορετικές μεταμφιέσεις να αποκαλύπτει κάθε φορά κάποια από τις πλευρές της, αφήνοντας αυτούς που επίμονα την ακολουθούν να ελπίζουν ότι κάποια μέρα θα την κατακτήσουν ολόκληρη».
     Η αντίληψη αυτή υπήρχε ήδη από την Αρχαιότητα. Ο Σενέκας περιγράφει την επιμονή της φύσης να παράγει την ποικιλία (ipsa uarietate se jactat). Οι στωικοί, παρότι υποστήριζαν με μεγαλύτερη ακόμη έμφαση από τον Αριστοτέλη ότι η Φύση, την οποία μάλιστα είχαν ταυτίσει με τον καθολικό Λόγο, δεν πράττει τίποτε μάταιο, παραδέχονταν ότι συμβαίνει ορισμένες φορές τα δημιουργήματά της να μην έχουν λόγο. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε καμιά σκέψη χρησιμότητας όταν δημιούργησε αυτήν την εντυπωσιακή ουρά που έχει το παγώνι. Κατά τον Χρύσιππο, η Φύση δημιούργησε ένα εξάρτημα που αποτελεί περιττή πολυτέλεια απλά και μόνο επειδή τής αρέσει η καλαισθησία και η ποικιλία των χρωμάτων. Ο μέγας φυσιοδίφης τής Αρχαιότητας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος δεν δίστασε μάλιστα να μιλήσει για την ιλαρότητα και τα παιχνιδίσματα της Φύσης. Με παιχνιδιάρικη διάθεση διασκεδάζει, εφευρίσκοντας κάθε είδους ποικιλία πάνω στο θέμα που διαλέγει, όπως τα διαφορετικά σχήματα που εμφανίζουν τα κέρατα των ζώων ή οι παραλλαγές των σχημάτων που έχουν τα όστρακα. Δοκιμάζει διάφορα παιχνίδια, ζωγραφίζοντας τα χρώματα των λουλουδιών. Άλλες φορές διασκεδάζει με θεάματα που σκηνοθετεί, όπως οι μάχες μεταξύ των ζώων. Πάντοτε διαθέσιμη για παιχνίδια, η Φύση γίνεται απρόβλεπτη. Κάποτε πειραματίζεται και ψυχαγωγείται με δοκιμές: πριν δημιουργήσει τον κρίνο εφεύρε την αγράμπελη. Δεν είναι πλέον τότε η συνετή και οικονόμος νοικοκυρά, αλλά μια ευφάνταστη καλλιτέχνης, λάτρης της ομορφιάς, με μιαν ευδαίμονα γονιμότητα, που προσπαθεί να πραγματοποιήσει την κάθε επιθυμία της. Ξεκινώντας ως αρχάρια, βαθμιαία προοδεύει, και μπορεί να κατορθώσει  να δημιουργήσει ακόμη και αριστουργήματα.
     Ανακαλύπτοντας αυτήν την παιχνιδιάρα Φύση των στωικών, μπορούμε να αναρωτηθούμε μήπως συγγενεύει με τον Αιώνα, αυτό το παιδί που κατά τον Ηράκλειτο παίζει ρίχνοντας ζάρια, παιχνίδι που θα καταλήξει να αποκαλείται από τον Νίτσε το τρομερό παιχνίδι του Διόνυσου.
    Σε κάθε περίπτωση όμως, η αλληγορική αυτή ερμηνεία της Φύσης έπαιξε σημαντικό ρόλο από τον 18ον αιώνα στην άνθιση της ιδέας του ‘εξελικτισμού’. Όταν το 1768 ο Jean-Baptiste Robinet τιτλοφορεί ένα από τα βιβλία του Φιλοσοφική θεώρηση της φυσικής διαβάθμισης των μορφών του όντος ή οι δοκιμές της Φύσης που μαθαίνει να κατασκευάζει τον άνθρωπο, είναι σαφές ότι υπονοεί τη Φύση τού Πλίνιου, η οποία διασκεδάζοντας μαθαίνει πώς να κατασκευάζει τον κρίνο ξεκινώντας από την αγράμπελη. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γκαίτε αποδίδει την ύπαρξη των πολύπλοκων φυσικών μορφών σε ένα παιχνίδι της Φύσης, που οφείλεται τόσο σε τυχαίες συμπτώσεις όσο και στην πρωτοτυπία της φαντασίας. Όταν η Φύση εφευρίσκει μια μορφή, παίζει μαζί της το παιχνίδι της, και παίζοντας δημιουργεί την ποικιλία της ζωής. Επιδίδεται στη δημιουργία μιας ανεξάντλητης ποικιλίας μορφών που εφευρίσκει. Παίζει το παιχνίδι τού «Όλα ή τίποτα»:
     «Ζώα, Φυτά, Ορυκτά, όλα αυτά, αποτελέσματα μιας επιτυχημένης ζαριάς, διακυβεύονται συνεχώς, και ποιος ξέρει αν και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν αποτελεί μιαν επόμενη ζαριά, που προετοιμάζει το έδαφος σε έναν ακόμη ανώτερο σκοπό».
     Ρίσκο, δοκιμή, αναζήτηση, αυτή είναι η μέθοδος της Φύσης:
     «Ο σκελετός πολλών θαλάσσιων ζώων αποδεικνύει ότι η Φύση τα δημιούργησε έχοντας κατά νου ένα ανώτερο είδος χερσαίων ζώων. Και σε ό,τι η Φύση μοιάζει να έχει εγκαταλείψει προσωρινά, επανέρχεται όταν οι συνθήκες γίνουν ευνοϊκώτερες».
3. Η ιδιοφυής Φύση
      Αλλά το παιχνίδι συγγενεύει με την ελευθερία, την καινοτομία, την ασωτία, δηλαδή τελικά με την αποδόμηση της αντίληψης του Αριστοτέλη για μια φύση οικονόμο και καλή νοικοκυρά. Η πληθωρική ιδιοφυία της φύσης θα γίνει κεντρικό θέμα της φιλοσοφίας του Νίτσε:
     «Στη φύση δεν βασιλεύει η απόγνωση, αλλά τουναντίον η υπεραφθονία, η πληθωρικότητα μέχρι και τον παραλογισμό.
     Επιθυμείτε να ζήσετε σε συμφωνία με τη φύση; Ω, ευγενείς στωικοί, πόσο ξεγελούν οι λόγοι! Μπορείτε να φανταστείτε ένα ον που θα είναι όπως η φύση, ιδιοφυές χωρίς προηγούμενο, αδιάφορο σε υπερβολικό βαθμό, χωρίς προθέσεις ούτε σεβασμό, χωρίς δικαιοσύνη και οίκτο, γόνιμο, στείρο και απρόβλεπτο ταυτόχρονα !
     Η φύση, όπως είναι, με όλα αυτά τα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά τής ιδιοφυίας και της αδιαφορίας που μας προκαλούν, αλλά δεν παύουν να είναι ευγενή».
     Μια τέτοια αντίληψη για τη φύση κατά τον Νίτσε γεννά ταυτόχρονα στον άνθρωπο τρόμο και ευδαιμονία: τρόμο διότι διαβλέπει το παιχνίδι της τυφλής ωμότητας της φύσης, και ευδαιμονία, τη διονυσιακή δηλαδή ευδαιμονία, διότι μέσα από το παιχνίδι της τέχνης επιστρέφει στο μεγάλο παιχνίδι του κόσμου, αποδεχόμενος την ωμότητα και την αυθαιρεσία.
     Πλέκοντας το εγκώμιο του William James και του «πλουραλισμού» του, ο Bergson αντιπαραθέτει στην αντίληψη που λέει ότι  «η φύση δεν απαιτεί από εμάς για τη φροντίδα της παρά την ελάχιστη δυνατή δαπάνη», τα δεδομένα της εμπειρίας που αποκαλύπτει μια πραγματικότητα πληθωρική:
     «Ενώ η δική μας νοημοσύνη, πιστή στη συνήθεια της οικονομίας, θεωρεί ότι οι συνέπειες ανταποκρίνονται απόλυτα στις αιτίες τους, η ιδιοφυής φύση προσθέτει στην αιτία πολύ περισσότερα από αυτά που απαιτούν οι συνέπειές της. Ενώ το δικό μας έμβλημα είναι η  Προσαρμογή στο αναγκαίο, έμβλημα της φύσης είναι η  Υπερβολή του αναγκαίου, υπερβολή σ’ αυτό, υπερβολή σ’ εκείνο, υπερβολή σε όλα».
     Η φύση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Bergson, είναι ιδιοφυής αλλά και καλλιτέχνις. Όπως είχαν πει ο Πλίνιος και ο Σενέκας, «μοιάζει να δημιουργεί με αγάπη, αλλά και προς τέρψιν, την ποικιλία των ειδών τών ζώων και των φυτών», και κάθε μια ξεχωριστά από τις δημιουργίες της «έχει την απόλυτη αξία ενός έργου τέχνης». «Είναι μια πλήρης άνθηση απρόβλεπτης καινοτομίας». Είναι πράγματι προφανές, σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τούς ζωντανούς οργανισμούς, ότι η δημιουργία τους δεν υπόκειται αποκλειστικά στην αρχή της οικονομίας. Δεν είναι μηχανές που διαθέτουν μόνο τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους γρανάζια, αλλά πραγματικά έργα τέχνης, που επιδεικνύουν μιαν υπερβολική ποικιλία χρωμάτων, έναν απίστευτο πλούτο παράξενων και απρόβλεπτων μορφών, ένα πνεύμα ξέφρενης σπατάλης. Παρόλη όμως την απίστευτη ομορφιά που τους αποδίδει ο Bergson, αυτά τα έργα τέχνης περιορίζουν την εξέλιξη της ζωτικής ορμής που αναζητά μιαν ανοδική πορεία προς την ηθική πρόοδο, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος.
     Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι κατά βάθος υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετοι τρόποι αλληγορικής αντιμετώπισης της συμπεριφοράς της φύσης. Το κείμενο του François Jacob που παραθέσαμε στην αρχή του κεφαλαίου, αποδεικνύει εξ άλλου ότι επιστήμονες που ουσιαστικά αποδέχονται τις ίδιες θεωρίες, μπορεί να αντιλαμβάνονται τη λειτουργία της φύσης με απόλυτα διαφορετικό τρόπο. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, όπως υπονοεί ο Bergson, ότι αυτοί που αποκαλούν τη φύση οικονόμο έχουν την τάση να πιστεύουν ότι οι φυσικές διαδικασίες είναι αυστηρά λογικές, θεωρώντας ότι υπάρχει απόλυτα λογική αντιστοιχία μέσων και σκοπών, ενώ αυτοί που τη φαντάζονται πρόσχαρη, πρωτότυπη, πληθωρική, έχουν αντίθετα την τάση να αντιλαμβάνονται τις φυσικές διαδικασίες ως αυθόρμητες, άμεσες, ακόμη και απρόβλεπτες. Αυτό το δεύτερο είδος περιγραφής της συμπεριφοράς της φύσης δεν έχει τόσο επιστημονικό όσο φιλοσοφικό περιεχόμενο. Όπως μας δείχνουν τα παραδείγματα του Νίτσε και του Μπεργκσόν, αυτό που διακυβεύεται είναι η υπαρξιακή και ηθική σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την ίδια την ύπαρξη.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: